ΓΕΡΜΑΝΙΑ: ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ 24/9/2017 (1)


DW: Το διακύβευμα των γερμανικών εκλογών για την Ελλάδα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:

(1) Με το βλέμμα στις γερμανικές εκλογές η κυβέρνηση. Πώς το αποτέλεσμα θα επηρεάσει αξιολόγηση και διαπραγματεύσεις.
(2) Ανγκελα Μέρκελ: Η survivor της Δύσης.
(3) Ελλάδα, ο περίγελος των γερμανών.
(4) Οι γερμανικές εκλογές και ο Donald Trump.
Πώς διαμορφώνουν τον πολιτικό αγώνα οι γερμανο-αμερικανικές σχέσεις. 
(5) Η ώρα της ωριμότητας για τη γερμανική εξωτερική πολιτική έφτασε.
(6) Ο ρόλος των μικρών κομμάτων στις εκλογές της Γερμανίας.
Επιλογές συνασπισμού για την επόμενη κυβέρνηση.




DW: Το διακύβευμα των γερμανικών εκλογών για την Ελλάδα.

Τι ρόλο έπαιξε η Ελλάδα στον φετινό προεκλογικό αγώνα; Και πώς θα επηρεάσουν οι πιθανές μετεκλογικές συμμαχίες στο Βερολίνο τη διαχείριση του ελληνικού ζητήματος; Το (απίθανο) καλό και τα (πιθανά) λιγότερο καλά σενάρια, όπως τα παρουσιάζει η όπως τα παρουσιάζει η Deutsche Welle (DW).

Στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2013 το ελληνικό ζήτημα βρισκόταν ψηλά στην ατζέντα του προεκλογικού αγώνα. Λίγες εβδομάδες πριν ανοίξουν οι κάλπες, ο ίδιος ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έβαζε στο τραπέζι το ενδεχόμενο ενός νέου πακέτου βοήθειας προς την Ελλάδα, και συγκεκριμένα του τρίτου, που αποφασίστηκε εντέλει το καλοκαίρι του 2015. Στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης είχε τεθεί τότε και ένα ενδεχόμενο κούρεμα του ελληνικού χρέους, με τον γερμανό υπουργό Οικονομικών να το αποκλείει και τότε με το ίδιο σθένος όπως και σήμερα.

Σε αντίθεση με τις εκλογές του 2013 όμως, η Ελλάδα είναι αυτή τη φορά απούσα από τον γερμανικό προεκλογικό αγώνα. «Ακόμη και στους Φιλελεύθερους και στην Εναλλακτική για τη Γερμανία που τάσσονται υπέρ της αποπομπής της Ελλάδας από το ευρώ (το AfD ζητά βάσει του προεκλογικού του προγράμματος την αποχώρηση και της Γερμανίας από τη ζώνη του ευρώ), η ελληνική κρίση δεν βρίσκεται στο επίκεντρο, αλλά στο περιθώριο», επισημαίνει στη Deutsche Welle ο κοινωνιολόγος Αριστοτέλης Αγριδόπουλος, επιστημονικός συνεργάτης στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Γκαίτε της Φρανκφούρτης.

Ενόψει κρίσιμων αποφάσεωv

Μολονότι η ελληνική κρίση δεν απασχόλησε φέτος την προεκλογική Γερμανία -το ενδιαφέρον μονοπώλησε η προσφυγική και μεταναστευτική πολιτική-, είναι κοινό μυστικό ότι η επόμενη γερμανική κυβέρνηση θα κληθεί να λάβει σημαντικές αποφάσεις αφού το ελληνικό ζήτημα αναμένεται να τεθεί το αργότερο το ερχόμενο καλοκαίρι, όταν και εφόσον θα έχει ολοκληρωθεί το τρίτο τρέχον πρόγραμμα στήριξης. Το αργότερo τότε θα πρέπει να διευθετηθεί, μεταξύ άλλων, και το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους.

Ποιο είναι λοιπόν σε αυτά τα συμφραζόμενα το διακύβευμα των φετινών εκλογών για την Ελλάδα; Πώς θα επηρεάσουν οι πιθανές μετεκλογικές συμμαχίες στο Βερολίνο τη διαχείριση του ελληνικού ζητήματος; Ποια τα καλά και ποια τα κακά σενάρια;

«Εάν καταψηφίζονταν Μέρκελ και Σόιμπλε», σχολιάζει ο κ. Αγριδόπουλος, «οι οποίοι υποστηρίζουν εδώ και χρόνια μια αυστηρή πολιτική λιτότητας, αυτό θα συνιστούσε μια συμβολικά θετική είδηση για την Ελλάδα. Πιθανότατα όμως αυτό δεν θα γίνει. Το χειρότερο σενάριο θα ήταν μάλλον μια συγκυβέρνηση της Χριστιανικής Ένωσης με τους Φιλελεύθερους ή και η συνέχιση του μεγάλου συνασπισμού, δεδομένου ότι (μέχρι στιγμής) η CDU απορρίπτει το κούρεμα του χρέους ενώ το FDP δεν θέλει να εγκρίνει άλλα δάνεια δις προς την Ελλάδα και προτείνει την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη».

Είναι γεγονός ότι η αναβίωση του κυβερνητικού συνασπισμού μεταξύ CDU/CSU και FDP που συνεργάστηκαν για τελευταία φορά σε ομοσπονδιακό επίπεδο μεταξύ 2009 και 2013 δεν ξυπνά τις καλύτερες μνήμες για την Ελλάδα της κρίσης. Ο τότε υπουργός Οικονομίας Φίλιπ Ρέσλερ από το κόμμα των Φιλελευθέρων ζητούσε σχεδόν με κάθε ευκαιρία την εκπαραθύρωση της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ. Ο διάδοχός του Κρίστιαν Λίντνερ -στον οποίο οφείλεται η ανάκαμψη και σημερινή δυναμική του κόμματος- έχει υιοθετήσει την ίδια σκληρή γραμμή και ρητορική.

Ο παράγοντας AfD 

Σε περίπτωση που το κόμμα του κληθεί να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα για την Ελλάδα, επισημαίνει και ο Λάζαρος Μηλιόπουλος, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης. Αυτό αφορά τόσο το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους, όσο και ενδεχόμενη νέα χρηματοδοτική βοήθεια υπό τη μορφή, για παράδειγμα, μιας πιστοληπτικής γραμμής πίστωσης. Ο ίδιος βάζει όμως στο τραπέζι και μια νέα παράμετρο: τον παράγοντα AfD. «Από τη θέση της αντιπολίτευσης η Εναλλακτική για τη Γερμανία θα ασκήσει ισχυρές πιέσεις στο θέμα της Ελλάδας».

Υπενθυμίζεται ότι το AfD είχε ξεκινήσει ως αμιγώς ευρωσκεπτικιστικό κόμμα με μονοθεματική σχεδόν ατζέντα και σημαία την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ πριν «μεταμορφωθεί» με αφορμή την προσφυγική κρίση σε ακραιφνώς ξενοφοβικό και εθνολαϊκιστικό κόμμα.

Ελάφρυνση χρέους με μεγάλο συνασπισμό;

Κατά τον Αριστοτέλη Αγριδόπουλο το καλύτερο σενάριο θα ήταν η συγκρότηση ενός συνασπισμού μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και της Αριστεράς που δεν έχει βέβαια προηγούμενο στη μεταπολεμική Γερμανία. «Η ελπίδα που συνδέεται με αυτό είναι η χαλάρωση του προγράμματος λιτότητας, το κούρεμα χρέους και νέα επενδυτικά και χρηματοδοτικά προγράμματα για την Ελλάδα». Εντούτοις και ενώ μέχρι και την άνοιξη θεωρούνταν αρκετά πιθανό, τουλάχιστον μαθηματικά, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δίνουν στο μετεκλογικό αυτό σενάριο μηδαμινές πιθανότητες.

Πέρα από τη συγκρότηση ενός συνασπισμού μεταξύ των συντηρητικών της Α. Μέρκελ και των Φιλελεθέρων -που θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα τελικά ποσοστά του FDP- το έτερο επικρατέστερο σενάριο είναι η συνέχιση της νυν κυβερνητικής συνεργασίας μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών. Αναλυτές εκτιμούν ότι είναι και το προτιμητέο σενάριο για την ίδια την Α. Μέρκελ καθότι έχει μια άψογη και κυρίως προβλέψιμη συνεργασία με τους Σοσιαλδημοκράτες και πως δεν επιθυμεί κατά την τέταρτη -και πιθανότατα τελευταία θητεία της- να μπει στα αχαρτογράφητα νερά μιας συγκυβέρνησης με τους Φιλελεύθερους που δεν είχαν καν κοινοβουλευτική εμπειρία τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

Σύμφωνα με τον Λ. Μηλιόπουλο το σενάριο αυτό προσφέρει για την Ελλάδα «τις μεγαλύτερες πιθανότητες προκειμένου να υλοποιηθεί σχετικά εύκολα και μια ελάφρυνση του χρέους».

Πηγή: Deutsche Welle


  22/09/2017  



                ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ             

1.
Με το βλέμμα στις γερμανικές εκλογές η κυβέρνηση. Πώς το αποτέλεσμα θα επηρεάσει αξιολόγηση και διαπραγματεύσεις.

Το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών αναμένεται να κρίνει πολλά σε σχέση με το χρόνο ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, αλλά και το πόσο εύκολες ή δύσκολες θα είναι οι διαπραγματεύσεις με τους επικεφαλής των τεχνικών κλιμακίων των Θεσμών.

Αν και επίσημα η κυβέρνηση δεν θέλει να συνδέσει την τύχη της αξιολόγησης με το αποτέλεσμα των Γερμανικών εκλογών, αξιωματούχοι με μεγάλη εμπειρία στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, παραδέχονται ότι πάρα πολλά θα κριθούν από το αποτέλεσμα που θα βγάλουν οι Γερμανικές κάλπες.

Αρχικά όπως εξηγούν, ο χρόνος ολοκλήρωσης της αξιολόγησης είναι άμεσα συνδεδεμένος με το χρόνο που θα ολοκληρωθούν οι διεργασίας στο Βερολίνο, προκειμένου να γίνουν οι συμμαχίες για την επόμενη κυβέρνηση συνεργασίας. Και αυτό γιατί η γραμμή που θα ακολουθήσουν, τουλάχιστον οι Ευρωπαίοι δανειστές, σχετικά με την Ελληνική αξιολόγηση θα κριθεί από τις ισορροπίες που θα υπάρχουν στη νέα Γερμανική κυβέρνηση.

Παράγοντας Σόιμπλε

Παρά το γεγονός ότι ο Γερμανικός τύπος θεωρεί δεδομένη την παραμονή του υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αρκετοί είναι αυτοί που εκτιμούν ότι οι ισορροπίες που θα δημιουργηθούν στο εσωτερικό της κυβέρνησης θα κριθούν από τις συμμαχίες που θα προκύψουν.

