Το χλωμό μέλλον της αμερικανο-βρετανικής συμμαχίας. Πώς ξηλώνεται η ειδική σχέση.


  Είναι τόσο ειρωνικό και τραγικό το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, που τώρα βρίσκεται σε μια αναμφισβήτητα ταπεινωτική κατάσταση, υποστηρίζει την μείωση του διεθνούς ρόλου των ΗΠΑ από την διοίκηση του Trump, γεγονός που με την σειρά του θα βλάψει ζωτικά συμφέροντα της βρετανικής εθνικής ασφάλειας. Κατά τον ίδιο τρόπο, η Ουάσινγκτον βλάπτει τον σύμμαχό της, ζητωκραυγάζοντας για ένα σκληρό Brexit και για την αποδυνάμωση της ΕΕ.

 Η Βρετανίδα πρωθυπουργός, Theresa May, και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, κατά την διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου στον Λευκό Οίκο, στην Ουάσιγκτον, τον Ιανουάριο του 2017. KEVIN LAMARQUE / REUTERS

Παρά τους περιστασιακούς πανικούς της στερλίνας και την πτώση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, η Βρετανίδα πρωθυπουργός Theresa May [2] έχει εντείνει την δέσμευση της κυβέρνησής της να προχωρήσει με ένα λεγόμενο σκληρό Brexit [3], μια πλήρη αποχώρηση από την συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο θα ήταν σοφό να επανεξετάσει το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει την ΕΕ με βάση μια μη δεσμευτική ψήφο, καθώς ένα από τα κύρια κόστη θα ήταν η απώλεια του δυσανάλογα μεγάλου παγκόσμιου ρόλου της χώρας, αντικατοπτρίζοντας την εθνικιστική στροφή των Ηνωμένων Πολιτειών με την εκλογή του προέδρου Donald Trump.

Από όλες τις απόψεις, ο Trump και η May τα βρήκαν [μεταξύ τους] στην πρώτη τους συνάντηση τον Ιανουάριο. Εντούτοις, πριν καν η Μέι προσγειωθεί στην Άγκυρα την επόμενη μέρα για μια σύνοδο κορυφής με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο Τραμπ είχε εκδώσει την μουσουλμανική απαγόρευση για επτά χώρες, προκαλώντας πολλά τμήματα της βρετανικής κοινωνίας και του Κοινοβουλίου να πιέσουν την πρωθυπουργό να απαντήσει με κάποιο τρόπο. Πάνω από δύο εκατομμύρια υπέγραψαν μια αίτηση ζητώντας της να ακυρώσει την πρόσκλησή της προς τον Trump να επισκεφθεί την βασίλισσα Ελισάβετ Β'.

Αν υποθέσουμε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είναι όντως σε πορεία για ένα σκληρό Brexit, βρίσκεται σε επισφαλή θέση. Επί του παρόντος, η ιστορικά σημαντική ειδική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες έχει καταστεί άκρως ανισόρροπη, με την κυβέρνηση της Μέι να αναλαμβάνει τον ρόλο του υποτακτικού σε μια νέα αμερικανική κυβέρνηση που ξεχειλίζει από κομπασμούς και αυτοπεποίθηση -και που πιστεύει ότι ο κόσμος τείνει προς την εθνικιστική κατεύθυνσή της. Στην πραγματικότητα, ο εθνικισμός του Trump ενδέχεται να επιταχύνει την πτώση της εγχώριας στήριξης της Μέι.

Ακόμη και αν η επιτυχημένη συνάντησή τους επρόκειτο να μεταφραστεί σε οτιδήποτε διαρκές, η ειδική σχέση δεν μοιάζει πλέον με την αξιόπιστη στενή διμερή σχέση στην καρδιά της μεγαλύτερης Δυτικής συμμαχίας όπως ήταν κάποτε. Η Μέι χρειάζεται ακόμα τον Trump για υποστήριξη στο Brexit και για μια εμπορική συμφωνία, και ο Trump χρειάζεται ακόμα την υποστήριξη του παλαιότερου και πιο αξιόπιστου συμμάχου των Ηνωμένων Πολιτειών για την δική του πρωτόπειρη νομιμοποίηση. Ωστόσο, ο κάθε ηγέτης ενισχύει τώρα τις πολιτικές του άλλου που δεν είναι προς το συμφέρον ούτε των Ηνωμένων Πολιτειών ούτε του Ηνωμένου Βασιλείου και των αντίστοιχων πληθυσμών τους, και μπορεί στην πραγματικότητα να τους βλάψουν.

