Dmitri Shostakovich.


Ντμίτρι Σοστακόβιτς 
1906 – 1975 
      
Ρώσος συνθέτης, από τους κορυφαίους του 20ου αιώνα. Η ζωή του σημαδεύτηκε από την αντιφατική του σχέση με το σοβιετικό καθεστώς, το οποίο δυο φορές αποκήρυξε τη μουσική του (το 1936 και το 1948), ενώ κατά καιρούς απαγόρευε έργα του. Ταυτόχρονα, υπήρξε ο δημοφιλέστερος σοβιετικός συνθέτης της γενιάς του και τιμήθηκε με πολυάριθμες διακρίσεις και κρατικά βραβεία, ενώ θήτευσε και στο Ανώτατο Σοβιέτ.

Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς (Dmitri Shostakovich) γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1906 (12 Σεπτεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο) στην Αγία Πετρούπολη. Ο πατέρας του ήταν πολωνικής καταγωγής και η μητέρα του απώτερης ελληνικής. Παρά την οικογενειακή μουσική παράδοση (η μητέρα του ήταν πιανίστρια), ο Ντμίτρι αρχικά δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τη μουσική. Η μητέρα του, όμως, σύντομα κατάφερε να στρέψει το ενδιαφέρον του Μίτια, όπως ήταν το χαϊδευτικό του, στο πιάνο.

Το ταλέντο του έγινε εμφανές, ήδη, από τα πρώτα μαθήματα, σε ηλικία 9 ετών και σύντομα ο Ντμίτρι έκανε τις πρώτες απόπειρες στη σύνθεση. Το 1919, έγινε δεκτός στο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης, το οποίο διηύθυνε ο συνθέτης Αλεξάντερ Γκλαζούνοφ. Ο Γκλαζούνοφ παρακολουθούσε με μεγάλο ενδιαφέρον την πρόοδο του νεαρού με το σπουδαίο ταλέντο και κατά καιρούς τον υποστήριζε οικονομικά. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, απέτυχε την πρώτη φορά να περάσει τις εξετάσεις στο μάθημα της μαρξιστικής ιδεολογίας και χαρακτηρίστηκε από έλλειψη πολιτικού ζήλου.

Στις αρχές του 1923, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, η οικογένειά του σχεδόν καταστράφηκε οικονομικά εξ αιτίας της αστάθειας στη μετεπαναστατική περίοδο. Την ίδια περίοδο, ο Ντμίτρι προσβλήθηκε από φυματίωση, μία πάθηση που θα τον επηρέαζε στην υπόλοιπη ζωή του.

Για την αποφοίτησή του από το Ωδείο (1925) συνέθεσε την 1η Συμφωνία. Η επιτυχία του έργου ήταν μεγάλη και του προσέφερε παγκόσμια αναγνώριση, ήδη, από την ηλικία των 19 ετών. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 12 Μαΐου 1926 από τη Φιλαρμονική του Λένινγκραντ (όπως είχε μετονομαστεί από το 1924 η Αγία Πετρούπολη), υπό τη διεύθυνση του Νικολάι Μάλκο.

Μετά την αποφοίτησή του ακολούθησε διπλή σταδιοδρομία, του κλασικού πιανίστα και συνθέτη. Οι πιανιστικές του επιδόσεις δέχθηκαν αρκετές αποδοκιμασίες, σε αντίθεση με τις συνθετικές κι έτσι μετά το 1927 αφοσιώθηκε στη σύνθεση και με την προτροπή του σπουδαίου μαέστρου Μπρούνο Βάλτερ.

Το 1927 έγραψε τη 2η Συμφωνία, έπειτα από παραγγελία για τις εκδηλώσεις εορτασμού της δέκατης επετείου της Οκτωβριανής Επανάστασης. Καθώς έγραφε το έργο αυτό, παράλληλα ξεκίνησε την όπερα «Η Μύτη», η οποία βασιζόταν στην ομώνυμη ιστορία του Γκόγκολ και σατίριζε τη σοβιετική γραφειοκρατία. Το 1929 η όπερα επικρίθηκε για «φορμαλισμό» από τη σοβιετική ομοσπονδία μουσικών.

Στις αρχές της δεκαετίας του '30 αφιερώθηκε στη σύνθεση της όπερας «Η λαίδη Μάκμπεθ του Μτσενσκ». Η πρώτη της εκτέλεση έγινε στις 22 Ιανουαρίου 1934 στο Λένινγκραντ και δύο μέρες μετά στη Μόσχα, γνωρίζοντας επιτυχία και κομματική αποδοχή. Γράφτηκε ότι υπήρξε «αποτέλεσμα της γενικότερης επιτυχίας του σοσιαλιστικού οικοδομήματος και της σωστής πολιτικής του Κόμματος» και ότι μια τέτοια όπερα «θα μπορούσε να έχει γραφτεί μόνο από σοβιετικό συνθέτη, μεγαλωμένο μέσα στο καλύτερο κομμάτι της παράδοσης της σοβιετικής κουλτούρας». Τα δύο επόμενα χρόνια η φήμη και η δημοτικότητα του συνθέτη αυξάνονταν και το έργο του δεχόταν επαίνους από κριτικούς και κοινό.

Το 1936 ο Σοστακόβιτς έχασε την εύνοια του κομμουνιστικού καθεστώτος. Αφορμή ήταν η επίσκεψη του Στάλιν στο θέατρο όπου παρουσιαζόταν η «Λαίδη Μάκμπεθ» στις 26 Ιανουαρίου. Ο «πατερούλης» παρακολούθησε το έργο κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας, κρυμμένος από μια κουρτίνα, για την αποφυγή ενδεχόμενης απόπειρας δολοφονίας. Λέγεται, μάλιστα, ότι εγκατέλειψε το θέατρο κατά τη διάρκεια της παράστασης. Αυτό το γεγονός έμοιαζε με καταστροφή, μέσα στο κλίμα των εκκαθαρίσεων και του διαρκούς φόβου της δυσμένειας του κόμματος.

Το αν ο Στάλιν ενοχλήθηκε από τις φιλελεύθερες θέσεις της όπερας, από τον πρωτοποριακό χαρακτήρα της μουσικής ή από την αυξανόμενη δημοτικότητα του Σοστακόβιτς, παραμένει αδιευκρίνιστο, όπως και φράση που αποδίδεται σ' αυτόν «Κάποιος πρέπει να τον σταματήσει». Η εκστρατεία δυσφήμισης, που ήταν υποκινούμενη από τον ίδιο τον Στάλιν, ξεκίνησε με μια σειρά επιθέσεων εναντίον του συνθέτη στην εφημερίδα «Πράβδα» και συγκεκριμένα στις 28 Ιανουαρίου με ένα άρθρο υπό τον τίτλο «Σύγχυση αντί Μουσικής, που καταδίκαζε το έργο ως φορμαλιστικό.

Οι παραστάσεις διακόπηκαν αμέσως και ο συνθέτης τους επόμενους μήνες κοιμόταν ντυμένος, με μια βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι, για να είναι έτοιμος σε περίπτωση σύλληψής του από την αστυνομία. Επιπλέον, κυριεύθηκε από κατάθλιψη και σκέψεις αυτοκτονίας, οι οποίες εμφανίζονταν κατά διαστήματα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Οι παραγγελίες έργων άρχισαν να αραιώνουν και το εισόδημά του μειώθηκε δραματικά. Το μόνο αντιστάθμισμα στις απογοητεύσεις εκείνων των καιρών ήταν η γέννηση της κόρης του Γκαλίνα και του γιου του Μαξίμ.

Η απάντηση του Σοστακόβιτς στην απαξίωσή του ήταν η 5η Συμφωνία του 1937, η οποία συνθετικά ήταν συντηρητικότερη από τα προηγούμενα έργα του και δεν διέθετε ανοιχτά πολιτικό περιεχόμενο. Έργο επικό και με αντιστοιχίες προς την 5η Συμφωνία του Μπετόβεν, σημείωσε μεγάλη επιτυχία και παραμένει ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του. Μετά την πρεμιέρα, το έργο παρουσιαζόταν ως επιστροφή του συνθέτη στην επίσημη «γραμμή» του κόμματος.

