Ο ανταγωνισμός ΗΠΑ - Ρωσίας και ο ρόλος της Ελλάδας.
Ο ανταγωνισμός ΗΠΑ και Ρωσίας για επιρροή στην ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια τους επιβάλει να δημιουργήσουν στρατιωτικές και ενεργειακές συμμαχίες με στόχο την προώθηση των γεωπολιτικών συμφερόντων τους. Η Ουάσιγκτον φαίνεται στο πλαίσιο αυτό να θεωρεί την Ελλάδα ένα στρατηγικό δρώντα που εξυπηρετεί τη στρατηγική της για τον περιορισμό της ρωσικής διείσδυσης σε Βαλκάνια και ανατολική Μεσόγειο.
Η Ουάσιγκτον με μια πρώτη ματιά δείχνει να εξετάζει τη δημιουργία στενών σχέσεων με την Αθήνα στον τομέα της ενέργειας και της στρατιωτικής συνεργασίας. Ο αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδα Geoffrey Pyatt αναφέρθηκε εγκωμιαστικά στα διεθνή έργα διασύνδεσης, τον TAP, το Διασυνδετήριο Αγωγό Ελλάδας - Βουλγαρίας (IGB), τον τερματικό σταθμό LNG στη Ρεβυθούσα και στον υπό σχεδιασμό τερματικό σταθμό της Αλεξανδρούπολης αφήνοντας υπονοούμενα για τη ρωσική «διπλωματία των αγωγών». O τερματικός σταθμός της Αλεξανδρούπολης μπορεί να εξυπηρετήσει τα ενεργειακά συμφέροντα των αμερικανών καθώς ενδιαφέρονται να εξάγουν το σχιστολιθικό αέριο σε νέες αγορές. Παράλληλα η Ουάσιγκτον επιδιώκει και μια μακροχρόνια συνεργασία στο θέμα της ναυτικής Βάσης της Σούδας καθώς η στρατηγική της τοποθεσία είναι ιδιαίτερα σημαντική για την επίτευξη ναυτικής ισχύος από τους αμερικανούς στην ανατολική Μεσόγειο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να εμποδίσουν τη Ρωσία να διεισδύσει περαιτέρω στα Βαλκάνια και επενδύουν στα κράτη του ΝΑΤΟ Ρουμανία και Βουλγαρία. Το ΝΑΤΟ δημιουργεί μια νέα πολυεθνική δύναμη με έδρα την Κραϊόβα ενισχύοντας περαιτέρω την παρουσία του κοντά στη ρωσική μεθόριο.
Η Ρωσία από την πλευρά της επιδιώκει να συνεχίσει να είναι ο βασικός προμηθευτής φυσικού αερίου της Ευρώπης. Οι συζητήσεις για τον Turkish Stream και για συμμετοχή της εντάσσονται στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Η Ρωσία διεξάγει μια έντονη διπλωματία στα Βαλκάνια για να περιορίσει την επιρροή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ με στόχο να αποκτήσει ισχυρά ερείσματα στην περιοχή. Η Μόσχα φαίνεται να έχει τους δικούς της συμμάχους, τη Σερβία και τη Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Republika Srpska). Η Μόσχα επιδιώκει να ενωθούν όλοι οι σέρβοι σε ένα έθνος ώστε να δημιουργηθεί μια νέα σημαντική δύναμη κοντά στην καρδιά της Ευρώπης που θα ανατρέψει τα στρατηγικά οφέλη που αποκόμισε η ΕΕ και το ΝΑΤΟ από τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας.
Ταυτόχρονα τα αμερικανό-ρωσικά συμφέροντα συγκρούονται και στην ανατολική Μεσόγειο. Στο Ρωσικό Ναυτικό Δόγμα του 2015 δηλώνεται ρητά η επιθυμία για μόνιμη παρουσία στην συγκεκριμένη περιοχή. Παράλληλα το δόγμα αναφέρει ότι η μεσογειακή πολιτική της Ρωσίας απαιτεί περαιτέρω ενίσχυση των στρατιωτικών υποδομών στην Κριμαία και το Κρασνοντάρ. Η ρωσική μόνιμη ναυτική παρουσία αλλά και η ιρανική ναυτική πρόσβαση στην ανατολική Μεσόγειο παρακαλούν έντονη ανησυχία στους αμερικανούς.
Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να διαδραματίσει ρόλο «κλειδί» στην ανάσχεση της ρωσικής διείσδυσης. Με τον TAP συμμετέχει στη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα ενισχυθεί και με την υλοποίηση των άλλων διασυνδετήριων αγωγών και των τερματικών σταθμών. Η ναυτική βάση της Σούδας δίνει την δυνατότητα στους αμερικανούς να ελέγχουν την ανατολική μεσόγειο και να υποστηρίζουν τις διάφορες επιχειρήσεις τους.
Οι σχεδιασμοί της Ουάσιγκτον φαίνεται μέχρι στιγμής να θεωρούν την Ελλάδα σημαντικό δρώντα στο «μπρα ντε φερ» με τη Ρωσία αλλά για να εφαρμοστούν απαιτείται χρόνος και μια συγκυρία γεωπολιτικών εξελίξεων που θα παγιώνουν τη σημασία της Ελλάδας μέσα στην αμερικάνικη στρατηγική «σκακιέρα» επισημαίνοντας τη χρησιμότητά της. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας το 2015 «έπαιξε» το χαρτί της Ρωσίας το οποίο όπως και αναμένονταν δεν του «βγήκε» παρά την προώθηση της φιλολογίας περί μιας ελληνο-ρωσικής συμμαχίας που θα «έσωζε» τη χώρας μας.
Η πραγματικότητα όμως απέδειξε ότι οι ιδεολογικές αγκυλώσεις δεν έχουν θέση στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα θα πρέπει να είναι ιδιαίτερη προσεκτική στο «πάρε -δώσε» με τις ΗΠΑ έχοντας στο μυαλό της ένα μακροπρόθεσμο ορίζοντα στρατηγικής συμπεριλαμβανομένων των περιφερειακών γεωπολιτικών ισορροπιών. Διότι η Ελλάδα έχει δίπλα της μια Τουρκία που αν και έχει τεταμένες σχέσεις την παρούσα στιγμή με τις ΗΠΑ δεν σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον διαγράφει και αυτόματα το γεωστρατηγικό της ρόλο και ότι δεν θα την επαναπροσεγγίσει.
Γιώργος Ξ. Πρωτόπαπας,
Διεθνολόγος – Δημοσιογράφος. Αρθρογραφεί στο περιοδικό Άμυνα & Διπλωματία και είναι Εκτελεστικός Διευθυντής του Κέντρου Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων (ΚΕΔΙΣΑ).
27 Οκτωβρίου 2017