Αυτό σημαίνει ότι στην Ελληνική κυβέρνηση ελπίζουν ότι η παραμονή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν θα σημαίνει αυτόματα και συνέχιση της ίδιας πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα. Οι ελπίδες της Ελληνικής πλευράς είναι πολύ πιθανό να ευοδωθούν χωρίς όμως κανείς να μπορεί να διαβεβαιώσει ότι οι αλλαγές θα είναι προς καλύτερη ή χειρότερη κατεύθυνση.

Η πιο εύκολη απάντηση σε αυτό είναι ότι μια συμμαχία του κόμματος της κυρίας Μέρκελ μόνο με τους Φιλελεύθερους θα οδηγήσει σε ακόμα πιο σκληρή στάση της Γερμανικής κυβέρνησης και του ίδιου του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Αντίθετα η συμμετοχή και των Πρασίνων στο κυβερνητικό συνασπισμό θα μπορούσε να κρατήσει ισορροπίες, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι θα αλλάξει δραστικά η Γερμανική πολιτική.

Οι προσδοκίες

Αλλαγή στην κυβερνητικής πολιτική της Γερμανίας, θα μπορούσε να υπάρξει εάν από τις πολιτικές διεργασίας μετά τις εκλογές προκύψει ο μεγάλος συνασπισμός μεταξύ χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών. Αναλυτές εκτιμούν ότι μια τέτοια συνεργασία θα μπορούσε να φέρει τον κ. Σούλτς ακόμα και στη θέση του υπουργού Οικονομικών, αν και αυτό το σενάριο μοιάζει μάλλον αδύναμο.

Υπό αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση περιμένει με κομμένη την ανάσα τις Γερμανικές εκλογές της 24 Σεπτεμβρίου, προκειμένου να μπορεί να κάνει τις πρώτες εκτιμήσεις σε σχέση με το τι πρέπει να περιμένει από την επερχόμενη τρίτη αξιολόγηση.

Όπως και να έχει το οικονομικό επιτελείο θέλει να έχει κλείσει τις περισσότερες μνημονιακές εκκρεμότητες έως τις 13 Οκτωβρίου, καθώς τότε αρχίζει στην Ουάσιγκτον η σύνοδος του ΔΝΤ. Εκεί θεωρείται βέβαιο ότι ΔΝΤ, Γερμανία και ΕΚΤ θα ορίσουν την ατζέντα της τρίτης αξιολόγησης και θα αποφασίσουν εάν επιθυμούν ταχεία και «αναίμακτη» αξιολόγηση ή οι δανειστές θα οδηγήσουν για ακόμα μια φορά σε μια μακρόσυρτη και επίπονη διαδικασία.

Αλέξανδρος Κλώσσας  


  22/09/2017  



2.
Ανγκελα Μέρκελ: Η survivor της Δύσης.

Συμπλήρωσε 12 χρόνια στην εξουσία και, αρχής γενομένης από την επόμενη Κυριακή, προσδοκά να τα κάνει 16. Αργά αλλά σταθερά η γερμανίδα καγκελάριος εξελίχθηκε από ικανή και εξόχως άχρωμη διαχειρίστρια στην ισχυρότερη ηγέτιδα της Δύσης

 Ευρωπαίοι και Αμερικανοί θέλουν να πιστεύουν ότι η ηγεσία τους είναι ηγεσία ήθους. Οτι αυτό που διαχωρίζει τους δικούς τους statesmen από εκείνους της Σοβιετικής Ενωσης, παλαιότερα, ή της Κίνας σήμερα, είναι το ηθικό ανάστημά τους. Οτι η δική τους πολιτική πράξη διέπεται από καθολικές αρχές, ενώ των άλλων αποβλέπει στα στενά εθνικά τους συμφέροντα. Πρόκειται φυσικά για μια εξιδανικευμένη εικόνα, η οποία φιλοτεχνήθηκε σταδιακά με την επίμονη προβολή ενός συνόλου αξιών τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου, όταν εκφραστής τους και «ηγέτης του ελεύθερου κόσμου», κατά την αγαπημένη φράση των αμερικανικών ΜΜΕ, ήταν ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ υπό τη σκέπη μιας εθνικιστικής ρητορικής απόρριψης του ελεύθερου εμπορίου, αναθεώρησης των εξωτερικών σχέσεων και υποβάθμισης του ΝΑΤΟ διατάραξε αυτή τη συνθήκη. Και έτσι η εκπροσώπηση της Δύσης αλλάζει χέρια, ανακοίνωνε ο Στίβεν Κόλινσον στο τεύχος Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου του «State», ψηφιακού περιοδικού του CNN. «Περισσότερα από 70 χρόνια αφότου οι Αμερικανοί συνέβαλαν στην ήττα των ναζί, μια γερμανίδα καγκελάριος ετοιμάζεται να αναλάβει την ηθική ηγεσία της Δύσης».

Αν, όπως όλα δείχνουν, επικρατήσει στις κάλπες της 24ης Σεπτεμβρίου εξασφαλίζοντας την τέταρτη θητεία της, η Ανγκελα Μέρκελ θα δικαιούται να περιβληθεί αυτόν τον αόρατο μανδύα του ηθικού ηγεμόνα. Θα το πετύχει γιατί, όπως το έθετε στο «State» o Μάθιου Κβόρτρουπ, καθηγητής Εφαρμοσμένης Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου του Κόβεντρι και βιογράφος της καγκελαρίου, σήμερα «εκείνη θέτει την πολιτική ατζέντα. Εκείνη εκπροσωπεί το zeitgeist, το πνεύμα των καιρών. Το zeitgeist της μη alt-right, της μη εναλλακτικής Δεξιάς».    

 Η αφήγηση της ανάρρησής της στα ανώτατα αξιώματα έχει ειπωθεί πλείστες όσες φορές γιατί είναι το ιδανικό, απρόσμενο success story. Στη Γερμανία όλοι ξέρουν ότι η 63χρονη γυναίκα που κάνει η ίδια τα ψώνια της και ζει στο κέντρο του Βερολίνου σε ένα διαμέρισμα 100 τετραγωνικών με το όνομα του συζύγου της στο κουδούνι («καθηγητής Γιόακιμ Σάουερ») ήταν μια ταπεινή κόρη ανατολικογερμανού πάστορα. Αδέξια κοινωνικά, πειθαρχημένη, μελετηρή, αυστηρή στη ρουτίνα της σε σημείο να αγνοήσει αρχικά την πτώση του Τείχους στις 9 Νοεμβρίου 1989 για να κάνει πρώτα τη σάουνά της, όπως κάθε Πέμπτη, η νεαρή Ανγκελα δεν φάνταζε αυτό που θα αποκαλούσαμε υλικό πολιτικής σταδιοδρομίας. Με τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας απέσπασε το διδακτορικό της στην κβαντική χημεία - και το επώνυμό της: ο γάμος με τον συμφοιτητή της Ούλριχ το 1977 την κατέστησε κυρία Μέρκελ από τότε και στο εξής, παρά το γεγονός ότι ο κύριος Μέρκελ είχε γίνει παρελθόν ήδη από το 1982.

 Ξεκίνησε την πολιτική καριέρα της ξεπακετάροντας και συνδέοντας υπολογιστές στα γραφεία του κεντροδεξιού φορέα «Δημοκρατική Αφύπνιση», στον οποίο εντάχθηκε το 1989. Οταν το 1990 η πρώτη και τελευταία εκλεγμένη κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας υπό τον Λόταρ ντε Μεζιέρ αναζήτησε αναπληρώτρια εκπρόσωπο Τύπου, τη βρήκε στο πρόσωπό της. Λέγεται ότι κάποια στιγμή ο πρωθυπουργός ανέθεσε στον διευθυντή του πολιτικού γραφείου του να την πάει για ψώνια ώστε να απαλλαγεί από τις φούστες και τα σανδάλια με τα οποία εμφανιζόταν έως τότε.

Η αδαής ενδυματολογικά κοπέλα των αρχών της δεκαετίας του '90 δεν είχε και πολλή σχέση με την προσεκτική πολιτικό του τέλους της: η μαθητεία δίπλα στον Χέλμουτ Κολ τη δίδαξε τους κανόνες του παιχνιδιού, μεταξύ αυτών και το πότε είναι καλό να εγκαταλείπεις τον μέντορά σου βορά στους λύκους. Γραμματέας των Χριστιανοδημοκρατών το 1999, όταν έσκασε η βόμβα του χρηματοδοτικού σκανδάλου που σκίασε την υστεροφημία του καγκελαρίου, δεν δίστασε να δημοσιεύσει ένα άρθρο στην «Frankfurter Allgemeine Zeitung» με το οποίο προέτρεπε το κόμμα να καταδικάσει τα πεπραγμένα του. Η κίνηση είχε το πλεονέκτημα να αδειάζει και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αρχηγό του κόμματος και επίσης αναμεμειγμένο στην υπόθεση, εφόσον έγινε εν αγνοία του. Μερικούς μήνες αργότερα ο Σόιμπλε παραιτήθηκε υπό το βάρος των αποκαλύψεων και η Ανγκελα εξελέγη στη θέση του.

Αυτή ήταν μόνο η αρχή. Στην πορεία η Μέρκελ απέκτησε κάτι από τον Μακχίθ των Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολντ Μπρεχτ της «Οπερας της πεντάρας»: όχι τα δόντια του καρχαρία, αλλά το μαχαίρι τού «Mack the Knife» που οι στίχοι του ομώνυμου τραγουδιού θέλουν τον χαρακτήρα να κρατά κρυφό έως την κρίσιμη στιγμή και τότε να το χειρίζεται με μαεστρία. Ο Μίκαελ Νάουμαν, πρώην υπουργός Πολιτισμού της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του Γκέρχαρντ Σρέντερ, διηγούνταν το 2014 στον Τζορτζ Πάκερ του «New Yorker» πώς σε ένα δείπνο, χρόνια πριν, καθισμένος δίπλα στον Χέλμουτ Κολ, τον είχε ακούσει να δηλώνει: «Εφερα ο ίδιος τη δολοφόνο μου, έβαλα το φίδι στο ίδιο μου το χέρι».

Αλλά από όλους εκείνους που τη θεώρησαν άοπλη και έπεσαν στη συνέχεια θύματά της μπορεί να καταθέσει καλύτερα για την επιδεξιότητά της στο μαχαίρι ο ίδιος ο Γκέρχαρντ Σρέντερ: στην παραδοσιακή στη Γερμανία κοινή τηλεοπτική εμφάνιση των αρχηγών κομμάτων μετά τη μετάδοση των εκλογικών αποτελεσμάτων θριαμβολογούσε το 2005 ισχυριζόμενος ότι η μικρή υστέρησή του από τους Χριστιανοδημοκράτες τού έδινε τα κλειδιά των εξελίξεων και της παραμονής στην εξουσία. Αφού τον άφησε να φλυαρεί για αρκετά λεπτά, η Μέρκελ τον καθάρισε με μία μόνo πρόταση: «Πολύ απλά, δεν κερδίσατε εσείς σήμερα».

