Οι Κούρδοι ξανά πίσω στο «σημείο μηδέν»
Στο τηλεοπτικό διάγγελμά του στις 29 Οκτωβρίου, ο πρόεδρος του ιρακινού Κουρδιστάν, Μασούντ Μπαρζανί, δήλωσε ότι θα παραιτηθεί. Παραμένει ασαφές αν ο Μπαρζανί, γιος του θρυλικού ιδρυτή του κουρδικού εθνικού κινήματος, Μουσταφά Μπαρζανί, θα αναδυθεί ξανά ως ηγέτης με διαφορετική υπόσταση.
Η ανακοίνωσή του, ωστόσο, δεν δείχνει ως μέρος ενός καλά οργανωμένου σχεδίου. Αντίθετα, φαίνεται να ήταν η τελευταία - ακούσια - συνέπεια μετά το δημοψήφισμα της 25ης Σεπτέμβρη για την πολυπόθητη κουρδική ανεξαρτησία, που συνάντησε τις έντονες αντιστάσεις όχι μόνο της Βαγδάτης, της Τουρκίας και του Ιράν αλλά και των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στις 16 Οκτωβρίου, οι ιρακινές δυνάμεις και οι πολιτοφυλακές ιρακινών Σιιτών, με την υποστήριξη του Ιράν, ξαναπήραν το Κιρκούκ και τις γύρω πετρελαιογενείς περιοχές από τους Κούρδους. Οι Ιρακινοί τα κατάφεραν σχεδόν αναίμακτα, χάρη στη συμφωνία μεταξύ του πρωθυπουργού τους Χάιντερ αλ Αμπάντι και του πολιτικού κόμματος Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν (PUK), που είναι πολιτικός αντίπαλος του Δημοκρατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (KDP) του Μπαρζανί. Το PUK είχε ταχθεί κατά του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία και βρήκε την ευκαιρία να πιέσει για την πτώση του Μπαρζανί.
Σύντομα οι δυνάμεις αυτές πήραν πίσω τις περισσότερες από τις περιοχές που αναφέρονται ως αμφισβητούμενες στο ιρακινό Σύνταγμα: μια μεγάλη εδαφική περιοχή που εκτείνεται από τα σύνορα του Ιράν έως τα σύνορα της Συρίας με το Κιρκούκ και την οποία και το Ερμπίλ και η Βαγδάτη διεκδικούν. Οι Κούρδοι Πεσμεργκά που συνδέονται είτε με το PUK είτε με το KDP είτε αποσύρθηκαν, είτε έφυγαν.
Η απόρριψη της Ουάσιγκτον
Ίσως το πιο σοκαριστικό για τους Κούρδους ήταν η απόρριψη του δημοψηφίσματος από την Ουάσιγκτον και η (μη) αντίδρασή της στην ανακατάληψη του Κιρκούκ. Όπως αναφέρει ανάλυση του The Atlantic, η περιφερειακή κυβέρνηση του Κουρδιστάν είχε λάβει μεγάλη στρατιωτική υποστήριξη από τη Δύση στον αγώνα της κατά του Ισλαμικού Κράτους κάτι που είχε αυξήσει τις προσδοκίες της ότι οι δυνάμεις αυτές θα υποστήριζαν την προσπάθεια των Κούρδων για ανεξαρτησία. Ωστόσο, η κυβέρνηση Τραμπ δεν αντέδρασε καθόλου ενώ οι ιρακινές δυνάμεις και οι πολιτοφυλακές που στήριζε το Ιράν προχωρούσαν στην ανακατάληψη του Κιρκούκ.