Η ειδική σχέση ήταν εξαιρετικά σημαντική για την οικοδόμηση και την προάσπιση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης. Αλλά οι ρωγμές και τα χάσματα σε αυτό το 70ετές σύστημα συμμαχιών αυξάνονται μέρα με την ημέρα. Στην πραγματικότητα, αρχίζει να φαίνεται ότι μέχρι την ώρα που θα ξανασυναντηθούν ξανά, θα είναι σχεδόν σαν δυο τυχάρπαστοι ηγέτες να δίνουν τα χέρια για μια συμφωνία ώστε να κάνουν τις δύο χώρες τους πιο αδύναμες. Όλα αυτά θα εισαγάγουν έναν πρωτοφανή βαθμό ειρωνείας στην ιστορική σχέση τους, αλλά και ένα δίκαιο ποσό τραγωδίας όταν θα εξετάζονται μέσα από τον φακό της γεωστρατηγικής.

Υπολογίστε ότι, για κανέναν άλλο λόγο εκτός από την λαϊκιστική κοσμοθεωρία του Trump και των συμβούλων του, οι Ηνωμένες Πολιτείες απομακρύνονται γρήγορα από τις πολυάριθμες δεσμεύσεις τους ως προς την διεθνή τάξη. Η πρόκληση της ανάμειξης της Ρωσίας στις εκλογές των ΗΠΑ, ο τορπιλισμός της Trans-Pacific Partnership και η ipso facto [δηλαδή, εκ του γεγονότος αυτού] ενίσχυση της Κίνας, η υπονόμευση της πολιτικής της «μιας Κίνας» με την αποδοχή του τηλεφωνήματος από τον πρόεδρο της Ταϊβάν, η εκχώρηση εξουσίας στην Ρωσία στις συνομιλίες για την Συρία, ο ρόλος της υπηρέτριας στην ιστορική ρήξη μεταξύ των συμμάχων μας στο Περσικό Κόλπο και η ρητορική υπονόμευση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, έχουν όλα αποδυναμώσει την ισχύ και το ανάστημα των ΗΠΑ στο εξωτερικό. Το τράβηγμα του χαλιού κάτω από το Μεξικό, η άσκοπη αύξηση των εντάσεων με το Ιράν που απειλούν την πυρηνική συμφωνία, η απόδοση στον ηγέτη της Βόρειας Κορέας Kim Jong Un ίσου αναστήματος κατά την κρίση με την Πιονγκγιάνγκ με την συνάντηση του Kim αυτοπροσώπως και ίσως όχι χωρίς να απαιτεί αποπυρηνικοποίηση, και με τις προσωπικές προσβολές στενών συμμάχων, όπως η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας Μάλκομ Τούρμπουλ, έχουν κάνει περαιτέρω ζημίες στην εικόνα και την επιρροή της Ουάσινγκτον σε ολόκληρο τον κόσμο. Όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι η τάση θα συνεχιστεί.

ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΟΣΤΟΣ

Από την πλευρά του, το Brexit πρόκειται να κοστίσει στο Ηνωμένο Βασίλειο τον υπερμεγέθη ρόλο που διαδραματίζει στην φιλελεύθερη τάξη. Έχει ήδη αισθανθεί το οικονομικό κόστος της υπερψήφισης του «εκτός» μέσω της αποδυνάμωσης της βρετανικής λίρας, της αστάθειας στην χρηματιστηριακή αγορά και της μείωσης της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης. Εάν η χώρα προχωρήσει με το Brexit πλήρως, οι πολυεθνικές εταιρείες θα φύγουν, οι ξένες άμεσες επενδύσεις θα μειωθούν και πολλοί από τους κατοίκους της οικονομίας της γνώσης της χώρας και του τομέα των υπηρεσιών θα μετακομίσουν. Θα ακολουθήσουν η μειωμένη αύξηση του ΑΕΠ, η υψηλότερη ανεργία και η πτώση του βιοτικού επιπέδου.

