ERDOGANISTAN ...


(1) Τι σημαίνει η "σφαγή των δημάρχων" στην Τουρκία. 

(2)  Μετά το μαύρο χρήμα του Ζαρράμπ, τώρα και τα ναρκωτικά βραχνάς για τον Ερντογάν - Το παρασκήνιο της σύλληψης του Τούρκου που δούλευε στη DEA.

 (3) H τουρκική ελίτ ζητά άσυλο στη Γερμανία.




1.
Τι σημαίνει η "σφαγή των δημάρχων" στην Τουρκία. 

"Όποιος ήρθε με την ψήφο, μπορεί να φύγει μόνο με την ψήφο” συνήθιζε να διακηρύσσει ο Tayyip Erdoğan προβάλλοντας την κυριαρχία του κόμματός του πρωτίστως ως ζήτημα εκδημοκρατισμού της Τουρκίας. Εδώ και κάποιον καιρό δεν δείχνει να εμπνέεται από τις ίδιες αντιλήψεις – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση.

Δήμαρχος της Άγκυρας από το 1994, ο Melih Gökçek ανακοίνωσε χθες Δευτέρα ότι το Σάββατο 28 Οκτωβρίου θα συγκαλέσει το δημοτικό συμβούλιο της τουρκικής πρωτεύουσας σε μία έκτακτη αποχαιρετιστήρια συνεδρίαση στην οποία θα υποβάλλει την παραίτησή του. Με τον τρόπο αυτό δόθηκε τέρμα σε ένα πολιτικό "κρυφτούλι” που διαρκεί εδώ και αρκετές εβδομάδες, οπότε ο πρόεδρος της χώρας Tayyip Erdoğan του ζήτησε να παραιτηθεί.

Ο Gökçek δεν είναι ο μόνος προσκείμενος στο κυβερνών κόμμα δήμαρχος ο οποίος έχει μπει στο στόχαστρο του Προεδρικού Ανακτόρου. Η αρχή έγινε με τον Kadir Topbaş, διάδοχο του Erdoğan στην κεφαλή του Μητροπολιτικού Δήμου Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος παραιτήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου, αφότου το δημοτικό συμβούλιο υπερκέρασε το βέτο του σε αμφιλεγόμενα κατασκευαστικά έργα μεγάλου προϋπολογισμού.

Ακολούθησε η "ζύμωση” από τον πρωθυπουργό Binali Yıldırım της αναγκαιότητας να ληφθούν τα "απαιτούμενα μέτρα” όπου οι δήμαρχοι έχουν χάσει την επαφή με τους δημότες τους ή εμπλέκονται σε διαχειριστικές παρατυπίες.

Ο ίδιος ο Erdoğan δεν το έκρυψε ότι αποτελεί τον εμπνευστή αυτού του ιδιόμορφου κύματος εκκαθρίσεων, καθιερώνοντας την έκφραση "κόπωση μετάλλου” (metal yorgunluğu), προκειμένου περί των στελεχών του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην αυτοδιοίκηση, που δεν αποδίδουν επαρκώς.

Λίγοι ήταν αυτοί που διανοήθηκαν να πάνε κόντρα στον γενάρχη της παράταξης και αρχηγό του κράτους. Για την ακρίβεια, μόνο ο Gökçek, ο οποίος εγκαινίασε την πρώτη από τις πέντε πενταετείς θητείες του στην δημαρχία της Άγκυρας πολύ προτού προσχωρήσει στο ΑΚΡ. Προσωπικότητα όλως ιδιόρρυθμη (έχει ισχυρισθεί μέσω Twitter ακόμη και ότι οι ΗΠΑ προκαλούν σεισμικές δονήσεις στην Τουρκία), ο Gökçek άφησε τους πάντες άναυδους όταν εξήλθε από συνάντηση με τον Erdoğan στις 5 Οκτωβρίου, οπότε και προεξοφλούνταν ότι θα υποβάλει την παραίτησή του, δηλώνοντας ότι το ραντεβού το είχε ζητήσει ο ίδιος για να παρουσιάσει το κατασκευαστικό του πρόγραμμα. Τελικά η αντίστασή του κάμφθηκε χθες Δευτέρα.

