Εκατό χρόνια μετά από τη ''Διακήρυξη Balfour''.

  Τόσες πολλές δολιότητες και προδοσίες δεν θα μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε προβλήματα. Και πράγματι έτσι έκαναν, όπως μαρτυρούν εκατό χρόνια ιστορίας της Μέσης Ανατολής.



Πριν από εκατό χρόνια, ενώ ο Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν και κανείς δεν ήξερε ποια πλευρά θα κέρδιζε, η βρετανική κυβέρνηση, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Ντέιβιντ Λόυντ Τζορτζ [1], δημοσίευσε μια δήλωση με το όνομα του Arthur Balfour, του υπουργού Εξωτερικών. Αυτή η «Διακήρυξη Balfour [2]» υποσχέθηκε να στηρίξει «την εγκαθίδρυση εθνικής πατρίδας για τον εβραϊκό λαό στην Παλαιστίνη», εφόσον αυτό δεν «προξενεί ζημιά στα αστικά και θρησκευτικά δικαιώματα των υφιστάμενων μη εβραϊκών κοινοτήτων» εκεί. Αυτό το σύντομο έγγραφο (η κρίσιμη παράγραφός του περιέχει 67 λέξεις) έθεσε τα θεμέλια του σύγχρονου Ισραήλ -αλλά «έσπειρε και τα δόντια του δράκου» [στμ: δηλαδή αποτέλεσε την πηγή μελλοντικών προβλημάτων].


Γιατί το έκανε αυτό η βρετανική κυβέρνηση; Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μερικοί υπουργοί συμπαθούσαν τους Εβραίους και ήθελαν να τους βοηθήσουν. Άλλοι επισημαίνουν ότι ο Λόυντ Τζορτζ και ο Arthur Balfour ήταν Χριστιανοί Σιωνιστές, που ήθελαν να διευκολύνουν την συγκέντρωση Εβραίων στην Παλαιστίνη, μια προϋπόθεση για την Δευτέρα Παρουσία όπως πίστευαν. Ωστόσο άλλοι σημειώνουν την στρατηγική σημασία της Παλαιστίνης: Επιβλέπει την Αίγυπτο, μέσω της οποίας διατρέχει το Κανάλι του Σουέζ, ο ομφάλιος λώρος του Ηνωμένου Βασιλείου εκείνη την εποχή, και το υπουργικό συμβούλιο επιθυμούσε έναν ευγνώμονα και ευρέως ευρωπαϊκό πληθυσμό για να παράσχει σταθερότητα εάν οι Βρετανοί δημιουργούσαν ένα προτεκτοράτο εκεί. Επιπλέον, όπως άλλοι ιστορικοί σημείωσαν, οι μανδαρίνοι του Υπουργείου Εξωτερικών ώθησαν τον Λόυντ Τζορτζ και τον Μπαλφούρ να ενεργήσουν επειδή φοβούνταν ότι αν δεν το έπρατταν, η Γερμανία θα αποστερούσε έτσι από το Ηνωμένο Βασίλειο την εβραϊκή υποστήριξη.

Κάθε ένα από αυτά τα επιχειρήματα είναι αληθινό, και το τελευταίο επισημαίνει τον σημαντικότερο λόγο όλων. Η κυβέρνηση του Lloyd George εξέδωσε την Διακήρυξη Balfour κυρίως επειδή σκέφτηκε ότι κάτι τέτοιο θα την βοηθούσε να κερδίσει τον πόλεμο. Τα περισσότερα από τα μέλη της [κυβέρνησης] πίστευαν ότι ο «παγκόσμιος ιουδαϊσμός» είχε μεγάλη υπόγεια επιρροή -πάνω στην παγκόσμια οικονομία, για παράδειγμα, και, αντιθέτως, πάνω στον παγκόσμιο σοσιαλισμό. Θεώρησαν ότι οι Αμερικανοί Εβραίοι χρηματοδότες θα μπορούσαν να πείσουν τον Αμερικανικό πρόεδρο, Woodrow Wilson, να φέρει την χώρα του στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Θεωρούσαν ότι οι Ρώσοι Εβραίοι σοσιαλιστές θα μπορούσαν να πείσουν τον πρωθυπουργό της Ρωσίας, Aleksandr Kerensky, να μην αποχωρήσει [από τον πόλεμο]. Και πίστευαν ότι ο τρόπος για να κερδίσουν αυτούς τους διαφορετικούς Εβραίους ήταν να τους υποσχεθούν την Παλαιστίνη.

