Τα μικρά, μοναχικά εικονοστάσια.
Θα στέκουν βουβά εκεί εσαεί, να μας θυμίζουν ότι δεν κάναμε όσα μπορούσαμε για να αποτρέψουμε τον χαμό-ΤΑΣΗΣ ΠΑΠΑΊΩΑΝΝΟΥ.
Τα συναντάμε πολύ συχνά καθώς οδηγούμε στους επαρχιακούς δρόμους, αλλά και μέσα στις πόλεις σε απίθανα σημεία. Σκορπισμένα σε όλη την ηπειρωτική και νησιωτική χώρα, αποτελούν το δίχως άλλο αναπόσπαστα στοιχεία της ελληνικής υπαίθρου. Δίπλα στην άσφαλτο, σε στροφές, σε πεζοδρόμια και νησίδες, σε λεωφόρους και δύσβατα δρομάκια.
Στέκουν μέσα σε ομιχλώδεις χειμώνες, βροχές και χιόνια, δίπλα σε ανοιξιάτικα λουλούδια που ευωδιάζουν, σε καλοκαίρια ζεστά και φωτεινά, σε μελαγχολικά φθινόπωρα. Πάντα εκεί, στο ίδιο μέρος, στο ίδιο σημείο.
Μικροσκοπικά πάνω σε μια βάση και άλλα μεγαλύτερα, χτισμένα πάνω σε κοφτερά βράχια, μέσα σε δάση και ξερά τοπία, σε επικίνδυνες χαράδρες και σκιερά φαράγγια. Καμωμένα από κάθε λογής υλικά: μεταλλικά, πέτρινα, ξύλινα, μπετόν, τούβλα... Τα συναντάς σε όλους τους χρωματικούς συνδυασμούς.
Μπλε, πράσινα, κίτρινα, κόκκινα, μαύρα, λευκά. Μικρές έγχρωμες κουκκίδες που στέκουν αντιστικτικά στα χρώματα του τοπίου και άλλες που χάνονται μέσα τους και δύσκολα τα ξεχωρίζεις. Ξεπροβάλλουν δίπλα στο πράσινο των θάμνων ή ανάμεσα σε χρυσοκίτρινα αγριόχορτα, κάποια μοιάζουν να ίπτανται στον αέρα, στο κενό πάνω σε απόκρημνες πλαγιές, ενώ κάποια άλλα έχουν πίσω τους το μπλε φόντο της θάλασσας και φαντάζουν σαν μέσα σε ζωγραφικό πίνακα.
Ορισμένα είναι περίτεχνα και καλαίσθητα, ιδίως τα παλαιότερα, καμωμένα από το χέρι έμπειρου μάστορα, μικρά κομψοτεχνήματα. Χτισμένα με μεράκι, όμορφα και απλά στη μορφή, ξεχωρίζουν στο περιβάλλον τους, με εκείνο το φωτεινό άσπρο που τους προσδίδει ο φρεσκοβαμμένος ασβέστης, ο οποίος πολλές φορές ξεχειλίζει έξω από το μικρό κτίσμα περνώντας πάνω από βράχια, πέτρες, κορμούς δέντρων. Και μόνο ένα πορτάκι βαμμένο μ’ ένα έντονο μπλε ή ένα χοντροκόκκινο ξεχωρίζει στη λευκή επικράτεια, μοιάζοντας με τολμηρή έγχρωμη πινελιά πάνω στον σοβά.
Πολλά ισορροπούν με δυσκολία πάνω σ’ ένα λεπτό στύλο και μοιάζουν σαν να αιωρούνται, να μην εδράζονται στο έδαφος, έτσι που στέκουν στον αέρα. Και ο στύλος σαν άλλος ομφάλιος λώρος να τα συνδέει με το χώμα και τη γη. Αλλα πάλι προκατασκευασμένα, με έντονα χρώματα, μιμούνται κακόγουστα μικρογραφίες μεγάλων ναών. Σαν αυτά που βλέπουμε να στοιβάζονται ολόιδια στη σειρά, σε διάφορα μεγέθη στις μάντρες οικοδομικών υλικών, δίπλα σε λευκούς κύκνους, λιοντάρια και αρχαιοπρεπείς κολόνες.