Ενδιαμέσως είχαν υποβάλλει τις παραιτήσεις τους οι δήμαρχοι του Düzce, Mahmet Keleş (στις 2 Οκτωβρίου), της Νίγδης, Faruk Akdoğan (στις 18 Οκτωβρίου) και της Προύσας, Recep Altepe (στις 23 Οκτωβρίου), ενώ δημοσίως ασκούνται πιέσεις και στον δήμαρχο του Balıkesir, Edip Uğur να τους μιμηθεί.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι αιρετοί άρχοντες αστικών κέντρων με εκατομμύρια κατοίκους αντικαθίστανται μέχρι τις επόμενες δημοτικές εκλογές από kayyum, δηλ. διορισμένο επίτροπο. Το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ζητά με κοινοβουλευτική ερώτησή του προς τον Yıldırım να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τις φήμες ότι συνολικά πρόκειται να αντικατασθούν από kayyum περίπου 50 δήμαρχοι.

Βέβαια, για κάποιους όλα αυτά ήσαν μια συνηθισμένη κατάσταση: στις κουρδικές περιοχές της νοτιοανατολικής Τουρκίας έχουν καθαιρεθεί δια της βίας 83 δήμαρχοι. Είναι όμως η πρώτη φορά που τέτοιου είδους αντιμετώπιση επιφυλάσσεται σε δημάρχους της συμπολίτευσης.

Οι δικαιολογίες περί κατ' εξαίρεσιν μέτρου για την "ανανέωση” της παρουσίας του κόμματος ή οι καταγγελίες (όχι απαραίτητα ψευδείς) για στενές σχέσεις μερικών από τους αποχωρούντες δημάρχους με το δίκτυο του εξόριστου ιεροκήρυκα Fethullah Gülen, δεν μπορούν να κρύψουν την βαθύτερη πραγματικότητα: στο τουρκικό σύστημα οι δήμαρχοι είναι σχετικά "αυτόφωτοι” (όπως αποδεικνύουν και οι συχνές κομματικές μετακινήσεις τους), πράγμα που στυην παρούσα φάση συγκέντρωσης της εξουσίας του καθιστά ύποπτους. Επιπλέον για τα επιφανή κομματικά στελέχη η κατάκτηση ενός δημαρχιακού θώκου προσφέρει ουσιαστικότερη εξουσία από την (υποβαθμισμένη στο νέο πολίτευμα της προεδρικής δημοκρατίας) θέση του βουλευτή.

Για τον ίδιο τον Erdoğan τα πράγματα είναι ακόμη πιο απλά: στο συνταγματικό δημοψήφισμα του περασμένου Απριλίου τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα, όπως η Κωνσταντινούπολη, από την οποία ξεκίνησε ο ίδιος τη σταδιοδρομία του, ή η Άγκυρα απέρριψαν την προτεινόμενη μεταβολή του πολιτεύματος (ομοίως και η Σμύρνη που όμως αποτελεί παραδοσιακό προπύργιο της αξιωματικής αντιπολίτευσης). Σε άλλες πόλεις, πάλι, όπως η Προύσα και η Νίγδη, το "Ναι” υπερίσχυσε με πλειοψηφία κατά πολύ μικρότερη του ποσοστού του κυβερνώντος κόμματος και των εθνικιστών συμμάχων του. Για τον Τούρκο πρόεδρο, αυτό σήμαινε ότι οι δήμαρχοι που υστέρησαν θα έπρεπε να "πληρώσουν”.

Ευρύτερα, ο Erdoğan μοιάζει να έχει κηρύξει τον πόλεμο στο ίδιο του το κόμμα το οποίο αντιμετωπίζει ως βαρίδι στην προσωπική του εξουσία και την ανάδυση της "Νέας Τουρκίας”. Το ότι η προηγούμενη γενιά των σχετικά μετριοπαθών, φιλοδυτικών και οικονομικά φιλελεύθερων ισλαμιστών έχει περιέλθει σε δυσμένεια, δηλώνει πολλά για τις μεταλλάξεις της κυρίαρχης ιδεολογίας στη γείτονα όπου τείνει ένα επικρατήσει ένα περισσότερο καχύποπτο, αυταρχικό, εθνικιστικό και αντιδυτικό ρεύμα, με ρίζες και στην πτέρυγα των "ευρασιατιστών” του στρατού.

Η "σφαγή των δημάρχων” αποτελεί ένα ακόμη επεισόδιο αυτής της μετάλλαξης. Ενέχει ωστόσο το ρίσκο πολύ οδυνηρών για τον Erdoğan αποτελεσμάτων στις δημοτικές εκλογές του Μαρτίου 2019, που προηγούνται κατά λίγους μήνες των κρίσιμων βολευτικών και προεδρικών εκλογών του φθινοπώρου του ίδιου έτους, που για πρώτη φορά θα διεξαχθούν υπό το νέο προεδρικό Σύνταγμα.