Τα πίστευαν όλα αυτά, επειδή τους είχε πείσει ο σημαντικότερος σιωνιστής στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Chaim Weizmann. Ο Weizmann ήταν Ρώσος Εβραίος, εκπαιδευμένος στην Γερμανία και την Ελβετία, και τότε απασχολείτο στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ ως αναπληρωτής καθηγητής [στμ: reader στο βρετανικό εκπαιδευτικό σύστημα] στην Χημεία. Κατά κάποιον τρόπο, αυτός ο volksmensch, δηλαδή ένας «άνθρωπος του λαού» όπως τον αποκάλεσε κάποτε ένας φίλος του, έμαθε να μιλάει την γλώσσα της βρετανικής πολιτικής ελίτ και να κινείται εύκολα μεταξύ των μελών της, παρά τον αντισημιτισμό τους. Στην πραγματικότητα, ο Weizmann ασκούσε πάνω τους ένα είδος πολιτικού jiu jitsu, χρησιμοποιώντας τις προκαταλήψεις τους προς όφελός του. Όταν εκείνοι κατηγορούσαν ότι οι Εβραίοι είχαν τεράστιες μυστηριώδεις δυνάμεις, συμφωνούσε. «Μας χρειάζεστε», τους έλεγε ουσιαστικά, «τώρα περισσότερο από ποτέ».

Χαρισματικός και συναρπαστικός, ο Weizmann ξεκίνησε το 1914 με μια επίθεση πολιτικής γοητείας, διδάσκοντας στην βρετανική κυβερνώσα τάξη τις αρχές του Σιωνισμού, η πρώτη από τις οποίες ήταν ότι οι Εβραίοι πρέπει να έχουν την δική τους χώρα, όπως και κάθε άλλη εθνικότητα. Παραγκώνισε τους Βρετανούς Εβραίους που υποστήριζαν ότι οι Εβραίοι δεν αποτελούσαν έθνος, ότι μοιράζονταν απλώς ένα σύστημα πεποιθήσεων που θα μπορούσε να ασκηθεί οπουδήποτε και ότι οι Εβραίοι θα πρέπει να προσπαθούν να αφομοιωθούν στις χώρες διαμονής τους. Μέχρι τότε, ήταν αυτοί οι αποκαλούμενοι assimilationists [στμ: υπέρμαχοι της αφομοίωσης] που μιλούσαν για την εβραϊκή κοινότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Weizmann θριάμβευσε τελείως έναντί τους. Η δήλωση Balfour αποτελεί απόδειξη επ’ αυτού.

Ωστόσο, το έγγραφο πήρε τόσο πολύ χρόνο για να παραχθεί, και η διαδικασία της παραγωγής του ήταν τόσο βασανιστική, που είχε απρόβλεπτα αποτελέσματα. Πρώτα απ’ όλα, την στιγμή που δημοσιοποιήθηκε οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ήδη εισέλθει στον πόλεμο και η Ρωσία ήταν αμετάκλητα στο δρόμο της αποχώρησής της. Η Διακήρυξη Balfour, σε αντίθεση με τις επιθυμίες εκείνων που την πλαισίωσαν, δεν επηρέασε την έκβαση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά σίγουρα επηρέασε αυτά που συνέβησαν μετά.

