Η μετάλλαξη του καπιταλισμού.
Η κρίση του υποδείγματος που με αρκετή επιτυχία εφαρμόσθηκε από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και τα τέλη σχεδόν της δεκαετίας του ’70, γνωστού ως κεϋνσιανού-φορντικού υποδείγματος, οφείλεται στο ότι η διαδικασία συσσώρευσης που το υπόδειγμα αυτό εξυπηρετούσε, άρχισε σιγά-σιγά να μετατρέπεται σε φραγμό της αξιοποίησης του κεφαλαίου. Το καθεστώς αυτό της συσσώρευσης του κεφαλαίου, του οποίου το κυρίαρχο μακροοικονομικό χαρακτηριστικό ήταν η τόνωση της ενεργούς ζήτησης διαμέσου της δημοσιονομικής και νομισματικής επέκτασης.
Oδηγήθηκε στα όριά του, όταν οι πολιτικές επέκτασης έδωσαν ώθηση στην κλιμάκωση του πληθωρισμού παράλληλα με περαιτέρω συμπίεση των κερδών, πάγωμα των επενδύσεων και αύξηση της ανεργίας. Το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού αποτέλεσε τη θεωρητική ταφόπετρα του ήδη ευνουχισμένου κεϋνσιανού υποδείγματος ανάπτυξης.
Oδηγήθηκε στα όριά του, όταν οι πολιτικές επέκτασης έδωσαν ώθηση στην κλιμάκωση του πληθωρισμού παράλληλα με περαιτέρω συμπίεση των κερδών, πάγωμα των επενδύσεων και αύξηση της ανεργίας. Το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού αποτέλεσε τη θεωρητική ταφόπετρα του ήδη ευνουχισμένου κεϋνσιανού υποδείγματος ανάπτυξης.
Η ολική κρίση του κεϋνσιανού-φορντικού υποδείγματος και του απορρέοντος καθεστώτος συσσώρευσης ήταν αναμενόμενο να παρασύρει σειρά βασικών ρυθμίσεων της κεφαλαιακής σχέσης. Ρυθμίσεις, οι οποίες αποτελούσαν εγγενείς συνιστώσες και δομικά χαρακτηριστικά του, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές πλαίσιο.
H αιτία της κρίσης του κεϋνσιανού υποδείγματος βρίσκεται στο γεγονός ότι η δομή συσσώρευσης του υποδείγματος και της ηγεμονίας που αυτό εξασφάλιζε άρχισε να γίνεται φραγμός της αξιοποίησης του κεφαλαίου. Ο τρόπος ρύθμισης της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής διαδικασίας παραγωγής κέρδους, που υιοθετήθηκε σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, εξυπηρέτησε τότε τις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου.
Από τη θεωρία στην πολιτική πράξη
Έφθασε, όμως, σε ένα σημείο που όχι μόνο να μην εξυπηρετεί τις ανάγκες του κεφαλαίου, αλλά και να γίνεται εμπόδιο στη διαδικασία αξιοποίησής του. Επομένως να μην είναι βέβαιο ότι μπορούν να εξασφαλιστούν μακροχρόνια οι συνθήκες αναπαραγωγής αυτού του τρόπου ρύθμισης, έτσι ώστε απρόσκοπτα να συνεχίζει να παράγεται το απαιτούμενο ποσοστό κέρδους.
Οι ειδικές μορφές έκφρασης της κρίσης μπορούν να εντοπισθούν στην εμφάνιση του στασιμοπληθωρισμού, στις μειωμένες επενδύσεις, στη μείωση του ποσοστού κέρδους. Όπως εύκολα γίνεται κατανοητό, οι ειδικές μορφές έκφρασης αντανακλούν την απαξίωση των βασικών λειτουργικών στηριγμάτων του φορντικού υποδείγματος.
Η απαξίωση αυτή –και εδώ είναι η πλέον ενδιαφέρουσα πλευρά των εξελίξεων– άνοιξε διάπλατα τις πόρτες στην επερχόμενη νεοφιλελεύθερη θύελλα. Η θεωρητική θεμελίωση του νεοφιλελευθερισμού επί σειρά ετών ασκούνταν συστηματικά στα πανεπιστήμια του Σικάγο και του Στάνφορντ. Βρήκε δε την πολιτική της έκφραση στην πολιτική του Ρέιγκαν και της Θάτσερ.
