ΓΙΑΤΙ ΗΤΤΗΘΗΚΑΜΕ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ: ΛΑΘΗ, ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ, ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΙΔΕΑΣ.


 Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επικεφαλής της ελληνικής αποστολής, αναχωρεί από το ξενοδοχείο του στη Λωζάνη. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΧΕΙΟΥ


Ένα Αναπάντητο Ερώτημα


Ο Αύγουστος αποτελεί τον «μαύρο» μήνα του Ελληνισμού εξαιτίας δύο επετείων: της Μάχης του Αφιόν Καραχισάρ το 1922 (και κατ΄ επέκταση, της ήττας της Ελλάδας στην Μικρασιατική Εκστρατεία) και τον Αττίλα ΙΙ στην Κύπρο το 1974.

Οι δύο επέτειοι σηματοδοτούν το τέλος της Μεγάλης Ιδέας και τη δραστική περιστολή του Ελληνισμού εντός των στενών ορίων του καχεκτικού νεοελληνικού κράτους από τον Έβρο έως το Καστελόριζο. Παρά ταύτα, δεν έχουν έως σήμερα εξαχθεί τα κατάλληλα διδάγματα για τις επονείδιστες ήττες του Ελληνισμού· ακριβέστερα, απουσιάζει μια εις βάθος μελέτη ως προς τα αίτια της ήττας μας στην Μικρά Ασία και την Κύπρο υπό το πρίσμα της υψηλής στρατηγικής.

Τουναντίον, τα αναρίθμητα έργα (εκ των οποίων τα πλείστα αποτελούν πρωτογενείς πηγές όπως αυτοβιογραφίες και ημερολόγια) είτε διαπνέονται από άκρατη συνωμοσιολογία (πως δηλαδή οι «κακοί ξένοι» ευθύνονται αποκλειστικώς για τις εν λόγω ήττες) και/ή αυτομαστίγωση (πως δηλαδή ο δαίμων της διχόνοιας προεξοφλεί την ήττα για την Ελλάδα) είτε αποδίδουν μια υπερβολική έμφαση σε τακτικής φύσεως ζητήματα (πως δηλαδή θα είχε εξελιχθεί ο πόλεμος εάν η αεροπορία είχε δράσει κτλ).

Με βάση τη θεωρία της υψηλής στρατηγικής, θα ελεγχθούν ένα προς ένα τα «κριτήρια» περί της ορθότητας μιας υψηλής στρατηγικής ώστε να απαντηθεί το εξής ουσιαστικό ερώτημα: γιατί η Ελλάδα ηττήθηκε το 1922.

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

Οι περισσότεροι στην Ελλάδα (επιστήμονες και μη) υποκύπτουν στον πειρασμό (εν πολλοίς ένεκα των πολιτικών πεποιθήσεών τους υπέρ ή εναντίον του Βενιζέλου) να εξετάζουν τον Μικρασιατικό Αγώνα αποσμασματικά και υποκειμενικά: δηλαδή, ερευνούν εάν η ήττα ήταν προεξοφλημένη (άρα «χρεώσιμη» στον Βενιζέλο) λόγω των αρνητικών συσχετισμών ισχύος (στρατός, πληθυσμός κτλ.) ή εάν οφειλόταν στην υπερεξάπλωση μετά τον Νοέμβριο του 1920 (άρα «χρεώσιμη» στους αντιβενιζελικούς).

Ορισμένοι, βέβαια, εξετάζουν εάν οι όροι της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης ήταν απευκταίοι. Παρά ταύτα, δεν εξετάζεται η υψηλή στρατηγική αυτή καθεαυτή της Ελλάδας στον Μικρασιατική Εκστρατεία [1].

Ως υψηλή στρατηγική (grand strategy) ή στρατηγική ορίζεται, εν συντομία, το τρίπτυχο «ends, ways, means»[2]· δηλαδή, πως ένα κράτος χρησιμοποιεί τα διαθέσιμα μέσα (means) κατά μοναδικούς τρόπους (ways) ώστε να υλοποιήσει τους υπέρτατους στόχους του (ends) εν καιρώ ειρήνης ή πολέμου. Όπως ο μέγας θεωρητικός της στρατηγικής Κλαούζεβιτζ δήλωσε αξιωματικά, ο στόχος πρέπει να είναι πολιτικός και ρεαλιστικός. Ποιος ήταν, λοιπόν, ο στόχος της Ελλάδας κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία; Ήταν ο εν λόγω στόχος πολιτικός και ρεαλιστικός;