 Θα έλεγε κανείς ότι η Ανγκελα Μέρκελ κερδίζει εκλογές διά του μαζικού υπνωτισμού. Ακουμπά τα δάχτυλα του δεξιού στα δάχτυλα του αριστερού χεριού, στην αγαπημένη της χειρονομία, φοράει ένα από τα αναρίθμητα πανομοιότυπα ταγέρ της και μιλάει υπομονετικά, άτονα, χωρίς εντάσεις και υφέσεις. «Στον μη γερμανόφωνο ακούγεται σαν να διαβάζει τις ρυθμιστικές οδηγίες του συστήματος εθνικών σιδηροδρόμων» παρατηρεί ο Πάκερ. Αντίπαλος ικανός να αφυπνίσει το κοινό δεν υπάρχει. Οι Σοσιαλδημοκράτες έχασαν το 2009 και το 2013 με κάτω τα χέρια και με τα χειρότερα ποσοστά από τις τελευταίες ελεύθερες εκλογές της δημοκρατίας της Βαϊμάρης πριν από την έλευση του Χίτλερ. Χρειάστηκε η εισαγωγή του Μάρτιν Σουλτς από το Ευρωκοινοβούλιο τον περασμένο Ιανουάριο για να γίνει μια φασαρία που κάπως ξύπνησε προσωρινά το γερμανικό εκλογικό σώμα. Αναρωτιέται κανείς τι να σκεφτόταν η Μέρκελ για τους περίπου δύο μήνες που ο όρος «κοινωνική δικαιοσύνη» αρθρωμένος από έναν outsider της εθνικής πολιτικής σκηνής έμοιαζε για ακατανόητους λόγους να γοητεύει τους πολίτες φέρνοντας Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες στα ίσα στις δημοσκοπήσεις.

Επειτα συνέβη ό,τι συμβαίνει κάθε φορά εδώ και δώδεκα χρόνια: οι Γερμανοί κοίταξαν τις τσέπες τους, η οικονομία ήχησε δυνατότερα σιγοντάροντας τις μονότονες επαναλήψεις της Ανγκελα και στο μυαλό τους ωρίμασε η απόφαση να επανεκλέξουν την καγκελάριο. Αν κάποιος έχει να προτείνει κάτι καλύτερο, πειστικότερο ή πιο εμπνευσμένο από τη δική της βαρετή αλλά αποτελεσματική συνταγή, θα πρέπει να βρει τον σωστό τόνο φωνής για να λύσει τα μάγια.
Πολιτικά ξόρκια όμως δεν υπάρχουν. Και πολιτική ηγεμονία σε τέτοιο βάθος χρόνου σημαίνει οπωσδήποτε ικανότητες χειρισμών και αίσθηση της βούλησης της κοινής γνώμης. Οσον αφορά το πρώτο στοιχείο, οι περισσότεροι εκθειάζουν τον τρόπο σκέψης της Μέρκελ, καρπό, συμφωνούν, της παιδείας της: «Κοιτάζει την πολιτική με το βλέμμα του επιστήμονα» έλεγε στον «New Yorker» o Μπερντ Ούλριχ, υποδιευθυντής της εφημερίδας «Die Zeit» - συγκρίνει, αναλύει, ζυγίζει, αποφασίζει νωρίς και κατόπιν περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να δράσει. Αυτή όμως η ικανότητα προικισμένου ανατόμου δεν συνοδεύεται από συγκροτημένο όραμα: «Ο μακρόχρονος ορίζοντας της καγκελαρίου είναι δύο εβδομάδες» είναι τα λόγια ενός συμβούλου της που επικαλείται ο Τζορτζ Πάκερ. Ετσι εξηγείται ίσως και η επιφυλακτικότητα που τη διακρίνει στις δεσμεύσεις. Η ταύτισή της με τα «πιστεύω» του μέσου Γερμανού δεν προέρχεται από την οξυδέρκειά της αλλά από ενδελεχή παρακολούθηση των τάσεων της κοινής γνώμης: σύμφωνα με το περιοδικό «Spiegel» η καγκελαρία είχε παραγγείλει 600 δημοσκοπήσεις σε διάστημα τεσσάρων ετών.
Σπάνια η Μέρκελ δρα αυθόρμητα ή ακολουθεί το αισθητήριό της ως προς τα αιτήματα του κοινού. Δύο περιπτώσεις έρχονται μόνο στον νου: η ανακοίνωση της σταδιακής κατάργησης της πυρηνικής ενέργειας στον απόηχο του ατυχήματος της Φουκουσίμα το 2011 και το άνοιγμα των συνόρων στους πρόσφυγες από τη Συρία το 2015. Η πρώτη έγινε ευμενώς δεκτή, η δεύτερη λίγο έλειψε να της στοιχίσει την καγκελαρία.

Η δωδεκαετία της Ανγκελα σημαδεύτηκε από δύο μείζονες κρίσεις: της ευρωζώνης και του Προσφυγικού. Στην πρώτη φρόντισε να ακολουθήσει την προσφιλή της τακτική των καθυστερήσεων καθησυχάζοντας τους Γερμανούς και ρισκάροντας να την προλάβουν οι εξελίξεις της αγοράς. Τελικά, η Ισπανία και η Ιταλία άντεξαν το 2012, η 17ωρη διαπραγμάτευση με τον Αλέξη Τσίπρα το 2015 έγειρε προς την πλευρά του φαβορί και η γερμανική γλώσσα κέρδισε το ρήμα «merkeling» που ορίζει ακριβώς το να χρονοτριβείς στην επίλυση των προβλημάτων κατά τον τρόπο της καγκελαρίου.

Για τον Τζορτζ Πάκερ του «New Yorker» οι υπολογισμοί της κατά τη διάρκεια της κρίσης κατέδειξαν με σαφήνεια δύο πράγματα: την προτίμηση στην εκλογική πελατεία της παρά στην υστεροφημία της και τη συμπόρευση με την ιδέα της Ευρώπης, όχι από ιδεαλιστικούς λόγους, αλλά εξαιτίας της αίσθησης των γερμανικών συμφερόντων. «(Η Μέρκελ) χρειάζεται την Ευρώπη γιατί η Ευρώπη, είναι η ωμή αλήθεια, κάνει τη Γερμανία μεγαλύτερη» σχολιάζει ο Ντιρκ Κουρμπγιουβάιτ του «Spiegel». Να, όμως, που η μεγαλύτερη Γερμανία έχει μεγαλύτερες ευθύνες, και αν η καγκελάριος το συναισθάνεται αυτό, δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο και για τους συμπατριώτες της.

Οταν η Ανγκελα δέχθηκε την εγκατάσταση σχεδόν 1 εκατ. προσφύγων από τη Συρία το 2015, η δημοτικότητά της βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση για σχεδόν δώδεκα μήνες, φτάνοντας το 46% και θέτοντας υπό αμφισβήτηση μια νέα υποψηφιότητά της το 2017. Γιατί ανέκαμψε, αν και αποδείχθηκε ότι σε ένα κρίσιμο ζήτημα υπάρχει διάσταση απόψεων ανάμεσα στην ίδια και το εκλογικό σώμα; Γιατί αφενός παρεμβλήθηκε το 2016 που έδειξε σε όλους ότι εκεί έξω συμβαίνουν Brexit και εκλέγονται Τραμπ. Και γιατί αφετέρου η Μέρκελ έχει υιοθετήσει τόσες θεματικές τής Σοσιαλδημοκρατίας που δεν της έχει αφήσει διόλου οξυγόνο: τάχθηκε υπέρ των συνδικάτων, μείωσε το όριο συνταξιοδότησης για κάποιες κατηγορίες εργαζομένων, αύξησε τις συντάξεις μητρότητας και γήρατος. Ταυτόχρονα, έστρεψε το δικό της κόμμα προς το Κέντρο, γιατί, ας μην ξεχνάμε, το CDU δεν ήταν πάντοτε το κόμμα που θα ψήφιζε πακέτα δισεκατομμυρίων ευρώ για διασώσεις ηλιόλουστων χωρών, ούτε εκείνο που θα ενέκρινε αθρόες εγκαταστάσεις προσφύγων. Ηταν πριν, και θα είναι και μετά τη Μέρκελ, η παράταξη των καθολικών, των πολιτισμικά συντηρητικών, του status quo.

 Σήμερα, όμως, το πρόβλημά της δεν είναι οι κομματικές ισορροπίες. Ως έναν βαθμό, δεν είναι ούτε οι διεθνείς. Οι ξένοι ηγέτες εκτιμούν τις ικανότητές της. Η συνεργασία με τον Μπαράκ Ομπάμα εξελίχθηκε σε φιλία. Ακόμη και ο Βλαντίμιρ Πούτιν που το 2007 έφερνε επίτηδες το λαμπραντόρ του στην αίθουσα στη διάρκεια της επίσημης συνάντησής τους, γνωρίζοντας τη φοβία της για τους σκύλους, δέκα χρόνια μετά διατηρεί την τακτικότερη επικοινωνία μαζί της από όλους, αναγνωρίζοντας ότι η Μέρκελ είναι ο μόνος ανοικτός δίαυλός του με τη Δύση. Το ζήτημα όμως της καγκελαρίου είναι η ιδέα της για την Ευρώπη. Εδώ η έλλειψη οράματος δείχνει ότι η ηθική ηγεσία είναι μια προβληματική έννοια, τελικά: η προαλειφόμενη ηγέτιδα του ελεύθερου κόσμου δεν είναι και τόσο δημοφιλής πανευρωπαϊκά, γιατί ο Νότος βιώνει την εκ μέρους της επίλυση της κρίσης ως οικονομικό ζουρλομανδύα. Οσο οι σκόρπιες κατά καιρούς κουβέντες της περί πολιτικής σύσφιγξης παραμένουν απλή ρητορεία, η Μέρκελ θα ισορροπεί άβολα μεταξύ μιας Ευρώπης ανολοκλήρωτης και μιας Γερμανίας απρόθυμης να αναλάβει επιπλέον ευθύνες. Αυτό που συνεχίζει να λείπει λοιπόν από αυτές τις γερμανικές εκλογές, έγραφε στις 7 Σεπτεμβρίου ο Φίλιπ Στίβενς στους «Financial Times», «είναι ένας σοβαρός διάλογος για τον διεθνή ρόλο που η Γερμανία δεν μπορεί πια να αποφύγει».

Περιγράφοντας τις ήρεμες, βαρετές εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου για το κοινό των «New York Times», o δημοσιογράφος της «Zeit» Γιόχεν Μπίτνερ ρίσκαρε μια πρόβλεψη στα τέλη Αυγούστου - ότι αυτές οι κάλπες θα είναι οι τελευταίες της ηρεμίας και της βαρεμάρας. Ως καταλύτη του πολιτικού σκηνικού ο Μπίτνερ βλέπει τη λαϊκιστική «Εναλλακτική για τη Γερμανία»: η παρουσία της θα εξαναγκάσει τους Χριστιανοδημοκράτες να κινηθούν δεξιότερα ώστε να επαναπατριστούν οι ψήφοι που θα χάσουν εξαιτίας της, τους Σοσιαλδημοκράτες να κινηθούν αριστερότερα για να διαφοροποιηθούν επιτέλους, και το αποτέλεσμα θα είναι «η αναβίωση των πολιτικών διαφορών στη Γερμανία».
Πιθανότατα, όπως κάνουν συστηματικά οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές, υποτιμά και αυτός τη δυναμική ενός ξενόφοβου, ρατσιστικού κόμματος που βρίσκει βήμα διάδοσης των απόψεών του: η «Εναλλακτική» δεν θα προξενήσει απλώς «αμηχανία» ή «ενόχληση», θα αναδείξει ακραίες τάσεις και συμπεριφορές που η γερμανική κοινωνία προτιμά να κρύβει κάτω από το χαλί. Ωστόσο, αυτό που υπονοεί ο Γιόχεν Μπίτνερ είναι αν έχει θέση η προσηνής, κεντρώα, no drama Ανγκελα Μέρκελ σε ένα τέτοιο σκηνικό.

