Andreas Gursky.
Andreas Gursky (born 15 January 1955) is a German photographer and professor at the Kunstakademie Düsseldorf, Germany.[1] He is known for his large formatarchitecture and landscape colour photographs, often employing a high point of view. Gursky shares a studio with Laurenz Berges, Thomas Ruff and Axel Hütte on the Hansaallee, in Düsseldorf.[2] The building, a former electricity station, was transformed into an artists studio and living quarters, in 2001, by architects Herzog & de Meuron, of Tate Modern fame.[3] In 2010-11, the architects worked again on the building, designing a gallery in the basement.[4]
Gursky was born in Leipzig, East Germany in 1955. His family relocated to West Germany, moving to Essen and then Düsseldorf by the end of 1957.[5] From 1978 to 1981, he attended Folkwangschule, Essen, where he is said to have studied under Otto Steinert. However, it has been disputed that this can't really be the case, as Steinert died in 1978.[6] Between 1981-1987 at the Kunstakademie Düsseldorf, Gursky received critical training and influence from his teachers Hilla and Bernd Becher,[7][8] a photographic team known for their distinctive, dispassionate method of systematically cataloging industrial machinery and architecture.[9] Gursky demonstrates a similarly methodical approach in his own larger-scale photography. Other notable influences are the British landscape photographer John Davies, whose highly detailed high vantage point images had a strong effect on the street level photographs Gursky was then making, and to a lesser degree the American photographer Joel Sternfeld.
Before the 1990s, Gursky did not digitally manipulate his images.[10] In the years since, Gursky has been frank about his reliance on computers to edit and enhance his pictures, creating an art of spaces larger than the subjects photographed.[citation needed] Writing in The New Yorker magazine, the critic Peter Schjeldahl called these pictures "vast," "splashy," "entertaining," and "literally unbelievable."[11] In the same publication, critic Calvin Tomkins described Gursky as one of the "two masters" of the "Düsseldorf" school. In 2001, Tomkins described the experience of confronting one of Gursky's large works:[7]
The first time I saw photographs by Andreas Gursky...I had the disorienting sensation that something was happening—happening to me, I suppose, although it felt more generalized than that. Gursky's huge, panoramic colour prints—some of them up to six feet high by ten feet long—had the presence, the formal power, and in several cases the majestic aura of nineteenth-century landscape paintings, without losing any of their meticulously detailed immediacy as photographs. Their subject matter was the contemporary world, seen dispassionately and from a distance.[7]
The perspective in many of Gursky’s photographs is drawn from an elevated vantage point. This position enables the viewer to encounter scenes, encompassing both centre and periphery, which are ordinarily beyond reach.[12] This sweeping perspective has been linked to an engagement with globalization.[13] Visually, Gursky is drawn to large, anonymous, man-made spaces—high-rise facades at night, office lobbies, stock exchanges, the interiors of big box retailers (See his print 99 Cent II Diptychon). In a 2001 retrospective, New York's Museum of Modern Art described the artist's work, "a sophisticated art of unembellished observation. It is thanks to the artfulness of Gursky's fictions that we recognize his world as our own."[14] Gursky’s style is enigmatic and deadpan. There is little to no explanation or manipulation on the works. His photography is straightforward.[15]
Gursky's Dance Valley festival photograph, taken near Amsterdam in 1995, depicts attendees facing a DJ stand in a large arena, beneath strobe lighting effects. The pouring smoke resembles a human hand, holding the crowd in stasis. After completing the print, Gursky explained the only music he now listens to is the anonymous, beat-heavy style known as Trance, as its symmetry and simplicity echoes his own work—while playing towards a deeper, more visceral emotion.[citation needed]
The photograph 99 Cent (1999) was taken at a 99 Cents Only store on Sunset Boulevard in Los Angeles, and depicts its interior as a stretched horizontal composition of parallel shelves, intersected by vertical white columns, in which the abundance of "neatly labeled packets are transformed into fields of colour, generated by endless arrays of identical products, reflecting off the shiny ceiling" (Wyatt Mason).[16] The Rhine II (1999), depicts a stretch of the river Rhine outside Düsseldorf, immediately legible as a view of a straight stretch of water, but also as an abstract configuration of horizontal bands of colour of varying widths.[17] In his six-part series Ocean I-VI (2009-2010), Gursky used high-definition satellite photographs which he augmented from various picture sources on the Internet.[18]
(...)
Read more:
Andreas Gursky
Contacts Vol.2 Andreas Gursky from Paracelso Zeppelin on Vimeo.
"Gursky, Fotograf" ein Film von Jan Schmidt-Garre (BR - 2009 - Dokumentarfilm)
Mike Mercury
Andreas Gursky
Contacts Vol.2 Andreas Gursky from Paracelso Zeppelin on Vimeo.
"Gursky, Fotograf" ein Film von Jan Schmidt-Garre (BR - 2009 - Dokumentarfilm)
Mike Mercury
Αντρέας Γκούρσκι.
Ο φωτογράφος της παγκοσμιοποίησης.