Οι Κούρδοι περίμεναν ότι η Ουάσιγκτον δεν αντιταχθεί στο αναφαίρετο δικαίωμά τους για αυτοδιάθεση, αφού οι ίδιοι αποδείχτηκαν σταθεροί σύμμαχοι των ΗΠΑ στο Ιράκ μετά το 2003, ιδιαίτερα στον αγώνα κατά των τζιχαντιστών του ISIS. Γιατί οι ΗΠΑ τους οδήγησαν στο να πιστέψουν ότι βρίσκονται πλέον στον δρόμο για την ανεξαρτησία τους, μόνο και μόνο για να τους σαμποτάρουν όταν πια εξέφρασαν αυτή την επιθυμία τους με το δημοψήφισμα;
Οι Κούρδοι έχουν μια μακρά ιστορία στο να διαβάζουν λάθος τις προθέσεις της Αμερικής. Μια σειρά Αμερικανών προέδρων έχουν αντισταθεί στην οποιαδήποτε αλλαγή στα υπάρχοντα σύνορα της Μέσης Ανατολής. Ωστόσο, παράλληλα οι ΗΠΑ χρειάζονταν τους Κούρδους ως σταθερούς συμμάχους σε μια σειρά από διαμάχες. Αυτό επηρέασε τα σήματα λάμβαναν οι Κούρδοι ηγέτες ή νόμιζαν ότι λάμβαναν. Επιπλέον, μετά το 2003, υπήρξαν ισχυρές φωνές στην Ουάσιγκτον, συμπεριλαμβανομένων των Τζον Μακέιν και Τζο Μπάιντεν, που υποστήριξαν την περιφερειακή κυβέρνηση του Κουρδιστάν στις σχέσεις της με την Βαγδάτη και άφηναν να εννοηθεί ότι θα υπάρξει μια ορισμένη ευελιξία στο ζήτημα της κουρδικής ανεξαρτησίας. Και οι Κούρδοι, ένα από τα μεγαλύτερα έθνη χωρίς κράτος, ήθελαν να το πιστέψουν.
Το κουρδικό αίτημα για ανεξαρτησία
Το αίτημα των Κούρδων για ανεξαρτησία είναι 100 ετών. Στον έναν αυτό αιώνα έχουν βιώσει τόσο την αδικία, όσο και την προδοσία αρκετές φορές. Αυτός είναι και ο λόγος που περιφρονούν τόσο πολύ τη μυστική συμφωνία του 1916 που υπεγράφη καταμεσής του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταξύ του Μαρκ Σάικς και του Φρανσουά Ζορζ Πικό, που οριοθετούσε το μέλλον των σφαιρών επιρροής της Βρετανίας και της Γαλλίας: Όχι επειδή επρόκειτο για μια συνθήκη που τεμάχιζε τον πρώην οθωμανικό κόσμο, αλλά επειδή τα όρια σχεδιάστηκαν ώστε να σηματοδοτούν την πρόθεση να μοιράσει τα λάφυρα πάνω από τα κεφάλια των υποκειμένων της πρώην αυτοκρατορίας. Η συμφωνία κωδικοποιήθηκε τη δεκαετία του 1920 με τη Συνθήκη των Σεβρών η οποία διατήρησε τη δυνατότητα σχηματισμού ενός κουρδικού κράτους. Αλλά μέσα σε τρία χρόνια, αυτή η κατά το ήμισυ υπόσχεση εγκαταλείφθηκε στη Συνθήκη της Λωζάνης.
Τι θα είχε συμβεί αν οι αποικιακές δυνάμεις είχαν επιτρέψει στους Κούρδους να ιδρύσουν ένα κράτος στις αρχές της δεκαετίας του 1920; Η κουρδική απογοήτευση μάλλον θα παρέμενε υψηλή, όπως και η αραβική. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αυτό που σκέφτονταν η Γαλλία και η Βρετανία ως ανεξάρτητο Κουρδιστάν ήταν μια έκταση που περιλάμβανε πολύ λιγότερες περιοχές από αυτές στις οποίες κατοικούσαν κουρδικοί πληθυσμοί.