Όντως, το βρετανικό Υπουργείο Οικονομικών έχει υπολογίσει ότι η μείωση του ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου εντός δύο ετών από την αποχώρηση από την ΕΕ θα διπλασιαστεί συγκρινόμενη με την παραμονή του στην ενιαία αγορά της ΕΕ. Το ΔΝΤ έχει υποβαθμίσει την ανάπτυξη της χώρας κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες (στο 1,7%), κυρίως λόγω των υποβαθμισμένων καταναλωτικών δαπανών και ακόμα χαμηλότερα, στο 1,5% το 2018. Το Γραφείο Ευθύνης επί του Προϋπολογισμού του Ηνωμένου Βασιλείου έχει επίσης υποβαθμίσει [4] την ανάπτυξη της χώρας κατά 5% μέχρι το 2018. Το ίδιο το Υπουργείο Οικονομικών προβλέπει ότι το ΑΕΠ θα είναι πάνω από 6% χαμηλότερο μέχρι το 2030 από ότι θα ήταν αν η χώρα δεν έφευγε από την ΕΕ, κοστίζοντας σε κάθε βρετανικό νοικοκυριό περίπου 6.000 δολάρια ετησίως.

Το κόστος εισαγωγής των νέων βρετανικών δασμών και μιας σειράς μη δασμολογικών φραγμών θα είναι επίσης επιβλαβές. Επιπλέον, το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί στα 1,9 τρισ. λίρες (περίπου 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια) μέχρι το 2021, απαιτώντας επιπλέον δάνεια 160 δισεκατομμυρίων λιρών (207 δισεκατομμύρια δολάρια) που θα μεταφραστούν άμεσα είτε σε περικοπές δαπανών είτε σε υψηλότερους φόρους. Η εμπιστοσύνη του ιδιωτικού τομέα στην χώρα έχει μειωθεί στο κατώτατο επίπεδό της μέσα σε τρία χρόνια και υπολογίζεται να πέσει ακόμη περισσότερο. Οι αιτήσεις για τις παροχές ανεργίας προβλέπεται ότι θα αυξηθούν κατά 100.000 έως το 2020. Πιο σημαντικό ωστόσο είναι ότι η απώλεια της συνολικής πρόσβασης στην ευρωπαϊκή ενιαία αγορά για τους γνωστούς κλάδους υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου -τραπεζικές εργασίες, ασφάλιση, συμβουλευτικές υπηρεσίες- θα αυξήσει δραματικά το κόστος της αποχώρησης.

Ειδικοί του τραπεζικού κλάδου προβλέπουν ότι το Brexit θα οδηγήσει σε αύξηση του κόστους κατά 4% για τις τράπεζες, με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις να αυξάνονται κατά 30%. Η ανάλυση της HSBC προβλέπει ένα κόστος Brexit ύψους 200-300 εκατομμυρίων δολαρίων, με ένα συνολικό έσοδο ύψους 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων να διακυβεύεται. Εξαιτίας αυτού, η τράπεζα προτίθεται να μεταφέρει 1.000 έως 6.000 θέσεις εργασίας από το Λονδίνο στο Παρίσι. Η σεβαστή συμβουλευτική Oliver Wyman προβλέπει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα χάσει συνολικά 31.000-35.000 θέσεις εργασίας χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών συνολικά, με 12.000-17.000 από αυτές στον τραπεζικό τομέα. Στην πραγματικότητα, το χειρότερο σενάριο του σκληρού Brexit θα μπορούσε να οδηγήσει στην αναχώρηση [6] συνολικά 40.000 θέσεων εργασίας από τον τραπεζικό τομέα.