Εκείνη την εποχή, επίσης, ο Σοστακόβιτς έγραψε και το πρώτο από τα κουαρτέτα εγχόρδων του (1935). Τα έργα «μουσικής δωματίου» τού επέτρεπαν να πειραματίζεται και να εκφράζει ιδέες, οι οποίες δεν θα γίνονταν αποδεκτές στα περισσότερο δημόσιου χαρακτήρα συμφωνικά κομμάτια του. Τον Σεπτέμβριο του 1937 άρχισε να διδάσκει σύνθεση στο Ωδείο της Μόσχας, το οποίο του παρείχε κάποια οικονομική ασφάλεια.

Με το ξέσπασμα του πολέμου μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας το 1941, ο Σοστακόβιτς αρχικά παρέμεινε στο Λένινγκραντ και στη διάρκεια της πολιορκίας της πόλη έγραψε τα τρία πρώτα μέρη της περίφημης 7ης Συμφωνίας του (της επονομαζόμενης «Συμφωνίας του Λένινγκραντ»).

Τον Οκτώβριο του 1941, ο συνθέτης και η οικογένειά του μεταφέρθηκαν στο Κουϊμπίσεφ (σημερινό Σαμάρα), όπου η συμφωνία ολοκληρώθηκε και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 5 Μαρτίου 1942. Η πρεμιέρα του έργου στη Μόσχα, στις 27 Μαρτίου, έγινε κάτω από επικίνδυνες συνθήκες, όμως οι θεατές δεν εγκατέλειψαν τις θέσεις ούτε και έπειτα από συναγερμό αεροπορικής επιδρομής. Ο Στάλιν ήθελε να κάνει το έργο γνωστό και εκτός Σοβιετικής Ένωσης: τον Ιούνιο και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς το έργο παρουσιάστηκε στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη κι έγινε σύμβολο της ρωσικής αντίστασης, τόσο στην Ε.Σ.Σ.Δ. όσο και στη Δύση.

Την άνοιξη του 1943 ο Σοστακόβιτς μετακόμισε οικογενειακώς στη Μόσχα. Εκεί παρουσίασε την 8η Συμφωνία, ένα έργο σκοτεινό και βίαιο, που αντί να υμνεί τη νικηφόρα έκβαση του πολέμου, εκφράζει το πένθος για τις μεγάλες απώλειες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απαγόρευσή της ως το 1960. Αντιθέτως, η 9η Συμφωνία (1945) είναι μια ειρωνική παρωδία, η οποία κάθε άλλο παρά ικανοποιούσε την απαίτηση προς αυτόν για έναν «ύμνο της νίκης».

Το 1948 ο Σοστακόβιτς καταγγέλθηκε και πάλι για φορμαλισμό, στο πλαίσιο του «δόγματος Ζντάνοφ». Τα περισσότερα από τα έργα του απαγορεύτηκαν, πιέστηκε να μετανοήσει δημόσια και η οικογένειά του στερήθηκε τα προνόμιά της. Σύμφωνα με μαρτυρία του φίλου του σκηνοθέτη και ηθοποιού Γιούρι Λιουμπίμοφ, «περίμενε για τη σύλληψή του κάθε βράδυ στην πόρτα του ασανσέρ, έτσι ώστε τουλάχιστον να μην αναστατωθεί η οικογένειά του». Τα επόμενα χρόνια δούλευε σε τρία επίπεδα: έγραφε κινηματογραφική μουσική για να «πληρώνει το νοίκι», έργα που στόχευαν στην εξασφάλιση «της επίσημης απενοχοποίησης και επανένταξής του» και σε σοβαρά έργα «για το συρτάρι».

Οι περιορισμοί στη μουσική και την ιδιωτική ζωή του Σοστακόβιτς χαλάρωσαν το 1949, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμετοχή του σε μια αντιπροσωπεία επιφανών σοβιετικών στις Η.Π.Α. Εκείνη τη χρονιά, επίσης, έγραψε την καντάτα «Το τραγούδι των δασών», η οποία εγκωμίαζε τον Στάλιν ως «μεγάλο κηπουρό», ενώ το 1951 ορίστηκε αντιπρόσωπος στο «Ανώτατο Σοβιέτ».

Ο θάνατος του Στάλιν το 1953 αποδείχτηκε το σημαντικότερο βήμα για την επίσημη αποκατάσταση του Σοστακόβιτς, η οποία επισφραγίστηκε με τη 10η Συμφωνία του, με το άγριο και δραματικό δεύτερο μέρος της να θεωρείται ότι είναι μουσικό πορτρέτο του ίδιου του Στάλιν. Μαζί με την 5η και την 7η, αποτελεί μία από τις δημοφιλέστερες συμφωνίες του συνθέτη.

Το έτος 1960 σηματοδότησε άλλη μια κρίσιμη καμπή στη ζωή του Σοστακόβιτς: την προσχώρησή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το γεγονός αυτό έχει ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως, είτε ως ένδειξη συμμόρφωσης και αφοσίωσης, είτε ως σημάδι δειλίας, είτε ως αποτέλεσμα πολιτικής πίεσης. Από τη μια, είναι γεγονός ότι ο κομματικός μηχανισμός, τώρα πλέον ήταν λιγότερο καταπιεστικός απ' ό,τι πριν από το θάνατο του Στάλιν. Από την άλλη, ο γιος του θυμάται τον πατέρα του να κλαίει ύστερα από το γεγονός και να λέει στη σύζυγό του Irina ότι τον είχαν εκβιάσει. Το 1962 ο Σοστακόβιτς επέστρεψε στο προσφιλές του θέμα του αντισημιτισμού, στη 13η Συμφωνία (γνωστή ως «Μπάμπι Γιάρ»), σε ποίηση Γιεβγένι Γεφτουσένκο, όπου μνημονεύει το ολοκαύτωμα των Εβραίων κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Σοστακόβιτς σε πολλούς τομείς κατατρυχόταν από εμμονές: σύμφωνα με την κόρη του ήταν «μανιακός με την καθαριότητα». Συντόνιζε όλα τα ρολόγια στο διαμέρισμα. Συχνά έστελνε κάρτες στον εαυτό του για να ελέγχει πόσο καλά λειτουργούσε η ταχυδρομική υπηρεσία. Όταν ήταν καλοδιάθετος, ο αθλητισμός ήταν η βασική του ψυχαγωγία, αν και προτιμούσε να είναι θεατής ή κριτής από το να παίζει (ήταν διαιτητής ποδοσφαίρου). Επίσης, απολάμβανε να παίζει χαρτιά, κυρίως πασιέντζα.

Από τα μέσα τις δεκαετίας του '60 αυξήθηκαν τα προβλήματα υγείας του: έπασχε από φλεγμονή του νωτιαίου μυελού, η οποία οδήγησε σε σταδιακή παράλυση του δεξιού χεριού, και το 1966 έπαθε ένα πρώτο έμφραγμα . Το 1967 έσπασε το πόδι του και από τότε κάθε χρόνο περνούσε αρκετούς μήνες στο νοσοκομείο. Στα ύστερα έργα του (κυρίως στα τελευταία κουαρτέτα και στη 14η Συμφωνία) διαφαίνεται ο προβληματισμός του για το θέμα του θανάτου.

Πέθανε στις 9 Αυγούστου 1975 από καρκίνο των πνευμόνων. Κηδεύτηκε (με πολιτική κηδεία) και τάφηκε στη Μόσχα. Η επίσημη ανακοίνωση δεν δημοσιεύτηκε στην «Πράβδα», παρά μόνο τρεις ημέρες μετά το θάνατό του, επειδή το κείμενο έπρεπε να ελεγχθεί και να γίνει αποδεκτό από τον ίδιο τον Μπρέζνιεφ.