Η Ελλάδα, κατόπιν έκτακτης πρόσκλησης των Αγγλο-Γάλλων, αποβίβασε μια ισχνή εκστρατευτική δύναμη στη Σμύρνη το 1919 για την τήρηση του νόμου και της τάξης εν αναμονή της συνθήκης ειρήνης. Ούτε καν τα όρια της ζώνης κατοχής («εντολής» κατά την ορολογία της εποχής) της Ελλάδας στη δυτική Μικρά Ασία δεν είχαν αποφασισθεί. Εξ αρχής η παγίωση της ελληνικής εξουσίας στη διαφιλονικούμενη ζώνη συνάντησε ισχυρή αντίσταση από εθνικιστές Τούρκους αντάρτες.

Η Ελλάδα απάντησε με ευρείες αντιαντάρτικες επιχειρήσεις το δεύτερο ήμισυ του 1919 που επεξέτειναν τη ζώνη κατοχής της στο βιλαέτι του Αϊδινίου. Το θέρος του 1920 η Ελλάδα συνέδραμε τη Βρετανία στην εκστρατεία της εναντίον των εθνικιστών Τούρκων ανταρτών στην Προποντίδα και προωθήθηκε έως τη Νίκαια. Ποιος ήταν, λοιπόν, ο στόχος της Ελλάδας κατά την πρώτη φάση του πολέμου; στόχος της Αθήνας ήταν η απώθηση των ανταρτών και, ει δυνατόν, η επέκταση της ζώνης κατοχής – όχι η εξάλειψη ενός αντάρτικου εν τη γενέσει του.

Επομένως, η Αθήνα δρούσε με οδηγό την τακτική – όχι την υψηλή στρατηγική. Αν και ισχυρότερη στρατιωτικά, η Ελλάδα αδυνατούσε να ειρηνεύσει τη δυτική Μικρά Ασία. Αφού υπήρχε μια ενδοχώρα φιλική προς τους αντάρτες, οι διαρκείς εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Ελλάδας παρήγαν αποτελέσματα μόνο προσωρινού χαρακτήρα.

Τον Ιούλιο του 1920, υπογράφεται η Συνθήκη Ειρήνης των Σεβρών που επιδικάζει στην Ελλάδα, συν τοις άλλοις, τη Ζώνη της Σμύρνης υπό καθεστώς «εντολής». Η συνθήκη, εν ολίγοις, επικυρώνει de jure τις κατακτήσεις de facto της Ελλάδας στη δυτική Μικρά Ασία. Όμως η συνθήκη δεν αναγνωρίζεται από τον Κεμάλ Ατατούρκ – τον ηγέτη των εθνικιστών Τούρκων ανταρτών. Ήδη από τον Μάιο του 1919 ο Κεμάλ αψηφά τις αποφάσεις των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και οργανώνει την αντίσταση εναντίον τους σε 4 μέτωπα:

ανατολικά (εναντίον των Αρμενίων και κάποιων Κούρδων φυλάρχων), νότια (εναντίον των Γάλλων και Αρμενίων της Κιλικίας), δυτικά (εναντίον των Ελλήνων και Βρετανών) και, τέλος, βόρεια (εναντίον των αυτονομιστών Ελλήνων ανταρτών στον Πόντο). Γιατί η Αθήνα δεν ανέλαβε νωρίτερα μια αποφασιστική εκστρατεία εναντίον του Κεμάλ ενόσω ο ίδιος δεν είχε ακόμη ισχυροποιηθεί ουσιαστικά; Eξαιτίας δύο παραγόντων: α) μόλις τον Δεκέμβριο του 1919 ο Ατατούρκ σταθεροποίησε την εξουσία του ως ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της αντίστασης εναντίον του Σουλτάνου και των Συμμάχων και β) η Ελλάδα υποτίμησε τον Κεμάλ ως στρατιωτικό ηγέτη.