Με τα σημερινά δεδομένα, το ερώτημα θέτει βάσιμες αμφιβολίες. Με τα τότε δεδομένα μιας πιθανής ιστορικής πέμπτης τετραετίας στον ορίζοντα η καγκελάριος θα ζυγίσει τα ενδεχόμενα με τον χαρακτηριστικό, επιστημονικό τρόπο της: ήρεμα, αναλυτικά, μεθοδικά. Μετά θα δώσει την απάντηση. Και επειδή η Ανγκελα Μέρκελ κοιτάζει την πολιτική με το βλέμμα της επιστήμης και διακρίνει ευκαιρίες εκεί που οι άλλοι βλέπουν προβλήματα, μην εκπλαγείτε αν η απάντηση είναι θετική.

Καρασαρίνης Μάρκος 

http://www.tovima.gr/vimagazino/views/article/?aid=901570

  18/09/2017  



3.
 Ελλάδα, ο περίγελος των γερμανών.

Για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, είμαστε οι ίδιοι υπεύθυνοι για τα μαρτύρια που βιώνουμε – λόγω της διαφθοράς μας, της διαπλοκής μας, της φοροδιαφυγής, της σπατάλης με δανεικά, του υπερδιογκωμένου κράτους, των πρόωρων συντάξεων, των πολιτικών μας επιλογών, του κρατισμού, της γραφειοκρατίας κοκ. Σωστά λοιπόν μας υφαρπάζουν τα πάντα σε εξευτελιστικές τιμές οι πιστωτές μας – αφού είμαστε ένοχοι, ενώ αυτός που δανείζει χρήματα έχει όλο το δίκιο με το μέρος του.

Στα πλαίσια αυτά, εύλογα μας γελοιοποιούν οι Γερμανοί, όπως σε ένα πρόσφατο άρθρο του Spiegel ( πηγή ) – το οποίο θεωρεί ως λύση για την αδιαφορία του πληθυσμού σε σχέση με τις εκλογές τη συμμετοχή των Ελλήνων! Η αιτία είναι το ότι, η χώρα μας έχει βοηθήσει όσο κανένας άλλος την καγκελάριο, καθώς επίσης τον υπουργό οικονομικών της, να κερδίσουν θριαμβευτικά για 4η συνεχόμενη φορά την κυβέρνηση – αφού, χωρίς φυσικά να το επιδιώκει, αύξησε σε μεγάλο βαθμό τη δημοτικότητα των δύο πολιτικών.

Ειδικότερα στην ελληνική κρίση οφείλεται το ότι, όλο και περισσότερα ξένα χρήματα επενδύθηκαν στα γερμανικά ομόλογα, για λόγους ασφαλείας – με αποτέλεσμα τα επιτόκια τους να μειωθούν δραματικά, φτάνοντας ακόμη και σε αρνητικά επίπεδα. Ως εκ τούτου ο κ. Σόιμπλε πληρωνόταν για να δανείζεται, αντί να πληρώνει – ενώ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του γερμανικού ινστιτούτου IWH, η Γερμανία εξοικονόμησε μετά το 2010 πάνω από 100 δις € μόνο από τόκους.



Εδώ πρέπει να προσθέσει κανείς τα δυσθεώρητα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της λόγω της υποτίμησης του ευρώ, ξανά με τη βοήθεια της ελληνικής κρίσης – τα οποία πλησιάζουν τα 300 δις € ετησίως! (γράφημα, μπλε στήλη αριστερή κάθετος η εξέλιξη του προϋπολογισμού της Γερμανίας, διακεκομμένη γραμμή δεξιά κάθετος η εξέλιξη των πλεονασμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών).  

Εκτός αυτού η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας κέρδισε επίσης τεράστια ποσά – όπως η αναπτυξιακή τράπεζα της χώρας (KfW), η οποία δάνεισε την Ελλάδα (και όχι το γερμανικό δημόσιο, για να αποφευχθεί τυχόν απαίτηση συμψηφισμού των πολεμικών επανορθώσεων ), έναντι φυσικά τόκων. Αρκετοί Έλληνες βέβαια, μεταξύ των οποίων αυτοί που πληρώνονται από τα γερμανικά ταμεία (ΜΚΟ) για να προωθούν τα συμφέροντα της χώρας, υποστηρίζουν πως δεν υπάρχει θέμα επανορθώσεων, ενώ το ανακαλύψαμε επειδή χρωστάμε – παρά το ότι δεν φαίνεται να το συμμερίζεται ούτε η Γερμανία, κρίνοντας από τον τρόπο που μας δάνεισε.

Χωρίς την Ελλάδα λοιπόν ο κ. Σόιμπλε δεν θα είχε ποτέ ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της χώρας του – οπότε κανένας δεν γνωρίζει εάν θα ήταν τόσο αγαπητός για να εκλεγεί ξανά, μαζί με την καγκελάριο. Επομένως θα έπρεπε κυριολεκτικά να μας ευγνωμονεί, αφού εκτός των άλλων του εξασφαλίσαμε την απόλυτη κυριαρχία της Ευρώπης με την παροιμιώδη ανοησία μας – στρώνοντας το δρόμο για το 4ο γερμανικό Ράιχ! 

Όσον αφορά την ίδια την Ελλάδα, αφού θα καταφέρει να αναπτυχθεί σύμφωνα με την κυβέρνηση, παρά τις τρομακτικές μειώσεις των εισοδημάτων των Ελλήνων που λογικά θα έπρεπε να περιορίσουν την κατανάλωση και άρα το ΑΕΠ, τότε ο Γερμανός είχε δίκιο όταν ανέφερε πως θα του στήσουμε άγαλμα – επειδή θα επρόκειτο για το 8ο θαύμα του κόσμου.

Οι θετικές ειδήσεις πάντως για την οικονομία εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης θα βοηθήσουν τον κ. Σόιμπλε σε κάτι ακόμη: να μην έχει τύψεις, με την έννοια πως δεν επιβάρυνε τους δικούς του πολίτες για να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό του, οπότε θα εκλεγεί εύκολα, αλλά λήστεψε τους Έλληνες. Εν προκειμένω αφού κανένας Έλληνας δεν διαμαρτύρεται, η συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων είναι υπέρ των μνημονίων μαζί με την «αριστερά», αρκετοί είναι συμπλεγματικά ξενόδουλοι, ενώ ορισμένοι από αυτούς γράφουν πως ευτυχώς για την Ευρώπη υπάρχει η κυρία Merkel, γιατί να έχει τύψεις ο κ. Σόιμπλε;

ΥΓ: Από τα ποσά που δανειζόμαστε από την Ευρώπη (όχι από το ΔΝΤ), μόνο το 28% προέρχεται από τη Γερμανία, από τη συμμετοχή της στην ΕΚΤ, στο EFSF και στον ESM – οπότε στα 230 δις € περίπου που έχουμε δανειστεί από την Ευρώπη, γερμανικά είναι μόλις τα 65 δις €. Φυσικά δεν πρόκειται για χρήματα αλλά για εγγυήσεις – ενώ η Γερμανία έχει τη μερίδα του λέοντος στα κέρδη που αναφέραμε παραπάνω και στις ελληνικές ιδιωτικοποιήσεις.


Έναντι αυτών έχουμε χάσει την αξιοπρέπεια μας, την εθνική μας κυριαρχία, πάνω από 1 τρις € από τις τιμές των περιουσιακών μας στοιχείων που κατέρρευσαν, δημοσίων και ιδιωτικών (ακίνητα, μετοχές, κρατικές επιχειρήσεις) κοκ. – οπότε καταλαβαίνει κανείς το μέγεθος της ανοησίας μας, καθώς επίσης γιατί έχουμε γίνει δίκαια ο περίγελος των πάντων.

Freelance writer

http://www.analyst.gr/2017/09/19/ellada-o-perigelos-ton-germanon/



Η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στην Ουάσιγκτον, τον Μάρτιο του 2017. JONATHAN ERNST / REUTERS

 4.
Οι γερμανικές εκλογές και ο Donald Trump.
Πώς διαμορφώνουν τον πολιτικό αγώνα οι γερμανο-αμερικανικές σχέσεις.

  Η Μέρκελ εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία των παραδοσιακών συμμαχιών, υπαινισσόμενη τις Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον Trump. Έχει επίσης υποστηρίξει ότι η Ευρώπη θα πρέπει να πάρει την μοίρα της στα χέρια της.

Από τότε που εξελέγη ο Donald Trump [1] ως πρόεδρος των ΗΠΑ, οι Γερμανοί έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που πραγματοποίησε η Infratest dimap τον Φεβρουάριο του 2017 [2], μόνο το 22% των Γερμανών ερωτηθέντων θεωρούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες [3] έναν αξιόπιστο εταίρο από 59% τον Νοέμβριο του 2016. Επιπλέον, σύμφωνα με έρευνα της Pew Research τον Ιούνιο του 2017 [4], το 87% των Γερμανών ερωτηθέντων δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη ότι ο Trump θα κάνει το σωστό στις παγκόσμιες υποθέσεις. Αυτό βλάπτει την γενική εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα στοιχεία της Pew Research δείχνουν ότι το 62% των Γερμανών ερωτηθέντων έχουν δυσμενείς απόψεις για την χώρα. Το 2015, ο αριθμός αυτός ήταν 45% [5].

Δεδομένων των τόσο έντονων συναισθημάτων, είναι λογικό το γεγονός ότι ο Trump υπήρξε συχνό θέμα στην εξελισσόμενη προεκλογική εκστρατεία της Γερμανίας. Είτε είναι η απάντησή του στην βία στην Charlottesville, την ανακοίνωσή του για νέες κυρώσεις στην Ρωσία, την πίεσή του στην γερμανική κυβέρνηση για αύξηση του αμυντικού της προϋπολογισμού είτε την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων των ΗΠΑ στην Γερμανία [6], δεν υπάρχει έλλειψη σανού για τους Γερμανούς πολιτικούς που θέλουν να διεκδικήσουν μια ψήφο.

Οι περισσότεροι κορυφαίοι υποψήφιοι, για παράδειγμα, εξέφρασαν την ανησυχία τους για την δεξιόστροφη βία στην Charlottesville. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ (από την Χριστιανοδημοκρατική Ένωση ή CDU) υποστήριξε ότι πρέπει να ληφθούν σαφή και σθεναρά μέτρα εναντίον αυτής της ρατσιστικής, ακροδεξιάς βίας. Ο κύριος αντίπαλός της, ο Martin Schulz (από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ή SPD), υιοθέτησε μια ακόμη πιο σκληρή γραμμή, καλώντας το περιστατικό «ναζιστικό τρόμο» και βρίσκοντας συγκλονιστικό το γεγονός ότι ο Trump «παρέμεινε σιωπηλός για αυτό το είδος τρομοκρατίας ή έκανε σχόλια που επιτρέπουν σε όσους διαπράττουν αυτές τις πράξεις βίας να αισθάνονται ενθαρρυμένοι».