Του Κώστα Ράπτη


24/10/2017


2.

Μετά το μαύρο χρήμα του Ζαρράμπ, τώρα και τα ναρκωτικά βραχνάς για τον Ερντογάν - Το παρασκήνιο της σύλληψης του Τούρκου που δούλευε στη DEA

Μια στυγνή εκστρατεία που ξεκίνησε από τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατά της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών του Υπουργείου Δικαιοσύνης των Η.Π.Α. προέρχεται από το γεγονός ότι μια τεράστια έρευνα διαφθοράς σε ένα πρόγραμμα πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων που δημοσιοποιήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2013, που ενοχοποιεί εκείνον και τα μέλη της οικογένειάς του έχει τις ρίζες της σε μια σύλληψη για ναρκωτικά στα σύνορα της Τουρκίας το 2007.

Σε μια πρωτοφανή κίνηση, η κυβέρνηση Erdoğan ενορχήστρωσε μια αβάσιμη ποινική δίωξη εναντίον εργαζομένων της DEA με τη φυλάκιση του Metin Topuz, ενός για χρόνια υπαλλήλου του Γενικού Προξενείου των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη, που εργάστηκε για χρόνια στη DEA, θέτοντας τα μέλη της οικογένειάς του υπό αστυνομική κράτηση. Αν και αυτό δεν ήταν αρκετό, ο Erdoğan διέταξε την αυτοκρατορία των μέσων ενημέρωσης να στοχεύσει στους πράκτορες της DEA Jason Sandoval και Mitchell Matthias, οι οποίοι εργάστηκαν στην αποστολή των ΗΠΑ στην Τουρκία στο πλαίσιο της συνεργασίας για την επιβολή του νόμου με τους ομολόγους τους στην τουρκική αστυνομική υπηρεσία. Οι φωτογραφίες του Sandoval και του Matthias κάλυπταν όλες τις εφημερίδες του Erdoğan, και τα βίντεο του  CCTV που τους έδειχναν να συναντώνται με τους επιτελείς της τουρκικής αστυνομίας μεταδόθηκαν σε κυβερνητικούς σταθμούς. Χαρακτηρίσθηκαν ως κατάσκοποι που ήθελαν να καθαρίσουν τον Erdoğan σε μια μεγάλη συνωμοσία.

Πίσω από όλο αυτό το θόρυβο και τον καπνό βρίσκεται το σκοτεινό σχέδιο του Erdoğan να προσπαθήσει να εκβιάσει το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης για να περιορίσει τις ζημιές από την επερχόμενη δίκη των παραβιάσεων των κυρώσεων στο Ιράν από τον Reza Zarrab, ο οποίος κατηγορήθηκε από ομοσπονδιακούς εισαγγελείς στη Νέα Υόρκη. Έχοντας εμπλακεί στενά με αυτόν τον πολιτογραφημένο Τούρκο πολίτη ιρανικής καταγωγής, ο Τούρκος πρόεδρος φοβάται τις αρνητικές επιπτώσεις και ελπίζει ότι η ομοσπονδιακή υπόθεση, που ονοματίζει επίσης τον πρώην υπουργό οικονομίας Zafer Caglayan, καθώς και άλλους υπαλλήλους της τουρκικής τράπεζας Halkbank και άλλους, δεν θα πάει πολύ μακριά.

Η πολύ περίπλοκη και λεπτομερής έρευνα της 17ης Δεκεμβρίου, στην πραγματικότητα ονομαζόταν αρχικά έρευνα για τη διακίνηση ναρκωτικών και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Αυτό περιγράφηκε σαφώς στο κατηγορητήριο που υπέβαλαν οι εισαγγελείς στο δικαστήριο μαζί με συντριπτικά ενοχοποιητικά στοιχεία κατά των συνεργατών του Erdoğan. Στην πραγματικότητα, οι πληροφορίες αυτές ανακοινώθηκαν δημοσίως από τον αρχηγό του Κομμουνιστικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) Kemal Kilicdaroğu τον Μάιο του 2014, ο οποίος δήλωσε ότι η έρευνα για τη διαφθορά ξεκίνησε στις 12 Φεβρουαρίου 2007, όταν τελωνειακοί και αστυνομικοί πραγματοποίησαν έφοδο σε φορτηγό στη συνοριακή πύλη Kapikule της Αδριανούπολης. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η αστυνομία κατέσχεσε 202 κιλά ηρωίνης κρυμμένα σε φέρετρα στο πίσω μέρος του φορτηγού. Το γραφείο του εισαγγελέα στην Κωνσταντινούπολη ξεκίνησε ποινική έρευνα με αριθμό φακέλου 2007/1258 και οι άνθρωποι που υπήρξαν ύποπτοι για εμπλοκή στη διακίνηση ναρκωτικών τέθηκαν υπό κράτηση.

