Οι έποικοι του κεντροαριστερού χώρου
Ο Τσίπρας τρέφει την ελπίδα πως ένα πολιτικό άνοιγμα προς τη σοσιαλδημοκρατία και πιο συγκεκριμένα η μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς τον κεντροαριστερό χώρο είναι κινήσεις από μόνες τους ικανές να συγκρατήσουν κεντροαριστερής προέλευσης ψηφοφόρους, ή και να επαναπροσελκύσουν κάποιους από όσους έχουν ήδη πάρει αποστάσεις. Σε ένα βαθμό αυτό μπορεί να συμβεί. Δεν πρόκειται, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει ο διάδοχος του μεγάλου ΠΑΣΟΚ.
Το εξόφθαλμο κενό πολιτικής εκπροσώπησης της Κεντροαριστεράς θα καλυφθεί με ηγεμονικούς όρους μόνο όταν εκφρασθούν πολιτικά οι βασικές κοινωνικοοικονομικές ανάγκες του κορμού της εκλογικής της βάσης, δηλαδή των μικρομεσαίων στρωμάτων. Και αυτό είναι αδύνατον σε συνθήκες Μνημονίου τόσο για τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και για την ακόμα ασχημάτιστη ΔΗΣΥ (Δημοκρατική Συμπαράταξη). Πολύ περισσότερο που και οι δύο δείχνουν να μην κατανοούν τις αναδυόμενες κοινωνικές ανάγκες και ως εκ τούτου να μην μπορούν, έστω και στοιχειωδώς, να ανταποκριθούν σ’ αυτές.
Στην Ελλάδα το δραματικά ζητούμενο είναι η απαλλαγή από τα δεσμά των Μνημονίων, η ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, η εξάρθρωση του κλεπτοκρατικού συστήματος, ο ριζοσπαστικός εκσυγχρονισμός και η παραγωγική ανασυγκρότηση. Πρόκειται για εθνικού χαρακτήρα προτάγματα.
Ο ιδεολογικός-πολιτικός μεταπρατισμός του πολιτικού συστήματος και οι εξαρτήσεις συνολικά των αρχουσών ελίτ, όμως, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Με επαρχιώτικο φανατισμό, η υπό τον Μητσοτάκη ΝΔ προσπαθεί να γίνει επαρκώς νεοφιλελεύθερη. Πιο ντροπαλά, αλλά από πίσω, ακολουθούν οι συνιστώσες της ΔΗΣΥ. Κοινός παρονομαστής και των δύο το καθεστωτικό σύνδρομο.
Τα μονά-ζυγά του ΣΥΡΙΖΑ
Ο δε ΣΥΡΙΖΑ, που ξεκίνησε την πορεία του στον χώρο της εξουσίας οπλισμένος με τα απλοϊκά και παρωχημένα ιδεολογήματα της παραδοσιακής Αριστεράς, κατέληξε να εφαρμόζει τις πιο ακραίες μνημονιακές πολιτικές λιτότητας. Η δικαιολογία του είναι η δικαιολογία και των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων: η Ελλάδα βρίσκεται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Παραλλήλως, κινείται με τη λογική ότι το εκλογικό του μέλλον είναι να κατακτήσει τον κεντροαριστερό χώρο. Πώς; Το επιχειρεί με όρους πολιτικής αριθμητικής και όχι άλγεβρας. Κάνει ανοίγματα προς τους όποιους πρόθυμους στη ΔΗΣΥ, θεωρώντας πως έτσι θα βγει μονά-ζυγά κερδισμένος.
Στην όχι πολύ πιθανή περίπτωση που η ΔΗΣΥ, ή μερίδα της, ανταποκριθεί θα συγκροτήσει αντιδεξιό μέτωπο, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ο μεγάλος και κυρίαρχος εταίρος. Εάν πάλι η ΔΗΣΥ συνεργασθεί με τη ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μονοπωλήσει τον χώρο της αντιπολίτευσης και θα εδραιωθεί ως πολιτικός εκφραστής του κεντροαριστερού χώρου.
Η αντίφαση της σοσιαλδημοκρατίας
Όλα αυτά είναι καλά και πιθανόν να αποδώσουν κάποιους εκλογικούς καρπούς. Η αναφορά στη σοσιαλδημοκρατία, όμως, δεν είναι το εισιτήριο για την κατάκτηση της πολιτικής ηγεμονίας. Η διεθνής κρίση, άλλωστε, διαλύει την ψευδαίσθηση ότι η παγκοσμιοποίηση μπορεί να είναι συμβατή με το παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο.
