Ο κοινωνικός δαρβινισμός


Αραγε, μπορούν να εξηγηθούν επιστημονικά -και πώς ακριβώς;- οι ρατσιστικές και οι κατάφωρα αντιανθρωπιστικές αντιδράσεις των ανθρώπων;

Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα την αναζητήσουμε στο πολύ γνωστό ιδεολόγημα του κοινωνικού δαρβινισμού ο οποίος, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, έχει επηρεάσει αποφασιστικά όχι μόνο κάποιες πολύ διαδεδομένες κοινωνικές πρακτικές, αλλά και τις επιστημονικές ιδέες μας σχετικά με τη φύση και την κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων.

Οι ιδέες των αυτοαποκαλούμενων «κοινωνικών δαρβινιστών», όπως θα δούμε στο σημερινό και στο επόμενο άρθρο, αποτέλεσαν την προϋπόθεση για την άκριτη και μαζική υιοθέτηση μιας σειράς από ολέθριες κοινωνικές πρακτικές, όπως π.χ. η ρατσιστική και φυλετική βία, η ευγονική, η φρενολογία.

Διόλου περίεργο, λοιπόν, ότι αυτή η ιδεολογία καλλιεργήθηκε συχνά από τα πιο ολοκληρωτικά πολιτεύματα, όπως ο ναζισμός και ο φασισμός, αφού τους προσέφερε μια δήθεν επιστημονική δικαιολογία για την εξάλειψη των αντιπάλων τους.


Αναζητώντας την «ανθρώπινη φύση» 
μεταξύ επιστήμης και ιδεολογίας (VI)

Ο κοινωνικός δαρβινισμός ήταν ένα ιδιαίτερα διαδεδομένο κοινωνικό ιδεολόγημα που, από τα μέσα του 19ου αιώνα, προέβαλλε μια δήθεν επιστημονική εξήγηση η οποία δικαιολογούσε τους σφοδρούς ταξικούς ανταγωνισμούς και τις σεξιστικές και φυλετικές διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων. Πρόκειται για την επιστημονική μεταμφίεση και τον εκσυγχρονισμό του καλβινικού-προτεσταντικού πνεύματος που έβλεπε την πλανητική κυριαρχία της καπιταλιστικής Δύσης ως συνέπεια της βιολογικής ανωτερότητας του λευκού ανθρώπου.

Σύμφωνα με την κυρίαρχη ιδεολογία της ύστερης βικτοριανής εποχής, η φυλετική ανωτερότητα των λευκών αποικιοκρατών δεν μπορούσε πλέον να εξηγείται βάσει του θεϊκού σχεδιασμού, αλλά βάσει της πιο ορθολογικής φυσικής-εξελικτικής νομοτέλειας. Διόλου περίεργο λοιπόν ότι ο κοινωνικός δαρβινισμός είναι ένα συνονθύλευμα κοινωνικών προκαταλήψεων και επιστημονικών παρανοήσεων σχετικά με τη φύση του ανθρώπου.

Πράγματι, ο κοινωνικός δαρβινισμός βασίζεται σε ένα ετερογενές σύνολο ιδεών οι οποίες θεμελιώνονται στη φυσιοκρατική και τη θετικιστική προσέγγιση της επιστημονικής γνώσης, που θεωρούσε ότι η όποια ανθρώπινη ιδιαιτερότητα έπρεπε να δικαιολογηθεί με αυστηρά επιστημονικούς όρους. Και υπό αυτή την έννοια αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα της εκκοσμικευμένης και άρα εκκοσμικευτικής δυτικής σκέψης.

Ο Δαρβίνος δεν ήταν κοινωνικός δαρβινιστής!