Τα έργα του, σύνθεση - πραγματικών και μη - «αποφασιστικών στιγμών», προκαλούν το ενδιαφέρον των φιλότεχνων αλλά και των συλλεκτών αφού οι τιμές τους ανέρχονται στις δημοπρασίες σε εκατομμύρια δολάρια. Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας του;
Καραδοκούσε συχνά με τις ώρες. Στημένος σε μια γωνία ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν περίμενε την «αποφασιστική στιγμή» για να φωτογραφίσει την κορύφωση ενός γεγονότος, χωρίς να είναι πάντως σίγουρος ότι θα το επιτύχει οπωσδήποτε. Ο γερμανός φωτογράφος Αντρέας Γκούρσκι δεν διατρέχει τέτοιον κίνδυνο. Η ψηφιακή συσκευή του είναι ανεξάρτητη από τον χρόνο. Αυτό του επιτρέπει να εντοπίζει όχι μία και δύο αλλά αναρίθμητες «αποφασιστικές στιγμές». Και όχι μόνο όσες συμβαίνουν πραγματικά αλλά και όσες δεν συμβαίνουν, δεδομένου ότι μπορεί να τις κατασκευάζει κατά το δοκούν.
Η διαδικασία είναι απλή: ο Γκούρσκι φωτογραφίζει ένα συμβάν ή ένα τοπίο από πολλές οπτικές γωνίες και σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και ύστερα συνθέτει τις διάφορες λήψεις σε ένα και μοναδικό ταμπλό. Το αποτέλεσμα είναι ένα πανόραμα έτσι όπως δεν το βλέπει μάτι παραδοσιακού φωτογράφου, ακόμη και αν κοιτάει από αερόστατο. Παράδειγμα, η φωτογραφία από συναυλία της αμερικανίδας τραγουδίστριας Μαντόνα που έχει τη μορφή απλού ενσταντανέ. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τη γειτονία των σημαντικότερων εικόνων του κοντσέρτου που ελήφθησαν σε διαφορετικές στιγμές πάνω και κάτω από τη σκηνή. Η σύνθεσή τους υποκαθιστά ολόκληρο άλμπουμ ή βίντεο.
«Ο παραδοσιακά εργαζόμενος φωτογράφος κινείται αφαιρετικά, επιλέγει κατά τη λήψη ένα τμήμα, που λειτουργεί ως αντιπροσωπευτικό κομμάτι του όλου» λέει ο θεωρητικός της φωτογραφίας Τόμας Βέσκι. «Κατά την ψηφιακή επεξεργασία, αντίθετα, είναι δυνατή η πρόσθεση όχι μόνο χρωμάτων αλλά και ξεχωριστών λήψεων σε μία και μοναδική εικόνα».
Ο άνθρωπος είναι μικρός, ο κόσμος μεγάλος. Παράδειγμα, οι «Καταρράκτες του Νιαγάρα» τους οποίους πλησιάζει ένα μικροσκοπικό καράβι. Οι τουρίστες πάνω του μοιάζουν με κουκκίδες. Από κυριαρχία του ανθρώπου επί της φύσης ούτε ίχνος. Η απλή παρουσία του όμως προϊδεάζει για την ανατροπή του συσχετισμού των δυνάμεων.
Μικροσκοπικοί φαίνονται και οι άνθρωποι μέσα στις μάζες, όπως στις σταλινικά σκηνοθετημένες παρελάσεις στη Βόρεια Κορέα. Ο Γκούρσκι αναπαράγει το θέαμα, του αφαιρεί όμως μέσω της ψηφιακής επεξεργασίας το προπαγανδιστικό μήνυμα. Η μάζα, η ανθρωπολογική μονάδα του σταλινισμού, μετατρέπεται σε ντεκόρ, η πολιτική εκδήλωση σε οπερέτα.
Οσο μεγαλύτεροι οι άνθρωποι τόσο πιο ανθρώπινοι. Στο «Χρηματιστήριο του Κατάρ» οι χρηματιστές, αν και απρόσωποι, έχουν προσωπικότητα χάρη στην έντονη σωματική τους παρουσία. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και στο «Boxenstop». Δύο συνεργεία της Φόρμουλα 1 εφοδιάζουν με βενζίνη τα αυτοκίνητα του στάβλου τους κατά τη διάρκεια ενός αγώνα. Τα κράνη καλύπτουν τα κεφάλια. Η ενέργεια όμως που εκπέμπουν τα μεγάλα σώματα των τεχνικών ξεπερνά εκείνη των αυτοκινήτων.
Ο Γκούρσκι είναι ίσως ο πιο ακριβοπληρωμένος φωτογράφος των ημερών μας. Σε δημοπρασία που έγινε πρόσφατα στη Νέα Υόρκη ένα έργο του πουλήθηκε για 4,8 εκατ. δολάρια. Ταυτόχρονα είναι δημοφιλής. Η τρέχουσα έκθεσή του στην γκαλερί «Haus der Kunst» του Μονάχου χαρακτηρίστηκε «το γεγονός της χρονιάς». Η δημοτικότητά του οφείλεται σε δύο λόγους: πρώτον, στο ότι χρησιμοποιεί για τις εικόνες του τη νέα παγκόσμια τεχνική, την ψηφιακή· και, δεύτερον, επειδή οι εικόνες του κινητοποιούν εκείνο το μέρος του συλλογικού μας υποσυνειδήτου που έχει πλανητική ισχύ. Ο Γκούρσκι είναι ο φωτογράφος της παγκοσμιοποίησης. Ο πρώτος που συνέθεσε τις πολλές «αποφασιστικές στιγμές» σε μία και μοναδική. Δημιουργώντας έτσι, όπως λέει ο Βέσκι, ένα νέο είδος ματιάς: την «προνομιακή».
Χειλάς Νίκος,
22/04/2007
22/04/2007
ΠΗΓΕΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
https://en.wikipedia.org/wiki/Andreas_Gursky
http://www.andreasgursky.com/en
Υoutube:Andreas Gursky
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=180515