Η έρευνα οδήγησε την αστυνομία να εντοπίσει τα μέλη της οικογένειας των ναρκεμπόρων Happani, η οποία δεν συμπεριλαμβάνει μόνο τη διακίνηση ναρκωτικών αλλά και πολύ ευρείες επιχειρήσεις ξεπλύματος χρήματος από το Ιράκ και το Ιράν στην Τουρκία, την Ευρώπη και τη Ρωσία. Η έκθεση που κατατέθηκε στις 6 Μαρτίου 2011 από τη μονάδα οικονομικών εγκλημάτων του γραφείου για την καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης και του οργανωμένου εγκλήματος αποκάλυψε τα αποτελέσματα της έρευνας του 2007. Σύμφωνα με την έκθεση, ένα τεράστιο χρηματικό ποσό μεταφέρθηκε πέρα ​​από τα σύνορα από τα μέλη της οικογένειας Happani που συνεργάζονταν με εταιρίες κελύφη, συμπεριλαμβανομένων πολλών επιχειρήσεων συναλλάγματος που ελέγχονταν από τον Τουρκοϊρανό Zarrab και τους συνεργάτες του. Ως εκ τούτου, ήταν φυσικό η DEA να ενδιαφέρεται για την υπόθεση αυτή εξαρχής και να συνεργαστεί με την τουρκική αστυνομία για την αποτροπή της διασυνοριακής διακίνησης ναρκωτικών στο πλαίσιο της μακρόχρονης συνεργασίας για την επιβολή του νόμου μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ.

Παρεμπιπτόντως, δεν ήταν μόνο οι Αμερικανοί αξιωματούχοι που έδειξαν ενδιαφέρον για τις επιχειρήσεις ναρκωτικών και ξεπλύματος χρήματος των Zarrab και Happani. Όταν οι ρωσικές τελωνειακές αρχές εντόπισαν 14,5 εκατομμύρια δολάρια και 4 εκατομμύρια ευρώ σε έναν Ιρανό και τρεις Αζέρους πολίτες που πέταξαν από την Κωνσταντινούπολη στη Μόσχα στις 16 Οκτωβρίου 2010, η τουρκική αστυνομία ζήτησε πληροφορίες για την υπόθεση μέσω της Interpol. Οι ρωσικές αρχές ενημέρωσαν την Τουρκία στις 16 Απριλίου 2011 ότι οι ύποπτοι που κατονομάζονται ως Bagip Badalov, Ramin Ismailov, Gusein Ismailov και ο Ιρανός Mohammadsadig Rastgarshishegarhanekh δεν είχαν δηλώσει τα μετρητά που μεταφέρουν και αντιμετώπιζαν κατηγορίες λαθρεμπορίου δυνάμει του άρθρου 188 του ρωσικού Ποινικού Κώδικα. το 2011 αποκαλύφθηκε ότι ο Turgut Happani, ο οδηγός του Zarrab, και άλλοι 13 μεταφορείς, είχαν μεταφέρει 40 εκατομμύρια δολάρια και 10 εκατομμύρια ευρώ μέσω της Τουρκίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.

Οι Τούρκοι ερευνητές άρχισαν να εξετάζουν προσεκτικά τις επιχειρήσεις του Zarrab και των συνεργατών του Turgut Happani, Abdullah Happani, Serdal Happani και Şenel Happani, ενώ εξέταζαν ιδιαίτερα μια επιχείρηση συναλλάγματος που ονομάζεται Durak Döviz και τους ανήκε. Οι επιχειρήσεις που ανήκουν στον Zarrab και λειτουργούν από αυτόν και τον όμιλο Happani περιλάμβαναν τις κατασκευές, την αυτοκινητοβιομηχανία και τις εισαγωγές/εξαγωγές των επιχειρήσεων Homa Yapi. Του τουρισμού, της εμπορικής και κατασκευαστικής εταιρείας Bella. Τα ναυτιλιακά και βιομηχανικά μηχανήματα της εταιρείας Royal. Και μια άλλη εταιρεία με την επωνυμία Royal Holding, η οποία είχε ενσωματώσει πολλές επιχειρήσεις στον ίδιο όμιλο.