Τα έργα του Ντμίτρι Σοστακόβιτς είναι κυρίως τονικά και ακολουθούν το ρομαντικό ιδίωμα. Έπειτα από μια αρχική περίοδο στο πνεύμα της «πρωτοπορίας» έγραψε σε ένα προσωπικό ιδίωμα, στο οποίο φαίνεται μεταξύ άλλων και η έντονη επιρροή του Μάλερ. Συνδυάζει στοιχεία ρομαντισμού (δηλαδή στοιχεία πάθους και τραγικότητας), με ατονική γραφή και με περιστασιακή χρήση στοιχείων της σειραϊκής μουσικής. Συχνά, η μουσική του περιέχει οξείες αντιθέσεις και έντονο το στοιχείο του γκροτέσκου, της ειρωνείας και του σαρκασμού.

Θεωρείται ότι τα μεγαλύτερα έργα του είναι οι 15 συμφωνίες του και τα 15 κουαρτέτα εγχόρδων. Το έργο του, επίσης, περιλαμβάνει όπερες, 6 κοντσέρτα (για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο) και πολλή κινηματογραφική μουσική. Η μουσική του Σοστακόβιτς αποκαλύπτει την επίδραση πολλών από τους συνθέτες που θαύμαζε: τον Μπαχ, τον Μπετόβεν, τον Μάλερ και τον Μπεργκ. Από τους ρώσους συνθέτες, εκτιμούσε κυρίως τους Μουσόργκσκυ, Προκόφιεφ και Στραβίνσκι.






Ντμίτρι Σοστακόβιτς – Για τη μουσική

Είναι δύσκολο να μιλήσεις για τη μουσική. Μόνο όσοι είναι προικισμένοι με ειδικό ταλέντο μπορούν να το κάνουν. Αλλά ακόμα και τα πιο εμπνευσμένα λόγια για τη μουσική δεν μπορούν να εκφράσουν τον απεριόριστο πλούτο της. Καμιά λέξη δεν μπορεί ν’ αγγίξει την ψυχή του ακροατή έτσι όπως η μουσική. Αυτό είναι λογικό, γιατί αν η μουσική μπορούσε να μεταδώσει μονάχα τόσα και τα ίδια όσα ο ανθρώπινος λόγος, δεν θα είχε ανάγκη ύπαρξης. Οι διάφορες μορφές τέχνης ―λογοτεχνία, μουσική, ζωγραφική, γλυπτική― συμπληρώνουν η μια την άλλη.


Για να γνωρίσεις και ν’ αγαπήσεις τη μουσική δεν αρκεί να διαβάσεις γι’ αυτήν. Πρέπει να την ακούσεις. Αλλά κάθε συζήτηση περί μουσικής προσελκύει την προσοχή σ’ αυτήν.


Η μουσική είναι ικανή να εκφράσει συντριπτικές, σκοτεινές δραματικές καταστάσεις αλλά και ευφορία, θλίψη αλλά και έκσταση, φλογερή οργή και παγερό μίσος, μελαγχολία και ξέφρενο κέφι —και όχι μόνο όλ’ αυτά τα συναισθήματα αλλά και τις λεπτότερες αποχρώσεις τους και τις μεταβατικές καταστάσεις απ’ το ένα στο άλλο συναίσθημα, πράγματα δηλαδή που οι λέξεις, οι πίνακες και τα γλυπτά δεν μπορούν να εκφράσουν.


Ο Τολστόι, που έκανε αρκετές απόπειρες για να διατυπώσει έναν ορισμό της, μουσικής, κατέληξε στο «στενογραφία των αισθημάτων». Πράγματι, η μουσική, είναι πανίσχυρη στο πεδίο των συναισθημάτων και τη συνεχή μεταβολή τους την αποδίδει πιο δυνατά και πιο παραστατικά από οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης. 


Αλλά σε τι μας χρειάζεται η λεγόμενη σοβαρή μουσική; Τι προσφέρει στη ζωή μας; Από πού πηγάζει η απόλαυση που δοκιμάζει ο ακροατής; Κατά πάσα πιθανότατη, η αιτία που μερικοί νέοι δεν απολαμβάνουν τη, συμφωνική μουσική είναι ότι δεν τραγουδιέται, ούτε και χορεύεται· κοντολογίς, επειδή δεν τους διασκεδάζει.


Αλλά ο σκοπός της μουσικής, και κάθε τέχνης, δεν είναι απλώς και μόνο να ψυχαγωγεί το λαό. Δεν διαβάζουμε το Πόλεμος και Ειρήνη ή τον Ήρεμο Ντον μόνο και μόνο για να περάσουμε ευχάριστα την ώρα μας. Δεν κοιτάζουμε τους πίνακες του Ρέπιν, του Κόριν ή τον Πλαστόφ για να χαλαρώσουμε και να ξεχαστούμε.


Ο σκοπός της τέχνης είναι να βοηθήσει τον άνθρωπο να κατανοήσει τον εαυτό του και τον κόσμο που τον περιβάλλει, να τον εκπαιδεύσει και να τον εμπνεύσει ώστε ν’ αγωνιστεί για μια καλύτερη, πιο τέλεια ζωή. Και η μουσική, μαζί με τις άλλες τέχνες, αυτούς τους σκοπούς υπηρετεί. Ο τομέας της είναι ο τομέας των αισθημάτων, των συλλογισμών και των ιδεών. Δημιουργεί μια πνευματική εικόνα του ανθρώπου, τον διδάσκει πώς να αισθάνεται, επεκτείνει και απελευθερώνει την ψυχή του. 


  • «Ο αγώνας για μια αταξική κοινωνία, για μια νέα κοινωνική δομή, για τον ελεύθερο, ισχυρό και λογικό άνθρωπο, δημιουργεί τα δικά του καταπληκτικά έργα που με ειλικρίνεια αντανακλούν το βάθος και το μέγεθος της μάχης ανάμεσα στο καλό και το κακό, και τη νίκη της καλοσύνης και του ωραίου.»


Στη μουσική, όπως και σε κάθε μορφή τέχνης, η δημιουργική διαδικασία ξεκινάει με τη γνώση της ζωής. Ο συνθέτης στήνει αυτί στο πνεύμα της εποχής, στα συναισθήματα του λαού του, συμμερίζεται τις λύπες του, τις ελπίδες και τις χαρές του και όλα αυτά τα εκφράζει στη μουσική του.


Η μουσική έχει αξία μόνο στο βαθμό που ο καθένας που έρχεται σ’ επαφή μαζί της βρίσκει σ’ αυτήν μια εξήγηση όλων όσα βρίσκονται κρυμμένα μέσα στην ψυχή του, όσα ως τότε από μόνος του δεν είχε καταλάβει. Η χαρά που δίνει η μουσική πηγάζει επίσης απ’ το γεγονός ότι κάτω από την επίδρασή της ξυπνούν μέσα στην ψυχή του ανθρώπου δυνάμεις ως τότε λανθάνουσες και αυτός τις συνειδητοποιεί.


Η πραγματική μουσική είναι πάντα επαναστατική, ενώνει το λαό, τον ενεργοποιεί και τον σπρώχνει προς τα μπρος. Ακόμα και οι βαθιά λυρικές, τρυφερές μελωδίες του Σοπέν είναι φορτισμένες με τεράστια απελευθερωτική δύναμη. Δεν είναι καθόλου περίεργο που ο Γερμανός συνθέτης Σούμαν τις αποκαλούσε κανόνι σκεπασμένο με άνθη.


Η πραγματική μουσική μπορεί να εκφράζει μόνο μεγάλα πανανθρώπινα συναισθήματα, μόνο προοδευτικά, ουμανιστικά νοήματα. Αν η μουσική είναι ανούσια και κενή, δεν εκφράζει τίποτα, αν όμως είναι γεμάτη βαθύ περεχομενο σε παρακινεί προς τα εμπρός. Αυτό συμβαίνει γιατί η μουσική είναι η ίδια ο κόσμος των ανθρώπινων αισθημάτων και πόθων, αποδομένων ποιητικά και υψωμένων στο επίπεδο του καθολικού. Ανθρώπινων αισθημάτων, όχι απάνθρωπων.