Ο Κεμάλ, όμως,είχε ήδη αποδείξει την αξία του στα πεδία της μάχης της Λιβύης (κατά τον Ιταλο-Τουρκικό Πόλεμο του 1911) και της Καλλίπολης (κατά τον Α’ Παγκόσμιο ).Οπότε η Ελλάδα διέπραξε ένα τραγικό σφάλμα:δεν εξουδετέρωσε το αντάρτικο τουΚεμάλ εν τη γενέσει του – όπως διατείνονται οι διαπρεπείς στρατιώτες-φιλόσοφοι (π.χ.Sir Robert Thompson, David Galula κτλ.). [3]

Η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 από τους αντιβενιζελικούς οδηγεί στην εντατικοποίηση του αγώνα. Οι μέχρι πρότινος υποστηρικτές του «οίκαδε» υιοθέτησαν μια στρατηγική εκμηδένισης (strategy of annihilation): εν ολίγοις, η Ελλάδα θα επιχειρούσε να εξουδετερώσει τον Κεμάλ δια της στρατιωτικής οδού. Ο αντικειμενικός σκοπός της Ελλάδας ήταν περιορισμένος: η καταστροφή των Κεμαλικών στρατιωτικών δυνάμεων δια της αποφασιστικής μάχης (decisive battle).

Εξ ου η πλάνη της Αθήνας. Πρώτον, η Αθήνα δεν είχε ταυτοποιήσει ορθά το κέντρο βάρους του αντιπάλου. Το κέντρο βάρους δεν ήταν ο στρατός, αλλά ο ίδιος ο Κεμάλ. Η εξόντωσή του και όχι η ήττα του στρατού του θα ήταν ο καταλύτης. Δεύτερον, ο αντικειμενικός σκοπός δεν ήταν ρεαλιστικός αφού η ισορροπία δυνάμεων στα τέλη του 1920 ευνοούσε πλέον τον Κεμάλ. Πώς συνέβη αυτό όμως;

Οι Σύμμαχοι, κατ’ αρχάς, δεν ήταν πρόθυμοι να υποστηρίξουν στρατιωτικά μια τέτοια στρατηγική εκ μέρους της Ελλάδας. Η Ιταλία, ανταγωνιστής της Ελλάδας στην Μικρά Ασία, είχε ήδη συνδιαλλαγεί με τον Κεμάλ. Οι Γάλλοι είχαν ηττηθεί στην Κιλικία από τον Κεμάλ και διατηρούσαν μετά δυσκολίας τον έλεγχο επί της Συρίας (λάφυρο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου), ενώ οι Άγγλοι είχαν απορροφηθεί με τον αυτονομιστικό αγώνα της Ιρλανδίας και τις εξεγέρσεις στο Ιράκ.

Ύστερα από τις εκατόμβες κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Αγγλο-Γάλλοι δεν ήταν ούτε πρόθυμοι ούτε ικανοί να αναλάβουν μια υπερπόντια εκστρατεία υπέρ της Ελλάδας – η οποία, υποτίθεται, δρούσε ως εντολοδόχος των Συμμάχων στην Μικρά Ασία ώστε να μην υποχρεωθούν να εκστρατεύσουν αυτοί. Συν τοις άλλοις, η ΕΣΣΔ συμμάχησε με τον Κεμάλ και συνέπηξε ένα κοινό μέτωπο εναντίον τόσο των Αγγλο-Γάλλων (που είχαν επέμβει υπέρ των «Λευκών» κατά τον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο) όσο και των Αρμενίων (που αντιδρούσαν στην επέκταση της εξουσίας των Μπολσεβίκων στον Καύκασο).

Το 1920, οι Αρμένιοι ηττήθηκαν αποφασιστικά και οι Γάλλοι συμβιβάστηκαν με τον Κεμάλ ενώ το αντάρτικο στον Πόντο υποχωρούσε εξαιτίας των θηριωδιών του Κεμάλ. Επιπρόσθετα, η «δύσκολη» γεωγραφία της κεντρικής Μικράς Ασίας (πενιχρό σιδηροδρομικό δίκτυο, υψηλά όρη, μη πλωτοί ποταμοί, αραιός πληθυσμός) και ο υπέρτερος πληθυσμός της Ανατολίας (σε αναλογία 2.5 προς 1) ήταν στην υπηρεσία του Κεμάλ.

Συν τοις άλλοις, ο στρατός του Κεμάλ ήταν απείρως ισχυρότερος από ό,τι εσφαλμένα εκτιμούσαν οι επιτελείς του ΓΕΣ στην Αθήνα. Κατ’ αρχάς, ο Οθωμανικός Στρατός είχε ηττηθεί μόνο στο μέτωπο της Συρίας – Παλαιστίνης και της Μεσοποταμίας· ακριβέστερα, η καρδιά της Τουρκίας (Μικρά Ασία και ανατολική Θράκη) δεν είχαν υποστεί εισβολή και οι Τούρκοι προήλαυναν στον Καύκασο έως την υπογραφή της εκεχειρίας στον Μούδρο τον Οκτώβριο του 1918. Εν ολίγοις, ο Κεμάλ αναδιοργάνωσε έναν στρατό που δεν είχε εντελώς αποσυντεθεί όπως οι σύμμαχοι στρατοί της Αυστρο-Ουγγαρίας ή Γερμανίας.

