Εγκώμιο του θορύβου.

 Auguste Rodin:''The scream'' 


Ψυχαναλυτικές συνιστώσες – Φιλοσοφικές αναγνώσεις 

 Εθνικό Συμπόσιο:  
Οργάνωση: SDMed Observation, Planning and Eco–Innovation

ECHOPOLIS 2017 & ECHOCitizen Campaigne Action


Στις 26 Απριλίου είναι η μέρα κατά του θορύβου. Εντάξει. Αλλά τι είναι ο θόρυβος; Ή μάλλον, ποιος τον ορίζει;

Ο θόρυβος, λέει ο Attali, είναι απουσία νοήματος αλλά και δυνατότητα κάθε νοήματος. Και μ’ αυτήν την έννοια, συνεχίζει, αν η κατάχρηση της ζωής είναι ο θάνατος (η «jouissance», θα έλεγε ο Lacan, ως θανατηφόρα δυνατότητα) τότε ο θόρυβος είναι ζωή. Δηλαδή, θα λέγαμε για τον θόρυβο, όπως, άλλωστε, και για κάθε πράγμα ότι είναι θέμα νοήματος.

Ας θυμηθούμε στο σημείο αυτό την σονάτα «4΄33΄΄»  του Cage ή τα διαστήματα σιωπής στην μουσική του Berg. Ότι, δηλαδή, αντίστοιχο συμβαίνει στην «Λευκή σελίδα» του Mallarmé ή στο «Λευκό» και «Μαύρο τετράγωνο» του Malevich.

Αλλά, νόημα σημαίνει συναισθηματική επένδυση. Το νόημα είναι η συναισθηματική επένδυση με θετικό ή αρνητικό πρόσημο.

Έτσι, μια μητέρα μπορεί να ξυπνάει από τη μεταβολή στο ρυθμό της αναπνοής του βρέφους της αλλά όχι από τον θόρυβο των αυτοκινήτων που περνούν κάτω από το παράθυρό της. Τα δε βρέφη είναι ανθεκτικά στους θορύβους επειδή αδυνατούν να επενδύσουν συναισθηματικά κι’ έτσι ο θόρυβος δεν τ’ αγγίζει  οργανικά  π.χ. δεν ξυπνάνε από ένα δυνατό θόρυβο, παρότι υφίστανται βλάβη.

Οι καμπάνες στην Ευρώπη είναι απαγορευμένες ως οχληρές ενώ στην Ελλάδα είναι ασύδοτες. Οι τοίχοι των σπιτιών στη Γερμανία προσφέρουν ηχομόνωση και κατά συνέπεια την έννοια του απολύτως ιδιωτικού ενώ στην Ιαπωνία οι χάρτινοι τοίχοι επιτρέπουν την ακούσια συμμετοχή στα δρώμενα του διπλανού δωματίου. Ο θόρυβος από τον γείτονα μπορεί να είναι εξαιρετικά ενοχλητικός αλλά όχι αν τον ίδιο θόρυβο τον παράγουμε εμείς ή κάποιος δικός μας. Ο ήχος της ξένης τηλεόρασης μπορεί να είναι ενοχλητικός αλλά όχι αν την έχουμε ανοίξει εμείς. Ο θόρυβος της εξάτμισης από το εφηβικό  μηχανάκι μπορεί να είναι ενοχλητικός αλλά όχι όταν είμαστε εμείς στη μηχανή. Το ίδιο συμβαίνει με τις εμβοές που οι συνάδελφοι ΩΡΛ γνωρίζουν καλά:  Αν το πάσχον άτομο προσανατολίσει την προσοχή του σε κάτι άλλο, δηλαδή, επενδύσει συναισθηματικά σε κάτι άλλο και όχι στις εμβοές του τότε οι εμβοές μειώνονται ή, ακόμα, παύουν να υπάρχουν. Γνωρίζουμε, εξάλλου, ότι στις ψυχικές αναστολές ή στις υστερικές κωφώσεις παρότι το όργανο παραμένει ανέπαφο, το άτομο δεν ακούει, ως να έχει υποστεί βαθεία κώφωση. Γιατί; Γιατί έχει υπάρξει πλήρης αποεπένδυση του οργάνου για ν’ αποφευχθεί μια ψυχική σύγκρουση. Μπροστά στον κίνδυνο του ν’ ακούσει κάποιος κάτι που δεν πρέπει ν’ ακούσει, το ψυχικό σύστημα κρίνει ότι είναι προτιμότερο η πλήρης ή η μερική απώλεια της λειτουργίας του οργάνου. Έτσι, υπάρχουν παιδιά που είναι βαρύκοα επειδή με αυτόν τον τρόπο αμύνονται έναντι των ήχων που προέρχονται από το διπλανό δωμάτιο, από την σεξουαλική συνεύρεση των γονέων.