Ακόμα και κατά τα έτη που προηγήθηκαν της ψηφοφορίας του Brexit, μεγάλο μέρος της χώρας υπέφερε ήδη από οικονομικές δυσκολίες ως αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής των Συντηρητικών. Ο πρώην πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον, για παράδειγμα, υπέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο σε επτά συνεχή χρόνια οικονομικών προϋπολογισμών λιτότητας μεταξύ του 2008 και του 2014, γεγονός που κατέστρεψε την οικονομία και είχε δυσανάλογο αντίκτυπο στους λιγότερο ευημερούντες, με διψήφιες ποσοστιαίες απώλειες στην αγοραστική δύναμη των μισθωτών του Ηνωμένου Βασιλείου. Ως απάντηση, προς έκπληξη πολλών, η Μέι συνέκλινε με επιτυχία προς τον πολιτικό χώρο του Εργατικού Κόμματος με πολιτικές λιγότερο όμοιες με εκείνες των πρώην πρωθυπουργών Margaret Thatcher και David Cameron από όσο των Tony Blair και Gordon Brown -με τον Edward Heath να είναι ο μόνος ανάλογός της σύγχρονος ηγέτης των Tory. Όμως η Μέι φαίνεται να έχει κάνει μια φαουστιανή συμφωνία στην προσπάθεια να χαράξει την δική της κληρονομιά. Όταν η πλήρης έκταση των επιπτώσεων του Brexit αρχίσει να χτυπάει την πατρίδα, η ζημιά στην σύγχρονη Βρετανία ίσως να μην κόβει την ανάσα, αλλά σύμφωνα με μια σειρά μετρήσεων είναι πιθανό να είναι σοβαρή.

Οι υπέρμαχοι του «εκτός» υποστήριξαν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο από μόνο του θα μπορούσε να διαπραγματευτεί μια ευνοϊκή εμπορική συμφωνία απευθείας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και να διατηρήσει ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς με την Ευρώπη. Ωστόσο, το σημερινό πολιτικό κλίμα στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι εχθρικό προς το ελεύθερο εμπόριο, με τους εργαζόμενους να υποβαθμίζονται από τα μειονεκτήματα της παγκοσμιοποίησης και προσώρας να είναι πιο εθνικιστές και λιγότερο ανεκτικοί από το κανονικό. Όσο για την ΕΕ, θα αναγκαστεί να δώσει σκληρή μάχη με το Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να σηματοδοτήσει σε άλλα μέλη της ΕΕ ότι το κόστος της αποχώρησης είναι απαγορευτικό.

Η ειρωνεία είναι ότι το σημαντικό οικονομικό κόστος του Brexit θα προκαλέσει αξιοσημείωτη ζημιά όχι μόνο στην βρετανική οικονομία αλλά και στην κληρονομιά της Μέι στην Βρετανία. Λόγω των δυσμενών επιπτώσεων της αποχώρησης από την ΕΕ, δεν είναι πιθανό να επιτευχθεί η οικονομική ανάπτυξη και τα φορολογικά έσοδα που χρειάζεται η Μέι για να θέσει σε εφαρμογή τις μεσοπρόθεσμες οικονομικές πολιτικές της. Σημαντικοί εθνικοί οικονομικοί πόροι είναι απαραίτητοι για την χρηματοδότηση ενός συνδυασμού εσωτερικής νομοθεσίας που αποσκοπεί στην ελάφρυνση των δυσκολιών των «συνηθισμένων εργαζόμενων» [7], σύμφωνα με τα δικά της λόγια. Θα φανεί λοιπόν ότι η Μέι και το κόμμα της είναι ιδιαιτέρως έτοιμοι να εξισώσουν το Brexit με το εθνικό συμφέρον –αποτυγχάνοντας να δουν το δάσος του εθνικού ενδιαφέροντος έναντι των δέντρων του Brexit, όπως [όντως] ήταν.

ΜΙΑ ΑΠΩΛΕΙΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ

Η εξέχουσα μακροπρόθεσμη απώλεια λόγω του Brexit θα είναι η μειωμένη επιρροή του Ηνωμένου Βασιλείου ως παγκόσμιου ηγέτη, καθώς και η θέση του ως αξιόλογου εταίρου στην λεγόμενη ειδική σχέση. Το Ηνωμένο Βασίλειο μετρούσε πολύ πάνω από το βάρος του σε παγκόσμια κλίμακα, κυρίως διατηρώντας την θέση ενός ικανού παγκόσμιου παίκτη πολύ καιρό μετά την απώλεια της βρετανικής αυτοκρατορίας, με μια μεσαία στρατιωτική δύναμη, κορυφαίες πηγές πληροφοριών, υπερμεγέθη ηγετική θέση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, και ένα υψηλών ικανοτήτων διπλωματικό σώμα. Κατά ειρωνικό τρόπο, υπήρξε επίσης σημαντικός ηγέτης της ΕΕ και μέρος του πυρήνα της «τριανδρίας» μαζί με την Γαλλία και την Γερμανία. Τώρα υπάρχει ο κίνδυνος η Σκωτία να εγκαταλείψει το Ηνωμένο Βασίλειο και να επανέλθει στην ΕΕ μόνη της, ενώ η Βόρεια Ιρλανδία σταματά επίσης για να κάνει στρατηγικές σκέψεις, καθώς ακόμη και η συμφωνία ειρήνης της Μεγάλης Παρασκευής του 1998, η οποία έθεσε τέρμα στις δεκαετίες της θρησκευτικής σύγκρουσης, πιθανώς θα υπονομευθεί.