Χάρη στην υποστήριξη των Μπολσεβίκων, ο Κεμάλ συγκρότησε έναν στρατό υποδεέστερο του Ελληνικού μόνον ως προς τους αριθμούς. Τρίτον, τα διαθέσιμα εργαλεία προς επίτευξιν του (ήδη μη ρεαλιστικού) στόχου ήταν πενιχρά. Κατ’ αρχάς, ο Εθνικός Διχασμός μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών είχε πλήξει ανεπανόρθωτα την αξία και το ηθικό του στρατεύματος. Η αντικατάσταση των ικανών βενιζελικών αξιωματικών από οπαδούς της αντιβενιζελικής παράταξης προοιωνιζόταν μόνο κακά. Επιπλέον, οι Σύμμαχοι δεν ήταν πρόθυμοι ή ικανοί να υποστηρίξουν μια εκστρατεία της Ελλάδας εναντίον του Κεμάλ.

Ο τελευταίος μάλιστα είχε ήδη εντυπωσιακά αναβαθμίσει τη διεθνή θέση του, ιδίως εντός του Ισλαμικού Κόσμου όπου εκθειαζόταν ως ένας μοντέρνος «γαζής» (ήτοι, πολεμιστής της Ισλαμικής πίστης). Εν κατακλείδι, το πολιτικό σύστημα της χώρας ταλανιζόταν από διαρκείς κρίσεις (τρεις βραχύβιες κυβερνήσεις μεταξύ Νοεμβρίου 1920 και Σεπτεμβρίου 1922) ενώ η οικονομία παρέπαιε – όπως επίσης το ηθικό της κοινής γνώμης εξαιτίας της χρόνιας κόπωσης. Όταν, λοιπόν, εκδηλώθηκε η αρχική επίθεση της Στρατιάς της Μικράς Ασίας εναντίον του Κεμάλ στην περιοχή του Εσκί Σεχίρ (Δορυλαίου) τον Ιανουάριο του 1921, η επίθεση αποκρούστηκε.

Όταν το θέρος του ίδιου έτους η Στρατιά της Μικράς Ασίας εξαπέλυσε την ισχυρότερη επίθεση για την εξόντωση του στρατού του Κεμάλ, απώθησε αλλά δεν εξουδετέρωσε τον αντίπαλο. Παρά τον ηρωισμό των οπλιτών και αξιωματικών της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, η τελευταία απέτυχε να εγκλωβίσει και να εξοντώσει τους Κεμαλιστές στην Μάχη της Κιουτάχειας (Ιούλιος 1921) και να διατρήσει την αμυντική περίμετρο των Τούρκων στην Μάχη του Σαγγαρίου (Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1922).

Παρά ταύτα, τυχόν νίκη στον Σαγγάριο και κατάληψη της Άγκυρας δεν θα είχε ωφελήσει στρατηγικά την Ελλάδα. Ο Κεμάλ, όχι ο στρατός ή η πρωτεύουσά του, ήταν το κέντρο βάρους του εχθρού. Η Στρατιά της Μικράς Ασίας υποχώρησε από τον ποταμό Σαγγάριο αλλά δεν συμπτήχθηκε πλησίον της Ζώνης της Σμύρνης. Η στρατιά παρέμεινε διεσπαρμένη σε τεράστιο πλάτος και ευάλωτη σε τυχόν διείσδυση του εχθρού – όπερ εγένετο έναν χρόνο αργότερα. Αντιλαμβανόμενη τη διαρκώς επιδεινούμενη ισορροπία ισχύος, η Ελλάδα επεδίωξε μια ειρηνική διευθέτηση της σύγκρουσης χάρη σε διαμεσολάβηση των Συμμάχων από τα τέλη του 1921 έως το πρώτο ήμισυ του 1922· μολαταύτα, ο Κεμάλ απέρριπτε τα ειρηνευτικά διαβήματα ιταμώς.

