Η υπερδύναμη που πολέμησε με τον εαυτό της - και έχασε


Γιατί εξελιγμένα πολεμικά σκάφη συγκρούονται με εμπορικά πλοία πολύ χαμηλότερων ταχυτήτων, όπως συνέβη δύο φορές φέτος; Γιατί η αμερικανική Πολεμική Αεροπορία αντιμετωπίζει έλλειψη 1200 πιλότων; Γιατί οι χερσαίες δυνάμεις των ΗΠΑ καταλήγουν να μάχονται στη Συρία με αντάρτες τους οποίους προηγουμένως έχει εξοπλίσει η ίδια η CIA; Γιατί οι Ειδικές Δυνάμεις αντιμετωπίζουν αυξημένο πρόβλημα ψυχικών διαταραχών και αυτοκτονιών; Γιατί ο αμερικανικός στρατός είναι παντού στον κόσμο και δεν κερδίζει πουθενά; Είναι οι ΗΠΑ μια υπερδύναμη που μάχεται με τον εαυτό της – και χάνει;

Αυτά είναι τα δύσκολα ερωτήματα που θέτει από στηλών του TomDispatch ο Αμερικανός καθηγητής Ιστορίας και απόστρατος αντισμήναρχος William Astore, στο φόντο της συμπλήρωσης 16 ετών από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 η οποία και προσφέρεται για μία αποτίμηση του "πολέμου κατά της τρομοκρατίας”.

Κατά τον Astore, το πλήθος των αποστολών (ενάντια σε "αόρατους”, επί το πλείστον, αντιπάλους) που έχουν αναλάβει οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις όλα αυτά τα χρόνια έχει οδηγήσει σε μίαν εξάντληση των δυνατοτήτων τους, η οποία, υπό κανονικές συνθήκες, θα επέβαλλε αλλαγή επιχειρησιακού ρυθμού, μείωση των στρατιωτικών δαπανών, επαναπατρισμό στρατευμάτων και περιορισμό της ακτίνας δράσης τους ανά τον κόσμο.

Όμως η πιο λογική επιλογή είναι και αυτή που ουδέποτε συζητείται στη Ουάσιγκτον. Αντιθέτως, για τον Donald Trump και τους λοιπούς πολιτικούς η προφανής λύση είναι η εκτίναξη του στρατιωτικού προϋπολογισμού, η εντατικοποίηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων, η χρήση τεχνολογιών που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν το στρατιωτικό προσωπικό (όπως τα drones), η άσκηση πίεσης σε συμμάχους σαν την Γερμανία και την Ιαπωνία να αυξήσουν τις δαπάνες τους, η εξάρτηση από περιφερειακούς πελάτες όπως οι κυβερνήσεις του Ιράκ και του Αφγανιστάν.

Εν ολίγοις: μεγαλύτερη δόση από την ίδια συνταγή, η οποία έχει οδηγήσει στην αποσταθεροποίηση τόσο μεγάλα τμήματα του πλανήτη και προκαλεί την εμφάνιση διαρκώς νέων τρομοκρατικών οργανώσεων και άρα διαρκώς νέων ευκαιριών για αποτυχημένες αμερικανικές επεμβάσεις.

Σύμφωνα με τον Astore, o Ψυχρός Πόλεμος δεν αποτελούσε μόνο την ανάσχεση της Σοβιετικής Ένωσης από τις ΗΠΑ, αλλά και το αντίθετο. Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ άφησε την Αμερική ελεύθερη από ανταγωνιστές, να ξεδιπλώνει ως στρατηγικό όραμα την ύβριν της προβολής ισχύος οπουδήποτε στον πλανήτη.

Υπάρχουν περίπου 800 αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις ανά τον κόσμο, ενώ Αμερικανοί κομάντος αναπτύσσονται κάθε χρόνο σε περισσότερες από 130 χώρες. Το Πεντάγωνο εξαπλώνει τη δράση του από τη γη και τη θάλασσα στο διάστημα και τον κυβερνοχώρο, ενώ από κοντά 17 υπηρεσίες πληροφοριών, με προϋπολογισμό 80 δισ. δολαρίων σαρώνουν όλα τα δεδομένα που κυκλοφορούν στον πλανήτη Γη.

Και όμως: η κυβέρνηση Trump προαναγγέλλει ενίσχυση της εμπλοκής στο Αφγανιστάν (όπου άλλωστε χρησιμοποίησε παραδειγματικά την "μητέρα όλων των βομβών” εναντίον μιας ομάδας τζιχαντιστών), επεκτείνει τους βομβαρδισμούς στη Μέση Ανατολή, απειλεί με πόλεμο την Βόρεια Κορέα και συζητά την αποστολή οπλισμού στην Ουκρανία.

Αν υπάρχει μια νέα ιδέα, αυτή είναι η πρόταση του Erik Prince, ιδρυτή της εταιρείας Blackwater, να ιδιωτικοποιηθεί ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, με την αξιοποίηση μισθοφόρων. Ο Astore παρατηρεί ειρωνικά ότι, αν οι αμερικανικοί πόλεμοι κινητοποιούνται όλο και περισσότερο από την ατζέντα του αδηφάγου στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, η εξάλειψη μεσαζόντων όπως οι ένοπλες δυνάμεις είναι μια λύση.

Σε κάθε περίπτωση, συνεχίζει, η στρατηγική σκέψη δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει από την εποχή του Βιετνάμ (οπότε και κατέληξε σε ήττα): χρήση όλο και πιο εξελιγμένης τεχνολογίας για την επίτευξη συντριπτικών, ει δυνατών, πληγμάτων σε πολύ μικρότερους αντιπάλους, ώστε να μειωθούν οι αμερικανικές απώλειες.

Για τον Astore, ο μεγαλύτερος κίνδυνος αφορά όχι τόσο το αξιόμαχο των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, όσο την δημοκρατία, εφόσον η παρατεταμένη διεξαγωγή πολέμων στρατιωτικοποιεί τις κοινωνίες. Με αυτή την έννοια, η υπερδύναμη πολεμά και χάνει από τον εαυτό της.

Του Κώστα Ράπτη


16/9/2017