Αλλα είναι καινούργια και άλλα έχουν σκουριάσει από τα χρόνια που έχουν περάσει. Αυτή την αναπόφευκτη σκουριά που έχει εναποθέσει πάνω τους ο χρόνος και που μας ταξιδεύει πίσω στο παρελθόν, σε συμβάντα περασμένων εποχών, αλλοτινών ανθρώπινων ιστοριών.
Ολα όμως κουβαλούν μια μνήμη. Το τάμα στον άγιο, αλλά και εκείνους που έφυγαν από τη ζωή σε κείνο το σημείο του δρόμου. Τα εικονοστάσια στέκουν μοναχικά, μνημονεύοντας τραγικές στιγμές του παρελθόντος, μάρτυρες τα ίδια της θρησκευτικής πίστης των ανθρώπων, αλλά και τεκμήρια της θνητότητάς τους.
Μικρά κιβωτιόσχημα κουτάκια, μ’ ένα τζαμένιο πορτάκι που κλείνει μέσα τους ένα καντήλι που σιγοκαίει, δίπλα σε λουλούδια, άλλοτε φρεσκοκομμένα κι άλλοτε μαραμένα απ’ τον καιρό. Τα περισσότερα στέκουν εγκαταλελειμμένα χωρίς φροντίδα, δίχως το χέρι που τα στόλιζε την ημέρα εκείνη του χρόνου που μνημονεύουν. Αδεια, έρημα, μοναχικά. Κι όμως η μορφή τους, ο σταυρός στο πάνω μέρος, ο ίδιος ο τόπος στον οποίο έχουν τοποθετηθεί δεν χάνουν ποτέ τον συμβολισμό τους. Την ιερότητά τους. Γιατί αυτό που κυρίως μας υπενθυμίζουν είναι το πεπρωμένο της ανθρώπινης ζωής. Το παρόν που έγινε κιόλας παρελθόν.
Σύμβολα μπηγμένα στο έδαφος, σαν αρχέγονα τοτέμ ενός άλλου χρόνου. Εκφραση ενός θρήνου βωβού που φτερουγίζει μέσα στις χαράδρες και δεν λέει να κοπάσει ποτέ. Μάρτυρες του ανείπωτου πόνου, του ανθρώπινου δράματος και του πένθους. Σιωπηλά εξιστορούν τη μάστιγα των τροχαίων δυστυχημάτων στη χώρα μας, τους ανθρώπους που χάθηκαν.
Τι κι αν είναι μικροσκοπικά ξεχαρβαλωμένα τενεκεδένια κουτάκια, εμείς πάντοτε θα στεκόμαστε εκεί μπροστά τους σοβαροί, αμίλητοι και σκεπτικοί. Σαν μια μικρή αναλαμπή που πρόσκαιρα μας θυμίζει το απειροελάχιστο είναι της ύπαρξής μας. Ισως αυτός είναι και ο λόγος που τα αυθαίρετα κατά τα άλλα εικονοστάσια δεν τα αγγίζει κανείς. Πώς να αντιμετωπίσεις τη χτισμένη έκφραση του ανθρώπινου πόνου όταν χάνεται ένα αγαπημένο πρόσωπο;
Εκεί που κάποιος έφυγε με τραγικό τρόπο από τη ζωή, μνημείο ταπεινό το ίδιο του στοιχειωμένου κύκλου της ζωής και του θανάτου. Κι όμως, στη χώρα μας τίποτε δεν μοιάζει ικανό να αποτρέψει τη θυσία τόσων -κυρίως νέων- ανθρώπων στον βωμό της ασφάλτου. Θα στέκουν βουβά εκεί εσαεί, να μας θυμίζουν ότι δεν κάναμε όσα μπορούσαμε για να αποτρέψουμε τον χαμό. Τραγικά και μακάβρια τεκμήρια του πολιτισμικού μας παρόντος.
«Δεν υπάρχει πολιτισμός χωρίς τάφο, δεν υπάρχει τάφος χωρίς πολιτισμό», μας υπενθυμίζει ο μεγάλος Γάλλος φιλόσοφος Ρενέ Ζιράρ (1). Το μικρό εικονοστάσι εκεί στη στροφή του δρόμου ένα είδος «τάφου» άραγε δεν σηματοδοτεί; Ενα ανθρώπινο δράμα αφηγείται και την ίδια στιγμή σαν αμυδρή αχτίδα αχνοφέγγει τα διάσπαρτα θραύσματα του τραυματικού πολιτισμού μας.