Στην περίοδο που το συνδικαλιστικό κίνημα ασκούσε όλο και περισσότερες πιέσεις διεκδικητικού χαρακτήρα, στο πλαίσιο του συστήματος και είχε κατακτήσει αξιόλογες θέσεις, η απάντηση του κεφαλαίου ήταν μια κλιμακούμενη αντεπίθεση. Αντεπίθεση που οδήγησε όχι μόνο σε πισωγυρίσματα αλλά και σε συντριπτική ήττα των συνδικάτων και του κόσμου της εργασίας.
Η δυσκολία αφομοίωσης του κόστους
Η βάση οργάνωσης της εργασίας στο κεϋνσιανό-φορντικό υπόδειγμα ήταν η τεϋλοριστική σύλληψη. Τα όρια του φορντικού υποδείγματος τίθενται από την περιορισμένη ικανότητα του κεφαλαίου να αυξάνει συνεχώς τη συνολική παραγωγικότητα με ρυθμούς τέτοιους που να επαρκούν για την αφομοίωση του κόστους. Κόστους που προέρχεται από τη ροπή συνεχούς εισαγωγής τεχνολογικών καινοτομιών στο πλαίσιο της ανταγωνιστικής αγοράς, από τη μετατόπιση μεγάλου μέρους της παραγωγικής διαδικασίας στην παραγωγή υπηρεσιών και από τις διεκδικήσεις των εργαζομένων. Η συνεχής προσπάθεια αύξησης της παραγωγικότητας είναι μια από τις βασικές αντίρροπες δυνάμεις στην τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει.
Όμως, τα αποθέματα παραγωγικότητας που περιέχονται στο συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης της εργασίας βαθμιαία εξαντλήθηκαν με συνέπεια να μην εξισορροπείται η τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει. Η πολυπλοκότητα των παραγωγικών συστημάτων, λόγω των εξελισσομένων τεχνολογικών εφαρμογών, και οι απαιτούμενες για την εγκαθίδρυσή τους υψηλές δαπάνες επένδυσης, είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή εξάλειψη του τεϋλοριστικού μαζικού εργάτη ως παραγωγού (και καταναλωτή).
Απαιτείται πλέον ένας ικανός αριθμός άκρως εξειδικευμένων εργαζομένων, οι οποίοι θα διαπλέκονται με τις τεχνολογικές εξελίξεις. Ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός θα υπακούει ρητά και σε ατομική βάση στις απαιτήσεις μιας μονότονης εξουθενωτικής και κακοπληρωμένης εργασίας.
Η μείωση της ζωντανής εργασίας
Η μείωση της ζωντανής εργασίας στο πλαίσιο των νέων τεχνολογικών εφαρμογών οδηγεί προς μια επαναδιοργάνωση της εργασιακής διαδικασίας με στόχο τη θεμελίωση νέων, περισσότερο ευέλικτων συνδυασμών προσώπου και μηχανής. Αυτές δημιουργούν νέες ιεραρχίες μεταξύ των εργαζομένων και ωθούν σε συστηματική εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων.
Συνεπώς η τεϋλοριστική εργασία, με το πέρασμα του χρόνου, παύει να είναι ο σταθεροποιητικός παράγοντας του κεϋνσιανού-φορντικού υποδείγματος καπιταλιστικής παραγωγής. Και στους δύο ρόλους: τόσο ως παραγωγική ικανότητα όσο και ως καταναλωτική δυνατότητα. Τούτο θέτει εκ των πραγμάτων νάρκη στα θεμέλια του αναπαραγωγικού μηχανισμού του εν λόγω υποδείγματος.
Παράλληλα, η ρύθμιση του κοινωνικού κυκλώματος της διανομής, αποτελεί βασικό παράγοντα δημιουργίας και πραγμάτωσης του κέρδους. Ως εκ τούτου, είναι ευάλωτο σημείο του φορντικού υποδείγματος. Η δυσκολία έγκειται στη ρύθμιση του ποσοστού διανομής, δίχως να τεθεί σε κίνδυνο η συνεχής συσσώρευση του κεφαλαίου και το προσδοκώμενο ποσοστό κέρδους.