Ο νέος νόμος περί κυρώσεων που συντάχθηκε από το Κογκρέσο και υπογράφηκε από τον Trump στις 2 Αυγούστου είναι ένα άλλο θέμα που κατανάλωσε αρκετό χρόνο συζητήσεων. Παρ’όλον ότι στοχεύει πρωτίστως τις ρωσικές εταιρείες, ο νόμος θα μπορούσε να οδηγήσει σε κυρώσεις σε γερμανικές εταιρείες που συνεργάζονται με ρωσικές ομολόγους τους, ιδιαίτερα στον ενεργειακό τομέα. Αντιδρώντας στο αρχικό νομοσχέδιο, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Sigmar Gabriel (SPD) κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι απειλούν την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης για να προωθήσουν τις εξαγωγές αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Ο Schulz συμφωνεί με την άποψη του Gabriel. Και η Brigitte Zypries, μια άλλη πολιτικός του SPD και υπουργός Οικονομικών Υποθέσεων και Ενέργειας της Γερμανίας, υποστήριξε ότι οι κυρώσεις παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο και σκοπεύουν να βλάψουν τα ευρωπαϊκά επιχειρηματικά συμφέροντα στην Ρωσία.

Ένας εκπρόσωπος της Μέρκελ επιβεβαίωσε ότι [κι εκείνη] συμμερίζεται αυτές τις ανησυχίες. Εν τω μεταξύ, η Sahra Wagenknecht του αντιπολιτευτικού «Αριστερού Κόμματος» επέκρινε τον νέο αμερικανικό νόμο ως ότι προωθεί κατάφωρα τα αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα στην Ευρώπη. Έκανε έκκληση στην ΕΕ να άρει τις κυρώσεις της στην Ρωσία. Ο Christian Lindner του Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (FDP) ισχυρίστηκε επίσης ότι οι κυρώσεις της ΕΕ έναντι της Ρωσίας θα μπορούσαν να αρθούν σταδιακά ακόμη και χωρίς την πλήρη εφαρμογή της συμφωνίας του Μινσκ από την Ρωσία, μια θέση που απορρίφθηκε από την γερμανική κυβέρνηση [7]. 

Η πίεση του Trump στη Γερμανία και σε άλλα μέλη του ΝΑΤΟ για την αύξηση των αμυντικών προϋπολογισμών τους είναι ένα άλλο θέμα που καλύφθηκε ευρέως από τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης τους τελευταίους μήνες και έχει καταλήξει στην προεκλογική εκστρατεία. Αν και η διοίκηση του Ομπάμα [8] καλούσε τακτικά τους συμμάχους του ΝΑΤΟ να τηρήσουν την υπόσχεσή τους να αυξήσουν τους αμυντικούς προϋπολογισμούς τους στο 2% του ΑΕΠ τους μέσα σε μια δεκαετία, ο Trump αύξησε την πίεση για να το πράξουν.

Η Γερμανίδα υπουργός Άμυνας Ursula von Leyen του CDU υποστήριξε ότι η Γερμανία πρέπει να συμμορφωθεί με τις πολυμερείς της δεσμεύσεις και θεωρεί τον στόχο ως κίνητρο για τον εκσυγχρονισμό του γερμανικού στρατού. Η Μέρκελ υποστηρίζει επίσης τον στόχο του 2%. Αντίθετα, οι πολιτικοί του SPD, μεταξύ των οποίων και ο Schulz, αντιτίθενται στην αύξηση των αμυντικών δαπανών για ιστορικούς λόγους. Προειδοποιούν ότι οι περισσότερες δαπάνες θα κάνουν την Γερμανία την ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη, ένα σενάριο που δεν τους ενδιαφέρει. Ο Gabriel παρότρυνε την Μέρκελ να προωθήσει τον αφοπλισμό και τους καλύτερους ελέγχους των εξοπλισμών, αντί να ενδώσει στην πίεση του Trump και να διακινδυνεύσει μια νέα κούρσα εξοπλισμών Ευρώπη.

Ο Trump ανακοίνωσε περαιτέρω την επιθυμία του να εκσυγχρονίσει το πυρηνικό οπλοστάσιο των ΗΠΑ, στοχεία του οποίου εδρεύουν στην Ευρώπη. Κατά την διάρκεια μιας ομιλίας στην προεκλογική εκστρατεία, ο Schulz υποσχέθηκε να διαπραγματευτεί την απόσυρση των αμερικανικών πυρηνικών όπλων από την Γερμανία αν γίνει ο επόμενος Γερμανός καγκελάριος. Ισχυρίστηκε ότι η πρόσφατη σύγκρουση μεταξύ Trump και Βόρειας Κορέας [9] καταδεικνύει την ανάγκη περιορισμού των εξοπλισμών και του πυρηνικού αφοπλισμού. Παρ’όλο που η Μέρκελ δεν σχολίασε αμέσως το θέμα, μέλη του CDU της, κατέγραψαν τις δηλώσεις του Schulz ως φτηνές προεκλογικές ρητορείες και υποστήριξαν ότι η αξιόπιστη πυρηνική αποτροπή παραμένει ένα σημαντικό μέρος της αρχιτεκτονικής ασφαλείας του ΝΑΤΟ. Η Katrin Göring-Eckardt, η κορυφαία υποψήφια του Κόμματος των Πρασίνων, υποστηρίζει τις εκκλήσεις του Schulz για μια Γερμανία χωρίς πυρηνικά, αλλά κατηγόρησε το SPD ότι απέτυχε να δεσμευθεί σε αυτόν τον τομέα μέχρι στιγμής.

Κάθε κόμμα έχει αποκτήσει μια κάπως διαφορετική στάση έναντι του Trump κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Παρ’όλο που το Αριστερό Κόμμα γενικά εκφράζει την δυσπιστία του στις θέσεις του σχετικά με τις ΗΠΑ, κανένα άλλο βασικό κόμμα δεν χρησιμοποιεί ανοιχτά αντιαμερικανική ρητορική. Το CDU είναι επικριτικό για τον Trump, αλλά η Μέρκελ φαίνεται απρόθυμη να παίξει ανοιχτά το αντι-Trump χαρτί στην προεκλογική εκστρατεία. Έχει πει [10] ότι στον Trump πρέπει να δείχνεται ο κατάλληλος σεβασμός επειδή κατέχει το γραφείο της προεδρίας των ΗΠΑ, ακόμη και αν ίσως διαφέρει από αυτόν σε θέματα πολιτικής. Οι πολιτικοί του SPD, σε μια προσπάθεια να διαφοροποιηθούν από την Μέρκελ, με την οποία εξακολουθούν να βρίσκονται σε κυβερνητικό συνασπισμό, έχουν υπάρξει κατά πολύ περισσότερο επικριτικοί απέναντι στον πρόεδρο των ΗΠΑ. Ο Schulz είπε ότι άνθρωποι όπως ο Trump, στον οποίο αναφέρεται ως «ο ανεύθυνος άνθρωπος στον Λευκό Οίκο», πρέπει να τύχουν ανοιχτής αντίστασης -κάτι που υποσχέθηκε να κάνει αν εκλεγεί. Ο Schulz επέκρινε την Μέρκελ επειδή δεν υιοθέτησε μια σκληρή στάση απέναντι στον Trump. 

Η δυναμική θυμίζει κάπως τις εκλογές της Bundestag του 2002, όταν ο καγκελάριος του SPD, Gerhard Schröder [11], επέκρινε σκληρά τις Ηνωμένες Πολιτείες για τα σχέδιά τους για εισβολή στο Ιράκ. Η Μέρκελ, τότε στην αντιπολίτευση, υποστήριξε την διοίκηση των ΗΠΑ και θεώρησε την στενή συνεργασία με την Ουάσινγκτον ως θεμελιώδες στοιχείο της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Ο Schröder κέρδισε τις εκλογές, εν μέρει λόγω της σαφούς αντίθεσής του στον πόλεμο του Ιράκ. Ήταν πιθανότατα για να αποφύγει την κριτική ότι εξακολουθεί να ακολουθεί τυφλά τις Ηνωμένες Πολιτείες, που η Μέρκελ κατέστησε σαφές ότι δεν θα υποστήριζε αυτόματα τον Τραμπ σε έναν πόλεμο με την Βόρεια Κορέα.


Αλλά το σενάριο του 2002 είναι απίθανο να ξανασυμβεί. Ο Schulz είναι πιο μετριοπαθής στις θέσεις του από τον Schröder και ήταν απρόθυμος να διεξαγάγει μια αντι-αμερικανική εκστρατεία. Και η ίδια η Μέρκελ εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία των παραδοσιακών συμμαχιών, υπαινισσόμενη τις Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον Trump. Έχει επίσης υποστηρίξει ότι η Ευρώπη θα πρέπει να πάρει την μοίρα της στα χέρια της [12]. Αυτή ήταν μια δημοφιλής κίνηση στην Γερμανία, καθησυχάζοντας πολλούς Γερμανούς ότι η Μέρκελ δεν θα διευκολύνει τον Τραμπ μετά τις εκλογές, αλλά θα συνεχίσει να επικρίνει τις ενέργειές του αν χρειαστεί.

Στα αγγλικά:
https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2017-09-16/german-election-and-donald-trump

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/topics/trump-administration
[2] https://www.infratest-dimap.de/fileadmin/user_upload/dt1702_bericht.pdf
[3] https://www.foreignaffairs.com/regions/united-states
[4] http://www.pewglobal.org/2017/06/26/u-s-image-suffers-as-publics-around-...
[5] http://www.pewglobal.org/2015/06/23/1-americas-global-image/
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/germany/2017-06-13/keine-atombom...
[7] https://www.foreignaffairs.com/regions/germany
[8] https://www.foreignaffairs.com/topics/obama-administration
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/north-korea/2017-09-10/korean-mi...
[10] https://www.reuters.com/article/us-germany-election-merkel-trump-idUSKCN...
[11] https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/1965-10-01/germany-looks-...
[12] https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2017-08-15/pay-europe


Dominik Tolksdorf,
διευθυντής προγράμματος για τις Διεθνείς Πολιτικές και τις Πολιτικές Ασφαλείας στο Heinrich Böll Foundation North America.

http://www.foreignaffairs.gr/articles/71425/dominik-tolksdorf/oi-germanikes-ekloges-kai-o-donald-trump?page=show

18/09/2017



5.
Η ώρα της ωριμότητας για τη γερμανική εξωτερική πολιτική έφτασε.

Μετά το 1990, η Γερμανία δεν θα είχε καταφέρει πολλά, αν τότε δεν ακουμπούσε την πλάτη της στη δυναμική της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η συμπεριφορά των γερμανικών κυβερνήσεων από τότε μέχρι σήμερα, έδειξε ότι αυτό το γεγονός το Βερολίνο (γιατί θα μπορούσαμε ακόμη να μιλάμε για Δυτική Γερμανία και Βόννη…) μάλλον το ξέχασε.