Το κουρδικό έθνος έτσι θα κομματιαζόταν και, όπως και οι Άραβες, θα βίωνε επί γενιές τη λαχτάρα για ενοποίηση. Ακόμη κι αν οι Κούρδοι κέρδιζαν σήμερα την κρατική τους υπόσταση αυτό το συναίσθημα θα παρέμενε οξύ. Το ίδιο και ο αγώνας τους να ξεφύγουν από αυτούς τους περιορισμούς. Αντ’ αυτού, οι Κούρδοι, διαιρεμένοι σε όλη την Τουρκία, το Ιράν, το Ιράκ και τη Συρία, εδώ και δεκαετίες είναι υποχρεωμένοι να παλεύουν για τα δικαιώματά τους ως μειονότητα, σε μια προσπάθεια να κεφαλαιοποιήσουν αυτούς τους αγώνες για τον τελικό τους στόχο που είναι η δημιουργία ενός δικού τους κράτους.
Ενώ η κοινή εθνική ταυτότητα των Κούρδων τους ενώνει, ως λαός είναι αρκετά διαιρεμένος από άποψη διαλέκτου, πολιτικής ιδεολογίας αλλά και αναφορικά με τις προσωπικότητες και τις στρατηγικές προτεραιότητες των ηγετών τους. Επιπλέον, το γεγονός ότι αναγκάστηκαν να χωριστούν και βυθιστούν σε τέσσερις ξεχωριστούς πολιτισμούς, διαμορφώνει τόσο την προοπτική όσο και την μορφή που έχουν οι αγώνες τους σε κάθε περιβάλλον. Για παράδειγμα: Ο μέσος Κούρδος από τη Σουλεϊμανίγια, που μιλά τη διάλεκτο των Κούρδων, δεν μπορεί να καταλάβει έναν Κούρδο από το Ντόχουκ, που μιλά τη διάλεκτο μπαντινάνι. Κι αυτό είναι μόνο εντός του Ιράκ.
Ο εσωτερικός διχασμός
Αυτοί οι παράγοντες αντικατοπτρίζουν το ευρύ φάσμα των κουρδικών κομμάτων που παλεύουν για αντικρουόμενους σκοπούς αντί να μένουν ενωμένοι στο κυνήγι του κοινού ονείρου που είναι η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Οι πολιτικοποιημένοι Κούρδοι στην Τουρκία ακολουθούν το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), του οποίου ο ιδρυτής Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ανταγωνίζεται με τον Μπαρζανί για την ηγεσία του συνόλου του κινήματος.
Οι δυο πλευρές έχουν συγκρουστεί στο παρελθόν και θα μπορούσε κάτι τέτοιο να ξανασυμβεί καθώς οι μαχητές του PKK έχουν επεκτείνει τις βάσεις τους στο βόρειο Ιράκ τα τελευταία χρόνια. Το Ιράν, η Τουρκία, το Ιράκ και η Συρία έχουν εκμεταλλευτεί επιτυχώς αυτές τις διαιρέσεις. Η μόνη ελπίδα που έχουν οι Κούρδοι είναι ότι τα κράτη αυτά θα αποδυναμωθούν, τόσο επικίνδυνα, όπως συμβαίνει ήδη με το Ιράκ και τη Συρία, κατά την άποψή τους, που δεν θα είναι πλέον σε θέση να αναστείλουν την πορεία τους προς την δημιουργία κρατικής υπόστασης - περιορισμένης, ωστόσο, σε κάποιο μέρος του Κουρδιστάν.
Για έναν αιώνα, οι Κούρδοι του Ιράκ έχουν επανειλημμένα επενδύσει δυσανάλογα την εμπιστοσύνη τους στις ΗΠΑ για να τους παραδώσει τα δεσμά του κεντρικού ελέγχου. Παράλληλα είχαν να αντιμετωπίσουν τις μεταξύ τους εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις. Παρά τα κοινά οράματα και τις κατά διαστήματα προσπάθειες συνεργασίας - όπως στις εκλογές του 1992 - το KDP και το PUK συγκρούστηκαν κυρίως εξαιτίας των προσωπικοτήτων των ηγετών τους, κάτι που προέκυψε μετά τη διάσπαση Μπαρζανί - Ταλαμπανί το 1975.