Ο ρόλος της κοινωνικής ασφάλισης
Στο πλαίσιο του κεϋνσιανού-φορντικού υποδείγματος η κοινωνική ασφάλιση είναι σχεδιασμένη κατά τρόπο που διατηρεί τους ανέργους ή τους μη έχοντες συγκυριακά εργασία ως καταναλωτές. Έτσι, η κοινωνική πρόνοια θεωρείται ως μια αναγκαία δαπάνη ή ένα τμήμα μη αξιοποιήσιμου παραγωγικά κεφαλαίου, προκειμένου να διατηρηθεί το επίπεδο της συνολικής κατανάλωσης, η οποία δρα σταθεροποιητικά στη διευρυμένη αναπαραγωγή της συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Το πλέγμα αυτών των ρυθμίσεων, που αφορούν στην κοινωνική ασφάλιση, δημιούργησε ένα ιατρικό-νοσοκομειακό-φαρμακοβιομηχανικό σύμπλεγμα, το οποίο με το πέρασμα του χρόνου αναπτύσσει μια σχεδόν ανεξέλεγκτη δυναμική αυξανόμενου κόστους. Ταυτοχρόνως μειώνεται η αποτελεσματικότητα στην παροχή υπηρεσιών υγείας και περίθαλψης.
Παράλληλα, οι χαμηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης της οικονομίας προκαλούν αυξανόμενες ανάγκες υποστήριξης των ατόμων, στους οποίους προκλήθηκαν κοινωνικές βλάβες (άνεργοι κ.τ.λ). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απορρόφηση μεγάλων χρηματικών ποσοτήτων και συνεπώς τη δημιουργία δημοσιονομικών πιέσεων.
Πρέπει, επίσης, να συνυπολογισθεί η ύπαρξη συγκεντρωτικών συντεχνιακών και ενσωματωμένων στο σύστημα εργατικών συνδικάτων. Αυτό οφείλεται στο ότι η πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού έχει τη μορφή «ομογενοποιημένου τεϋλοριστικού εργάτη». Μέσω των συνδικάτων και της υπογραφής συλλογικών συμβάσεων εργασίας, οι εργαζόμενοι αντιστέκονται στη μείωση του πραγματικού μισθού. Τα εργατικά συνδικάτα ασκούν την εξουσία τους όσο η παραγωγικότητα της εργασίας υπερβαίνει την αύξηση του κόστους, το οποίο προέρχεται από την προσαρμογή των μισθών.
Συνεπώς, το σύνολο του θεσμικού πλαισίου που υιοθετήθηκε από το κεϋνσιανό-φορντικό υπόδειγμα, με το πέρασμα του χρόνου γίνεται εμπόδιο και απειλή για το καπιταλιστικό κέρδος. Προσέλαβε τη μορφή των φθινόντων ρυθμών ανάπτυξης και των δυσκολιών συσσώρευσης της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Κώστας Μελάς
6 Νοεμβρίου 2017
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Γιατί η σοσιαλδημοκρατία διολίσθησε στο νεοφιλελευθερισμό.
Τη θέση πως η νεωτερική κοινωνία χαρακτηρίσθηκε από το αίτημα της ισότητας συμμερίσθηκαν πλείστοι όσοι διανοούμενοι, προερχόμενοι, μάλιστα, από διαφορετικούς ιδεολογικούς χώρους. Η πίεση αυτού του αιτήματος έφθασε σε υψηλά επίπεδα τη μεταπολεμική περίοδο και συνέπεσε με την πολιτική κυριαρχία της σοσιαλδημοκρατίας.
Το αίτημα για ισότητα την περίοδο αυτή διευρύνθηκε σε μια μεγαλύτερη γκάμα δικαιωμάτων –πολιτικών, αστικών και κοινωνικών. Σ’ αυτή τη διαδικασία οι μορφές που έλαβαν τα αιτήματα για τη διεύρυνση των δικαιωμάτων ήταν πολυποίκιλες. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βρέθηκαν αντιμέτωπες με αυτό που ονομάστηκε «επανάσταση αναδυομένων δικαιωμάτων».