Κάθε φορά που η ανθρωπότητα κάνει ένα βήμα προς τα μπρος, οι μουσικοί είναι στην πρώτη γραμμή, ανάμεσα στους σημαιοφόρους. Δίνουν δύναμη στους γενναίους αγωνιστές, συνεφέρνουν τους αδύνατους και ενθαρρύνουν τους διστακτικούς. Η μεσαιωνική φεουδαρχική κοινωνία καταστράφηκε απ’ τον εξεγερτικό ρυθμό της Μασσαλιώτιδας Οι αλυσίδες της καπιταλιστικής καταπίεσης έσπασαν σε κομμάτια από τη ρωμαλέα μελωδία της Διεθνούς. Η εποχή της Γαλλικής Επανάστασης γέννησε τη μεγάλη μουσική του Μπετόβεν και του Σοπέν. Ο αγώνας για μια αταξική κοινωνία, για μια νέα κοινωνική δομή, για τον ελεύθερο, ισχυρό και λογικό άνθρωπο, δημιουργεί τα δικά του καταπληκτικά έργα που με ειλικρίνεια αντανακλούν το βάθος και το μέγεθος της μάχης ανάμεσα στο καλό και το κακό, και τη νίκη της καλοσύνης και του ωραίου.


Ποιοι είναι οι πιο αξιόλογοι συνθέτες σοβαρής μουσικής; Ποια είναι τα καλύτερα έργα κλασικής μουσικής;


Αυτές οι ερωτήσεις με προβληματίζουν πάντοτε. Κάποτε με είχε ρωτήσει ένας Γάλλος δημοσιογράφος: «Αν ήταν να πάτε σ’ ένα ερημονήσι και μπορούσατε να πάρετε μαζί σας ένα πικάπ και έξι μονάχα δίσκους, ποιους θα διαλέγατε;»


Δεν μπόρεσα να του απαντήσω. Η μουσική έχει μεγάλη ποικιλία, αντανακλά διαφορετικές σκέψεις και συναισθήματα κάθε φορά. Ο Μουσόργκσκι διαφέρει εντελώς απ’ τον Σοπέν, το ίδιο κι ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ από τον Μπετόβεν. Αλλά εκτιμούμε και τον ηρωικό στωικισμό του Μπετόβεν και τη δύναμη τον Μουσόργκσκι και τις λυσίπονες, ανάλαφρες μπαλάντες και πολωνέζες του Σοπέν.


Όσο περισσότερους συνθέτες και έργα γνωρίσει κάποιος, τόσο πιο πλούσιος θα γίνει ο εσωτερικός του κόσμος. Οι θησαυροί της μουσικής είναι ατελείωτοι, το ίδιο και οι μελλοντικές της δυνατότητες. Θα αναπτύσσεται και θα εξελίσσεται αιώνια, όσο αναπτύσσεται και πλαταίνει το ανθρώπινο πνεύμα. 


  • «Η πραγματική μουσική είναι πάντα επαναστατική, ενώνει το λαό, τον ενεργοποιεί και τον σπρώχνει προς τα μπρος.»

Οι Σοβιετικοί συνθέτες έχουν τεράστιο ακροατήριο, που όμοιό του δεν υπάρχει στον κόσμο. Αλλά θα πρέπει να γίνει ακόμα πλατύτερο. Όσο περισσότεροι είναι στη χώρα μας οι άνθρωποι που μπορούν να καταλαβαίνουν και να εκτιμούν τη μουσική, τόσο μεγαλύτερα και ομορφότερα θα είναι τα έργα που θα δημιουργούνται. Και σπουδαίος ρόλος σ’ αυτά ανήκει στη νεολαία, το μέλλον της χώρας μας της τέχνης μας και rης μουσικής μας.


Σημαντικό βάρος της δουλειάς που γίνεται στη χώρα μας για την ανατροφή του, αρμονικά αναπτυγμένου, ανθρώπου της κομμουνιστικής κοινωνίας, το επωμίζεται η μουσικο-αισθητική εκπαίδευση. Γιατί, όπως κι αν μοιάζει ο άνθρωπος του αύριο, ό,τι επάγγελμα και να κάνει, ποτέ δεν θα μπορέσει να ζήσει χωρίς τέχνη και μουσική.

                                                 Ντμίτρι Σοστακόβιτς

[Κείμενο του μουσικοσυνθέτη, σε μετάφραση Νίκου Σαραντάκου, παρμένο από την προδημοσίευση του βιβλίου «Για τον ίδιο και την εποχή του» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1985), στο περιοδικό Πολιτιστική]








Αγαπητέ Ντμίτρι...

Αν ο Σοστακόβιτς ζούσε, θα συμπλήρωνε αυτόν τον μήνα τα εκατό του χρόνια. Αλλά τι λέμε τώρα: ο Ρώσος συνθέτης δεν πέθανε ποτέ, η προσωπικότητα, η ουσία, η μαγεία που αποκαλείται «Σοστακόβιτς» είναι σήμερα πιο ζωντανά από ποτέ. 

Η μουσική είναι η τέχνη χωρίς σύνορα. Όταν εσύ ο ίδιος μελοποίησες το 1974 τους στίχους του Μιχαήλ Άγγελου - «Δεν είμαι νεκρός/ κι ας είμαι θαμμένος στη γη/ ζω πάντα μέσα σου/ μπορώ να ακούσω τις οιμωγές σου/ γιατί ο φίλος καθρεφτίζεται στον φίλο» - τους χάρισες μια αντήχηση που δεν θα είχαν ποτέ σ' ένα γραπτό κείμενο. Η μουσική, για λόγους που εξακολουθούμε να μην καταλαβαίνουμε, διαπερνά τα πάντα. Σπάει τις σφραγίδες στις ψυχές μας. Αγγίζει το πεπερασμένο και το κάνει άπειρο. Στην περίπτωσή σου, αποδείχθηκε εξυπνότερη και διαρκέστερη από μια ολόκληρη αυτοκρατορία του κακού, της καταστολής και του θανάτου. 

Ένα τυραννικό κράτος προσπαθεί να απαλλαγεί από τους καλλιτέχνες. Η Ρώμη εξόρισε τον Οβίδιο, η Ισπανία φίμωσε τον Λόρκα. Στη Ρωσία, ο θεατρικός διευθυντής Μέγιερχολντ συνελήφθη και η γυναίκα του δολοφονήθηκε. Ο Προκόφιεφ υποχρεώθηκε να συνθέσει τραγούδια για τον Στάλιν και τον Λένιν. Εσύ απολύθηκες από τη δουλειά σου και για να ζήσεις άρχισες να γράφεις μουσική για τον κινηματογράφο. Τι σκεφτόσουν τότε, πώς αισθανόσουν; Μπορείς να θυμηθείς; Θέλεις να θυμηθείς; Η δεκαετία του '40 στη Σοβιετική Ένωση δεν ήταν η καλύτερη εποχή. Ένας καλλιτέχνης που κατάφερε να επιζήσει θεωρείται αμέσως ύποπτος. Αισθανόσουν άραγε, όπως λένε, ό,τι αισθάνεται κάποιος που επέζησε από μια καταστροφή - ευγνώμων, αλλά ένοχος; Παρόλο που κέρδισες σχεδόν κάθε προσωπική μάχη με τη μοίρα, δεν φαινόσουν να νιώθεις ποτέ θριαμβευτής. Ούτε καν ασφαλής. 

Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν είχες αίσθηση του χιούμορ. Ειλικρινά δεν το νομίζω. Γιατί με απασχολεί αυτό το θέμα; Επειδή πιστεύω ότι η έλλειψη χιούμορ δεν είχε να κάνει με σένα, αλλά με την κατάστασή σου. Μπορεί κανείς να έχει αίσθηση του χιούμορ σε ένα ολοκληρωτικό κράτος; Το χιούμορ σού επιτρέπει να είσαι ανεύθυνος. Μπορεί να αναπνεύσει και να ζήσει μόνο σε ένα κλίμα ατιμωρησίας. Σε μια δικτατορία, το χιούμορ μετατρέπεται σε κάτι άλλο: μια περιπαικτική απελπισία, μια χλευαστική περιφρόνηση. Το πνεύμα ως χειρουργική επέμβαση. Το πνεύμα ως μαρτύριο: «Θα πεθάνω γελώντας». Κι έτσι πέρασες όλη σου τη ζωή ανάμεσα στην ευθυμία και την αυστηρότητα. Η μουσική σου εκφράζει τις αμφιβολίες και τις βεβαιότητές σου. Δεν μυθοποίησες τίποτα, αλλά χάρισες μια άγρια ομορφιά σε όλα. Για την υπόλοιπη ζωή μου θα ακούω τη θλιμμένη, λυρική μουσική σου, και θα λέω στον εαυτό μου: «Παίζουν τη μελωδία μας». 


(Από την  ανοιχτή επιστολή  που έστειλε προς τον Σοστακόβιτς
 ο Nigel Andrews, κριτικός κινηματογράφου στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς:https://groups.google.com/forum/#!topic/rec.music.classical.recordings/MemDez5BAms και «παράλογα ερωτευμένος», όπως γράφει, με τον συνθέτη).



                    ΠΗΓΕΣ   -   ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ            

Ντμίτρι Σοστακόβιτς

Dmitri Shostakovich

http://www.shostakovich.ru/

http://www.katiousa.gr/politismos/mousiki/ntmitri-sostakovits-pragmatiki-mousiki-einai-panta-epanastatiki/

Η έβδομη συμφωνία - Ντμίτρι Σοστακόβιτς
https://redflecteur.wordpress.com/2014/11/06/%CE%B7-%CE%AD%CE%B2%CE%B4%CE%BF%CE%BC%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%BC%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CE%BD%CF%84%CE%BC%CE%AF%CF%84%CF%81%CE%B9-%CF%83%CE%BF%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BA%CF%8C%CE%B2%CE%B9%CF%84/


Ο Ρώσος συνθέτης με την ελληνική καταγωγή, που είχε αντιφατική σχέση με το σοβιετικό καθεστώς. Ο Στάλιν τον αποκήρυξε δυο φορές, αλλά χαρακτηρίστηκε ως ο δημοφιλέστερος σοβιετικός συνθέτης... 
http://www.mixanitouxronou.gr/o-rosos-sinthetis-me-tin-elliniki-katagogi-pou-iche-antifatiki-schesi-me-to-sovietiko-kathestos-o-stalin-ton-apokirixe-dio-fores-ke-alla-charaktiristike-os-o-dimofilesteros-sovietikos-sinthetis/

Ντμίτρι Σοστακόβιτς-24/9/2006,επέτειος:
  Απολογητής ή θύμα του Στάλιν; 
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=175830

Ντμίτρι Σοστακόβιτς:
 Το «Βατερλό» των προπαγανδιστικών «παραδόξων»

Μικρή αναφορά στην μουσική ιδιοφυία του 20ού αιώνα, με αφορμή τα 110 χρόνια από την γέννησή του.
http://www.toperiodiko.gr/%CE%BD%CF%84%CE%BC%CE%AF%CF%84%CF%81%CE%B9-%CF%83%CE%BF%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BA%CF%8C%CE%B2%CE%B9%CF%84%CF%82-%CF%84%CE%BF-%CE%B2%CE%B1%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%BB%CF%8C-%CF%84%CF%89%CE%BD/#.WdwKNVu0OUk

Ντμίτρι Σοστακόβιτς, μια δειλή και άτολμη μουσική ιδιοφυΐα
http://www.kathimerini.gr/863117/article/politismos/vivlio/ntmitri-sostakovits-mia-deilh-kai-atolmh-moysikh-idiofyia


 ΒΟΛΚΟΦ, ΣΟΛΟΜΟΝ΅: Σοστακόβιτς και Στάλιν
http://www.kedros.gr/product_info.php?products_id=2895

Ο Σοστακόβιτς και ο Στάλιν
http://www.efsyn.gr/arthro/o-sostakovits-kai-o-stalin

ΑΝΝΕΚΕ ΙΩΑΝΝΑΤΟΥ:NTIMITΡ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ (Α’ ΜΕΡΟΣ)
https://atexnos.gr/ntimit%CF%81-%CF%83%CE%BF%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CE%B2%CE%B9%CF%84%CF%83-%CE%B1-%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%83/

ΑΝΝΕΚΕ ΙΩΑΝΝΑΤΟΥ:NTIMITΡ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ (Β’ ΜΕΡΟΣ)
https://atexnos.gr/%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%B9%CF%84%CF%81-%CF%83%CE%BF%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CE%B2%CE%B9%CF%84%CF%83-b-%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%83/

ΑΝΝΕΚΕ ΙΩΑΝΝΑΤΟΥ:NTIMITΡ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ (Γ’ ΜΕΡΟΣ)
https://atexnos.gr/%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%B9%CF%84%CF%81-%CF%83%CE%BF%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CE%B2%CE%B9%CF%84%CF%83q-%CE%BC%CE%B5-%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CF%84%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CF%84/

Ο συνθέτης και το ποδόσφαιρο

Μαξίμ Σοστακόβιτς.
«Η καταπίεση οδήγησε τον πατέρα μου στον θάνατο...».

Ο γιος του συνθέτη καταθέτει βιώματα και εμπειρίες από την οικογενειακή τους ζωή ενώ παράλληλα μιλάει για την ευθύνη της διαχείρισης της μουσικής κληρονομιάς που άφησε ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς.
http://web.archive.org/web/20070929145220/http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=14873&m=C06&aa=3

Δύο μαέστροι συζητούν με αφορμή τον Σοστακόβιτς:
Βύρων Φιδετζής - 'Aλκης Μπαλτάς.
Συνέντευξη στον Πάρι Κωνστανταντινίδη.
http://web.archive.org/web/20070927031954/http://features.classicalmusic.gr/article.php?id=1150

STEPHEN JACKSON: DMITRI SHOSTAKOVICH.
AN ESSENTIAL GUIDE TO HIS LIFE AND WORKS
https://stephenjacksonmusic.wordpress.com/tag/dmitri-shostakovich/

Ντμίτρι Σοστακόβιτς-Συνθέσεις

  Complete catalogue of works, with many additional comments

Υoutube - Dmitri Shostakovich












 Dmitri Shostakovich - Waltz No. 2 


Shostakovich - Spanish Dance


pticonful

Shostakovich - The First Train: Tender Girl Song


imusiciki

Shostakovich - Lullaby for piano


pticonful


Dmitri Shostakovich:  
The Gadfly, suite (1955)  


collectionCB2


The ''Gadfly Suite'', Op. 97a, is a suite for orchestra arranged from the composition by Dmitri Shostakovich (1906–1975) for the 1955 Soviet film ''The Gadfly''  , based on the novel of the same name by Ethel Voynich  (1864–1960).

1- Ouverture (2.45)
2- Contredanse (2.45)
3- Fête folklorique (2.52)
4- Interlude (2.40)
5- Valse à l'orgue de Barbarie (2.10)
6- Galop (2.04)
7- Prélude (4.36)
8- Romance (4.41)
9- Intermezzo (5.49)
10- Nocturne (4.08)
11- Scène (2.54)
12- Finale (3.13)


Dmitri Shostakovich - The Jazz album


Jazz Suites 1 & 2,
Tahiti Trot Concerto for piano, Trumpet and Strings Roayal Concertgebow Orchestra Riccardo Chailly
Jazz Suite 1:
#00:00 Waltz #02:39 Polka #04:24 Foxtrot
Piano Concerto No. 1 for piano, trumpet and strings, opus 35
#08:13 Allegretto #13:50 Lento #21:55 Moderato
# 23:37 Allegro con brio
Suite for Variety Orchestra (incorrectly labeled as "Jazz Suite 2" on this album; see http://en.wikipedia.org/wiki/Suite_fo... )
#30:17 1. March #33:24 5. Lyric Waltz (in C minor and E-flat major)
#36:03 2. Dance 1 #39:07 6. Waltz 1 (in B-flat major and A major)
#42:31 4. Little Polka #45:08 7. Waltz 2 (in C minor and E-flat major)
#48:52 3. Dance 2 #52:33 8. Finale
Tea for Two, opus 2 (Tahiti Trot)
#55:00 (missing)

Shostakovich "From Jewish Folk Poetry" Vocal Cycle Op. 79


musicisgoodforyou

Nina Dorliak, soprano. Zara Dolukhanova, mezzo-soprano. Aleksei Maslennikov, tenor. Dmitri Shostakovich, piano LP, Melodiya, ND 03216-17, 196-?