Παρανοώντας και διαστρεβλώνοντας την επαναστατική ιδέα του Δαρβίνου περί φυσικής επιλογής, οι αυτοαποκαλούμενοι «κοινωνικοί δαρβινιστές» ιδιοποιήθηκαν -χωρίς τη συναίνεσή του!- το όνομα του πατέρα της σύγχρονης εξελικτικής θεωρίας για να νομιμοποιήσουν επιστημονικά τις υπερσυντηρητικές κοινωνικές θεωρίες τους και τις αντιδραστικές κοινωνικές πρακτικές που αυτές συνεπάγονται.

Ως το κυρίαρχο ευρωπαϊκό ρεύμα σκέψης κατά τον ύστερο 19ο αιώνα, ο κοινωνικός δαρβινισμός υποτίθεται ότι προέκυψε από την επαναστατική ιδέα της εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής, που ο Κάρολος Δαρβίνος διατύπωσε πρώτη φορά το 1859 στο βιβλίο του «Η καταγωγή των ειδών».


Ομως, αυτό δεν είναι ακριβές, αφού ο Herbert Spencer είχε παρουσιάσει στα βιβλία του -ήδη από το 1852 και το 1857- τις βασικές έννοιες αυτού που, πολύ αργότερα και καταχρηστικά, θα ονομαστεί... «κοινωνικός δαρβινισμός».
Στην πραγματικότητα, τη βασική ιδέα του κοινωνικού δαρβινισμού περί «ανταγωνισμού για την επιβίωση του καταλληλότερου» την ανέπτυξε ο Αγγλος φιλόσοφος Herbert Spencer πολύ πριν ο Δαρβίνος διατυπώσει τη θεωρία του.

Θα ήταν λοιπόν ακριβέστερο να μιλάμε για «κοινωνικό σπενσερισμό» και όχι για κοινωνικό δαρβινισμό.

«Οι ιδέες του Spencer δεν είχαν καμία θετική συνεισφορά στη σκέψη του Δαρβίνου. Αντιθέτως, έγιναν αργότερα πηγή μεγάλης σύγχυσης», υποστηρίζει ο μεγάλος εξελικτικός βιολόγος Ερνστ Μάιρ (Ernest Mayr).

Πράγματι, ο Spencer έπεισε τον Δαρβίνο να αντικαταστήσει στην τρίτη έκδοση της «Καταγωγής των ειδών» τον ακριβή όρο φυσική επιλογή με τον εντελώς ανακριβή όρο «επιβίωση του καταλληλότερου».

Γεγονός που δημιούργησε μεγάλη σύγχυση όχι μόνο στη βιολογική αλλά και στην κοινωνική σκέψη διότι πρόκειται για ταυτολογία.

Στο ερώτημα ποιος οργανισμός είναι ο καταλληλότερος, η απάντηση είναι αυτός που επιβιώνει. Και ποιος τελικά θα επιβιώσει; Ο καταλληλότερος.

Ο Spencer και όλοι οι μετέπειτα κοινωνικοί δαρβινιστές αναζητούσαν, πάση θυσία, έναν επιστημονικό τρόπο για να δικαιολογήσουν την ιδεολογική και κρυπτοθεολογική προκατάληψή τους υπέρ της προόδου: κάθε εξελικτική ή ιστορική διαδικασία οφείλει να οδηγεί στην επικράτηση των πιο «ικανών» και, ταυτόχρονα, στην εξάλειψη των «ανίκανων» ατόμων και συνεπώς στην τελειοποίηση του ανθρώπινου είδους συνολικά.

Το δυστύχημα είναι ότι η δαρβινική εξέλιξη μέσω της φυσικής επιλογής δεν μας επιτρέπει ποτέ να αποφασίζουμε εκ των προτέρων ποια άτομα σε έναν πληθυσμό είναι τα καταλληλότερα για να επιβιώσουν, να αναπαραχθούν και να εξελιχθούν.

Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε μόνο εκ των υστέρων, αφού δηλαδή έχει δράσει η φυσική επιλογή και μάλιστα όχι αμέσως, αλλά μετά από πολλές γενεές καλά προσαρμοσμένων οργανισμών!