Όμως, εκείνο που πραγματικά χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη περίοδο είναι ότι οι διεκδικήσεις των δικαιωμάτων προέρχονταν από όλες τις κοινωνικές ομάδες. Δεν διεκδικούσαν μόνον οι μειονεκτούντες, οι φτωχοί, οι ανήμποροι. Όλοι διεκδικούσαν. Με τον τρόπο αυτό, όμως, στερείται θεμελίου το διαχρονικά ενυπάρχον ηθικό περιεχόμενο του αιτήματος της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτή ασκείται ή θα έπρεπε να ασκείται μόνο επιλεκτικά, με την καθιέρωση κριτηρίων καθορισμού των δικαιούχων.
Το γεγονός ότι διεκδικούν όλοι νομιμοποιείται από το ότι κάθε άτομο επιδιώκει τη μεγιστοποίηση της οικονομικής ευημερίας του. Αυτό αποτελεί βάση της όλης θέσμισης που διέπει την κοινωνική λειτουργία. Κανένας δεν μπορεί να αποτρέψει ένα άτομο από το να επιχειρεί να αποσπάσει όλο και μεγαλύτερο μερίδιο (οποιασδήποτε μορφής: απολαβές, παροχές κτλ) από το Κοινωνικό Κράτος, το οποίο έχει αναλάβει την κατανεμητική διαδικασία.
Τα οικονομικά της ευημερίας
Ο φιλελεύθερος ατομικισμός εξακολουθεί να είναι κυρίαρχος και στην οικονομική του διάσταση. Θεωρητικά περιγράφεται από τα «οικονομικά της ευημερίας» και συγκεκριμένα από τα δύο θεμελιώδη θεωρήματα του Pareto. Είναι γνωστό ότι τα «οικονομικά της ευημερίας» είναι ο κλάδος της οικονομίας που ασχολείται με δεοντολογικά ζητήματα.
Κεντρικός στόχος των οικονομικών της ευημερίας είναι να παράσχει ένα πλαίσιο, εντός του οποίου μπορούν συστηματικά να αξιολογούνται οι οικονομικές δραστηριότητες ως προς την αποτελεσματικότητα και την δικαιοσύνη-ισότητα (εκφραζόμενη ως κατανομή του εισοδήματος) σε μια ανταγωνιστική (καπιταλιστική) οικονομία. Τα οικονομικά της ευημερίας συλλαμβάνουν εννοιολογικά ως αντίστροφες τις σχέσεις αποτελεσματικότητα-ισότητα.
Ουσιαστικά, η αποτελεσματικότητα εμπεριέχει την ισότητα, δεδομένου ότι η άριστη επίτευξη της αποτελεσματικότητας αποτελεί το μοναδικό στόχο της οικονομικής δράσης. Κάθε παρέκκλιση από την αποτελεσματική χρήση των πόρων μας οδηγεί σε καταστάσεις ανισορροπίας, άρα σε μη αποτελεσματική θέση.
Τα θεωρήματα του Pareto
Το πρώτο θεώρημα του Pareto υποστηρίζει ότι υπό συγκεκριμένους όρους, οι ανταγωνιστικές αγορές οδηγούν σε μια κατανομή πόρων, η οποία έχει την εξής ιδιότητα: δεν υπάρχει άλλη κατανομή που θα βελτιώνει τη θέση ενός ατόμου χωρίς την ίδια στιγμή να χειροτερεύει τη θέση κάποιου άλλου. Όμως, το να είναι η οικονομία αποτελεσματική (κατά Pareto) προσδιορίζει και μια συγκεκριμένη κατανομή του εισοδήματος, για την οποία το θεώρημα δεν μπορεί να μας πει τίποτε.
Το δεύτερο θεώρημα του Pareto υποστηρίζει ότι αν δεν είναι αρεστή η διανομή του εισοδήματος που προκαλείται από την ανταγωνιστική αγορά, αυτό που χρειάζεται να γίνει είναι η αναδιανομή του αρχικού πλούτου. Αν συμβεί αυτό, η ανταγωνιστική αγορά θα οδηγήσει σε μια νέα κατανομή του εισοδήματος.