Τον Αύγουστο του 1922, η Μάχη του Αφιόν Καραχισάρ σηματοδότησε την αρχή της Μικρασιατικής Καταστροφής. Στην εγχώρια ιστοριογραφία αποδίδεται υπερβολική έμφαση στις εκκαθαρίσεις των ικανών αξιωματικών λόγω του Εθνικού Διχασμού και στην έλλειψη ιππικού και άρτιας επιμελητείας. Παρά ταύτα, οι εν λόγω δυσχέρειες αποτελούν τακτικής φύσεως ζητήματα που απλά διευκόλυναν την νίκη του Κεμάλ. H στρατηγική αστοχία της Ελλάδας από το 1919 έως το 1922, όχι το ανεπαρκές δίκτυο ανεφοδιασμού (και πάσης φύσεως τακτικά ζητήματα), ενταφίασαν την υπερφιλόδοξη προσπάθεια της Ελλάδας να διαλύσει τον προαιώνιο εχθρό.

LESSONS LEARNED

Αρκετοί ιστορικοί ερίζουν εάν ήταν αναπόφευκτη η απώλεια της ανατολικής Θράκης και των νησιών Ίμβρος και Τένεδος ή εάν μια επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης θα ήταν επιτυχής. Οι Σύμμαχοι όμως είχαν ήδη a priori αποδεχθεί την εκκένωση της ανατολικής Θράκης από την Ελλάδα (ερήμην των διπλωματών της Αθήνας) κατά την υπογραφή της ανακωχής στα Μουδανιά τον Σεπτέμβριο του 1920. Η Ελλάδα σύστησε τη Στρατιά του Έβρου και σήμανε την πρόθεσή της για επανάληψη των εχθροπραξιών σε περίπτωση αδιαλλαξίας των Τούρκων. Παρά τις περί αντιθέτου εισηγήσεις από στρατιωτικούς όπως ο Πάγκαλος, ο Βενιζέλος δεν ήταν πρόθυμος να αντιπαρατεθεί εκ νέου με τον Κεμάλ δίχως την υποστήριξη των Συμμάχων – πρωτίστως της Βρετανίας. Ως εκ τούτου, η απόφαση για την εκκένωση της ανατολικής Θράκης (και των νησιών Ίμβρος και Τένεδος) ήταν πολιτικής φύσεως, όχι στρατιωτικής [4].

Η κρίση της ανατολικής Θράκης μεταξύ 1922 και 1923 απέδειξε πως η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να αντιπαρατεθεί επί ίσοις όροις εναντίον της Τουρκίας δίχως την υποστήριξη της Δύσης. Ιστορικά, η Ελλάς έχει σημειώσει μόνο ήττες όταν συγκρούεται με τους Τούρκους δίχως την υποστήριξη της Δύσης. Ως εκ τούτου, η Μικρασιατική Εκστρατεία μας διδάσκει το εξής:

μια υψηλή στρατηγική εναντίον της Τουρκίας προϋποθέτει την εκπόνηση μιας υψηλής στρατηγικής με ρεαλιστικό(ούς) στόχο(υς) και την εξασφάλιση ισχυρών διεθνών συμμαχιών. Άρα, η εμπλοκή της Τουρκίας στη δίνη του Κουρδικού Ζητήματος και των περιφερειακών διενέξεων της Μέσης Ανατολής προσφέρει (υπό προϋποθέσεις) την ευκαιρία στην χώρα μας να ανασχέσει τον επεκτατισμό της Τουρκίας στο Αιγαίο Πέλαγος και την Κύπρο και, κατ’ επέκταση, τη διαρκή συρρίκνωση του Ελληνισμού.

  Δρ Σπυρίδων Πλακούδας,
 Αναπληρωτής Καθηγητής Στρατηγικής και Διεθνών Σχέσεων στο American University in the Emirates και Επιστημονικός Συνεργάτης του ΚΕΔΙΣΑ. 

[1] Mια φωτεινή εξαίρεση αποτελεί το εξής βιβλίο: Διονύσης Τσιριγώτης: Η Ελληνική Στρατηγική στην Μικρά Ασία 1919-1922 (Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα, 2010). 
[2] Για μια σύνοψη του όρου της υψηλής στρατηγικής, δείτε: Spyridon Plakoudas: «Strategy: Ends, Ways, Means», διάλεξη στο American University in the Emirates, 19/6/2017 
 [4] Περί της εκκένωσης της ανατολικής Θράκης, δείτε: Γεώργιος Σπέντζος: «Η Στρατιά του Έβρου, οι Ελληνικές Εναλλακτικές και η Συνθήκη της Λωζάννης», Βαλκανικά Σύμμεικτα Τεύχος 16 (2005-2016), σσ. 168-192.



5/9/2017