Κατά την διάρκεια του πολέμου, με το ένα χέρι η βρετανική κυβέρνηση προσπάθησε να κερδίσει τους Σιωνιστές, ενώ με το άλλο καλόπιανε τους Άραβες για να υπηρετούν τα συμφέροντά της. Ενθάρρυνε με επιτυχία τον Husayn ibn Ali, τον sharif [Μουσουλμάνο διοικητή] της Μέκκας, να επαναστατήσει ενάντια στον κοινό εχθρό τους, την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όταν ο sharif ξεκίνησε την εξέγερσή του, πίστευε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είχε υποσχεθεί να στηρίξει την δημιουργία ενός ανεξάρτητου αραβικού βασιλείου, συμπεριλαμβανομένης της Παλαιστίνης, του οποίου θα ήταν ο ηγέτης -όχι μια πατρίδα στην Παλαιστίνη για τον εβραϊκό λαό. Θεώρησε, ως εκ τούτου, την Διακήρυξη Balfour ως μια μεγάλη προδοσία. Μετά τις 2 Νοεμβρίου 1917, ούτε αυτός ούτε οι οπαδοί του δεν θα εμπιστεύονταν την «ύπουλη Αλβιόνα».

Το ίδιο και πολλοί Σιωνιστές (αν και ο Weizmann παρέμεινε αγγλόφιλος σε όλη του την ζωή). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ανακάλυψαν πως ακόμα και όταν η βρετανική κυβέρνηση υποσχόταν την Παλαιστίνη σε αυτούς, δεσμευόταν από την συμφωνία Sykes-Picot του 1916 να παραχωρήσει το βόρειο τμήμα της χώρας στην Γαλλία και τις ιερές πόλεις στην κυβέρνηση μέσω διεθνούς συγκυριαρχίας. Φυσικά, οι Σιωνιστές δεν θεωρούσαν την Διακήρυξη Balfour ως προδοσία, αλλά γνώριζαν τώρα ότι η βρετανική κυβέρνηση ήταν ικανή να τους εγκαταλείψει.

Αυτό που ποτέ δεν έμαθαν ήταν ότι ο Λόυντ Τζορτζ ήταν έτοιμος να τους προδώσει ακόμα και όταν γιόρταζαν την Διακήρυξη που [εκείνος] έκανε δυνατό να υπάρξει. Τον Ιανουάριο του 1918, μόλις εβδομάδες αφότου την εξέδωσε, είχε στείλει έναν απεσταλμένο να μιλήσει με τους Τούρκους για μια ξεχωριστή ειρήνη. Το να είναι η Τουρκία έξω από τον πόλεμο θα αποτελούσε μεγαλύτερη συμβολή σε μια νίκη των συμμάχων απ’ όσο οτιδήποτε αφορούσε τους Εβραίους και τους Άραβες. Ο Λόυντ Τζορτζ προσέφερε στους Τούρκους διάφορα κίνητρα. Ένα [από αυτά] ήταν ότι αν οι Οθωμανοί εγκατέλειπαν την Γερμανία, η σημαία τους θα μπορούσε να συνεχίσει να ανεμίζει πάνω από την Παλαιστίνη. Αν είχαν αποδεχθεί αυτή την προσφορά, κανείς δεν θα αναφερόταν σήμερα στην Διακήρυξη Balfour.

Τόσες πολλές δολιότητες και προδοσίες δεν θα μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε προβλήματα -και έτσι έκαναν, όπως μαρτυρούν εκατό χρόνια ιστορίας της Μέσης Ανατολής. Ένα άλλο σημείο, όμως, προκαλεί ακόμα πιο απογοητευτικές σκέψεις. Όταν ο Λόυντ Τζορτζ  πλησίασε τους Τούρκους τον Ιανουάριο του 1918, το έπραξε χωρίς να ενημερώσει τον υπουργό του επί των Εξωτερικών ή, στην πραγματικότητα, οποιονδήποτε άλλον στο Υπουργείο Εξωτερικών. Δούλεψε μόνος του. Σίγουρα, δεν είναι ο μόνος ηγέτης μιας χώρας που αγνόησε τους συμβούλους του. Αυτό ήταν αρκετά επικίνδυνο πριν από έναν αιώνα. Στην εποχή του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, είναι τρομακτικό να το σκέφτεσαι.