Στην εμφύλια σύγκρουση κατά τα έτη 1994 - 1998, κατά την οποία ο Μπαρζανί κάλεσε τον στρατό του Σαντάμ να εισέλθει στην περιοχή του Κουρδιστάν και να διώξει τους στρατιώτες του Ταλαμπανί - τους οποίους υποστήριζε το Ιράν, οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν και πάλι. Η συμμετοχή του Σαντάμ οδήγησε τις ΗΠΑ να αποσύρει από το Κουρδιστάν τους Αμερικάνους που θα βοηθούσαν στην ανοικοδόμηση της περιοχής, κάτι που οι Κούρδοι θεωρούσαν ζωτικής σημασίας για την μελλοντική εγκαθίδρυση ενός κράτους. Μετά την εμπλοκή των ΗΠΑ, ο εμφύλιος τερματίστηκε και τα δυο κόμματα προχώρησαν από κει και πέρα στην κυριαρχία επί των χωριστών εδαφών που ελέγχουν και σήμερα δημιουργώντας παράλληλες κυβερνήσεις.
Η εμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους
Οι αναταραχές συνεχίστηκαν για όλη την επόμενη δεκαετία και φαινόταν ότι θα κλιμακωθούν, όταν εμφανίστηκε ο ISIS, το 2014. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να βάλουν οι άνθρωποι στην άκρη τις διαμάχες τους από το να συσπειρωθούν εναντίον ενός επικίνδυνου κοινού εχθρού. Ο πόλεμος αυτός ήταν καταστροφικός και δαπανηρός. Η πτώση των τιμών του πετρελαίου παγκοσμίως δεν βοήθησε. Οι εργαζόμενοι έμεναν απλήρωτοι για μήνες. Σχεδόν 2 εκατομμύρια εκτοπισμένοι Ιρακινοί που είχαν ανάγκη για βοήθεια βρήκαν καταφύγιο στην περιοχή.
Παρά τις τεράστιες δυσκολίες η περιφερειακή κυβέρνηση του Κουρδιστάν υπό τον έλεγχο του Δημοκρατικού Κόμματος του Κουρδιστάν έλαβε, σχεδόν άνευ όρων στρατιωτική υποστήριξη από τη Δύση και κέρδισε μεγάλη συμπάθεια για τον αγώνα της κατά των τζιχαντιστών. Με την υποστήριξη της Δύσης ο Μπαρζανί παρέτεινε την προεδρική του θητεία δυο φορές, με απόφαση του κοινοβουλίου, χωρίς εκλογές.
«Τώρα ή ποτέ»
Η κουρδική ηγεσία συνειδητοποίησε ότι ενώ η ήττα του Ισλαμικού Κράτους πλησίαζε αυτό μάλλον δεν θα μετέβαλε σημαντικά την κατάσταση στο κουρδικό ζήτημα. Ο Μπαρζανί κατάλαβε ότι είχε έρθει η στιγμή του «τώρα ή ποτέ» για ένα ανεξάρτητο κουρδικό κράτος. Με τον πόλεμο εναντίον του ISIS να έχει τελειώσει, φάνηκε ότι ο στόχος των Κούρδων ήταν ο ίδιος που ήταν πάντα. Χρησιμοποίησαν την ευκαιρία της στήριξης των ΗΠΑ και της Δύσης για να πολεμήσουν τους τζιχαντιστές και να προωθήσουν την εθνική τους υπόθεση.
