Σαν έλειψε η έκπληξη στην πόλη.
Το γεγονός της ζωής. Ακατάβλητη ζωή με το τόσο συκοφαντημένο τυχαίο που δικαίως τε και αδίκως ο άνθρωπος επιθυμεί να υποτάξει. Άλλωστε, προαιώνιος φόβος το τυχαίο, ορίζοντας που τρέμει καθώς δεν διασφαλίζει άξονα αναφοράς και πλέον, στις αστικές συνθήκες όπου διαβιούμε, ορίζοντας ακριβοθώρητος από την τσιμεντένια έπαρση του μπετόν, του άτεγκτού μας εαυτού. Υψώνονται οι καθεδρικοί της ακρίβειας ακόμη και σε λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες και σημαίνουν την εποπτεία από το γραμμικό κοσμοείδωλο, «της συνθλίψεως της προσωπικότητας του ανθρώπου ευνοώντας την τυποποίησή της» όπως αναφέρει ο κοινωνιολόγος Γκέοργκ Ζίμελ. Και πώς αλλιώς, όταν οι χωρικές δομές είναι σύστοιχες με τις κοινωνικές σε κάθε εποχή. Μια εποχή που δε μυρίζει γιασεμί, την έκρηξη της μποκαμβίλιας, αυτής που μεν καταλάμβανε χώρο « μη εκμεταλλεύσιμο» με τα τυπολογικά κριτήρια της εποχής μας, απελευθερώνοντάς όμως, με μιαν άλλη ματιά, τη μάζωξη των γειτόνων αφήνοντας άρωμα, ποιοτικό κριτήριο, στις διαπροσωπικές επαφές.
Στις αρχές του 20ου αι. επιχειρήθηκε η αναβίωση της γειτονιάς όπως στις κηπουπόλεις στην Αγγλία, προφανώς ως αποκύημα της διαπίστωσης των τότε θεσμικών οργάνων ως προς τη διαταραχή των διαπροσωπικών σχέσεων όμως, οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί είχαν πλέον θεμελιωθεί στον κοινό νου- πάντα στη μετανεωτερικότητα να αναφέρεται ως κριτήριο αντιληπτικότητας μονάχα ο νους, η νοητική πρόσληψη. Ο Ρίτσαρντ Σένετ, κοινωνιολόγος, εκτιμά ως απαραίτητη στο δημόσιο χώρο την απόσταση του εγώ από τη δράση εφόσον, «πολιτισμένες σχέσεις μεταξύ προσώπων μπορούν να υφίστανται υπό την προϋπόθεση ότι συγκαλύπτονται ανόσια, μικρά μυστικά πόθου, απληστίας ή και φθόνου» (1). Κατανοούμε, πόσο η παραπάνω αντίληψη απέχει παρασάγγας από την αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για το δημόσιο χώρο, την έκθεση καθενός στο κοινό, την πρόσκληση και ενθάρρυνση για μετοχή στα κοινά και συνακόλουθα, τη διαμόρφωση του δημόσιου χώρου (2). Με τη διαπίστωση του Σένετ, αχνοφαίνεται ο ατομοκεντρισμός και η γκετοποίηση όχι μόνον στις οικονομικά ανώτερες κοινωνικές τάξεις αλλά σε όλες τις κοινωνικές διαστρωματώσεις. Το πρόταγμα της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας είναι η έξωθεν καλή μαρτυρία, η συγκάλυψη σε πνιγηρό βαθμό των συγκινησιακών καταστάσεων του ατόμου. Το συναίσθημα μεταπλάθεται σε «ιδιωτικό» και βάσει μελετών του Καρόλου Δαρβίνου, πρέπει η συγκινησιακή φόρτιση ενός ατόμου να εξαλειφθεί από τις εκφράσεις του προσώπου. Άλλη μια παράμετρος της μετακύλισης από το πρόσωπο στο άτομο, σημάδι θανάτου. Η λαϊκή παράδοση θέλει τον Λάζαρο σκυθρωπό και αγέλαστο μετά την Ανάστασή του. Μάλιστα, δικαιολογεί τη θλίψη του αυτή στα όσα είχε δει κατά την τετραήμερη παραμονή του στον Άδη. Στις μέρες μας σαν τα χαμόγελα σωπαίνουν ενώ, ο Άδης σεργιανά στην επιφάνεια, κάθε χαμόγελο ή πρόπλασμά του είναι Ανάσταση. Η σιωπή συντρίβει, οι περαστικοί θα γίνουν θέαμα προς τέρψη στην εποχή του Μπαλζάκ ενώ, στους καιρούς μας, ακόμη και βίαια περαστικά θα περνούν απαρατήρητα.