Γνωρίζοντας, λοιπόν, καλά τους Γερμανούς και τις «επαρχιακές ιμπεριαλιστικές» τους φιλοδοξίες, τον Γενάρη του 2009 η Ουάσιγκτον έπαιξε ένα αριστοτεχνικό παιχνίδι με το Βερολίνο, και το αποτέλεσμα είναι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση και η σημερινή Ευρωζώνη, για την οποία στην κατάσταση που βρίσκεται, μόνο πολιτικά αγράμματοι θα αισθάνονταν υπερήφανοι.

Και η Γερμανία ακόμη δεν έχει καταλάβει ότι πυροβόλησε τα πόδια της.

Στο μεταξύ, άλλαξαν και αλλάζουν οι παγκόσμιες συνθήκες και οι συσχετισμοί. Ο κόσμος επιστρέφει σε συνθήκες κλασσικής ισορροπίας της ισχύος και σε σφαίρες επιρροής με ηγεμονικά κράτη και ελεγχόμενες περιφέρειες.

Η μεταφορά ισχύος από τις Βρυξέλλες προς το Βερολίνο, που συντελέστηκε από το 2009 ως σήμερα, έχει αναδείξει τη Γερμανία σε σχεδόν απόλυτη ηγεμονική δύναμη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Σήμερα, παρακολούθημα της Γερμανικής ισχύος και της φιλοσοφίας του «επαρχιακού ιμπεριαλισμού» παραμένει η Γαλλία, την ώρα που η Μ. Βρετανία έθεσε εαυτόν εκτός ευρωπαϊκού οικοδομήματος και κινδυνεύει με τους άστοχους χειρισμούς που γίνονται να αυτοκαταστραφεί, έχοντας απολέσει τη τεχνογνωσία και τη φιλοδοξία του δικού της «αστικού ιμπεριαλισμού».

Η μοναξιά της Γερμανίας ως ηγεμονικής δύναμης στην ΕΕ, σε ένα κόσμο που αναδιατάσσεται και οξύνεται, και ενόψει των Γερμανικών γενικών εκλογών στις 24 Σεπτεμβρίου, αναπόδραστα ανακινεί συζητήσεις και προκαλεί αποφάσεις μέσα στην ίδια τη Γερμανία, τον ρόλο της στην Ευρώπη και την εξωτερική της πολιτική στον κόσμο.

Τα δεδομένα…

Η Γερμανία έχει δύο ουσιαστικά επιλογές στα θέματα της εξωτερικής της πολιτικής.

Η μία της επιλογή είναι να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο και στο ίδιο μοτίβο που έχει χαράξει. Αυτή η επιλογή οδηγεί ιστορικά σε πολύ συγκεκριμένα αποτελέσματα που κανείς δεν θέλει να ξαναδεί στη Γηραιά Ήπειρο.

Η άλλη της επιλογή είναι να ενσκήψει στην ωριμότητα και να συμπεριφερθεί ως «αστική» ηγεμονική δύναμη προς την περιφέρειά της και τον κόσμο. Αυτό θα είναι κάτι νέο για την Γερμανική ισχύ, αλλά εξόχως ενδιαφέρον και ενδεχομένως πολύ κερδοφόρο για όλους, όχι μόνο για τους Γερμανούς.

Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα δεδομένα σε αυτή την πορεία.

Πηγή ισχύος της Γερμανίας είναι η δυναμική του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και όχι το Γερμανικό κράτος. Η Γερμανία είναι ηγεμονική δύναμη, και σε ένα κόσμο ισορροπίας της ισχύος, οφείλει να συμπεριφερθεί ως ηγεμονική δύναμη και όχι να παριστάνει τον πρώτο μεταξύ ίσων, στραγγίζοντας υπογείως την περιφέρεια για χάρη του κέντρου. Και τον ρόλο της ως ηγεμονικής δύναμης να τον επιβάλλει με τρόπο δημοκρατικό (αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση) στην σφαίρα επιρροής της, και δια τις κοινής ευρωπαϊκής ισχύος στις διεθνείς της σχέσεις.

Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι ΗΠΑ και Γερμανία έχουν μπει σε μία φάση ανταγωνισμού με κίνδυνο τη διάρρηξη των Ατλαντικών σχέσεων. Η Γερμανία επιχειρεί αντιστάθμιση με τον προσεταιρισμό της Ρωσίας και της Κίνας στους σχεδιασμούς της. Όποια και αν είναι η σημερινή διάθεση της Ουάσιγκτον απέναντι στη Γερμανία και την Ευρώπη, υπάρχουν ιστορικοί δεσμοί και πολυεπίπεδες σχέσεις προστασίας των ατλαντικών σχέσεων και αυτό το στοιχείο αποτελεί μεγάλη δικλείδα ασφαλείας των συμφερόντων μεταξύ ΗΠΑ- Ευρώπης. Αντίθετα, αυτό που πάει να κάνει η Γερμανία είναι να βάλει τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα, επειδή ο σκύλος γέρασε ή πεινάει.

Τρίτο δεδομένο είναι ότι με αφορμή τις εξελίξεις στις Γερμανο-τουρκικές σχέσεις φαίνεται πως η Γερμανία, ευτυχώς, απομακρύνεται από την πολιτική της διεύρυνσης της ΕΕ. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως δεν θα επιδιώξει μια ειδική σχέση με την Τουρκία.

Τέταρτο δεδομένο είναι ότι με το σημερινό οικονομικό σχεδιασμό στην ευρωζώνη, κάποια στιγμή η ευρωζώνη θα τιναχθεί στον αέρα από μια «Ευρωπαϊκή Άνοιξη» και θα μείνουν οι εγγυήσεις στη Γερμανία να παρακαλά εκείνη για διαγραφές χρεών που θα έχει φορτωθεί. Εκτός και αν προλάβει να τα φορτώσει στην ΕΚΤ. Σε αυτή τη διάσταση, ούτε η θέση των Γάλλων για κοινό ευρωπαϊκό υπουργείο οικονομικών είναι ορθή, διότι πολύ απλά τέτοια πράγματα γίνονται σε εποχές καλές, σε εποχές οικονομικής ευφορίας, και όχι σε εποχές παγκόσμιας σύνθετης κρίσης. Είναι πολύ μεγάλο το ρίσκο και ορθά δεν το αναλαμβάνει η Γερμανία!

Ο δρόμος προς την ωριμότητα για τη Γερμανία

Για τη Γερμανία, ο δρόμος προς την ωριμότητα είναι ένας. Να αντιληφθεί ότι η ισχύς της απορρέει μέσα από την ευρωπαϊκή δυναμική και όχι από τις επιλογές της ή τις δυνατότητές της ως έθνους-κράτους.

Θα πρέπει να αλλάξει τη στάση της απέναντι σε όλους τους ευρωπαίους εταίρους της. Είναι σύμμαχοί της και όχι υποτελείς της!

Η Γερμανία οφείλει να χαράξει μία «θεωρία νίκης» για ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και τα συμφέροντά του στον κόσμο. Χρειάζεται όραμα και σοβαρός σχεδιασμός απέναντι στα ευχολόγια, τα δάκρυα και τις χαρές της κας Mogherini. Χρειάζεται η αξιόπιστη έκφραση «ευρωπαϊκού συμφέροντος», πέρα και έξω από τα εθνικά συμφέροντα. Στα πλαίσια αυτά να σχεδιαστεί η παγκόσμια πολιτική της ΕΕ βάσει των πραγματικών δεδομένων, των κοινών συμφερόντων και των ρόλων που ο καθένας ισόρροπα θα αναλάβει στο νέο σχεδιασμό. Έτσι η Γερμανία θα αποκτήσει «νομιμοποίηση» του ηγεμονικού της ρόλου.

Θα πρέπει να αποφευχθεί το γενναιόδωρο άνοιγμα της πόρτας της Ευρώπης σε δυνάμεις με ικανότητα «φυλάκισης» των ευρωπαϊκών συμφερόντων στο στενό χώρο της Γηραιάς Ηπείρου και τη «μαύρη τρύπα» της Μεσογείου. Κινδυνεύει η ΕΕ και η Γερμανία να έχουν την τύχη της Γένοβας και της Βενετίας του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Εγκλωβίστηκαν και αναλώθηκαν στο στενό χώρο τους και έχασαν το τρένο της ιστορικής μετάβασης στην εποχή των μεγάλων ανακαλύψεων, με αποτέλεσμα γρήγορα να ξεπεραστούν και να χαθούν.

Τα παραπάνω αποτελούν μερικούς άξονες στους οποίους η νέα Γερμανική κυβέρνηση που θα προκύψει στις εκλογές θα μπορούσε να βασίσει μία επανεκκίνηση της εξωτερικής της πολιτικής σε βιώσιμες και σταθερές βάσεις.

Στο νέο κόσμο που γοργά ανατέλλει τα μεγέθη ακόμη και της Γερμανίας είναι μικρά και αναλώσιμα. Η Ευρώπη, ακόμη, μετρά για όλους μας και σε αυτή τη βάση θα πρέπει να συνεννοηθούμε.

 Βασίλης Κοψαχείλης,
Διεθνολόγος, Γεωστρατηγικός Αναλυτής.

http://www.liberal.gr/arthro/166861/amyna--diplomatia/2017/i-ora-tis-orimotitas-gia-ti-germaniki-exoteriki-politiki-eftase.html

20/9/2017



Τηλεοπτική συζήτηση μεταξύ της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ και του ανταγωνιστή της, Martin Schulz, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, στο Βερολίνο, στις 3 Σεπτεμβρίου 2017. REUTERS TV

 6.
Ο ρόλος των μικρών κομμάτων στις εκλογές της Γερμανίας.
Επιλογές συνασπισμού για την επόμενη κυβέρνηση.

Δεδομένου ότι πρόκειται για ένα ουσιαστικά προκαθορισμένο συμπέρασμα ότι η Angela Merkel και οι Χριστιανοδημοκράτες της (CDU) θα πετύχουν μια τέταρτη θητεία, υπάρχουν πολλές εικασίες σχετικά με τις ενδιαφέρουσες επιλογές συνασπισμού που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την επόμενη κυβέρνηση, μια διαδικασία που θα εξαρτηθεί, σε μεγάλο βαθμό, από το πώς τα μικρότερα κόμματα πορεύονται προς τις εκλογές.

Η σε εθνική τηλεοπτική κάλυψη εκλογική συζήτηση (debate) στην Γερμανία, νωρίτερα αυτόν τον μήνα, μεταξύ της καγκελαρίου, Άνγκελα Μέρκελ, και του αντιπάλου της, Martin Schulz, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) δεν είχε καμία υπερβολή. Η «μονομαχία», όπως αποκλήθηκε, έδινε την αίσθηση περισσότερο μιας ευγενικής διαμάχης μεταξύ ενός ηλικιωμένου ζευγαριού. Δεν ξεσήκωσε τον υπναλέο, στερημένο από ουσία ανταγωνισμό μεταξύ των δύο κομμάτων, που θα ολοκληρωθεί την ημέρα των εκλογών στις 24 Σεπτεμβρίου.