Οι ευρωπαϊκές άρχουσες ελίτ προσπαθούν να επιβάλλουν πολιτικές λιτότητας, οι οποίες τείνουν να «κινεζοποιήσουν» την εργασία και να αποδομήσουν το Κοινωνικό Κράτος. Μόνη μερική εξαίρεση είναι η Γερμανία, αφενός λόγω του μεγάλου εμπορικού πλεονάσματός της, αφετέρου λόγω της ειδικής παράδοσης του μεταπολεμικού γερμανικού καπιταλισμού.
Οι σοσιαλδημοκράτες, ως ένας από τους δύο πυλώνες των ευρωπαϊκών πολιτικών συστημάτων, διαχειρίζονται (στην καλύτερη περίπτωση με μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία) τη μετάβαση προς την κάθε είδους απορρύθμιση. Έχουν, δηλαδή, υποκύψει στις νεοφιλελεύθερες επιταγές της παγκοσμιοποίησης.
Η έμμεση πλην σαφής αυτή προσχώρησή τους, έχει μετατρέψει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε μία πιο ήπια εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού. Όσο μπορούσαν (κυρίως με αύξηση του δημοσίου χρέους) να συντηρούν τη σχετική ευημερία στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, κατάφερναν να διατηρούν την δεσπόζουσα επιρροή τους στο εκλογικό σώμα, πατώντας σε δύο βάρκες. Η κρίση, όμως, συρρικνώνει τα περιθώρια για συνέχιση αυτής της πολιτικής και σταδιακά βγάζει στην επιφάνεια την αντίφασή τους σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Το ΠΑΣΟΚ, ως εγχώρια εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, έπεσε κατηγορία, επειδή ταυτίσθηκε με το Μνημόνιο, δηλαδή με την πιο ακραία εκδοχή της λιτότητας που προωθείται πανευρωπαϊκά. Η κατάρρευσή του και ευρύτερα οι πολιτικές επιπτώσεις του πειράματος ”κοινωνικής μηχανικής” που συντελείται στην Ελλάδα έχουν μηνύματα και για τους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες, ειδικά στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Είναι αμφίβολο, όμως, εάν -μέσα στη βολή τους- μπορούν να τα διαβάσουν.
Το διαζύγιο με το (νεο)φιλελευθερισμό
Εάν η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία συνεχίσει στην ίδια γραμμή πλεύσης, ο ιδεολογικός-πολιτικός εκφυλισμός της θα μετατραπεί και σε εκλογική συρρίκνωση. Πρόκειται για διαδικασία που ήδη συντελείται, γεγονός που έχει αρχίσει να ενεργοποιεί το ένστικτο πολιτικής αυτοσυντήρησης. Η περίπτωση του βρετανικού Εργατικού Κόμματος είναι ενδεικτική. Παρά τις προσπάθειες της πλειονότητας των βουλευτών του να τραβήξουν το χαλί κάτω από τα πόδια του Κόρμπιν, η κομματική βάση τον στήριξε και η στάση της αυτή εκλογικά δικαιώθηκε.
Η περίπτωση του Κόρμπιν έχει έντονα στοιχεία από το «αριστερό χθες» και ως εκ τούτου δεν είναι αυτό που απαιτούν οι καιροί σ’ αυτή την κρίσιμη ιστορική καμπή. Από την άλλη πλευρά, όμως, η άνοδος και η παραμονή του στην ηγεσία εκφράζει τη λαϊκή αντίδραση στην πορεία «ντροπαλής» προσχώρησης των σοσιαλδημοκρατών στο νεοφιλελευθερισμό. Εκφράζει την αναζήτηση μίας νέας πορείας, αντιστοιχισμένης στις ανάγκες των μη προνομιούχων, για να θυμηθούμε τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα θα ανακτήσουν πολιτική δυναμική και κατ’ επέκτασιν εκλογική επιρροή μόνο εάν πάρουν διαζύγιο από το (νεο)φιλελευθερισμό, από τα ιδεολογήματα της παγκοσμιοποίησης και από το καθεστωτικό σύνδρομο. Μόνο εάν ηγηθούν της πολιτικής εκστρατείας για επιβολή ρυθμίσεων και περιορισμών στην ασυδοσία της αυτοκρατορίας του χρήματος που κρύβεται πίσω από τον όρο “αγορές”. Η σχετική συζήτηση έχει ήδη αρχίσει, αλλά η πείρα πείθει ότι η έγκαιρη προσαρμογή των πολιτικών δυνάμεων είναι μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας στην ιστορία.
του Σταύρου Λυγερού
7 Νοεμβρίου 2017