00:00 The Lament for the Dead Child 02:48 The Thoughtful Mother and Aunt 04:39 Lullaby 07:57 Before a Long Parting 10:43 A Warning 11:50 The Abandoned Father 13:58 The Song of Misery 15:20 Winter 18:29 A Good Life 19:58 The Young Girl's Song 22:32 Happiness

Dmitri Shostakovich - Piano Quintet in G minor, Op. 57
olla-vogala

- Composer: Dmitri Dmitriyevich Shostakovich
(25 September 1906 -- 9 August 1975)
- Performers: "The Borodin Trio"
[Yuli Turovsky (cello), Rostislav Dubinsky (violin), Luba Edlina (piano)], and Mimi Zweig (violin), Jerry Horner (viola)
- Year of recording: 1983
Quintet for piano & strings in G minor, Op. 57, written in 1940.
00:00 - I. Prelude. Lento 04:52 - II. Fugue. Adagio 17:08 - III. Scherzo. Allegretto 21:01 - IV. Intermezzo. Lento 28:22 - V. Finale. Allegretto

Shostakovich's Piano Quintet was written in response to an enthusiastic request from the members of the Beethoven String Quartet, one of the former Soviet bloc's most respected chamber ensembles of the period. The group had recently programmed Shostakovich's first string quartet, and had been so impressed by the piece that the players decided unanimously to seek a new piece from the composer, which would also involve a pianist.

The new work took shape quickly, and Shostakovich completed it on 14 September 1940. Again at the request of the four quartet members, he took the difficult piano part himself at the first performance, given in November 1940 at the Moscow Conservatory. It proved an immediate popular and critical success, and many commentators agreed that the quintet was among Shostakovich's finest creations up until that point. Even the normally frosty Moscow newspapers were unstinting in their praises, with the Literaturnaya Gazeta describing the work in glowing terms as "a portrait of our age...the rich-toned, perfect voice of the present." During 1941, Shostakovich's Piano Quintet received the inaugural Stalin Prize. In addition to the honor and artistic prestige that accompanied the award, the composer also received the coveted cash prize of 100,000 rubles, all of which Shostakovich handed over immediately for the benefit of impoverished Muscovites.

The quintet is made (somewhat unusually for this chamber genre) of five movements, each of which is in readily accessible populist style, and characterized by clearly etched and powerful melodies. The most substantial section, a fugue, follows a prelude in which the generally public mood of the work begins to be established. After the fugal second movement, there follows a brief, pithy scherzo, and an intermezzo which takes the place of the conventional slow movement, before the work ends with a brilliant finale. Virtuoso scoring and a particularly testing and soloistic piano part continue to make the piano quintet Shostakovich's most frequently played chamber work, perhaps overtaken in popularity only by his String Quartet No. 8.



Dmitri Shostakovich - Dances of the Dolls


thenameisgsarci


Shostakovich's Dances of the Dolls is a suite of easy piano pieces compiled in 1953 from his Ballet Suites, which were themselves compilations of excerpts from his ballets, film scores and incidental music. The Dances are charming miniatures in the style of his Children's Notebook, Op. 69, from 1944.
The opening "Lyrical Waltz" comes from the Ballet Suite No. 2; the next four installments -- "Gavotte," "Romance," and "Polka" and "Dance Petite Ballerina" -- come from the Ballet Suite No. 1; and the last two miniatures, "Waltz-Joke Hurdy-Gurdy" and "Waltz Dance," come from the Ballet Suite No. 4.

Dmitri Shostakovich :
Symphony No. 5 in D minor, Op. 47
(Kirill Kondrashin)

In 1936, the Soviet government launched an official attack against Dmitri Shostakovich's music, calling it "vulgar, formalistic, [and] neurotic." He became an example to other Soviet composers, who rightfully interpreted these events as a broad campaign against musical modernism. This constituted a crisis, both in Shostakovich's career and in Soviet music as a whole; composers had no choice but to write simple, optimistic music that spoke directly (especially through folk idioms and patriotic programs) to the people and glorified the state.

In light of these circumstances, Shostakovich's Fifth Symphony (first performed in 1937) is a bold composition that seems to fly in the face of his critics. Although the musical language is pared down from that of his earlier symphonies, the Fifth eschews any hint of a patriotic program and, instead, dwells on undeniably somber and tragic affects -- wholly unacceptable public emotions at the time. According to the cellist Mstislav Rostropovich, the government would certainly have had Shostakovich executed for writing such a work had the public ovation at the first performance not lasted 40 minutes. The official story, however, is quite different. An unknown commentator dubbed the symphony "the creative reply of a Soviet artist to justified criticism," and to the work was attached an autobiographical program focusing on the composer's metamorphosis from incomprehensible formalist to standard-bearer of the communist party. Publicly, Shostakovich accepted the official interpretation of his work; however, in the controversial collection of his memoirs (Testimony, by Solomon Volkov) he is quoted as saying: "I think it is clear to everyone what happens in the Fifth. The rejoicing is forced, created under threat...you have to be a complete oaf not to hear that."

Regardless of its philosophical underpinnings, Shostakovich's Symphony No. 5 is a masterpiece of the orchestral repertory, poignant and economical in its conception. There is no sign of the excess of ideas so common in the Fourth Symphony. Instead, Shostakovich deploys the orchestra sparingly and allows the entire work to grow naturally out of just a few motives. Given some of his earlier works, the Fifth is conservative in language. Throughout the work he allows the strings to be the dominant orchestral force, making soloistic use of the woodwinds and horn especially effective. 

- The Moderato begins with a jagged, foreboding canon in the strings that forms the motivic basis for the entire movement. The impassioned mood is occasionally interrupted by a lyrical melody with string ostinato, later the subject of a duet for flute and horn.
- The second movement (Allegretto) is a grotesque 3/4 dance which, at times, can't help but mock itself; the brass section is featured prominently. 
- The following Largo, a sincere and personal outpouring of musical emotion, is said to have left the audience at the work's premiere in tears. Significantly, it was composed during an intensely creative period following the arrest and execution of one of Shostakovich's teachers.
- The concluding Allegro non troppo has been the center of much debate: some critics consider it a poorly constructed concession to political pressure, while others have made note of its possible irony. While the prevailing mood is triumphant, there is some diversion to the somber and foreboding, and it is not until the end that it takes on the overtly "big-finishy" character for which it is so noted.