Αντίθετα με τις ρατσιστικές προκαταλήψεις των κοινωνικών δαρβινιστών περί της βιολογικής ανωτερότητας της λευκής φυλής, μιας δήθεν κληρονομικής-γενετικής ανωτερότητας που νομιμοποιούσε την αποικιοκρατία και την εκμετάλλευση των «σκλάβων», ο Δαρβίνος όχι μόνο απέρριπτε τη ρατσιστική ιδεολογία της εποχής του, αλλά αμφισβητούσε και τη δυνατότητα ύπαρξης φυλετικών διακρίσεων μεταξύ των ανθρώπων.

Αμφέβαλλε ακόμη και για την επιστημονικότητα της έννοιας του ζωικού «είδους», η οποία, κατά τη γνώμη του, δεν είχε και πολύ νόημα, αφού η φυσική επιλογή και η εξέλιξη δρουν αδιάλειπτα σε κάθε ζωντανό οργανισμό.

Συνεπώς, ο πατέρας της σύγχρονης εξελικτικής σκέψης ήταν ο μεγαλύτερος και αποτελεσματικότερος εχθρός του κοινωνικού... «δαρβινισμού».

Αρα, για έναν εξελικτικό βιολόγο, κάθε προσπάθεια επιλογής εκ των προτέρων ορισμένων ανθρώπινων σωματικών ή νοητικών χαρακτηριστικών που θεωρούνται ως τα «πιο κατάλληλα» για την επιβίωση του είδους μας είναι όχι μόνο πολιτικά ύποπτη και ανήθικη, αλλά και ολότελα μάταιη, αφού, εξ ορισμού, δεν μπορεί να προβλέψει ποιες θα είναι οι εξελικτικές συνέπειες των ρατσιστικών επιλογών μας.

Στην ανθρώπινη ιστορία, κάθε ρατσιστική πρακτική κοινωνικού αποκλεισμού ή και εξόντωσης των διαφορετικών και άρα «κατώτερων» ανθρώπινων φυλών βασίστηκε σε ψευδοεπιστημονικές διακρίσεις και οδήγησε σε μικρά ή μεγάλα «ολοκαυτώματα». Κάτι που θα παρουσιάσουμε εκτενέστερα στο επόμενο άρθρο για τον ρατσισμό και την ευγονική.


Η βιολογία της κοινωνικής μας ζωής

Ο όρος «Κοινωνιοβιολογία» εισάγεται από τον επιφανή Αμερικανό εντομολόγο Εντουαρντ Ο. Γουίλσον (E. O. Wilson), καθηγητή Ζωολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, για να περιγράψει το νέο ερευνητικό πρόγραμμα που στοχεύει στην εξήγηση με βιολογικούς-εξελικτικούς όρους κάθε κοινωνικής συμπεριφοράς, από τα απλούστερα ζώα μέχρι τον άνθρωπο.

Και ως τυπική ημερομηνία γένεσης αυτού του νέου επιστημονικού κλάδου θεωρείται το 1975, χρονιά που εκδόθηκε το βιβλίο του Γουίλσον «Κοινωνιοβιολογία. Η νέα σύνθεση» (κυκλοφορεί από τις εκδ. «Σύναλμα»).

Η «νέα σύνθεση» στον τίτλο του βιβλίου παραπέμπει ρητά στην πολύ επιτυχημένη ενοποίηση της δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης με την επιστήμη της γενετικής τις δεκαετίες 1930 και 1940.

Ο Γουίλσον λοιπόν με το έργο του προαναγγέλλει το επόμενο μεγάλο βήμα για την εξελικτική θεωρία: την επέκταση και διεύρυνση των νεοδαρβινικών εξηγήσεων στην ανθρώπινη κοινωνική-πολιτισμική συμπεριφορά και συνεπώς την πολυπόθητη γνωστική ενοποίηση της Βιολογίας με την Ανθρωπολογία και την Κοινωνιολογία!