Τάσης Παπαϊωάννου,
αρχιτέκτων-καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
-------
1. Ρενέ Ζιράρ, «Κεκρυμμένα από καταβολής», μτφρ. Κων. Γκότσης, εκδ. Γ. Α. Κουρής, Αθήνα, 1994
18.09.2017
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΛΑΔΟΠΑΣΤΕΛ ΣΕ ΧΑΡΤΙ. ΤΑΣΗΣ ΠΑΠΑΊΩΑΝΝΟΥ .
Με το μέτρο του ανθρώπινου μόχθου
Το μικρό πέτρινο κτίσμα στέκει όμορφα πάνω στο τοπίο, σαν να υπήρχε εκεί από πάντα. Κάποιες στιγμές ξεγελιέσαι και νομίζεις πως δεν είναι χέρια ανθρώπων αυτά που πελέκησαν και άρμοσαν τη μία πέτρα πάνω στην άλλη, αλλά της φύσης δημιούργημα.
Σαν τοπίο και κτίσμα να ’ναι δυο αξεχώριστα μεταξύ τους στοιχεία μιας ενιαίας και συνολικής οντότητας.
Θαρρείς πως το κτίσμα είναι άχρονο έτσι όπως ξεπροβάλλει αγέρωχο ανάμεσα στα βράχια που βρίσκονται δίπλα του, ότι αποτελεί μέρος τους, συμπλήρωμά τους.
Εδώ ο χρόνος μοιάζει πως έπαψε να κυλάει. Πως πάγωσε ξαφνικά μέσα στην ομορφιά του κυκλαδίτικου τοπίου.
Το πιο μακρινό παρελθόν γίνεται αναπάντεχα παρόν, λες και μαρμάρωσε μια για πάντα πάνω στη μορφή του αρχετυπικού κτίσματος.
Σαν να μην μπορείς να καθορίσεις την ηλικία του, την περίοδο που χτίστηκε πάνω στην πλαγιά που κατηφορίζει μέχρι κάτω στη θάλασσα.
Και τριγύρω ξερολιθιές πανάρχαιες να τρέχουν παράλληλα η μία στην άλλη, δίνοντας το μέτρο του τόπου.
Ομοιες με ρυτίδες πάνω σε ηλιοκαμένο πρόσωπο, που απέμειναν εκεί για να μας θυμίζουν πως κάποτε καλλιεργούνταν ο άγονος αυτός τόπος, σε κάθε του σημείο, σε κάθε σπιθαμή γης.
Κι άλλες, η μια δίπλα στην άλλη, ν’ ανεβοκατεβαίνουν σαν δυο φίδια που ελίσσονται στην πλαγιά, ορίζοντας το καλντερίμι, ανάμεσα στις αγροτικές εκτάσεις.
Στρέφεις το βλέμμα σου ξανά στον απέριττο κυβιστικό όγκο. Στη βορεινή του πλευρά ακουμπά πάνω στον βράχο αποτελώντας συνέχειά του, σε μια προσπάθεια να προστατευτεί από τους ανελέητους βοριάδες που σφυροκοπούν το κυκλαδίτικο νησί.
Οπως όταν ψάχνουμε να βρούμε ένα βραχάκι ή έναν τοίχο να ακουμπήσουμε και να ξαποστάσουμε σε μια απανεμιά ή μια δροσερή σκιά το κατακαλόκαιρο.
Ο μάστορας που το έχτισε, γέννημα-θρέμμα του τόπου, ήξερε καλά από τι έπρεπε να προστατέψει τους εσωτερικούς του χώρους, γνώριζε ότι τα λιγοστά παράθυρα όφειλε να τα ανοίξει στον νοτιά, ενώ οι πόρτες του να καλύπτονται μ’ ένα στεγάδι από το νερό της βροχής.
Μεγάλες σχιστόπλακες από το πέτρωμα που αφθονεί στο νησί, ελάχιστα πελεκημένες, ακουμπισμένες με γνώση η μία πάνω στην άλλη, ορθώνουν τον κατακόρυφο τοίχο.