Jonathan Schneer,
 μέλος του Δικτύου Μελετητών Στρατηγικής, διδάσκει σύγχρονη βρετανική ιστορία στο Georgia Institute of Technology. Είναι ο συντάκτης του βιβλίου με τίτλο «Διακήρυξη Balfour: Οι Πηγές της Αραβο-Ισραηλινής Σύγκρουσης», το οποίο κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Εβραϊκών Βιβλίων το 2010.

ΠΗΓΗ:http://www.foreignaffairs.gr/articles/71495/jonathan-schneer/i-diakiryksi-balfour?

03/11/2017





                    ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ                


 Διακήρυξη Μπάλφουρ: 
Η αρχή του κακού

Στις 2 Νοεμβρίου 1917 ο επικεφαλής της βρετανικής διπλωματίας Άρθουρ Μπάλφουρ υπογράφει ένα κείμενο, σύμφωνα με το οποίο «η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας είναι ευνοϊκά διακείμενη στην ίδρυση στην Παλαιστίνη μιας εθνικής εστίας για τον εβραϊκό λαό».

Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος εισερχόταν στον τελευταίο χρόνο του και το Λονδίνο επιδίωκε να ενισχύσει τις θέσεις του και να εξασφαλίσει την υποστήριξη του σιωνιστικού κινήματος, το οποίο αναπτυσσόταν στους κόλπους των εβραϊκών κοινοτήτων της Ευρώπης και της Αμερικής.

Η λεγόμενη Διακήρυξη Μπάλφουρ ήταν αυτή που τότε, πριν από έναν αιώνα, άνοιξε τον δρόμο για τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ και την κατοχή της Παλαιστίνης, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Πολιτικός σιωνισμός

Το κίνημα του Σιωνισμού αναπτύχθηκε κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στη Δυτική Ευρώπη και στην τσαρική Ρωσία και έκτοτε απέβλεπε στη δημιουργία ενός εβραϊκού εθνικού κράτους στην περιοχή της Παλαιστίνης. Στο πλαίσιο αυτό, από το 1882 έως το 1914, δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι μετανάστευσαν στην αρχαία κοιτίδα τους, όπου σταδιακά αγόρασαν μεγάλες εκτάσεις γης και ανέπτυξαν τους δικούς τους θεσμούς.

Στα τέλη Αυγούστου του 1897, ένα χρόνο μετά την έκδοση του βιβλίου του «Το εβραϊκό κράτος», ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Τίοντορ Χερτσλ συγκαλεί στη Βασιλεία, στην Ελβετία, το πρώτο σιωνιστικό συνέδριο, στο οποίο συμμετέχουν κάπου 200 εκπρόσωποι, προερχόμενοι στην πλειονότητά τους από την ανατολική Ευρώπη και κυρίως από τη Ρωσία.

«Ο σιωνισμός φιλοδοξεί να δημιουργήσει, για τον εβραϊκό λαό, μια εστία στην Παλαιστίνη την οποία θα εγγυάται το δημόσιο δίκαιο», διακηρύττει το συνέδριο.

Το συνέδριο θέλει ιδίως να ενθαρρύνει «τον αποικισμό της Παλαιστίνης από εβραίους αγρότες, εργάτες και τεχνίτες», να ενισχύσει το «εβραϊκό εθνικό αίσθημα» και να εξασφαλίσει από διάφορες κυβερνήσεις «την απαραίτητη συναίνεση για την υλοποίηση των πόθων του σιωνισμού».