Η αστυνομία ανακάλυψε επίσης αρκετές άλλες επιχειρήσεις ανταλλαγής νομισμάτων στην περιοχή Kapalicarsi της Κωνσταντινούπολης, η οποία λειτουργούσε κυρίως ως μέτωπο για προγράμματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε σχέση με ιρανούς πολίτες. Μια ξεχωριστή έρευνα που διεξήχθη από το Συμβούλιο Διερεύνησης Οικονομικών Εγκλημάτων (MASAK), τον εθνικό συντονιστή της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ (FATF) και μιας μονάδας του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) αποκάλυψε 55 μεσάζοντες, οι μετέφεραν εκατομμύρια δολάρια πέρα ​​από τα σύνορα με εντολές του Zarrab και των συνεργατών του Happani. Εν τω μεταξύ, η αστυνομία είχε λάβει πολλές πληροφορίες από τους καταγγέλλοντες που εργάστηκαν για την κυβέρνηση και τις επιχειρήσεις που ανήκαν στον Zarrab, παρέχοντας περαιτέρω πληροφορίες για την υπόθεση.

Στις 13 Σεπτεμβρίου 2012, οι αστυνομικοί ανακριτικοί υπάλληλοι υπέβαλαν στο Γενικό Εισαγγελέα της Κωνσταντινούπολης όλα τα ευρήματα που συγκέντρωσαν σχετικά με την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και τους υπόπτους ξεπλύματος παράνομου χρήματος, προτρέποντας έναν εισαγγελέα να ξεκινήσει νέα έρευνα με αριθμό υπόθεσης 2012/120653. Μια εντολή για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών ύποπτων δόθηκε από το 5ο Ποινικό Ειρηνοδικείο στις 17 Σεπτεμβρίου 2012. Ως αποτέλεσμα της επιτήρησης, οι ανακριτές εξεπλάγησαν από το γεγονός ότι δύο βασικοί ύποπτοι που συνεργάζονταν με τον Zarrab ήταν στην πραγματικότητα πολύ κοντά στον Υπουργό Εσωτερικών Muammer Güler. Ο ένας ήταν ο Rüçhan Bayar, ένας συγγενής του υπουργού, και ο άλλος ο Barış Güler, ο γιος του υπουργού, ο οποίος αναφέρθηκε ως σύμβουλος του Zarrab. 

Καθώς η έρευνα προχώρησε, αποδείχθηκε ότι ο Kaan Çağlayan, γιος του τότε υπουργού Οικονομίας Zafer Çağlayan, καθώς και ο υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Egemen Bağış και άλλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι συμμετείχαν όλοι σε ένα σχέδιο μαζικής δωροδοκίας που διαχειρίζεται ο Zarrab και το δίκτυο Happani για να διευκολύνουν τις επιχειρήσεις τους στην Τουρκία.

Όλο αυτό το δίκτυο φαίνεται να συνδέεται με τον ίδιο τον Ερντογάν, δεδομένου ότι οι υπουργοί του Υπουργικού Συμβουλίου δεν μπορούσαν από μόνοι τους να εκτελέσουν αυτό το πολύ σκόπιμο σχέδιο παροχής ασυλίας για να επιβάλλουν κυρώσεις σε ιρανούς εργάτες που ομοκρέβατοι με λαθρεμπόρους ναρκωτικών. Η έρευνα δείχνει σαφώς ότι η μεταφορά κεφαλαίων από την κρατική τράπεζα Halkbank για λογαριασμό αυτών των υπόπτων εγκρίθηκε από τον ίδιο τον Ερντογάν με αντάλλαγμα να πάρει προμήθεια. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Zarrab δώρισε εκατομμύρια δολάρια σε οικογενειακά ιδρύματα του Erdoğan και θεωρήθηκε ως VIP σε κρατικές λειτουργίες, ποζάροντας με τον Erdoğan, τη σύζυγό του Emine και άλλους κυβερνητικούς αξιωματούχους. Φοβούμενος ότι εάν ο Zarrab πέσει, θα πέσει και ο Erdoğan ο τελευταίος νοιάζεται για τον Zarrab και τον έσωσε από τα νομικά προβλήματα όταν κατηγορήθηκε και φυλακίστηκε στην υπόθεση της 17ης Δεκεμβρίου 2013. Ο Zarrab απελευθερώθηκε, αλλά συνελήφθη από το FBI στο Μαϊάμι όταν πήγε εκεί για διακοπές τον Μάρτιο του 2016.