  Ο πιο φριχτός θόρυβος είναι ο εμετός, όχι λόγω έντασης αλλά λόγω της συναισθηματικής του σημασίας η οποία βασίζεται στην αντιστροφή των λειτουργιών των οπών του σώματος, όπου το στόμα επωμίζεται τη λειτουργία του πρωκτού, έτσι όπως το απέδωσε η ειρωνική ματιά του Βuñuel στο «Φάντασμα της ελευθερίας». Επίσης, το κλάμα του μωρού είναι από τους ενοχλητικότερους ήχους αλλά, βέβαια, του ξένου μωρού, επειδή συναντά την άρνησή μας να συμπάσχουμε στο κάλεσμά του.

Το πιο έντονο παράδειγμα είναι εκείνο των κωφών οι οποίοι όταν αποκτούν ακοή αδυνατούν να πάρουν θέση ως προς τον θόρυβο, εάν τους είναι δυσάρεστος ή ευχάριστος επειδή, ακριβώς, ο θόρυβος σε αυτή τη φάση στερείται νοήματος.

Επίσης, χαρακτηριστικό παράδειγμα στη μουσική για το θέμα της συναισθηματικής επένδυσης είναι ο «Χορός των πλανητών» του Holst, όπου ο συνθέτης αποδίδει το ηχητικό περιβάλλον του κάθε πλανήτη, ανάλογα με την κοινή αντίληψη της σημασίας του ονόματος του πλανήτη, π.χ. ο Δίας ακούγεται βλοσυρός ενώ ο Ερμής που έκανε τις βρομοδουλειές των θεών ακούγεται σαν να κινείται υπόγεια. To ανάλογο και με τις «Εικόνες μιας έκθεσης» του Moussorgski.

Θα έλεγα ότι, το κατώφλι της εισόδου του θορύβου στον ψυχισμό δεν παραβιάζεται αν ο θόρυβος από το κλειδί στην πόρτα του ψυχισμού προέρχεται από το πρόσωπο που αγαπάμε ή εμάς τους ίδιους.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τη ροκ μουσική ή τ’ ακουστικά στα αυτιά. Ο πόνος προκαλείται από τα 150 db και άνω ενώ η βλάβη της ακοής αρχίζει από τα 85 db. Και γι’ αυτό, ακριβώς, η έκθεση στον θόρυβο από τα 55 db προκαλεί αρτηριακή πίεση ή ενδεχομένως και καρδιακό επεισόδιο. Αυτός είναι και ο λόγος που ο θόρυβος στα σχολεία πρέπει να είναι κάτω από τα 35 db: για να είναι δυνατή η συγκέντρωση.

Ωστόσο, η πλειοψηφία των κατοίκων της Αθήνας, όπως έχουν δείξει μελέτες που έχουν γίνει κατά καιρούς, ζει σε ηχητικό περιβάλλον άνω των 75 db.

Το ερώτημα που τίθεται είναι: Οι Αθηναίοι δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά γιατί δεν υπάρχει κανείς να τους προστατεύσει ή αντέχουν τον θόρυβο και τι σημαίνει αυτό; Εν αντιθέσει, ας πούμε, με τους κατοίκους της Βέρνης όπου μετά τις 8 το βράδυ απαγορεύεται να τραβήξει κανείς καζανάκι ή να περπατήσει  με τα παπούτσια μέσα στο διαμέρισμα του. Και για να βάλει το κλειδί στην πόρτα, όπως μου είχε τύχει, για να αποφύγει τον θόρυβο που κάνει το κλειδί στην κλειδαριά, οφείλει να έχει ένα σαπούνι στο οποίο θα τρίψει το κλειδί πριν το βάλει στην κλειδαριά.