Πώς όμως επιχειρεί να υλοποιήσει αυτό το υπερβολικά φιλόδοξο ερευνητικό πρόγραμμα η Κοινωνιοβιολογία;

Η απάντηση του Γουίλσον ήταν: εξηγώντας με βιολογικούς, δηλαδή εξελικτικούς και γενετικούς, όρους κάθε ανθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά.

Πράγματι οι κοινωνιοβιολόγοι, βασιζόμενοι κυρίως στις κατακτήσεις της γενετικής των πληθυσμών και στις καλά εδραιωμένες εξελικτικές προσεγγίσεις της νέας εξελικτικής σύνθεσης (νεοδαρβινισμός), θεώρησαν ότι διέθεταν επαρκή θεωρητικά και ερευνητικά εργαλεία για να πραγματοποιήσουν το νέο και αποφασιστικό άλμα: να εξηγήσουν με αποκλειστικά βιολογικούς και άρα γενετικούς όρους την πολύπλοκη κοινωνική συμπεριφορά όλων των έμβιων οργανισμών, από τα μυρμήγκια και τις μέλισσες μέχρι τους... ανθρώπους.

Αραγε, είναι θεμιτό (γνωσιακά) και παραγωγικό (επιστημονικά) να εφαρμόζουμε στη μελέτη της κοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων τις γνώσεις και τις μεθόδους που έχουν συσσωρευτεί όλα αυτά τα χρόνια από τη βιολογική έρευνα της συμπεριφοράς των ζώων; Γύρω από αυτό το κρίσιμο ερώτημα περιστρέφεται η πολυετής επιστημονική διένεξη σχετικά με τη νομιμότητα ή όχι της εφαρμογής της κοινωνιοβιολογικής προσέγγισης στον άνθρωπο.

Τα αίτια αυτής της σφοδρότατης επιστημονικής αλλά και πολιτικής διένεξης δεν θα πρέπει να αναζητηθούν μόνο στις επιστημονικά καινοφανείς ιδέες ή στις συντηρητικές πολιτικές απόψεις των κοινωνιοβιολόγων.

Εξίσου, αν όχι περισσότερο, θα πρέπει να αποδοθούν στη μεταφυσική-θρησκευτική παράδοση που κυριαρχεί μέχρι σήμερα στον δυτικό πολιτισμό.

Αυτή η μεταφυσική παράδοση διαχωρίζει τη φύση από τον άνθρωπο, την ύλη από την ψυχή, το σώμα από τον νου.

Η αποδοχή της συνεπώς από την ανθρωπολογική και την κοινωνιολογική σκέψη τούς επιβάλλει να αρνούνται το προφανές: ότι δηλαδή οι άνθρωποι διαθέτουν μια «βιολογική φύση», η οποία εκδηλώνεται και, ώς έναν βαθμό, επηρεάζει την κοινωνική τους συμπεριφορά.

Η Κοινωνιοβιολογία από τη γέννησή της ήταν η φιλόδοξη προσπάθεια επέκτασης των όσων γνωρίζουμε σχετικά με τη βιολογική και την κοινωνική συμπεριφορά των ζώων στους ανθρώπους.

Με άλλα λόγια, στόχευε στην ανάδειξη της βαθύτερης ενότητας του ανθρώπου με τη φύση και κατ’ αυτόν τον τρόπο στην επανενοποίηση των δύο αυστηρά οριοθετημένων «πολιτισμών», του επιστημονικού με τον ανθρωπιστικό.

Ωστόσο, η ανάγκη υπέρβασης του διαχωρισμού ανάμεσα στις δύο κουλτούρες (επιστημονική-ανθρωπιστική) εκφράστηκε από την Κοινωνιοβιολογία με τρόπο ανεπαρκή και μεροληπτικό, αφού ανάγει μονόπλευρα το κοινωνικό στο βιολογικό.