Ρεαλιστικά, με το να αφήσει την ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι λιγότερο χρήσιμο στην Ουάσιγκτον ως σύμμαχος. Εάν εγκαταλείψει την ενιαία αγορά, η εξασθενημένη οικονομία του θα εξαναγκάσει το Λονδίνο να μειώσει σημαντικά τις δαπάνες για τον στρατό και τις υπηρεσίες πληροφοριών. Μπορεί να επιθυμεί να αντισταθμίσει το Brexit διπλασιάζοντας αυτά που συμβάλλει στο ΝΑΤΟ, αλλά δεν θα είναι σε θέση να το κάνει. Το Υπουργείο Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου προβλέπεται να χάσει αγοραστική δύναμη 800 εκατομμυρίων δολαρίων από ένα πλήρες Brexit, σύμφωνα με το ίδιο το Υπουργείο.

Εάν οι δύο χώρες πρόκειται να προχωρήσουν στην πλήρη πραγματοποίηση αυτών των αυτοχειριών, η Δύση, συλλογικά, θα γίνει λιγότερο ισχυρή, λιγότερο σταθερή και λιγότερο αξιόπιστη –με την κατάρρευση της μεγάλης εμπορικής συμφωνίας ΗΠΑ-ΕΕ να είναι απλώς το πρώτο θύμα. Ένα μειωμένης ισχύος δυτικό ημισφαίριο θα επηρεάσει αρνητικά τις σχέσεις μεταξύ Ασιατών, Μεσανατολιτών και Αφρικανών, αφενός, και των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Δύσης, αφετέρου. Πιθανότατα, αυτή η πράξη αυτοκαταστροφής θα ενθαρρύνει περαιτέρω την Ρωσία και την Κίνα, για να μην αναφέρουμε την Βόρεια Κορέα και το Ιράν.

Στην Ουάσινγκτον, οι ηγέτες των ΗΠΑ τείνουν να βλέπουν το Ηνωμένο Βασίλειο ως ένα χρήσιμο αντίβαρο στην Γερμανία, έχοντας επίγνωση του αριθμού των γερμανικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ρωσία και του βαθμού στον οποίο η ήπειρος παραμένει εξαρτώμενη από το ρωσικό αέριο. Η Ουάσινγκτον χρειάζεται επίσης τον πιο αξιόπιστο σύμμαχό της για να την βοηθήσει να αντιμετωπίσει μια όλο και πιο επιθετική Κίνα -ιδιαίτερα την προσάρτηση νησιών από τις Φιλιππίνες και το Βιετνάμ, αλλά και την καταστολή της δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ. Το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, ήταν ένα βασικό μέρος της εμπλοκής του ΝΑΤΟ μεταξύ της Κίνας και των Δυτικών συμμάχων στην Ασία.

Το Ηνωμένο Βασίλειο διαδραματίζει επίσης πρωταγωνιστικό ρόλο στο κυνήγι των υπολειμμάτων της αλ Κάιντα και στην καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους (ή ISIS) στο Ιράκ και την Συρία, για να μην αναφέρουμε τις προσπάθειες των στρατευμάτων του και των πολιτικών εμπειρογνωμόνων στο Αφγανιστάν. Ο αριθμός των βρετανικών στρατευμάτων και η χρηματοδότηση των ΜΚΟ και των προγραμμάτων βοήθειας στο Αφγανιστάν θα μειωθούν σχεδόν σίγουρα με το Brexit. Επιπλέον, η Γαλλία τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να δείχνει πιο αξιόπιστη στους ηγέτες των ΗΠΑ εξαιτίας της συνεχούς παγκόσμιας ηγεσίας της -από την στρατιωτική της επιχείρηση στο Μάλι έως τις ειρηνευτικές της προσπάθειες στην Μέση Ανατολή και μέχρι την πρωτόγνωρη διπλωματία του προέδρου Emmanuel Macron στην Λιβύη και την ανατολικο-κεντρική Ευρώπη.