Η σιωπή στο δημόσιο χώρο λήφθηκε ως συμπεριφορικό κριτήριο που διέκρινε τα ανώτερα οικονομικά στρώματα από τη χλαλοή των οικονομικά ασθενέστερων. Και η σιωπή μετοίκησε στα προάστια της πόλης όπου συνηθίζεται να ζουν όσοι έχουν οικονομική ευμάρεια. Μια τάση διαφυγής αλλά και ελέγχου πανταχόθενόταν στο κέντρο, κατ΄ επέκταση στον αστικό ιστό πολλών μεγαλουπόλεων όπως μαρτυρείται στην Αθήνα τις τελευταίες δεκαετίες και στο Λονδίνο αρκετά πιο πριν, εντοπίζεται ο εγλωβισμός. Ο Ένγκελς αναφέρει χαρακτηριστικά: «μια πόλη όπως το Λονδίνο, όπου μπορεί κανείς να περπατάει ώρες ολόκληρες χωρίς να φτάνει ούτε καν στην αρχή του τέλους, χωρίς να συναντάει το παραμικρό σημάδι που θα του επέτρεπε να υποθέσει ότι πλησιάζει στην ύπαιθρο, είναι πράγματι κάτι το ιδιαίτερο[...]. Μια πόλη όπως στην ταινία The Truman Show (1998) να κρατά έγκλειστο τον κάτοικό της με ποικίλους μηχανισμούς μη δίνοντάς του δυνατότητα διαφυγής στη φύση πέρα από μηχανιστικά επαναλαμβανόμενες καταστάσεις, συχνά από αυτονομούμενες ομάδες των οποίων οι όροι συγκρότησης αλλά και ο εσωτερικός μηχανισμός με αναγορευθέντες εαυτούς ως ηθικά ανώτερους, εξυπηρετούν την ατομοκεντρική δικαίωση. Για τούτο, η παρατήρηση του Ανρί Λεφέβρ, ότι η πόλη διαχωρισμένη από την ύπαιθρο, συγκεντρώνει τη διανοητική εργασία του ανθρώπου (…) «ως τόπος της επιθυμίας», «τόπος του πιθανού» σημαίνει έναν modus vivendi όπου παράγεται εκ των έσω, από τον ίδια αντίληψή μας για το κατοικείν, ένα τεχνητό δίπολο: η φύση να είναι αποκομμένη από την πόλη (με την παραίνεση της Πολιτείας- αντανάκλασή μας άλλωστε). Στη φύση, μη ιεροποιώντας την ή προσλαμβάνοντάς την μηχανιστικά (κατά τον Καρτέσιο), ο χώρος και ο χρόνος χάνουν συνήθως κάθε λογική τους έννοια όπως πάντα, αντιλαμβανόμαστε τη Λογική. Εύστοχα, οι ανωτέρω παρατηρήσεις παρουσιάζονται στο αριστουργηματικό Στάλκερ του Ταρκόφσκι. Η συνεπαγόμενη εσωστρέφεια από απαρέγκλιτους κανόνες για τη δήθεν προστασία της ιδιωτικότητας έσωθεν και έξωθεν, η χρησιμοθηρική αντίληψη για τον άλλο, σχεδόν έμφυτη στις παραπάνω συνθήκες, παρωθεί στο homohominilupus, ο άνθρωπος να είναι για τον άνθρωπο λύκος (πρόδηλος ο ανθρωπομορφισμός, η απόδοση ανθρώπινων χαρακτηριστικών για τον λύκο). Δεν είναι σπάνιο, για ποικίλους λόγους, σε μια ορεινή πεζοπορία, ακόμη και άγνωστοι να ανταλλάσουν θερμούς χαιρετισμούς σε αντίθεση με παρατηρήσεις του Ζίμελ για την αίσθηση αδιαφορίας στις πόλεις, αποστροφής για τον άλλο, ακόμη και για αυτόν που θα συναντούσε κάποιος στο διάβα του στη φύση όμως, επιστρέφοντας στη σύγχρονη πόλη θα πρέπει να απεκδυθεί όποιον «πρωτογονισμό» (3). Πασίδηλη η πρόσληψη της φύσης από τους οπαδούς της μετανεωτερικότητας και τους προπομπούς τους. Να, πως λειαίνεται το οξύμωρο της έκρηξης του Διαφωτιστικού πνεύματος να έχει ως αφετηρία τη μίμηση των φυσικών νόμων.