Και είδαν σημάδια από την Ουάσιγκτον ότι ίσως ο καιρός είχε πράγματι φτάσει. Από που άντλησαν την πεποίθηση γι’ αυτή την ερμηνεία; Αρκετοί υπέρμαχοι της αυτοδιάθεσης των Κούρδων ήταν πολύ εκδηλωτικοί σε επίπεδο δηλώσεων και άσκησαν μεγάλη επιρροή στην σκέψη των Κούρδων ηγετών. Επίσης διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό την κοινή γνώμη τόσο στην κουρδική περιοχή, όσο και στη Δύση. Αυτό ενισχύθηκε από μια ισχυρή προσπάθεια των Κούρδων στις δημόσιες σχέσεις με την Ουάσιγκτον. Αυτοί οι υποστηρικτές ανήκουν σε τέσσερις διαφορετικούς τύπους και μπορεί να επικαλύπτονται.
Οι πρώτοι είναι οι αναζητούντες κέρδη. Την μία ημέρα είναι διπλωμάτες στο Ιράκ που συμμετέχουν σε ευαίσθητες συνομιλίες, την επόμενη εμφανίζονται στην περιοχή του Κουρδιστάν ως εκπρόσωποι πετρελαϊκών εταιρειών ή σύμβουλοι με διασυνδέσεις υψηλού επιπέδου στην κυβέρνηση και τη βιομηχανία με στόχο να βγάλουν κέρδος από τις συμβουλές που παρέχουν. Η δεύτερη ομάδα είναι οι ιδεολόγοι που καταδικάζουν την κακομεταχείριση των Κούρδων και είναι πεπεισμένοι ότι ο μόνος τρόπος για την προστασία τους από μελλοντικά χτυπήματα είναι μέσω της απόκτησης κρατικής υπόστασης. Μπορούν να είναι αποτελεσματικοί επειδή εκφράζουν δημόσιο λόγο.
Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει όσους θεωρούν την αναζήτηση των Κούρδων ευθυγραμμισμένη με τα συμφέροντα του Ισραήλ. Γι’ αυτούς οι σχέσεις του Ισραήλ με τον Μπαρζανί χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1960, όταν οι ισραηλινοί άρχισαν να στηρίζουν τις προσπάθειες των Κούρδων ανταρτών θέλοντας να αποδυναμώσουν και να διαιρέσουν τους Άραβες, υποστηρίζοντας γενικότερα μη αραβικά κράτη και μειονότητες. Η περιφερειακή κυβέρνηση του Κουρδιστάν παρέμεινε σε επαφή με το Ισραήλ παρότι οι Κούρδοι έχουν περισσότερα κοινά με τους επίσης χωρίς κράτος Παλαιστίνιους. Ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου υποστήριξε το δημοψήφισμα ανεξαρτησίας των Κούρδων, σύμφωνα με εκτιμήσεις επειδή είδε στους Κούρδους μια μελλοντική αμυντική γραμμή εναντίον του Ιράν. Στην τέταρτη ομάδα ανήκουν όσοι υποστηρίζουν τους Κούρδους έχοντας αντι-ιρανικό κίνητρο, το οποίο προκάλεσε η εμπειρία τους στο Ιράκ, όταν ως Αμερικανοί στρατιώτες δέχτηκαν επιθέσεις από εντολοδόχους του Ιράν ή η πολύ παλαιότερη αντίθεσή τους στην ιρανική επανάσταση και τα όσα την ακολούθησαν.
Στηριζόμενος στις δημόσιες δηλώσεις όλων αυτών, ο Μπαρζανί ίσως πίστεψε ότι πράγματι τώρα είναι μια χρυσή ευκαιρία να εκμεταλλευτεί την μετατόπιση της Αμερικής που αφού σταμάτησε να θεωρεί απειλή τον ISIS, άρχισε και πάλι να θεωρεί απειλή το Ιράν. Θέλησε να αποδείξει ότι ήταν ένας αξιόπιστος σύμμαχος στη νέα περιφερειακή αντιπαράθεση από την πλευρά των ΗΠΑ, Ισραήλ, Σαουδικής Αραβίας και Τουρκίας και με τον τρόπο αυτό να εδραιώσει τη δική του θέση και να κάνει ένα ακόμη βήμα προς την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας.