Παράλληλα, ο αντισημιτισμός και τα πογκρόμ στη Ευρώπη επιτάχυναν την άφιξη των Εβραίων στην Παλαιστίνη: ήταν 47.000 στο 1895 έναντι 24.000 το 1882.

Από αραβικής πλευράς, μετά τις διαμαρτυρίες παραγόντων της Ιερουσαλήμ, οι πρώτες πολιτικές οργανώσεις  για να αγωνιστούν κατά του σιωνισμού δημιουργήθηκαν το 1911 στη Χάιφα και στη Γιάφα.

Διαβάστε επιπλέον:






Τα βρετανικά συμφέροντα

Στα τέλη του 1915, η Γαλλία και η Βρετανία συζητούν έναν διαμοιρασμό των αραβικών εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Παράλληλα βρετανοί απεσταλμένοι διαπραγματεύονται με τον Χουσεΐν, σαρίφη της Μέκκας, τον οποίο δελεάζουν με το όνειρο της αραβικής ανεξαρτησίας.

Το 1916, ο βρετανός σερ Μαρκ Σάικς και ο γάλλος Φρανσουά Ζορζ-Πικό αποφασίζουν να θέσουν την Παλαιστίνη υπό διεθνή διοίκηση, στο πλαίσιο ενός μελλοντικού διαμοιρασμού, μεταξύ των χωρών τους, των αραβικών επαρχιών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Όμως η Βρετανία δεν περιορίζεται σε αυτήν τη διεθνοποίηση, ακόμη κι αν αποκτά τον άμεσο έλεγχο των λιμανιών της Χάιφα και του Αγίου Ιωάννη της Άκρας. Θέλει να κατευθύνει προς όφελός της τις σιωνιστικές φιλοδοξίες και θεωρεί πως η αναγνώριση μιας «εβραϊκής εθνικής εστίας» μπορεί να την εξυπηρετεί προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντά της στη Μέση Ανατολή.

Από την πλευρά του, το σιωνιστικό κίνημα ξεκινά διαπραγματεύσεις με τη βρετανική κυβέρνηση. Το βοηθά ο διορισμός στο Φόρεϊν Όφις, στα τέλη του 1916, του Arthur Balfour, που βλέπει με συμπάθεια την εβραϊκή υπόθεση.

Μια απλή φράση

Στις 2 Νοεμβρίου 1917 λοιπόν, ο  Arthur Balfour απευθύνει στον λόρδο Γουόλτερ Ρόθτσιλιντ, ύπατο εκπρόσωπο της βρετανικής εβραϊκής κοινότητας, δακτυλογραφημένη επιστολή εγκεκριμένη από το υπουργικό συμβούλιο, με την οποία του ζητά να γνωστοποιήσει στη σιωνιστική Ομοσπονδία πως:

«Η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας είναι ευνοϊκά διακείμενη στην ίδρυση στην Παλαιστίνη μιας εθνικής εστίας για τον εβραϊκό λαό και θα καταβάλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να διευκολύνει την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού, νοουμένου ότι τίποτα δεν θα γίνει που να μπορεί να πλήξει τα πολιτικά και θρησκευτικά δικαιώματα των μη εβραϊκών κοινοτήτων στην Παλαιστίνη, ή τα δικαιώματα και το πολιτικό καθεστώς που απολαμβάνουν οι Εβραίοι στις υπόλοιπες χώρες».

Αυτή η απλή φράση αποτελεί μια μεγάλη νίκη για τον  Chaim Weizmann (Χάιμ Βάιτσμαν), επικεφαλής των σιωνιστών της Βρετανίας και μελλοντικό πρώτο πρόεδρο του Ισραήλ, ο οποίος κατηύθυνε όλες τις προσπάθειές του προς την επίτευξη αυτού του σκοπού.