Η ίδια η ετυμολογία της λέξης από το «θόρυ» και το πρόσφυμα «βος» που προέρχεται από το σανσκριτικό «dher» που σημαίνει «μουρμουράω» αλλά και «θορυβώ» και «αντηχώ» μας μιλάει, ακριβώς, για τη χρήση της λέξης, δηλαδή, τη συναισθηματική επένδυση ως πηγή της διαφοροποίησης της σημασίας, γι’ αυτό και τα παράγωγα της λέξης μπορούν να απέχουν σημασιακά μεταξύ τους: θροΐζω, θρήνος, θρυλούται, αθρόος κ.λπ. Έτσι, λοιπόν, η «Casta diva» από τη «Norma»  θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος βασανισμού, πράγμα που έχει ήδη συμβεί, αντίστοιχος μ’ εκείνον των «λευκών κελιών». Γιατί, ακριβώς, ο θόρυβος και η σιωπή δεν είναι παρά συναισθηματικά σημαίνοντα. Ο ένηχος και άηχος κόσμος δεν είναι παρά η εκάστοτε αντιστροφή του σωσυριανού αλγόριθμου, ανάλογα με τον ακροατή.

Αυτό,  βέβαια, ως επισήμανση δεν είναι κάτι νέο. Στην φιλοσοφία της αντίληψης και εξ’ αυτής η λήψη του κόσμου είχε ήδη τονιστεί- από τον Spinoza στον Descartes έως τον Sartre και τον Merleau-Ponty- η σημασία της επέμβασης του υποκειμένου. «Ο αληθινός οντολογικός τόπος», βεβαίωνε ο Descartes, «βρίσκεται στο νου». Κατ’ αντίστοιχο τρόπο θεωρούσε τα πράγματα η αρχαία ανατολική φιλοσοφία αλλά και η σύγχρονη φυσική, τουλάχιστον από τον Heisenberg και μετά. Όμως, αφενός όλες αυτές οι θεωρήσεις εστίαζαν στην «Οπτική» ως προνομιούχο τόπο της αντίληψης-βλέπετε, η δυτική κουλτούρα από τον Πλάτωνα και την «ιδέα» ως παράγωγο του «ορώ» και πόσο μάλλον στη νεωτερική εποχή, πριμοδοτούσε την όραση-αφετέρου έως τον Freud η συναισθηματική συνιστώσα απορροφάτο από την νοητική διαδικασία.             

Έως τον 19ο αιώνα ζούσαμε σε έναν σιωπηλό, άηχο κόσμο έως, δηλαδή, την  ανακάλυψη της μηχανής. Ζούμε, λοιπόν, σήμερα σ’ ένα θορυβώδη κόσμο αλλά, τι σημαίνει αυτό; Μην ξεχνάμε ότι η φουτουριστική αρχιτεκτονική θέλει την πόλη ένα τεράστιο, θορυβώδες ναυπηγείο γιατί αυτό, ακριβώς, εγκυμονεί μια νέα κατάσταση. Ας θυμηθούμε το ποίημα του Μayakovsky για την τεχνολογία και τον θόρυβο κατά την επίσκεψή του στο Παρίσι, ή την «Συναυλία για τις σειρήνες των εργοστασίων». Γνωρίζουμε, εξάλλου, το πόσο σημαντικοί υπήρξαν οι θόρυβοι, από το πριόνι και το σφυρί, για την σύνθεση της ατονικής μουσικής. Ζούμε, λοιπόν, σε ένα θορυβώδη κόσμο ακόμα κι αν πρόκειται για ένα περιβάλλον ανυποψίαστο ως προς ότι  παράγει θόρυβο, σαν τη μηχανή του εσπρέσο ή τον θόρυβο του πλήκτρου στο λάπτοπ.

Γενικότερα, θα έλεγα ότι, ζούμε σε ένα απροσδιόριστο, αποπροσωποποιημένο ηχητικά περιβάλλον, όπου άλλοτε το περιβάλλον αυτό μας καλεί να συμμετέχουμε και άλλοτε μας απωθεί. Τι σημαίνει, όμως, απροσδιόριστο ηχητικό περιβάλλον; Τι σημαίνει δημόσιος θόρυβος, αν ένας θόρυβος δεν υπάρχει καθ’ εαυτός αλλά ως προς τη σημασία του, δηλαδή, ως σημαίνον;

Ας ξαναπιάσουμε τη φιλοσοφία που είπαμε πριν για να εννοήσουμε καλύτερα τα ανωτέρω. O Schopenhauer προσδιορίζει τη μουσική ως την υπέρτατη έκφραση της βούλησης η οποία κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να παρίσταται. Αλλά, πριν τη μουσική, το χάος. Κατ’ ανάλογο τρόπο συμβαίνουν τα πράγματα με την «Γένεση» του κόσμου στην «Παλαιά Διαθήκη». Πριν, το χάος το οποίο μέσω της βούλησης του Θεού μετατρέπεται σε παράσταση, κόσμο, κόσμημα, αρμονία, μουσική. Συναντάμε, εδώ, και την εκδοχή των Πυθαγορείων για το σύμπαν και την αρμονία.