Σε πλήρη αντίθεση, η συζήτηση μεταξύ των πέντε μικρότερων κομμάτων της Γερμανίας την επόμενη νύχτα παρουσίασε μια υπέροχη, θυμωμένη φιλονικία. Ο Cem Özdemir των Πρασίνων πυροβόλησε με δύο βολές τον Βαυαρό χριστιανοδημοκράτη (CSU) Joachim Herrmann, προκαλώντας τον για τον καταστροφικό αντίκτυπο της χρήσης του άνθρακα, και κατηχώντας τον στις χριστιανικές αξίες, όπως η λατρεία των δημιουργιών του Θεού. Ο Χέρμαν απάντησε, χαμογελώντας: «Αλλά δεν υπάρχουν εργοστάσια άνθρακα στην Βαυαρία!» (Το CSU, μέλος του συνασπισμού της Μέρκελ, έχει αγωνιστεί για την απαγόρευση της παραγωγής άνθρακα σε ολόκληρη την Γερμανία). Εν τω μεταξύ, οι φιλελεύθεροι «Ελεύθεροι Δημοκράτες» (FDP) και το σοσιαλιστικό «Αριστερό Κόμμα» συγκρούστηκαν για τους ελέγχους των ενοικίων, την κοινωνική ασφάλιση, την μετανάστευση, τα πυρηνικά όπλα στην Ευρώπη και τα αυτοκίνητα με κινητήρα ντίζελ. Το ακροδεξιό «Εναλλακτική για την Γερμανία» (AfD) κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «έκανε συμφωνίες με Ισλαμιστές πολέμαρχους στην Λιβύη», αναφερόμενο στις διαπραγματεύσεις της Μέρκελ για τον περιορισμό των ροών προσφύγων από την Βόρεια Αφρική.

Πράγματι, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα ουσιαστικά προκαθορισμένο συμπέρασμα ότι η Angela Merkel και οι Χριστιανοδημοκράτες της (CDU) θα πετύχουν μια τέταρτη θητεία, υπάρχουν πολλές εικασίες σχετικά με τις ενδιαφέρουσες επιλογές συνασπισμού που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την επόμενη κυβέρνηση, μια διαδικασία που θα εξαρτηθεί, σε μεγάλο βαθμό, από το πώς τα μικρότερα κόμματα πορεύονται προς τις εκλογές. Η ψηφοφορία έρχεται σε μια καθοριστική στιγμή για την Ευρώπη, καθώς πρέπει να καταπιαστεί ταυτόχρονα με την αναζωογόνηση της ΕΕ, την αντιμετώπιση των κρίσεων της μετανάστευσης και του ευρώ, και την ταχυδακτυλουργική διαχείριση των σχέσεων με παλιούς και νέους αυταρχικούς [ηγέτες]. Το πώς θα παιχτεί αυτό για την Γερμανία, και την Ευρώπη στο σύνολό της, εξαρτάται από το χρώμα της επιλογής εταίρου ή εταίρων συνασπισμού από την Μέρκελ.

ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΗΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ

Το πιο σίγουρο στοίχημα μπορεί αρχικά να μοιάζει με ανανέωση του «μεγάλου συνασπισμού» μεταξύ του CDU και του SPD, που κυβέρνησε την Γερμανία για οκτώ από τα 12 χρόνια της Merkel και απολαμβάνει μεγάλης εμπιστοσύνης από το κοινό [1]. Αλλά δεν είναι εγγυημένο. Αποκλείοντας μια εντελώς απροσδόκητη εξέλιξη, τα δύο μεγάλα κόμματα της Γερμανίας θα επαναλάβουν τις επιδόσεις τους στις τελευταίες εκλογές, αλλά θα χάσουν ψηφοφόρους. Οι δημοσκοπήσεις [2] δείχνουν ότι το CDU συγκεντρώνει το 36% των ψήφων και το SPD 23%, δηλαδή πέντε και τρείς ποσοστιαίες μονάδες λιγότερες αντίστοιχα, από το 2013. Πίσω από την κεντροδεξιά διακυβέρνηση της Μέρκελ, τα δύο κόμματα συνεργάστηκαν φιλόξενα, θεσπίζοντας νόμους που ευνοούν τα δικαιώματα των ενοικιαστών και έναν ελάχιστο μισθό, αντιμετωπίζοντας την κρίση του ευρώ και την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία και επιβλέποντας την υιοθέτηση της ανανεώσιμης ενέργειας από την Γερμανία. Εξάλλου, η οικονομία της Γερμανίας έχει ευημερήσει από τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 2000, όπως και κανένα άλλο στην Ευρώπη.

Η Μέρκελ, που δεν αναλαμβάνει ρίσκα, θα προτιμούσε έναν ακόμα μεγάλο συνασπισμό και το κόμμα της θα την ακολουθούσε. Οι απογοητευμένοι υποστηρικτές του SPD, από την άλλη πλευρά, θα μπορούσαν να το προκαταλάβουν, έχοντας παρακολουθήσει το κόμμα τους να συρρικνώνεται συνεχώς μέσα στους μεγάλους συνασπισμούς. Ενώ ήταν στην εξουσία, το προφίλ του SPD θόλωσε καθώς το CDU αποκόμιζε εύσημα για [το ότι εφάρμοζε] την μια κλασική πολιτική του SPD μετά την άλλη. Αμέσως μετά τις εκλογές του 2013, το SPD έθεσε την τελική απόφαση για την ένταξή του σε ένα μεγάλο συνασπισμό σε ψηφοφορία μεταξύ των μελών του. Συγκατένευσαν μόνο απρόθυμα όταν τα ανώτερα στελέχη υποσχέθηκαν ότι θα σταματούσαν την αιμορραγία του κόμματος. Αλλά δεν το έκαναν. Είναι επομένως δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι οπαδοί του θα πεισθούν από την ίδια υπόσχεση τώρα.

Τα κορυφαία στελέχη του SPD αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να απομακρύνουν το κόμμα από την σκιά της Μέρκελ. Ο Schulz ισχυρίζεται ότι κατεβαίνει [στις εκλογές] για να κερδίσει, αλλά παρά ταύτα το SPD έχει καταθέσει εντυπωσιακές, «μη διαπραγματεύσιμες» προϋποθέσεις [3] για την συμμετοχή του σε έναν συνασπισμό: Ίσες αμοιβές ανδρών και γυναικών, δωρεάν εκπαίδευση συμπεριλαμβανομένου του νηπιαγωγείου, και ανώτατο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης στα 67 έτη. Το ερώτημα είναι αν οι πιστοί στο SPD ή η δεξιά πτέρυγα του CDU/CSU θα συναινούσαν.

Εάν οι σοσιαλδημοκράτες δεν μπορέσουν να παρακινηθούν ή να δελεαστούν, η Μέρκελ πρέπει να καταφύγει σε ένα «Σχέδιο Β», το οποίο σημαίνει συνασπισμό είτε με τους Πράσινους στα αριστερά είτε με τους Ελεύθερους Δημοκράτες, στα δεξιά. Και τα τέσσερα μικρότερα κόμματα της Γερμανίας (το πέμπτο, το CSU, κατεβαίνει με την ίδια πλατφόρμα του CDU) πιθανότατα θα κερδίσουν έδρες στην Bundestag, γεγονός που αποτελεί περαιτέρω μαρτυρία για την παρακμή των μεγάλων κομμάτων στην Ευρώπη. Αλλά μόνο οι Πράσινοι και το FDP, αμφότερα γύρω στο 8% με 9% στις δημοσκοπήσεις, θα μπορούσαν να είναι εταίροι της Μέρκελ. Θα χρειαζόταν μόνο μια μετατόπιση μερικών ποσοστιαίων μονάδων εδώ ή εκεί, για να γίνουν καθοριστικοί παράγοντες. Έτσι, στην πραγματικότητα, είτε το ένα είτε το άλλο μικρό κόμμα θα μπορούσε να βρεθεί σε επίζηλη θέση, με την προοπτική να ασκήσει δυσανάλογη επιρροή στον καθορισμό ενός συνασπισμού. 

ΜΑΥΡΟ-ΠΡΑΣΙΝΟ

Τα 16 ομοσπονδιακά κρατίδια της Γερμανίας διαθέτουν ένα ποτπουρί με διάφορους συνδυασμούς συνασπισμών, με τους Πράσινους σε δέκα από αυτούς [τους συνδυασμούς]. Τώρα δεν δημιουργεί πλέον εντύπωση ότι οι αντι-πολιτισμικοί Πράσινοι, που γεννήθηκαν από τα κινήματα διαμαρτυριών της δεκαετίας του ’70, συμμετέχουν με συντηρητικούς σε περιφερειακές κυβερνήσεις, ικανοποιημένοι με το να μετριάζουν τις χειρότερες παρορμήσεις των χριστιανοδημοκρατών, ενώ βλέπουν [κάποιες] προοδευτικές προτεραιότητες στις μεταφορές, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, και την προστασία των καταναλωτών να μετατρέπονται σε πολιτική.

Ως επί το πλείστον, αυτοί οι συνασπισμοί έχουν δουλέψει αξιοθαύμαστα. Ο πιο γνωστός είναι στο νοτιοδυτικό [κρατίδιο] Μπάντεν-Βυρτεμβέργη, όπου οι Πράσινοι ηγούνται της συνεργασίας και το CDU είναι το δεύτερο κόμμα. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον πρωθυπουργό των Πρασίνων εκεί, τον Winfried Kretschmann, έναν 69χρονο πρώην διευθυντή σχολείου, του οποίου ο σουαβιανός πραγματισμός του τον κάνει τέλειο για τους συντηρητικούς. Ο Kretschmann είναι το νέο πρόσωπο των Πράσινων, [ένα πρόσωπο] πρόθυμο να συναντήσει το CDU στα μισά του δρόμου˙ βάζοντας στην άκρη τα ταμπού των Πρασίνων, μέχρι που μιλά περιστασιακά για την ισχυρή αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία εδρεύει στη νοτιοδυτική Γερμανία. Πράγματι στέκεται, παρά την πικρή αντίθεση της αριστερής φατρίας των Πρασίνων, ως πρότυπο για την δυνατότητα, ακόμη και επιθυμία, της επιλογής «Μαύρο-Πράσινο» στο Βερολίνο. Σε αυτή την περίπτωση, η Μέρκελ, που τον επαινεί, θα μπορούσε να επιμείνει για τον Kretschmann ως αναπληρωτή καγκελάριο.

Το να γίνει όμως το γιγαντιαίο βήμα της διαμόρφωσης μιας εθνικής κυβέρνησης CDU-Πρασίνων, είναι ένα άλλο θέμα. Ορισμένες από τις κεντρικές εκλογικές περιφέρειες των Πρασίνων θα εγκαταλείψουν το κόμμα. Το πιο συντηρητικό μπλοκ του CDU, από την άλλη πλευρά, ανυπομονεί να απαλλαγεί από τους Σοσιαλδημοκράτες που βοήθησαν την Μέρκελ να μετατοπίσει το CDU δραματικά στα αριστερά. Οι Πράσινοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να τραβήξουν το CDU ακόμη περισσότερο αριστερά, είναι επομένως ο εφιάλτης τους.