Στην προκειμένη περίπτωση, το πρόβλημα δεν ήταν μόνο ότι οι Βρετανοί μοίραζαν εδάφη που δεν τους ανήκαν· το πρόβλημα ήταν ότι δύο χρόνια νωρίτερα είχαν «προσφέρει» τα ίδια ακριβώς εδάφη και στους Αραβες, προκειμένου να τους προσεταιρισθούν στον αγώνα εναντίον των Τούρκων.

Βέβαια, στη Μέση Ανατολή, οι Άραβες ποτέ δεν ρωτήθηκαν για τη διακήρυξη αυτή, ούτε καν ενημερώθηκαν για την ύπαρξή της. Κι όμως, το 1917 οι Εβραίοι αποτελούσαν μόλις το 7% του πληθυσμού της Παλαιστίνης.

Έτσι, οι πρώτες διαδηλώσεις κατά της διακήρυξης Μπάλφουρ πραγματοποιούνται τον Φεβρουάριο του 1920 στην Ιερουσαλήμ, στη Γιάφα και στη Χάιφα.

Η γέννηση του κράτους του Ισραήλ

Τον Απρίλιο του 1920, η διάσκεψη του Σαν Ρέμο αναθέτει στο Λονδίνο την εντολή για την Παλαιστίνη. Σύμφωνα με το κείμενο της εντολής αυτής, που εγκρίθηκε οριστικά το 1922 από την Κοινωνία των Εθνών, η Βρετανία «θα αναλάβει την ευθύνη να δημιουργήσει στη χώρα μια πολιτική, διοικητική και οικονομική κατάσταση που θα εξασφαλίσει την εγκαθίδρυση μιας εθνικής εστίας για τον εβραϊκό λαό». Είναι μια τεράστια επιτυχία για τους σιωνιστές.

Το 1936 ξέσπασε η λεγόμενη «Αραβική Εξέγερση», που στρεφόταν τόσο εναντίον των Βρετανών όσο και των Εβραίων κατοίκων της Παλαιστίνης.

Με την άνοδο του ναζισμού και μετά το Ολοκαύτωμα στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη αποκτά αξιοσημείωτη έκταση ενώ μυστικές ένοπλες σιωνιστικές ομάδες επιταχύνουν την πίεση.

Την ίδια περίοδο, η υποχώρηση της βρετανικής ισχύος ανά την υφήλιο έμελλε να επηρεάσει την ισορροπία δυνάμεων και στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αντιμέτωπη με τα τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που της κληροδότησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Εργατική κυβέρνηση του Κλέμεντ Ατλι δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει άθικτη την αχανή βρετανική αυτοκρατορία, ιδιαίτερα μάλιστα όταν το αίτημα των αποικιακών λαών για ελευθερία έβρισκε θετική ανταπόκριση και από τις δύο νέες υπερδυνάμεις: τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ενωση. Ετσι, το 1946, οι Βρετανοί αποχώρησαν από την Ιορδανία, ενώ το καλοκαίρι του επόμενου έτους θα αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν ακόμα και την Ινδία.

Η εξασθένηση της Βρετανίας κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, σε συνδυασμό με την αδυναμία της να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις εβραϊκές παραστρατιωτικές οργανώσεις (όπως η Χαγκανά, η Ιργκούν κ.ά.), οδήγησαν το Λονδίνο στην απόφαση να εγκαταλείψει την Παλαιστίνη.

Πράγματι, τον Φεβρουάριο του 1947, η Βρετανία ζήτησε από τον νεοσύστατο Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών να αποφανθεί σχετικά με την τύχη της Παλαιστίνης που, μετά την αποχώρηση των Γάλλων από τη Συρία και τον Λίβανο, αποτελούσε την τελευταία δυτική «εντολή» στη Μέση Ανατολή. Τον Μάιο του ίδιου έτους, ο ΟΗΕ συγκρότησε ειδική επιτροπή η οποία, αφού μελέτησε διεξοδικά την κατάσταση έτσι όπως είχε διαμορφωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες, υπέβαλε δύο σχέδια για το μέλλον της Παλαιστίνης: το πρώτο σχέδιο, που συντάχθηκε από την πλειοψηφία των μελών της επιτροπής, εισηγείτο τη διαίρεση της Παλαιστίνης με τη δημιουργία ενός εβραϊκού και ενός αραβικού κράτους. Αντίθετα, το σχέδιο της μειοψηφίας προέκρινε την ομοσπονδιακή ένωση των δύο κρατών και την άσκηση μιας κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.