Αν βγαίναμε έξω από τα θρησκευτικά δρώμενα θα λέγαμε ότι, η μουσική είναι η επιθυμία του θορύβου να αποκτήσει σχήμα, όπως το χάος, που λέγαμε πριν, να γίνει κόσμος. Ο θόρυβος είναι μια πρόθεση, ασχημάτιστη ακόμα, για λόγο. Μπορεί να είναι πρόθεση για μόνο θόρυβο. Αλλά, η πρόθεση ως λόγος υπαγορεύεται από τον λόγο του θορύβου. Ο Attali έλεγε, ακριβώς, ότι η παρουσία του θορύβου φτιάχνει νόημα και χαρακτήριζε τη μουσική ως μίμηση της τιθάσευσης του θορύβου.

Με όρους ψυχανάλυσης θα λέγαμε ότι, εν σχέση με το ασυνείδητο, ο ήχος είναι το γράμμα, η επεξεργασία, η δευτερογενής διαδικασία θα έλεγε ο Freud, η είσοδος στο συμβολικό, στη σημασία, στη λέξη. Σε αντίθεση με τον θόρυβο ο οποίος πηγάζει από το «πραγματικό», το «πράγμα», την πρωτογενή διαδικασία, δηλαδή, την κατάσταση εκείνη που δεν έχει λάβει ακόμα μορφή και ίσως να μην λάβει ποτέ.

(Όπως ακριβώς το κλάμα ή το γέλιο είναι προϋπάρχουσες του λόγου καταστάσεις, οι οποίες τείνουν στο να είναι λόγος, αλλά που, ενδεχομένως, δεν θα γίνουν ποτέ λόγος. Εξ ου και η προτροπή: «Μίλησέ μου…μην κλαις» ή «Γιατί γελάς;». Ως προς τις σωματικές εκφράσεις, με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να δούμε το πτέρνισμα. Το πτέρνισμα είναι μια φυσική αντίδραση και ταυτόχρονα ένας τρόπος εξωτερίκευσης μιας έντασης, ενός εσωτερικού θορύβου που εκλογικεύεται μέσω της φυσικής αντίδρασης. Του επιτρέπεται-θορυβωδώς- να εξέλθει, έτσι όπως, πρωτογενώς, υπάρχει μέσα στον ψυχισμό. Συχνά η εξωτερίκευση του, κι ανάλογα με το πολιτισμικό επίπεδο του εκφέροντος, συνοδεύεται από μια έκφραση ανακούφισης με θεατρικότητα και υπερβολή, σαν ένα παιχνίδι όπου το εκφέρον υποκείμενο δεν μπορεί να κατηγορηθεί γι’ αυτό που εκφέρει, τον θόρυβο που κάνει την στιγμή της εκφοράς, δηλαδή τον εσωτερικό του θόρυβο, εκλογικευμένο μέσω της φυσικής αντίδρασης. Για την παράσταση αυτή το υποκείμενο, δεν μας κρύβει, κάποιες φορές με μια μπρεχτική αποστασιοποίηση, το ότι προετοιμάζεται σωματικά, για μερικά δευτερόλεπτα, πριν βγεί στη σκηνή του θορύβου).