Tεχνητά δίπολα όπως προαναφέρθηκαν σχετικά με την ορθολογική συμπεριφορά σε μια πόλη και το «πρωτόγονο» της φύσης, συνεπικουρούνται με τον ενστερνισμό της Δίτιμης Λογικής ως τυπολογικό εργαλείο του σύγχρονου κοσμοειδώλου. Μαζί με την «ηθικοποίηση» της Δίτιμης Λογικής και τη στρέβλωση της δαρβινικής θέσης για το «δίκαιο του ισχυρού», παράγοντες όπως η ανάδυση της αστικής φτώχειας και της εξάλειψης της μεσαίας τάξης από τις αλλαγές στην αγορά εργασίας (ο μετανεωτερισμός δε διστάζει να εξαλείψει την τάξη όπου στηρίχθηκε), προκαλούν το φαινόμενο της λεγόμενης «δυαδικής πόλης» επηρεάζοντας την κοινωνικο- χωρική δομή. Ως φαίνεται- και πάντα υπό εξέταση- το σχήμα διάρθρωσης χώρου έχει την εξής ακολουθία: πόλωση αντίληψης/ δίτιμη λογική- > οικονομική αναδιάρθρωση -> αλλαγές στην κοινωνική διαστρωμάτωση-> δυαδική πόλη. Για την οικονομική διαστρωμάτωση είναι ενδιαφέρον να αναφέρω όχι μόνον τον κατακερματισμό της μεσαίας τάξης αλλά και των συμβάσεων στις υπηρεσίες που στηρίζουν το κοσμοείδωλο όπου στις τελευταίες διατηρείται εξόφθαλμα η δυαδικότητα μεταξύ κατώτερων υπαλληλικών/ διοικητικών και διευθυντικών θέσεων.
Καταλαβαίνουμε πλέον, τη διπολική διαμόρφωση του αστικού χώρου και στον εξωτερικό φλοιό, ακόμη και στην πόλη μας (Αθήνα). Αντιλαμβανόμαστε την επίπλαστη "δημοκρατικότητα" της οριζόντιας ανάπτυξης από τα Β. Προάστια και τα Νότια ως το γκετοποιημένο κέντρο με τη ''διπολική'' διαμόρφωση της χωρικά και κοινωνικά και τις ποικίλες κοινονικοχωρικές αντιθέσεις που φέρουν (4). Αμφιβάλλω λοιπόν, κατά πόσο ο εθισμός μας στη διπολική σκέψη εξυπηρετεί πράγματι, συλλογικές ανάγκες και στο χώρο, όταν με απτά αποτελέσματα θεριεύει την ατομοκεντρική δικαίωση και πνίγει όποια ανάδυση του πιθανού, της έκπληξης!