Dmitri Shostakovich :
 Symphony No.1 in F minor, Op.10 
(Kirill Kondrashin)


Moscow Philharmonic Orchestra Conducted by Kirill Kondrashin
I. Allegretto. Allegro ma non troppo 
II. Allegro 
III. Lento
IV. Allegro molto. Lento. Allegro molto

Allegretto - Allegro non troppo
The work begins with an introductory Allegretto section, which is developed from a duet between solo trumpet and bassoon. This leads into the first subject proper, a lively march-like Allegro reminiscent of the vaudeville and theatre music Shostakovich would have encountered during his time as a cinema pianist. The second subject is ostensibly a waltz, but is in fact written in double-time, the flute melody finding its way round several sections of the orchestra. The development section features a return to mock-comic grotesqueries, although the sonata-form structure of this movement is entirely conventional.
Allegro - Meno mosso - Allegro - Meno mosso
In the second movement we are presented with a 'false start' in the cellos and basses before a frantic scherzo begins with the clarinet. The piano features for the first time with rapid scalic runs before a more sombre mood develops in the Meno mosso section. Once again Shostakovich writes a triple-time passage in two, with melodies being passed through the flutes, clarinets, strings, oboes, piccolos, and the clarinets again, while the strings and triangle play in the background. The bassoon brings us back to the Allegro of the opening. The climax occurs with a combination of the two melodies presented earlier in the movement followed by a coda which is announced by widely-spaced chords from the piano and violin harmonics.
Lento - Largo - Lento (attacca:)
The third movement begins with a dark oboe solo transferring to a cello solo, and proceeds to develop into a crescendo, featuring a quotation from Wagner's Siegfried. There is also a pianissimo passage for the strings which anticipates the passacaglia from the Eighth Symphony.
Allegro molto - Lento - Allegro molto - Meno mosso - Allegro molto - Molto meno mosso - Adagio

There is a drum roll attacca from the third movement into the fourth. After another sombre passage, the music suddenly enters the Allegro molto section with a very fast melody on the clarinet and strings. This reaches a furious climax, after which calm descends and we hear another Wagner quotation. The following Allegro section culminates in a fortissimo timpani solo, a rhythmic motif which featured in the third movement. A passage for solo cello and muted strings cleverly uses this motif along with several other elements, leading into a coda section which ends the work with rousing fanfare-like figures from the brass.

Dmitri Shostakovich 
- Symphony No. 7,
 "Leningrad"


olla-vogala

- Composer: Dmitri Dmitriyevich Shostakovich
(25 September 1906 -- 9 August 1975)
- Orchestra: Chicago Symphony Orchestra
- Conductor: Leonard Bernstein
- Year of recording: 1988
Symphony No. 7 in C major (Leningrad), Op. 60, written in 1941.
00:00:00 - I. [War]. Allegretto 00:31:49 - II. [Memories]. Moderato (poco allegretto) 00:46:41 - III. [My Native Field]. Adagio 01:06:05 - IV. [Victory]. Allegro non troppo
It is impossible to deny the overwhelming impact Shostakovich's Symphony No. 7 had on its listeners in 1942: The Leningrad première was performed by the surviving musicians of the Leningrad Radio Orchestra, supplemented with military performers. Most of the musicians were starving, which made rehearsing difficult: musicians frequently collapsed during rehearsals, and three died. The orchestra was able to play the symphony all the way through only once before the concert. Shostakovich was not present at the première, because he had been evacuated. Even so, the performance received an hour-long standing ovation. Written by Shostakovich after he had been transported out of his besieged hometown of Leningrad, the Seventh is a patriotic hymn to his city and country and a rallying cry to the foes of fascism. Initially dedicated to the life and deeds of Vladimir Lenin, Shostakovich decided instead to dedicate the symphony to the city of Leningrad on its completion in December 1941. Its premiere in the U.S.S.R. was world news, and the securing its first performance rights in the West was contested by Toscanini, Stokowski, and Koussevitzky. Toscanini won, and the work was rapturously received and repeatedly performed. But even before the war had ended, the exalted position of the "Leningrad" Symphony had slipped, and commentators in the West derided it as pompous and prosaic. The symphony, rehabilitated from being a patriotic piece to being a subversive piece based on the purported testimony of Shostakovich, only later received regular performances in the West. The truth is that Shostakovich's Seventh is an enormous piece for a gargantuan orchestra set in four vast movements lasting more than 70-80 minutes in performances.

- Its opening Allegretto, about half an hour in length, has proud and determined C major themes at its start and close, and a central section that takes a theme from Offenbach and turns it into a massive ostinato that overwhelms the C major themes with its brutal banality.
- This is followed by a haunted Moderato of plucked strings and screeching woodwinds and by ...
- a vast Adagio with stirring strings and bold brass.
- The closing Allegro non troppo returns to the monumental style of the opening movement with grand and glorious themes culminating in an interminable C major climax.
The truth is that the Seventh is a work of banal themes and bombastic climaxes, but Shostakovich's imagination and discipline have fused the banal and bombastic into an overwhelming musical work.

Dmitri Shostakovich :
 Symphony No. 8 in C minor, Op. 65
 (Kirill Kondrashin)

Classic Music by David Kim

Moscow Philharmonic Orchestra Conducted by Kirill Kondrashin
I. Adagio. Allegro ma non troppo. Allegro. Adagio 00:00
II. Allegretto 23:59 III. Allegro non troppo 29:45
IV. Largo 35:49 V. Allegretto 44:26

Symphony No. 8 in C minor (Opus 65) by Dmitri Shostakovich was written in the summer of 1943, and first performed on November 4 of that year by the USSR Symphony Orchestra under Yevgeny Mravinsky, to whom the work is dedicated.

The symphony does not appear on concert programs very often, yet many recent scholars have ranked it among the composer’s finest scores. Although some have argued that the work falls within the tradition of other C minor "tragedy to triumph" symphonies, such as Beethoven's Fifth, Brahms' First, Bruckner's Eighth, and Mahler's Second, there is considerable disagreement over the level of optimism present in the final pages. Shostakovich's friend Isaak Glikman called this symphony "his most tragic work"

Dmitri Shostakovich : 
Symphony No. 9 in E flat major, Op.70 
(Kirill Kondrashin)


Classic Music by David Kim

Moscow Philharmonic Orchestra Conducted by Kirill Kondrashin
I. Allegro  00:00 II. Moderato. Adagio  04:59 III. Presto  11:45
IV. Largo   14:32 V. Allegretto. Allegro  17:43

Shostakovich composed this work for Schumann-sized orchestra plus percussion in the summer of 1945, and Yevgeny Mravinsky led the first performance at Leningrad on November 3 of that year. Given the size of Shostakovich's war-haunted seventh and eighth symphonies, Joseph Stalin expected a Ninth in 1945 that "out-Mahlered Beethoven," in the late Boris Schwarz's phrase. In Testimony, Solomon Volkov recalled the composer's saying, "They wanted a fanfare from me, an ode, a majestic Ninth....I doubt that Stalin ever questioned his own genius or greatness. But when the war against Hitler was won, he went off the deep end, like a frog puffing himself up to the size of an ox, and now I was supposed to write an apotheosis of Stalin. I simply could not....My stubbornness cost me dearly."
Volkov called the Ninth a work "full of sarcasm and bitterness." Disguised as an homage to Haydn, it was Shostakovich's shortest symphony since the Second of 1927, despite having five movements (the last three are played without pause). In an effort to shield Shostakovich from political fallout, conductor Mravinsky called the new symphony "a joyous sigh of relief...a work directed against philistinism, which ridicules complacency and bombast, the desire to rest on one's laurels." Putting on a good face, the Soviet hierarchy echoed Mravinsky, but only temporarily.
By and large, Western critics dismissed the work as trivial. However, in his 1990 book The New Shostakovich, Ian MacDonald asserted that "only a dunce could have failed to realize the composer was up to something," pointing out the code-bearing nature of recurring notes and rhythms. A "Stalin motif" is frighteningly present -- always two notes, one usually short, one long -- from its raucous first appearance, without musical point, in the double-exposition of a giddy Allegro movement. The opening "mimic[s] the ordinary citizen's carefree relief at the victorious conclusion of the war. [But] the second subject -- a crude quick-march, led by a two-note, tonic-dominant trombone -- is clearly symbolic of the Vozhd [Stalin]." MacDonald hears "fights breaking out [and] for a hectic moment the music continues in two keys until the trombone wrests control," whereupon strings capitulate "and the reprise ends on sneering trills, the quick-march in control."
A Moderato movement follows, with a B minor main subject for clarinet that is "wan, sad-faced, with a telltale two-note pendant," and "a heel-dragging" second one: "a chain of two-note cells [that] subtly mock conventional grief." Horns "warn off [the] real feeling" that breaks through briefly, whereupon "happy-face clowns [usher in] a cheery scherzo...another street party [as in the first movement] that goes violently wrong."
Menacing brass octaves begin the fourth movement; then a bassoon recitative sends mixed signals, "another mask" that leaves the strings uneasy. The Allegretto finale "erupts into action....A dark whirlwind drives the movement to a climax of teetering expectation -- but all that emerges is the clownish main theme, hammered out by the entire orchestra. Shostakovich's contempt is scalding. Here are your leaders, the music jeers: circus clowns. Point made, [he] summons a helter-skelter coda and slams [the Ninth] shut."
[allmusic.com]

Dmitri Shostakovich : 
Symphony No. 10 in E minor, Op.93 
(Kirill Kondrashin)


Classic Music by David Kim

Moscow Philharmonic Orchestra Conducted by Kirill Kondrashin
I. Moderato  00:00   II Allegro  21:20 III. Allegretto-Largo 25:32 IV. Andante. Allegro  37:35

The Symphony No. 10 in E minor (Op. 93) by Dmitri Shostakovich was premiered by the Leningrad Philharmonic Orchestra under Yevgeny Mravinsky on 17 December 1953, following the death of Stalin in March that year. It is not clear when it was written: according to the composer's letters composition was between July and October 1953, but Tatiana Nikolayeva stated that it was completed in 1951. Sketches for some of the material date from 1946.  It was Shostakovich's first symphonic work since his denunciation in 1948.