Δυστυχώς, ο Erdoğan ενορχήστρωσε την απομάκρυνση όλων των ανακριτών, εισαγγελέων και δικαστών από την υπόθεση αμέσως μόλις δημοσιευτεί η υπόθεση έρευνας και βοήθησε στην απελευθέρωση των υπόπτων από τη φυλακή μετά τις μαζικές απολύσεις και μεταθέσεις. Ως εκ τούτου, η σημαντική έρευνα για το λαθρεμπόριο ναρκωτικών ματαιώθηκε προσωπικά από τον Erdoğan, όταν οι αρχηγοί και οι εισαγγελείς της αστυνομίας, οι οποίοι τοποθετήθηκαν για να αντικαταστήσουν αυτούς που είχαν απολυθεί, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την έρευνα για τη διακίνηση ναρκωτικών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Erdoğan είναι θυμωμένος με τη DEA, η οποία συνεργάστηκε με τις τουρκικές αρχές ασφαλείας για την εξάλειψη των διεθνών καρτέλ για τα ναρκωτικά. Είναι σαφές ότι η συνεργασία υπονομεύθηκε από τον πρόεδρο της Τουρκίας. Για να αναιρέσει αυτές τις πληροφορίες, η τουρκική κυβέρνηση κατηγορεί τώρα αξιωματούχους των ΗΠΑ για μια μεγάλη συνωμοσία και ο Erdoğan κατευθύνει προσωπικά την κατηγορία εναντίον αμερικανικών αποστολών στην Τουρκία στην προσπάθειά του να εξιλεώσει άλλους για τα δικά του προβλήματα με ψέματα και συκοφαντίες.

Ίσως αυτό το πρότυπο συμπεριφοράς δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη δεδομένου του γεγονότος ότι ο Erdoğan μεγάλωσε ως νέος στην υποβαθμισμένη γειτονιά Kasimpasa στην Κωνσταντινούπολη, όπου δραστηριοποιούνταν έμποροι ναρκωτικών, συμμορίες μαφίας και συνδικάτα εγκλημάτων. Είχε φίλους που είχαν μακρά ποινικά μητρώα, από καταδίκες για ναρκωτικά μέχρι και δολοφονίες. Για παράδειγμα, ένας από αυτούς τους ανθρώπους είναι ο Hasan Yeşildağ, ένας στενός σύμμαχος του Erdoğan, ο οποίος κατέχει σήμερα (τουλάχιστον στα χαρτιά) τις φιλοερντογανικές Aksam και Star και το δίκτυο τηλεοπτικών εκπομπών Kanal 24 και είναι καταδικασμένος έμπορος ναρκωτικών που εξέτισε ποινές στην Ελβετία και την Τουρκία. Είναι γνωστός ως ο τύπος που διαχειριζόταν τις οικονομικές υποθέσεις του Erdoğan από τη δεκαετία του 1990, όταν ο Erdoğan ήταν δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, της μεγαλύτερης πόλης της Τουρκίας. Σήμερα επιβλέπει το μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας των μέσων ενημέρωσης του Erdoğan. Ένας άλλος τύπος είναι ο Kudrettin Gören, ένας ηγέτης της μαφίας που διαχειριζόταν επιχειρήσεις τζόγου και αλκοόλ στην ίδια γειτονιά, όπου ο Erdoğan μεγάλωσε και συνεργάστηκε μαζί του στην τοπική πολιτική. Όταν ο Gören πυροβολήθηκε στο αυτοκίνητό του τον Μάιο του 2001, η αστυνομία βρήκε μετρητά σε δολάρια και λίρες, ένα όπλο χωρίς άδεια και μια γαμήλια πρόσκληση για τον γιο του Erdoğan Burak.