Πολλά μπορούν να ειπωθούν όμως, ας αναλογιστούμε τα ανωτέρω και από το παρακάτω απόσπασμα: «φτάνουμε σε μια κατάσταση όπου οι φτωχοί απόκληροι αποκλείονται κοινωνικά και χωρικά και έτσι δεν βρίσκονται πουθενά, ενώ οι υπερ-πλούσιοι επιλέγουν να απομονώνονται όπου θέλουν από την κοινή θέα και επαφή με την κοινωνία, αλλά ουσια- στικά βρίσκονται παντού (…) καθώς η σχέση τους με την κοινωνία ουσια- στικά διαμεσολαβείται από το χρηματιστήριο και γίνεται απόλυτα ρευστή και α-τοπική» (6). Άλλωστε, εν τοις πράγμασι, προς σώρευση του κεφαλαίου επιζητείται η διάλυση εστιών και αντιληπτικών διεργασιών που το αναχαιτίζουν όπως η ιστορική μνήμη, η εθνική ταυτότητα, πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, η μεσαία τάξη. Ακόμη και σε χώρες, πόλεις που το στήριξαν όπως συνέβη εξόφθαλμα στο Ντητρόιτ, το κεφάλαιο χαρακτηρίζεται από την ανεστιότητα- πόσο οξύμωρο με τη σώρευσή του σε συγκεκριμένες εστίες- ως αποκύημα της διάσπασης χώρου και χρόνου σαν ο τελευταίος εκλαμβάνεται ως απόλυτο μέγεθος δίχως το βίωμα. Και είναι αλήθεια, ο προνεωτερικός άνθρωπος βίωνε, δεν μέτραγε το χρόνο. «Μόνο ένας αστικός πολιτισμός, εξελιγμένος και πολύπλοκος, μπορεί να νιώσει την ανάγκη να μάθει την ώρα, να μετρήσει ένα χρονικό διάστημα, επειδή ακριβώς πιέζεται από τις συγκεκριμένες ανάγκες της δημόσιας και της θρησκευτικής ζωής» ( μια ακόμη παράμετρος που συμβάλει στην άμβλυνση του θρησκευτικού συναισθήματος σ. σ.) (7). Συνεχίζοντας ο Κοϋρέ, αναφέρει: «Παλαιότερα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Ρώμη, η καθημερινή ζωή ξέφευγε από την ακρίβεια (την πολύ σχετική άλλωστε) των ρολογιών. Η καθημερινή ζωή κινούνταν ανάμεσα στο «περίπου» του βιωμένου χρόνου». Προς επίρρωση αναφορικά με την ακρίβεια που έχει απορρυθμίσει το μετανεωτερικό κόσμο, στο ίδιο βιβλίο παρατίθεται ένα απόσπασμα από τον Γάλλο Ιστορικό L. Febvre: «ολόκληρη η σύγχρονη ζωή είναι ποτισμένη από τα μαθηματικά. Οι καθημερινές ενέργειες και οι κατασκευές των ανθρώπων φέρουν το σημάδι τους- ακόμη και οι καλλιτεχνικές μας απολαύσεις και η ηθική μας ζωή υφίστανται την επίδρασή τους» (9). Σαν ο άνθρωπος να φτιάχτηκε για τις ώρες αναφέροντας γνωστό ρητό και η έκπληξη να λείπει σαν περιφρουρείσαι αυτόβουλα συχνά, σε ένα δωμάτιο, σε μια πόλη.
Αναφερόμενοι στην «περιφρούρηση» κάθε έκφανσης της ζωής, ακόμη και της προσωπικής με συσκευές που ήδη, χρησιμοποιούνται μαζικά από τα τέλη του 20ου αι., είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε τα «νεότευκτα τείχη» στη σύγχρονη πόλη τα οποία χωροθετούνται στα προάστια. Η κατοίκησή τους κατά κανόνα από εύπορες τάξεις καταδεικνύει την αντιστροφή της κοινωνικής πόλωσης εφόσον, στην προνεωτερική πόλη οι ευκατάστατες τάξεις ήταν συγκεντρωμένες στο κέντρο της πόλης και καθ΄ ύψος, ανακαλώντας και τη θεοκεντρική αντίληψη μιας και ο Θεός, οντότητες θεϊκές εν γένει, «διέμεναν» στην ουράνια σφαίρα. Δεν ισχυριζόμαστε βέβαια, ότι στην προνεωτερική πόλη δεν υπήρχαν κλιμακωτά κοινωνικές ανισότητες ή πως η πρόσληψη του Θεού δε χρησιμοποιήθηκε ως μέσο άσκησης εξουσίας, υπήρχε όμως η πίστη στο μεταφυσικό αντίκρισμα και ανεξαρτήτως πίστης, η διαφυγή στη φύση δίχως τη μαθηματικοποίηση της ζωής μιας και το ακριβές εντοπίζονταν στους ουρανούς- αντίληψη ανασχετική σκόπιμα ή μη για την τεχνολογική έκρηξη στον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό. Σε κάθε περίπτωση, αναφερόμαστε εκ νέου σε πόλωση με μετάθεση απλά, των χωρικών όρων!