Η εβραϊκή πλευρά αποδέχθηκε την πρόταση της πλειοψηφίας, ενώ οι Αραβες απέρριψαν και τα δύο σχέδια. Ετσι, στις 29 Νοεμβρίου 1947, η Γενική Συνέλευση ΟΗΕ με 33 ψήφους υπέρ, 13 κατά (μεταξύ αυτών και της Ελλάδος) και 10 αποχές ψήφισε το σχέδιο διαχωρισμού της Παλαιστίνης σε δύο κράτη, το εβραϊκό και το αραβικό, με την πόλη των Ιεροσολύμων υπό ειδικό διμερές καθεστώς ως corpus separatum.

Στις 14 Μαΐου του 1948, ο  David Ben Gurion  (Νταβίντ Μπεν Γκουριόν) ανακηρύσσει την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ αμέσως μετά το τέλος της βρετανικής εντολής στην Παλαιστίνη - η 15η Μαΐου έχει καταγραφεί δε από τους Παλαιστίνιους ως η «Νάκμπα», η Καταστροφή, καθώς βλέπουν να εγκαθιδρύεται στην ιστορική Παλαιστίνη το εβραϊκό κράτος.

Ο αραβικός κόσμος, όμως, δεν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ σε μια περιοχή που πίστευε ότι του ανήκε, αλλά είχε δοθεί στους Εβραίους από τη Δύση ως «αποζημίωση» για το Ολοκαύτωμα. Στις 15 Μαΐου, μία μόλις ημέρα μετά την ανακήρυξη της ίδρυσης του Ισραήλ, στρατιωτικές δυνάμεις της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, του Λιβάνου, του Ιράκ και της Συρίας επιτέθηκαν εναντίον του νεοσύστατου κράτους. Ο πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος είχε μόλις ξεκινήσει...


Balfour Declaration at 100: Seeds of Discord - Al Jazeera World.

Η στάση της Ελλάδας

Η Ελλάδα ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που το 1947 ψήφισε εναντίον της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ. Όπως εξηγεί ο Μανόλης Κούμας, καθηγητής Ιστορίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, οι παραδοσιακοί δεσμοί με τον αραβικό κόσμο, τα γενικότερα συμφέροντα στη Μέση Ανατολή και στα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αντιοχείας, καθώς και ο φόβος αντιποίνων εις βάρος της ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας, οδήγησαν την κυβέρνηση Σοφούλη στην απόφαση να αντιταχθεί στη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ.

Αν και τον Μάρτιο του 1949 η Ελλάδα αναγνώρισε de facto το Ισραήλ, οι σχέσεις των Αθηνών με την Ιερουσαλήμ δεν αποκαταστάθηκαν πλήρως παρά μόνο το 1990, όταν η ελληνική πλευρά, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, προχώρησε στην de jure αναγνώριση του ισραηλινού κράτους, θέτοντας τις βάσεις για τη σημερινή συνεργασία των δύο κρατών. Πρώτη επίσημη επίσκεψη ισραηλινού προέδρου στη χώρα μας είχαμε μόλις τον Φεβρουάριο του 2006, όταν λίγες ώρες μετά την ανάθεση καθηκόντων υπουργού των Εξωτερικών στην Ντόρα Μπακογιάννη, η τελευταία υποδεχόταν τον πρόεδρο του Ισραήλ τιμώντας τον ως επίτιμο δημότη της πόλεως των Αθηνών υπό την ιδιότητά της ως δημάρχου.

2/11/2017