Παρατηρείς το μέγεθος των ογκόλιθων και αναρωτιέσαι για τον μόχθο των ανθρώπων που το έχτισαν.
Την τιτάνια προσπάθεια που κατέβαλαν, να αψηφήσουν τη δύναμη της βαρύτητας, να σηκώσουν και να εναποθέσουν το βαρύ υλικό ψηλά.
Να πλέξουν τη μία με την άλλη με προσοχή, να βάλουν τις μικρότερες σφήνες ανάμεσα στα κενά, να δέσει σταθερά και με ασφάλεια ο ένας γωνιόλιθος με τον άλλο.
Συνειδητοποιείς εκείνη την ώρα πως ο ιδρώτας του χτίστη στην προσπάθειά του να υποτάξει το υλικό του αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές παραμέτρους της αρχιτεκτονικής. Ισως την πιο σημαντική.
Γιατί και έτσι πρέπει να κρίνουμε την αρχιτεκτονική. Με το μέτρο του ανθρώπινου μόχθου!
Κι αυτό τις περισσότερες φορές το ξεχνάμε ή το θεωρούμε δευτερεύον, ανάξιο λόγου.
Ομως πάνω σε κάθε κτίσμα, όπου γης, βρίσκεται συσσωρευμένη η ενέργεια της χειρωνακτικής εργασίας του μάστορα.
Είναι η πολύτιμη εκείνη ενέργεια που απαιτήθηκε προκειμένου να ορθωθεί το κτίσμα στον χώρο και στον χρόνο.
Αφήνεις τον εξωτερικό χώρο με τους πέτρινους πάγκους, το χτιστό τραπέζι στην αυλή με την κληματαριά και διαβαίνεις το κατώφλι του σπιτιού.
Αμέσως νιώθεις στο σώμα σου την αλλαγή θερμοκρασίας. Οι παχείς τοίχοι σε συνδυασμό με τα μικρά ανοίγματα προσφέρουν δροσιά στον εσωτερικό χώρο σε σχέση με τη ζεστή καλοκαιρινή μέρα, ενώ αντίθετα τον χειμώνα εξασφαλίζουν ένα ζεστό φιλικό περιβάλλον.
Αυτή την αρχέγονη σχέση με τη φύση την έχουμε απολέσει δυστυχώς για τα καλά στην εποχή μας.
Ζούμε μακριά της, αποκομμένοι από το φυσικό περιβάλλον, εγκλωβισμένοι στους περίκλειστους τοίχους των μεγαλουπόλεων.
Την ίδια στιγμή έχουμε ξεχάσει τους βασικούς προαιώνιους κανόνες της αρχιτεκτονικής που γνώριζαν τόσο καλά οι μάστορες στο παρελθόν.
Πως δεν μπορείς, δηλαδή, να κτίσεις σωστά σ’ έναν τόπο αν δεν λάβεις πολύ σοβαρά υπόψη σου τις ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες, τα χαρακτηριστικά της περιοχής, την οικονομία σε υλικά αλλά και σε ανθρώπινο κόπο.
Και μοιάζει αυτή η άγνοια, αλλά και η αρχιτεκτονική «κομπορρημοσύνη» μας, να μας οδηγεί σε λύσεις ξένες μ’ αυτό που ζητάει ο κάθε τόπος.
Η ευκολία των σύγχρονων μηχανικών μέσων μάς έχει κάνει να έχουμε χάσει το μέτρο του ανθρώπινου μόχθου, τόσο χρήσιμου άλλες εποχές.
Γιατί αυτό ίσως να λειτουργούσε ως ασφαλιστική δικλίδα απέναντι στις δυνατότητες που είχε ο άνθρωπος να χτίζει και να ζει στο εκάστοτε φυσικό περιβάλλον του. Ομόρροπα και όχι αντίρροπα μ’ αυτό.
Η άκριτη και αστόχαστη ασφάλεια που νιώθουμε από τις επαναστατικές τεχνολογικές δυνατότητες και επιτεύξεις ίσως να αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής μας.
Τάσης Παπαϊωάννου,
αρχιτέκτων-καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
26.07.2017