Αναφερόμενοι όμως, σε χωρικούς όρους ελλοχεύει η θεμελιωδώς εσφαλμένη προτεραιότητα του χώρου έναντι του χρόνου, συνακόλουθο της εσφαλμένης διάζευξης του χωροχρόνου ως ενιαίο μέγεθος. Ο φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Ανρί Λεφέβρ χαρακτηριστικά αναφέρει : Η Πολεοδομία ως ιδεολογία διατυπώνει όλα τα προβλήματα όλα τα προβλήματα της κοινωνίας σε ζητήματα χώρου και μεταθέτει σε ορολογία χώρου καθετί που πηγάζει από την ιστορία, τη συνείδηση (…). Μια και η κοινωνία δε λειτουργεί ικανοποιητικά, δεν πρέπει τάχα να υπάρχει μια παθολογία του χώρου; Σε μια τέτοιαν οπτική, δεν αντιλαμβάνονται ότι η σχεδόν επίσημα αναγνωρισμένη προτεραιότητα του Χώρου πάνω στο Χρόνο, αποτελεί ένδειξη κοινωνικής παθολογίας, σύμπτωμα, κοντά σε άλλα, μιας πραγματικότητας που γεννάει κοινωνικές αρρώστιες.» (8) Αναφερόμενος στην Πολεοδομία, στη διαμόρφωση της σκέψης από το χώρο συχνά, αναρωτιέμαι πως το Ιπποδάμειο σύστημα, η ορθογώνια χάραξη, έχει επηρεάσει εγχώρια τη μονοσήμαντη αντίληψη σε αρκετούς κατοίκους, στη συγκρότηση πολιτικής αντίληψης όπου έχει εφαρμοστεί. Όμως, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην εξέταση του παραπάνω φαινομένου καθώς, μπορεί να ολισθήσουμε εκ νέου σε μονότιμες προσλήψεις του γεωγραφικού ντετερμινισμού, κατά πόσον ο τόπος καθορίζει τον άνθρωπο, με σφάλματα που εντοπίζονται στο λόγο του Περικλή Γιαννόπουλου για παράδειγμα. Η φιλοσοφία και εδώ, χρησιμοποιούμενη με αξιολογική ουδετερότητα, μπορεί να έχει πρακτική εφαρμογή. Ο Λεφέβρ όπως και ο Κοϋρέ αντιλαμβάνονται τη συμβολή της Φιλοσοφίας που επιδιώκει την εποπτεία από το σχεδιασμό της πόλης ως τη γέννηση της σημερινής τεχνολογίας αναιρώντας όσους την προσλαμβάνουν ως θεωρητικό στοχασμό και μόνον, κενή πρακτικού περιεχομένου με την αντίληψη αυτή να έχει εξαπλωθεί ευρύτερα σε όσους σκέφτονται μηχανιστικά, αδιαφοροποίητα στις κοινωνικές διαστρωματώσεις. « Ο Γαλιλαίος κατασκεύασε τα όργανά του, πρώτα το τηλεσκόπιο και μετά το μικροσκόπιο, ωθούμενος από καθαρά θεωρητικές ανάγκες, για να αγγίξει αυτό που δεν υποπίπτει στις αισθήσεις μας, αυτό που κανείς δεν είδε πότε» (9) σε αντίθεση με «ειδικούς τεχνίτες», επιστήμονες και όσους δεν ανοίγονται στον ορίζοντα της έκπληξης.
Ανακεφαλαιώνοντας, αναφέραμε πως το σύγχρονο κοσμοείδωλο μέσα από τον κερματισμό χώρου και χρόνου και τη συνακόλουθη στρέβλωση αυτών των μεγεθών διαμορφώνει το χώρο με τέτοιο τρόπο όπου όχι μόνο διαταράσσονται οι διαπροσωπικές σχέσεις αλλά κυρίως, λείπει ο ορίζοντας της έκπληξης, το μη απτό, το όνειρο που σαν θελήσει ο άνθρωπος, όπως έκανε και ο Γαλιλαίος, μπορεί να αγγίξει και εγρήγορος. Η απεμπόληση του φιλοσοφικού λογισμού, του φυσικού στοιχείου συμπεριλαμβάνοντας ακόμη και με τα αδέσποτα σε μια πόλη όπως η Αθήνα, υποβαθμίζει τον τρόπο ζωής μας, ευρύτερα την ανθρωπιά μας. Ο έγκριτος δημοσιογράφος και αθηναιογράφος Νίκος Βατόπουλος