Παρεμπιπτόντως, ο Burak, ο μεγαλύτερος γιος του Ερντογάν, ο οποίος σκότωσε μια ηλικιωμένη γυναίκα στην Κωνσταντινούπολη το 1998 ενώ οδηγούσε χωρίς άδεια και είχε σωθεί από τα νομικά προβλήματα με τη βοήθεια του πατέρα του, είναι κατά τα φαινόμενα εξαρτημένος από τα ναρκωτικά. Οι διαρρεύσασες κασέτες ήχου από τον Μάρτιο του 2014 που δημοσιεύθηκαν στο διαδίκτυο αποκάλυψαν την εξωσυζυγική σχέση του Burak με μια γυναίκα από την Ελβετία.
 Οι απομαγνητοφωνήσεις τον εξέθεσαν ως έναν διαταραγμένο και ανισόρροπο άνθρωπο, ο οποίος ακουγόταν να απειλεί να σκοτώσει τη γυναίκα στην τηλεφωνική συνομιλία που είχε καταγραφεί. Τον Οκτώβριο του 2014, ο ανιψιός του Tayyip Erdoğan, Mehmet Erdoğan, καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια και δύο μήνες στη φυλακή, κατηγορούμενος για εμπόριο ναρκωτικών από το Πρώτο Ανώτερο Ποινικό Δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ο Mehmet συνελήφθη με 50 κιλά ναρκωτικών σε μια έφοδο στην Κωνσταντινούπολη στις 8 Φεβρουαρίου 2010. Ωστόσο, απελευθερώθηκε στην πρώτη του ακρόαση στις 27 Ιουνίου 2011, όταν είπε ότι δεν ήταν πωλητής αλλά μάλλον ήταν καταναλωτής ναρκωτικών για 22 χρόνια.

Θα είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς ξεδιπλώνεται η ιστορία του Ερντογάν σχετικά με τους υποτιθέμενους δεσμούς του με την εμπορία ναρκωτικών. Σύμφωνα με φήμες, ορισμένες από τις ναυτιλιακές γραμμές που διαχειρίζονται η οικογένεια και οι επιχειρηματικοί συνεργάτες του Erdoğan παρακολουθούνται προσεκτικά σε διεθνή ύδατα, λόγω υποψιών για παράνομη διακίνηση όπλων και ναρκωτικών. Στην πραγματικότητα, ο πρόσφατος καυγάς με την Ελλάδα για ένα τουρκικό φορτηγό ήταν κατά τα φαινόμενα περισσότερο για αυτό το παράνομο σύστημα παρά για τα ανεπίλυτα ζητήματα κυριαρχίας στο Αιγαίο μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας (http://www.iefimerida.gr/news/348208/limeniko-gia-epeisodio-me-ta-pyra-kata-toyrkikoy-ploioy-eihame-pliroforia-gia-narkotika).


ΠΗΓΗ

23/10/2017




Aπό διαδήλωση υπέρ φυλακισθέντων πανεπιστημιακών στην Κων/πολη

 3.

H τουρκική ελίτ ζητά άσυλο στη Γερμανία.

Δημόσιοι υπάλληλοι, γιατροί, νομικοί, διπλωμάτες. Από το αποτυχημένο πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016 πολλοί τούρκοι αξιωματούχοι έχουν ζητήσει άσυλο στη Γερμανία. Η τάση εξακολουθεί να είναι αυξητική.


Ο Τζεμ ήταν δημόσιος υπάλληλος στην Κων/πολη με πτυχίο από κορυφαίο πανεπιστήμιο. Το ίδιο και η σύζυγός του. Από το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία τον Ιούλιο του 2016 και μετά ζούσαν υπό καθεστώς φόβου και αβεβαιότητας. Τελικά αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη χώρα και να ζητήσουν άσυλο στη Γερμανία. «Δεν είναι μια εύκολη αλλαγή να γίνεσαι από ευυπόληπτος δημόσιος υπάλληλος, πρόσφυγας. Όμως αποτελούσα στόχο της κυβέρνησης Ερντογάν. Θα φυλακιζόμουν ή θα έπρεπε να εγκαταλείψω τη χώρα που τόσο αγαπώ», αναφέρει ο 40χρονος Τούρκος.
  
Πάνω από 600 υψηλόβαθμοι κρατικοί αξιωματούχοι ζήτησαν άσυλο στη Γερμανία μετά την απόπειρα πραξικοπήματος εξαιτίας των έκτακτων μέτρων και των διώξεων που είχε εξαπολύσει ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν. Αυτά τα στοιχεία ανέφερε τουλάχιστον την περασμένη εβδομάδα το γερμανικό υπ. Εσωτερικών. Ο αριθμός των αιτήσεων μάλιστα έχει αυξητική τάση και το όλο θέμα αποτελεί μόνιμο αγκάθι στις διμερείς σχέσεις Γερμανίας-Τουρκίας.