Με την συμβατική αποτροπή στην Ευρώπη να έχει εκμηδενιστεί από την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 από την Ρωσία και με το καθεστώς (που χρησιμοποιεί χημικά όπλα) του προέδρου Bashar al-Assad να φαίνεται όλο και πιο ασφαλές στην Συρία, η δεξιόστροφη μετατόπιση των εθνικών πολιτικών στην Δύση αποσπά την προσοχή από το ξεκίνημα μιας στρατηγικά ασύνετης και αυτο-επιβληθείσας μείωσης της ισχύος και της επιρροής της Δύσης στην παγκόσμια σκηνή. Ευτυχώς, οι Γάλλοι απέφυγαν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Γαλλία και ο εταίρος της στην ΕΕ, η Γερμανία, είναι πλέον τα καλύτερα στοιχήματα για την προάσπιση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης.

ΤΙ ΕΠΙΦΥΛΑΣΣΕΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Είναι τόσο ειρωνικό και τραγικό το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, που τώρα βρίσκεται σε μια αναμφισβήτητα ταπεινωτική κατάσταση, υποστηρίζει την μείωση του διεθνούς ρόλου των ΗΠΑ από την διοίκηση του Trump, γεγονός που με την σειρά του θα βλάψει ζωτικά συμφέροντα της βρετανικής εθνικής ασφάλειας. Κατά τον ίδιο τρόπο, η Ουάσινγκτον βλάπτει τον σύμμαχό της, ζητωκραυγάζοντας για ένα σκληρό Brexit και για την αποδυνάμωση της ΕΕ. Ακόμα κι αν αυτή η δυναμική συμβάλλει στην διευκόλυνση της εμπορικής συμφωνίας που η Μέι επιθυμεί απεγνωσμένα, μια τέτοια συμφωνία δεν θα περιγραφεί κατά κανένα τρόπο με ακρίβεια ως θρίαμβος. Αντ’ αυτού, θα συμβολίζει την έντονη πολιτική παρακμή των δύο χωρών και την ιστορική τους ειδική σχέση.

Τώρα που το Ηνωμένο Βασίλειο υποχωρεί πολιτικά πίσω το κανάλι [της Μάγχης], θα μπορούσε επίσης να σκοντάψει και ο θαυμασμός που έχουν οι Αμερικανοί για την χώρα. Το Ηνωμένο Βασίλειο γίνεται γρήγορα όλο και λιγότερο ευδιάκριτο, και πολύ πιο μπερδεμένο. Σε μια τέτοια εποχή, είναι δύσκολο να θυμηθούμε ότι ήταν ο Winston Churchill που έκανε έκκληση για πρώτη φορά για τις «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης». Αν το Ηνωμένο Βασίλειο επρόκειτο ποτέ να αναρωτηθεί πόση επιρροή έχει ασκήσει στην παγκόσμια σκηνή, σύντομα θα το γνωρίζει: Πράγματι πάρα πολλή.

Στα αγγλικά:


  JEFFREY A. STACEY ,
πρώην αξιωματούχος του Υπουργείου Εξωτερικών στην διοίκηση Obama, πρώην ερευνητικός βοηθός και λογογράφος του Sir Edward Heath και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Integrating Europe [1].


08/09/2017



 Οι απόψεις,που δημοσιεύονται στα εκάστοτε-χάριν ενημέρωσης και προβληματισμού-αναρτώμενα άρθρα (ή κάθε είδους κείμενα), εκφράζουν αποκλειστικά και μόνο τους αρθρογράφους που επώνυμα τις διατυπώνουν και μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του ιστολογίου.  Οι  ενδεχόμενες ''υπογραμμίσεις'' -χρώμα,μέγεθος γραμματοσειράς και οι εικονογραφήσεις-με εικόνες από το World Wide Web-στις αναρτήσεις γίνονται με ευθύνη του blogger. Στο αρχικό  πρωτότυπο κείμενο  παραπέμπεστε μέσω των επισυναπτόμενων ενεργών συνδέσμων.