Το πεδίο εντός του οποίου μπορεί να κινηθεί η κρατική παρέμβαση καθορίζεται από τα δύο θεωρήματα ευημερίας του Pareto. Ως εκ τούτου, απαιτείται να συνάδει πρωταρχικά με το κριτήριο της αποτελεσματικότητας. Ο σκοπός της κρατικής παρέμβασης είναι η άρση των όποιων εμποδίων εμφανίζονται για τη σωστή και απρόσκοπτη λειτουργία της καπιταλιστικής αγοράς.
Κριτήριο αποτελεσματικότητας και κρατική παρέμβαση
Η κρατική παρέμβαση συνίσταται στην εξουδετέρωση των προβλημάτων ανεπάρκειας της αγοράς, τα οποία μπορούν να προέλθουν από διάφορες αιτίες: από αποτυχία του ανταγωνισμού, από δημιουργία μονοπωλίων, από ανάγκη δημοσίων αγαθών, από επιβαρύνσεις, από αρνητικές εξωτερικές οικονομίες κλίμακος και από μακροοικονομικές ανισορροπίες.
Εκτός των παραπάνω περιπτώσεων (ακόμα και αν η οικονομία ήταν αποτελεσματική κατά Pareto), υπάρχουν ακόμα δύο επιχειρήματα υπέρ της κρατικής παρέμβασης. Το πρώτο αφορά στην αναδιανομή του εισοδήματος. Το δεύτερο αφορά στην παροχή των λεγόμενων κοινωνικών αγαθών (π.χ. η υποχρεωτική στοιχειώδης εκπαίδευση).
Εκείνο που μας ενδιαφέρει πρωτίστως είναι ότι το κριτήριο της αποτελεσματικότητας (κατά Pareto) είναι απολύτως ατομιστικό. Πρώτον, ενδιαφέρεται μόνο για την ευημερία του κάθε ατόμου και όχι για τη σχετική ευημερία διαφορετικών ατόμων. Δεν ασχολείται με την ανισότητα. Δεύτερον, απηχεί ολοκληρωτικά την αντίληψη περί κυριαρχίας του καταναλωτή, σύμφωνα με την οποία το κάθε άτομο είναι υπεύθυνο για τον καθορισμό των αναγκών και επιθυμιών του.
Όμηρος του φιλελεύθερου ατομοκεντρισμού
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, το κριτήριο του Pareto για την αποτελεσματικότητα συνάδει απολύτως με τη φιλελεύθερη αντίληψη της οικονομίας. Ως εκ τούτου, είναι σε πλήρη συμφωνία με το φιλελεύθερο ατομοκεντρικό Κράτος Δικαίου που αποτελεί τη βάση του δικαιϊκού καθεστώτος των δυτικών δημοκρατιών.
Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι η προσπάθεια δημιουργίας ενός κοινωνικού κριτηρίου ως έκφραση της βούλησης της κοινωνίας (η Συνάρτηση Κοινωνικής Ευημερίας) δεν μπόρεσε να στεφθεί με επιτυχία, διότι στηρίχθηκε στην προσπάθεια απλής άθροισης των ατομικών επιλογών. Στην αντίληψη αυτή, η κοινωνία αποτελεί το άθροισμα των ατόμων που την απαρτίζουν.
Οι προσπάθειες της σοσιαλδημοκρατικής σκέψης να δημιουργήσει, εντός του συστήματος, διαφορετικές θεωρήσεις στο οικονομικό επίπεδο της ευημερίας απέτυχαν. Προσέκρουαν πάντοτε στην εμμένουσα αντίληψη περί αποδοτικότητας, όπως αυτή καθοριζόταν από τη συμβατική οικονομική θεωρία. Το αποτέλεσμα ήταν όχι μόνο να μην μπορέσει να παραχθεί μια εναλλακτική οικονομική θεώρηση, αλλά στην πρώτη επικίνδυνη στροφή να κατακρημνισθεί στο βάραθρο του νεοφιλελευθερισμού.
Κώστας Μελάς
4 Νοεμβρίου 2017
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