Dmitri Shostakovich : 
Symphony No. 11 in G minor, Op. 103 "The Year 1905"
 (Kirill Kondrashin)


Classic Music by David Kim

Moscow Philharmonic Orchestra Conducted by Kirill Kondrashin
I. The Palace Square: Adagio 0:00 II. January 9th: Allegro. Adagio. Allegro. Adagio 12:30 III. In Memoriam: Adagio 29:52 IV. Tocsin: Allegro non troppo - Allegro. Adagio. Moderato. Allegro 40:46

The Symphony No. 11 in G minor (Opus 103; subtitled The Year 1905) by Dmitri Shostakovich was written in 1957 and premiered, by the USSR Symphony Orchestra under Natan Rakhlin, on 30 October 1957. The subtitle of the symphony refers to the events of the Russian Revolution of 1905.
The symphony was conceived as a popular piece and proved an instant success in Russia—his greatest, in fact, since the Leningrad Symphony fifteen years earlier.  The work's popular success, as well as its earning him a Lenin Prize in April 1958, marked the composer's formal rehabilitation from the Zhdanov Doctrine of 1948.
A month after the composer had received the Lenin Prize, a Central Committee resolution "correcting the errors" of the 1948 decree restored all those affected by it to official favor, blaming their treatment on "J. V. Stalin's subjective attitude to certain works of art and the very adverse influence exercised on Stalin by MolotovMalenkov and Beria". 


Dmitri Shostakovich :
 Symphony No. 13 in B flat minor, Op. 113 "Babi-Yar" 
(Kirill Kondrashin)


Classic Music by David Kim

Moscow Philharmonic Orchestra Conducted by Kirill Kondrashin
I. Babi-Yar: Adagio  00:00 II. Humour: Allegretto 13:39 III. In the Store: Adagio21:42 IV. Fears: Largo31:53 V. A Career: Allegretto 42:24

The Symphony No. 13 in B-flat minor (Op. 113, subtitled Babi Yar) by Dmitri Shostakovich was completed on July 20, 1962 and first performed in Moscow on 18 December 1962 by the Moscow Philharmonic Orchestra and the basses of the Republican State and Gnessin Institute Choirs, under Kirill Kondrashin (after Yevgeny Mravinsky refused to conduct the work). The soloist was Vitali Gromadsky. This work has been variously called a song cycle and a choral symphony since the composer included settings of poems by Yevgeny Yevtushenko that concerned the World War II Babi Yar massacre and other topics. The five poems Shostakovich set to music (one poem per movement) are earthily vernacular and cover every aspect of Soviet life. 

 Dmitri Shostakovich - String Quartet No. 8


olla-vogala

- Composer: Dmitri Dmitriyevich Shostakovich (25 September 1906 -- 9 August 1975)
- Performers: St. Lawrence String Quartet
- Year of recording: 2006
String Quartet No. 8 in C minor, Op. 110, written in 1960.
00:00 - I. Largo 05:36 - II. Allegro molto 08:18 - III. Allegretto 12:39 - IV. Largo 18:36 - V. Largo
The String Quartet No. 8 is a complex, melancholy work written while Shostakovich was visiting Dresden, Germany, in 1960, where he was to provide music for the film Five Days-Five Nights. There, amid the rubble still visible from the Allied bombings during World War II, he was inspired to composed this quartet in remembrance of the victims of both Hitler and Stalin. The work is cast in five continuous movements and contains numerous thematic references to other works by Shostakovich.
- The first movement, marked Largo, opens with the now famous motto theme derived from the composer's initials, DSCH (given in its German equivalents as D, E flat, C, and B natural). It is treated fugally in this dark and tense movement, and later there are thematic quotations from Shostakovich's First and Fifth symphonies.
- The ensuing Scherzo (Allegro molto) rages with a driving, rhythmic treatment of the motto, then suddenly erupts with a frenzied account of the Jewish theme from the composer's Piano Trio No. 2. The motto returns and the Jewish theme also makes another appearance, before the music settles a bit as the Allegretto third movement begins.
- The motto theme is heard here in a dark waltz rendition, its relative calm quickly divulging underlying menace. Another waltz theme is heard, hardly breaking from the sinister mood, and soon the main theme from the composer's Cello Concerto No. 1 makes an appearance.
- The fourth movement (Largo) is perhaps the most starkly pessimistic: it features a three-note motif that constantly threatens and intimidates in the outer sections, which it shares with the motto theme, while the middle panel is sweetly mournful. This movement also contains thematic references to Shostakovich's opera Lady Macbeth of Mtsensk and to the song "Tormented by Grave Bondage."
- The finale (Largo) is a condensed version of the opening panel.
The string quartet is dedicated:
"In memory of the Victims of Fascism and War".

The Best of Shostakovich



(0:00) Symphony No. 4 in C minor, Op. 43: Moderato con moto (8:45) Symphony No. 5 in D minor, Op. 47: Moderato (24:16) Symphony No. 5 in D minor, Op. 47: Allegro non troppo (35:47) Symphony No. 7 in C major (Leningrad), Op. 60: Memories, Moderato (poco allegretto) (46:16) Symphony No. 8 in C minor, Op. 65 (Stalingrad): Allegro non troppo (53:00) Symphony No. 10 in E minor, Op. 93: Andante (1:05:17) Symphony No. 11 in G minor, Op. 103 (The Year 1905): Palace Square: adagio (1:20:44) Symphony No. 15 in A major, Op. 141: Adagio - allegretto - adagio - allegretto (1:34:41) Piano Trio No. 2 in E minor, Op. 67: Andante - Moderato (1:41:55) Piano Trio No. 2 in E minor, Op. 67: Allegretto (1:52:19) Piano Concerto No. 1, for piano, trumpet & strings, in C minor, Op. 35: Lento (1:59:35) Piano Concerto No. 2 in F major, Op. 102: Allegro (2:06:56) Violin Concerto No. 1 in A minor, Op. 77 Passacaglia, andante, cadenza (2:25:16) Cello Concerto No. 1 in E flat major, Op. 107: Allegretto (2:31:32) Chamber Symphony in F major, Op. 73a (2:39:51) Suite for Jazz Orchestra No. 2: Dance No. 1 (2:42:52) Suite for Jazz Orchestra No. 2: March (2:46:02) Quintet for piano & strings in G minor, Op. 57: Scherzo: Allegretto (2:49:28) Sonata for piano No. 2 in B minor, Op. 61: Allegretto (2:57:00) String Quartet No. 8 in C minor, Op. 110: Largo (3:01:34) String Quartet No. 11 in F minor, Op. 122: Introduction (andantino) (3:03:49) String Quartet No. 11 in F minor, Op. 122: Recitativo (adagio) (3:05:09) String Quartet No. 15 in E flat minor, Op. 144: Elegy (adagio) (3:17:31) Hamlet, suite from the film score, Op.116a (assembled by Atovmyan): Prelude (3:19:53) Overture on Russian and Khirghiz Folksongs, for orchestra, Op. 115