Από τον Ιούλιο του 2016 έχουν αλλάξει τα πάντα, είπε ο Τζεμ σε συνέντευξή του στο γερμανικό πρακτορείο, συμπληρώνοντας ότι όποιος δεν στηρίζει τον Ερντογάν, θεωρείται αυτομάτως «τρομοκράτης». Πριν από έναν χρόνο ο ίδιος ήρθε στη Γερμανία, όταν απολύθηκε. Ένας συνάδελφoς και φίλος του φυλακίστηκε. Ο Τζεμ φοβόταν ότι θα ήταν ο επόμενος. «Στην Τουρκία πλέον δεν υπάρχει δίκαιο, ασφάλεια, ανοχή, δημοκρατία, ελευθερία της έκφρασης ή του τύπου», είπε ο ίδιος. Αλλά και στη Γερμανία ζει ακόμη με φόβο. Γνωρίζει καλά ότι και στη Γερμανία υπάρχουν υποστηρικτές του Ερντογάν και για το λόγο αυτό αποφεύγει τις πολλές επαφές με συμπατριώτες του.

Οι διώξεις στην Τουρκία συνεχίζονται

Στο μεταξύ πάνω από 150.000 μόνιμοι Τούρκοι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα ή απολυθεί μέσα στην ίδια περίοδο. Πάνω από 50.000 βρίσκονται στη φυλακή επί τη βάσει σαθρών κατηγοριών περί σύνδεσής τους με το κίνημα του ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος ζει αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ. Μεταξύ των ανθρώπων που έχασαν τη δουλειά τους είναι και δυο καθηγητές ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ο Μεχμέτ 46 και η σύζυγός του Μερβέ 44 ετών. «Χάσαμε τις θέσεις μας αμέσως μετά την απόπειρα πραξικοπήματος. Σε μερικές γραμμές ως αιτία θεωρούνταν η υποτιθέμενη συμμετοχή μας στο κίνημα Γκιουλέν. Ήταν για μας σοκ». Παρόμοια τύχη είχαν πολλοί άλλοι καθηγητές από το ίδιο πανεπιστήμιο, ενώ το ένα τρίτο εξ αυτών φυλακίστηκε. «Μας έγινε έτσι σαφές ότι διατρέχαμε μεγάλο κίνδυνο», αναφέρει η Μερβέ. «Ο Ερντογάν απομακρύνει από τις θέσεις τους όλους εκείνους που θεωρεί εμπόδιο, αντικαθιστώντας τους μόνο με άτομα της εμπιστοσύνης του», σημειώνει η ίδια. Από την πλευρά του ο Μεχμέτ αναφέρει ότι «ο τουρκικός λαός δεν έχει καμία τύχη, του ασκούνται τεράστιες πιέσεις. Ο λαός δεν μπορεί να σταματήσει τον Ερντογάν». 

Το ζευγάρι πανεπιστημιακών έχει ζητήσει άσυλο στη Γερμανία, όπως και το Τζεμ. Και αυτοί αποφεύγουν τις επαφές με τουρκικής καταγωγής άτομα στη Γερμανία, επειδή φοβούνται ότι κάποιοι μπορεί να δώσουν προσωπικά τους στοιχεία στις τουρκικές διωκτικές αρχές. Για το λόγο αυτό ο Μεχμέτ και η Μερβέ σπάνια βγαίνουν μέχρι στιγμής από το σπίτι τους στην Κολωνία.

Την κατάσταση φόβου που βιώνουν πολλοί Τούρκοι που ζητούν τελευταία άσυλο στη Γερμανία επιβεβαιώνουν και εκπρόσωποι του κλάδου καθηγητών γερμανικής γλώσσας, οι οποίοι διδάσκουν σε διάφορα σχολές ανά τη χώρα γερμανικά σε νεοαφιχθέντες Τούρκους. Όπως ανέφερε στο γερμανικό πρακτορείο ο Ματίας Γιουνγκ, πρόεδρος του Συνδέσμου Διδασκαλίας των Γερμανικών ως Ξένης Γλώσσας, πρόκειται κυρίως για ανθρώπους προερχόμενους από την τουρκική ελίτ. Είναι καθηγητές, δικηγόροι, δημόσιοι, υπάλληλοι, γιατροί, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Ο ίδιος μάλιστα εκτιμά ότι οι συνεχιζόμενες διώξεις στην Τουρκία θα αυξήσουν κι άλλο τον αριθμό αντίστοιχων αιτούντων άσυλο από την Τουρκία. Ενδεικτικό είναι ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2017 συνολικά οι αιτήσεις Τούρκων για άσυλο στη Γερμανία ξεπερνούν τις 5400. Για τους περισσότερους όμως η επιστροφή στην πατρίδα φαντάζει πλέον αδύνατη.

Dpa, Γιούρικο Βαλ- Ίμελ / Δήμητρα Κυρανούδη


23/10/2017