Επιστροφή στο 1991
Ήταν ένα στοίχημα που απέτυχε. Αν ο Μπαρζανί θεώρησε ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα έβαζε πλάτη στους Κούρδους εξαιτίας ενός συνδυασμού συμπάθειας, ευγνωμοσύνης και στρατηγικής ανάγκης, αυτός ο συλλογισμός ήταν δυστυχώς οδυνηρά λάθος. Οι ΗΠΑ χρησιμοποιήσαν την περιφερειακή κυβέρνηση του Κουρδιστάν (και τους προσκείμενους στο PKK Κούρδους στη βόρεια Συρία) ως εργολάβους για την ανάσχεση του Ισλαμικού Κράτους και συνεχίζουν να επιμένουν σε ένα και κατ’ όνομα ενωμένο Ιράκ ως την κύρια δύναμη κατά της ιρανικής κυριαρχίας πάνω σε μια οικονομικά αποδυναμωμένη και εσωτερικά κλονισμένη κουρδική περιοχή.
Η σχέση Κούρδων - ΗΠΑ βασίζεται σε μια εκούσια παρεξήγηση: Η Ουάσιγκτον εσκεμμένα αποφεύγει να κάνει σαφείς τους όρους της συμφωνίας της με τους Κούρδους. Από την πλευρά τους οι Κούρδοι πιστεύουν ότι αυτοί οι όροι θα οδηγήσουν τελικά στην υποστήριξη των ΗΠΑ για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους. Τα πρόσφατα γεγονότα έδειξαν ότι για μια ακόμη φορά έκαναν λάθος.
Σήμερα η κυριαρχία της περιφερειακής κυβέρνησης του Κουρδιστάν επανέρχεται στις γραμμές που είχαν χαραχτεί το 1991, όταν οι δυνάμεις του Σαντάμ αποσύρθηκαν από την κουρδική επικράτεια μετά τον πόλεμο του Κουβέιτ και οι Κούρδοι τραβήχτηκαν στο Βορρά. Είναι μια ήττα ίδια με την κατάρρευση των δυνάμεων του Μουσταφά Μπαρζανί (πατέρα του Μασούντ Μπαρζανί) το 1975. Και στις δυο περιπτώσεις οι Μπαρζανί κατηγόρησαν τις ΗΠΑ, επίσης και στις δυο περιπτώσεις το Ιράν διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο.
Η θλιβερή πραγματικότητα είναι ότι οι Κούρδοι του Ιράκ παραμένουν εγκλωβισμένοι, χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα, με το καθεστώς τους να καθορίζεται από τα συμφέροντα των ισχυρότερων γειτόνων τους. Εσωτερικά είναι πιο διχασμένοι από ποτέ τις δυο τελευταίες δεκαετίες. Το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (KDP) κατηγορεί την Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν (PUK) για προδοσία επειδή διευκόλυνε την είσοδο των ομοσπονδιακών δυνάμεων στο Κιρκούκ. Το PUK για να αμυνθεί υπενθυμίζει την απόφαση Μπαρζανί για εμπλοκή του Σαντάμ το 1996.
Το αν η δυναστεία Μπαρζανί ή το δίπολο KDP - PUK, θα επιζήσει αυτής της καταστροφικής οπισθοδρόμησης στο κουρδικό κίνημα για ανεξάρτητο κράτος μένει να φανεί. Ένας νέος Κούρδος έχει δυο φιλοδοξίες: ότι τα δυο κόμματα θα εξαφανιστούν και θα αντικατασταθούν από μια πιο ενωμένη, ικανή, δημοκρατική και λιγότερο διεφθαρμένη κυβέρνηση και ότι ο βαθύς ανταγωνισμός μεταξύ των ΗΠΑ, του Ιράν και της Τουρκίας, θα δώσει στους Κούρδους χώρο να αναπνεύσουν και την ευκαιρία να οικοδομήσουν ξανά την περιοχή τους. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: ότι η ελπίδα των Κούρδων για ανεξαρτησία δεν θα πεθάνει ποτέ.
5/11/2017