Ωστόσο, πολλά παραπέμπουν σε μια Μαύρη-Πράσινη κυβέρνηση, επίσης. Η κληρονομιά της καγκελαρίου θα εξαρτηθεί από δύο ζητήματα: Την κλιματική αλλαγή και την μεταρρύθμιση της ΕΕ. Όσον αφορά το πρώτο, οι Πράσινοι θα εξασφάλιζαν ότι το CDU θα συμμορφώνεται με τους περιβαλλοντικούς στόχους της Γερμανίας και ίσως να ξανάπαιρνε την θέση του παγκόσμιου ηγέτη στην καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Οι Πράσινοι λένε ότι οποιοσδήποτε συνασπισμός στον οποίον θα συμμετάσχουν πρέπει να είναι σύμφωνος σε ένα χρονοδιάγραμμα για το κλείσιμο των 20 πιο ρυπογόνων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα. Η Μέρκελ, που είναι πάντα πραγματίστρια, θα μπορούσε να το παρακάμψει αυτό, ενώ οι Πράσινοι θα πρέπει να αποδεχθούν τις περιοριστικές πολιτικές μετανάστευσης που επικρίνουν σθεναρά.

Οι Πράσινοι είναι ιδανικοί εταίροι για να υποστηρίξουν την Μέρκελ στην διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας με τον Γάλλο πρόεδρο, Εμμανουέλ Μακρόν, για την επιδιόρθωση της ευρωζώνης. Ο Macron είναι πεπεισμένος, όπως και οι Πράσινοι, ότι η στήριξη του κοινού νομίσματος απαιτεί γερμανικούς συμβιβασμούς για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης καθώς και την εναρμόνιση του εταιρικού φόρου στην ΕΕ. Η Μέρκελ δεν πρόκειται να υιοθετήσει μια ολοκληρωμένη νομισματική ένωση, αλλά μια Μαύρη-Πράσινη κυβέρνηση θα μπορούσε να βοηθήσει στον σχεδιασμό μιας ένωσης στην οποία τα χρήματα και οι δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών-μελών θα συνδέονται πιο στενά μεταξύ τους. Ο Macron ορθώς υπογραμμίζει την αναγκαιότητα μεγαλύτερης «σύγκλισης», έχοντας προωθήσει την ιδέα ενός υπουργού Οικονομικών της Ευρωζώνης και ενός κοινού προϋπολογισμού, ο οποίος [προϋπολογισμός] θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει επενδύσεις για την τόνωση της ανάπτυξης στις χώρες της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Η Μέρκελ σηματοδότησε ότι θα μπορούσε να υποχωρήσει ακόμα και τόσο πολύ, αλλά θα χρειαζόταν έναν πρόθυμο εταίρο συνασπισμού.

ΜΑΥΡΟ-ΚΙΤΡΙΝΟ

Σε αντίθεση με τους Πράσινους, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες θα έστρεφαν τον συνασπισμό προς τα δεξιά. Στις μεταπολεμικές δεκαετίες, το FDP ήταν ο προτιμώμενος εταίρος των χριστιανοδημοκρατών. Τα δύο ελίτ, bürgerliche (αστικά) κόμματα κυβερνούσαν μαζί στους μισούς από τους κυβερνητικούς συνασπισμούς της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας για πάνω από επτά δεκαετίες. Μέσα στο δίδυμο, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες ήταν η φωνή των μεγάλων επιχειρήσεων, της οικονομίας του laissez-faire και ενός απογυμνωμένου κράτους κοινωνικής πρόνοιας˙ το CDU, με τη χριστιανική φιλανθρωπία πλησιέστερα στην καρδιά του, προστάτευε τους μη έχοντες και τα χαμηλά εισοδήματα της Γερμανίας, αρκεί αυτό να μην κόστιζε πάρα πολύ. Η πράξη εξισορρόπησης λειτουργούσε μέχρι την δεύτερη θητεία της Μέρκελ όταν το CDU και το FDP βρήκαν ο ένας τον άλλον ξανά μετά από μια δεκαετία. Ωστόσο, κατά την διάρκεια του Μαύρου-Κίτρινου συνασπισμού για το 2009-13, τα δύο κόμματα είχαν τριβές, με την Μέρκελ να απορρίπτει τις σκληρές οικονομικές προτάσεις του FDP προτιμώντας τις προσαρμογές στο κράτος πρόνοιας. Ο συνασπισμός έληξε με οργή, καθώς το FDP απέτυχε να κερδίσει το κατώτατο όριο του 5% για την είσοδο στην Bundestag.

Σήμερα, το FDP αποτελεί το αποδεκτό πρόσωπο [4] της γερμανικής δεξιάς, σε αντίθεση με το AfD, που είναι ένας μη αποδεκτός εταίρος για όλα τα μεγάλα κόμματα. Ωστόσο, οι σκληρά δεξιές απόψεις του FDP για την μετανάστευση, την μεταρρύθμιση της ΕΕ, την πολιτική για το ευρώ, το ντίζελ και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα καταστήσουν ακόμη πιο πολύπλοκες, αν όχι αδύνατες, τις διαπραγματεύσεις της Μέρκελ με τον Macron και άλλους συμμάχους στην ΕΕ. Για παράδειγμα, ο κορυφαίος υποψήφιος του κόμματος, ο 38χρονος Christian Lindner, ευνοεί την εξαναγκασμό της Ελλάδας σε έξοδο από την ευρωζώνη. Δεν μπορούν να υπάρξουν προκαταρκτικές συμφωνίες με τον Macron πίσω από τις πλάτες του γερμανικού λαού, προειδοποιεί. Είναι το one man show του Lindner, μέσα στα σφιχτά, επώνυμα κοστούμια του, που επέστρεψε το κόμμα από την τετραετή εξορία του και την σχεδόν απόλυτη καταστροφή. Αλλά πίσω από αυτόν δεν υπάρχει ουσιαστικά κανείς με ένα εθνικό προφίλ ή εμπειρία στην διακυβέρνηση. Επιπλέον, με το FDP, η Μέρκελ θα είναι δεμένη με τις πολιτικές τύπου «πρώτα η Γερμανία» που έχουν μετατοπίσει την εξουσία στην ΕΕ προς την Γερμανία κατά την διάρκεια της θητείας της -και οι οποίες έβλαψαν το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Αν η Γερμανία δεν αλλάξει πορεία, η επιδείνωση της ΕΕ θα συνεχιστεί. Όσον αφορά το κλίμα, εάν ακολουθηθούν οι υπέρ των επιχειρήσεων κανόνες του FDP, η Γερμανία θα μπορούσε να ξεχάσει να επιτύχει τους στόχους του 2020 και του 2030 [5] για την μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που είχε υπογράψει στο Παρίσι το 2015.

ΑΠΟΜΑΚΡΥΣΜΕΝΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Οι άλλες επιλογές αντικατοπτρίζουν τους συνασπισμούς στα ομοσπονδιακά κρατίδια. Το βόρειο Σλέσβιχ Χολστάιν, για παράδειγμα, έχει ένα συνασπισμό τύπου «Τζαμάικα» με το CDU, το FDP και τους Πράσινους. (Η σημαία της Τζαμάικας είναι μαύρη, πράσινη και κίτρινη). Αλλά οι συμβιβασμοί που ζητούν τα κόμματα της δεξιάς θα ήταν πιθανώς περισσότεροι από όσους οι Πράσινοι θα μπορούσαν να αντέξουν, και αντίστροφα.

Εδώ και χρόνια, τα τρία αριστερά κόμματα -το SPD, οι Πράσινοι και το δημοκρατικό σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα- τριγυρίζουν γύρω από την ιδέα μιας συμμαχίας «Κόκκινο-Κόκκινο-Πράσινο», ένα όραμα που ενισχύθηκε πρόσφατα από παρόμοιες τριμερείς συμμαχίες στο Βερολίνο και την Θουριγγία. Στο παρελθόν, η εκλογική αριθμητική έχει προστεθεί για να καταστήσει δυνατή μια αριστερή κυβέρνηση, η οποία πιθανώς δεν θα συμβεί αυτή την φορά. Αν και τα τρία κόμματα ενωθούν και δεσμευθούν να συνεργαστούν, αντί να παίζουν στη μέση με την ελπίδα να μοιραστούν την εξουσία με τους συντηρητικούς, η αριστερή συμμαχία θα έχει μια πιθανότητα στη μάχη. Αλλά αυτό δεν συνέβη και η στάση του Αριστερού Κόμματος για τις διεθνείς υποθέσεις (όχι Γερμανοί στρατιώτες στο εξωτερικό, έξοδος από το ΝΑΤΟ) εξακολουθεί να είναι πολύ απομακρυσμένη για τους Σοσιαλδημοκράτες.

Τα χρώματα της επόμενης κυβέρνησης της Γερμανίας θα εξαρτηθούν από έναν σχετικά μικρό αριθμό ψήφων. Τα στοιχήματα είναι πολύ μεγάλα, γι’ αυτό και οι φωνές των μικρότερων κομμάτων έχουν σημασία. Σε αντίθεση με την Μέρκελ και τον Schulz, ασχολούνται με τα μεγάλα θέματα και οι διαφορές τους είναι έντονες. Αυτό μας υποχρεώνει να τα ακούσουμε προσεκτικά.

Στα αγγλικά:
 https://www.foreignaffairs.com/articles/germany/2017-09-20/role-small-parties-germanys-elections

Σύνδεσμοι:
[1] http://www.dw.com/en/the-pros-and-cons-of-merkels-grand-coalition-in-ger...
[2] http://www.wahlrecht.de/umfragen/
[3] https://www.usnews.com/news/business/articles/2017-09-11/germany-merkels...
[4] http://www.huffingtonpost.de/2017/09/07/afd-fdp-christian-lindner_n_1792...
[5] https://www.google.de/url?sa=t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=1&cad=rja&u...



 Paul Hockenos,
συγγραφέας και αναλυτής με έδρα το Βερολίνο. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του έχει τίτλο Berlin Calling: A Story of Anarchy, Music, the Wall and the Birth of the New Berlin.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ:
http://www.foreignaffairs.gr/articles/71429/paul-hockenos/o-rolos-ton-mikron-kommaton-stis-ekloges-tis-germanias?page=show

21/09/2017


 Οι απόψεις,που δημοσιεύονται στα εκάστοτε-χάριν ενημέρωσης και προβληματισμού-αναρτώμενα άρθρα,ή κάθε είδους κείμενα,του ιστολογίου μου, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνο τους αρθρογράφους που επώνυμα τις διατυπώνουν.  Οι ''υπογραμμίσεις'' -χρώμα,μέγεθος γραμματοσειράς και οι εικονογραφήσεις-με εικόνες από το World Wide Web-στις αναρτήσεις γίνονται με ευθύνη του blogger.
 Στο αρχικό  πρωτότυπο κείμενο  παραπέμπεστε μέσω των επισυναπτόμενων ενεργών συνδέσμων.