Ετσι, στην παρούσα μορφή της, η Κοινωνιοβιολογία κατέληξε να στηρίζει τη μετανεωτερική ιδεολογία: να νομιμοποιεί επιστημονικά τις πιο ανελέητες οικονομικές πολιτικές και τις πιο ιδιοτελείς κοινωνικές σχέσεις.

Οπως ακριβώς έκανε στο παρελθόν η νεωτερική πρόγονός της:
 η ιδεολογία του κοινωνικού δαρβινισμού.




«Εγωιστικά γονίδια» ή «αλτρουιστικοί εγκέφαλοι»;

Αν, όπως ισχυρίζεται η Κοινωνιοβιολογία, τα γονίδια ευθύνονται για τη βιολογική ταυτότητα των μεμονωμένων ανθρώπων και οι άνθρωποι συλλογικά συγκροτούν τις κοινωνίες, τότε στα γονίδια -και μόνο σε αυτά!- θα πρέπει, σε τελευταία ανάλυση να αναζητήσουμε την εξήγηση κάθε ανθρώπινης κοινωνικής συμπεριφοράς, όσο περίπλοκη κι αν μας φαίνεται.

Σε αυτόν τον φαινομενικά άψογο αναγωγιστικό συλλογισμό στηρίχτηκε από το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα το ερευνητικό πρόγραμμα της Μοριακής Βιολογίας, το οποίο χάρη στις μεγάλες επιτυχίες του αποτέλεσε επί πολλές δεκαετίες το κυρίαρχο γνωσιακό-μεθοδολογικό «Παράδειγμα» που επηρέασε -και εξακολουθεί να επηρεάζει!- τις εξελίξεις σε όλες σχεδόν τις επιστήμες της ζωής.

Ωστόσο, όπως συν τω χρόνω διαπιστώθηκε, αυτός ο αναγωγιστικός συλλογισμός υποκρύπτει επιμελώς κάποια λογικά άλματα.

Για παράδειγμα, αν πράγματι η γενετική ενότητα αλλά και η ισότητα όλων των ανθρώπινων όντων εξαρτάται αποκλειστικά από τα κοινά τους γονίδια, τότε πώς εξηγείται αφενός η μεγάλη ποικιλομορφία του είδους μας και αφετέρου η βιοψυχολογική μοναδικότητα κάθε ανθρώπινου όντος;

Επομένως, το αποφασιστικό ερώτημα είναι όχι «αν» αλλά «πώς» και «σε ποιον βαθμό» τα γονίδιά μας μπορούν να καθορίζουν τις λεπτομερείς δομές και κυρίως τις λειτουργίες του εγκεφάλου μας και μέσω αυτού τη συμπεριφορά μας;

Σε αυτό το ερώτημα κανένας κοινωνιοβιολόγος δεν ήταν ούτε και είναι σήμερα σε θέση να απαντήσει.

Και το χειρότερο, οι πρόσφατες έρευνες των Νευροεπιστημών φαίνεται πως διαψεύδουν οριστικά κάθε ελπίδα να εξηγήσουμε την πολύπλοκη λειτουργία του εγκεφάλου μέσω των γονιδίων!

Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι το κοινωνιοβιολογικό πρόγραμμα άνοιξε τον δρόμο για τη διαμόρφωση, στο απώτερο μέλλον, μιας νέας βιοπολιτισμικής θεώρησης, ικανής να συνθέσει τις επιμέρους εξελικτικές, γενετικές, νευροβιολογικές προσεγγίσεις με τις κατακτήσεις της Ανθρωπολογίας και της Κοινωνιολογίας.

Μόνο τότε η επιστημονική σκέψη θα έχει το δικαίωμα να ισχυριστεί ότι έχει αρχίσει να διαφωτίζει το αίνιγμα της «ανθρώπινης φύσης», η οποία είναι ταυτοχρόνως βιολογική, κοινωνική και πολιτισμική.





 4/11/2017