αναφέρει: «Τα χιλιάδες ζώα που ζουν στην πρωτεύουσα, είτε ελεύθερα είτε σε σπίτια, είναι κομμάτι της αθηναϊκής ζωής. (…) Σκεφτείτε πόσες χιλιάδες σκύλοι και γάτες συμβάλλουν καθημερινά στην ευτυχία πολλών, πάμπολλων κατοίκων αυτής της μεγαλούπολης» (10). Εκπληκτικό να εντάσσονται κι αυτές οι ψυχές στους κάτοικους της πόλης! Και είναι αληθές, πόσο «ακουμπούμε» έννοιες μας στα αδέσποτα, πως χρωματίζουν άδολα το γκρίζο της πόλης συνιστώντας ένα από τα λιγοστά στοιχεία που θα διώξει την πλήξη σαν εκτόπισε την έκπληξη σε πόλεις που ακόμη και ο χρόνος στερεοποιείται ως μπετόν. Ο Λεφέβρ εύλογα, έχοντας υπόψη τις προβιομηχανικές πόλεις, προτάσσει το χρόνο στο χώρο δεδομένου ότι ο τελευταίος έχει πια μια ανταλλακτική αξία σε αντίθεση με το χώρο της προβιομηχανικής πόλης που εκφραζόταν ως ιδεώδες έστω, από την ομορφιά, τη χάρη των τόπων συνάντησης (11). Σε χώρους με τα παραπάνω στοιχεία, με συνθήκες πιο ώριμες κι από τότε, πολλώ δε μάλλον από τώρα, θα υπάρχει η έκπληξη που ριζικά ανατρέπει κι ας υπάρχει μαρασμός στους βλαστούς της. Σκεφτείτε την έκρηξη της μποκαμβίλιας και τους σπόρους μιας μη αφελούς θεώρησης που θα μπολιάσει με παράδεισο το μέλλον μας.
Βιβλιογραφία
1. R. Sennett, Η τυραννία της οικειότητας, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1999, σ. 17.
2. Χρήστος Κατρούτσος, Όταν μέλλον και παρόν στην Αθήνα είναι παρελθόν (Η δόμηση της Αθήνας στη μετανεωτερικότητα), antifono.gr
3. G. Simmel, Πόλη και Ψυχή, εκδ. Έρασμος, Αθήνα 1993, σ. 31.
4. Χρήστος Κατρούτσος,Όταν μέλλον και παρόν στην Αθήνα είναι παρελθόν (Η δόμηση της Αθήνας στη μετανεωτερικότητα), antifono.gr
5. Μαλούτας, Θ. (2014). Μια συζήτηση με τον Θωμά Μαλούτα για τις μεταβαλλόμε- νες γεωγραφίες των πόλεων. Διάλογοι Ομάδας Πρωτοβουλίας «Πόλη+Κρίση».
6. Αλεξάντρ Κοϋρέ, δυτικός πολιτισμός, μτφρ: Βασίλης Κάλφας- Ζήσης Σαρίκας, εκδ. ύψιλον, Αθήνα 1991, σελ. 113
7. Αλεξάντρ Κοϋρέ, δυτικός πολιτισμός, μτφρ: Βασίλης Κάλφας- Ζήσης Σαρίκας, εκδ. ύψιλον, Αθήνα 1991, σελ. 108
8. Henry Lefebvre, ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ, μτφρ. Πάνος Τουρνικιώτης- Κλωντ Λωράν. Εκδ. ΚΟΥΚΙΔΑ, Αθήνα, 2007, σελ. 68- 69
9. Αλεξάντρ Κοϋρέ, δυτικός πολιτισμός, μτφρ: Βασίλης Κάλφας- Ζήσης Σαρίκας, εκδ. ύψιλον, Αθήνα 1991, σελ. 112
10. Νίκος Βατόπουλος,
Το βλέμμα ενός Αθηναίου σκύλου σε έναν ήσυχο δρόμο.
11. Χρήστος Κατρούτσος, antifono.gr/portal/κατηγορίες/φιλοσοφία-επιστημολογία/άρθρα/5242-η-γλωσσα-του-χρονου-μασ-ο-χρόνος-στη-μετανεωτερική-αντίληψη.html
Οι ζωγραφικοί πίνακες που πλαισιώνουν τη σελίδα είναι έργα του ΣΠΥΡΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ .
Χρ. Κατρούτσος
Οι ''υπογραμμίσεις'' -χρώμα,μέγεθος γραμματοσειράς και οι εικονογραφήσεις-με εικόνες από το World Wide Web-στις αναρτήσεις γίνονται με ευθύνη του blogger.
Στο αρχικό πρωτότυπο κείμενο παραπέμπεστε μέσω των επισυναπτόμενων ενεργών συνδέσμων.