 Με αυτήν την έννοια ο θόρυβος ως τέτοιος είναι βία. Μια βίαιη είσοδος του «πράγματος» στο συμβολικό πεδίο. Το ότι ο θόρυβος τρελαίνει δεν είναι μια υπερβολή ή μεταφορά αλλά η συνέπεια της βίαιης εισόδου του «πράγματος» στη συνείδηση, η διάρρηξη του συμβολικού πεδίου από ένα εξωτερικό πράγμα το οποίο ανακινεί το «πράγμα», την τρέλα εντός μας. Έτσι, μπορούμε να καταλάβουμε τη φράση «Ήταν τρελός» γι’ αυτόν που πυροβόλησε εναντίον της πηγής του θορύβου. Θα λέγαμε ότι, αμύνθηκε έναντι της κατάκλισης από την τρέλα του ψυχισμού του, ενός ψυχισμού εύθραυστου, ίσως, ή με ευάλωτο ναρκισσισμό, αλλά η ταξινομική τοποθέτηση της προσωπικότητας  δεν έχει και τόσο σημασία. Σημασία έχει η αίσθηση του θορύβου ως κάθετης διάτρησης ή ακόμα διάλυσης του ίδιου του σώματος. «Μου τρυπάει το κρανίο και βγαίνει από την άλλη μεριά», έλεγε ένα άτομο σε θεραπεία ή «Αισθάνομαι τα οστά του κρανίου μου να εμποδίζουν το θόρυβο να βγει κι αυτός παραμένει μέσα στο σώμα μου και με διαλύει», έλεγε ένας άλλος. Αλλά, μήπως και στα έργα του Bacon δεν βλέπουμε το πάγωμα της κραυγής-θόρυβο για να μην διαλυθεί το σώμα ή αντίθετα στην θερμή κραυγή του Munch και τις επακόλουθες συμπαντικές αναταράξεις ή και στο πρόσωπο- κραυγή του Rodin;

Ο θόρυβος ανέκαθεν υπήρξε πηγή μεγάλης έξαρσης και γι’ αυτό θεωρήθηκε κάποτε ότι, θα μπορούσε να θεραπεύσει την ψυχική ακινησία που υπάρχει στην κατάθλιψη. Κάποιοι ψυχίατροι ακόμα συμβουλεύουν για τους καταθλιπτικούς, διακοπές πλάι στην θάλασσα, ούτως ώστε να ακούν τον φλοίσβο και την αέναη κίνηση των κυμάτων εν αντιθέσει με τους σχιζοφρενικούς στους οποίους συνιστάτο η έλλειψη θορύβου στο βουνό.

Αλλά, βέβαια, όταν λέμε βία θα πρέπει να αναρωτηθούμε βία από ποιόν σε ποιόν. Γιατί, η βία είναι πάντοτε επιβολή εξουσίας ή αντίδραση έναντι της εξουσίας. Βία, λοιπόν, από τη μεριά της εξουσίας ή βία από τη μεριά των εξουσιαζομένων;

Ο θόρυβος της εξουσίας μπορεί επίσης να επιβάλλει πλήρη σιωπή μέσω της τηλεόρασης, της απουσίας πολιτικού λόγου, των μεγάλων γιορτών, φανφάρες, κ.λπ. «Χωρίς τα μεγάφωνα», έλεγε ο Brecht, χωρίς τον θόρυβο της βίας του ναζιστικού λόγου, «οι ναζί δεν θα είχαν πάρει την εξουσία», δηλαδή, δεν θα επέβαλλαν έναν άηχο κόσμο στη Γερμανία. Ο θόρυβος της εξουσίας τότε εκπροσωπείτο από τον θόρυβο της προετοιμασίας της πολεμικής μηχανής των εργοστασίων και των παγανιστικών τελετών των ναζί, θόρυβος ο οποίος επέβαλε έναν ήχο κοινωνικής σιωπής, μιας εκκωφαντικής σιωπής. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν πρέπει μόνο να πλέξουμε το εγκώμιο του θορύβου αλλά να επιδαψιλεύσουμε επίσης το «κατηγορώ» για την ησυχία και τη σιωπή. Την σιωπή των Γερμανών την 10ετία του ’30, την σιωπή των Γάλλων για το Vichy, την σιωπή των Ελλήνων στα χρόνια των «Μνημονίων» που αντί να θορυβήσουν προτιμούν να σκέπτονται ότι τους ψεκάζουν. Και πράγματι, τους ψεκάζουν με τηλεοπτική σιωπή και εναλλαγή βουβών πολιτικών προσώπων. Να επιδαψιλεύσουμε, επίσης,   το «κατηγορώ» για την σιωπή που επιβάλει το κοινωνικό πλαίσιο στα άτομα, κυρίως στις γυναίκες, που έχουν υποστεί κακοποίηση.

Οι Έλληνες σήμερα μιλούν τη γλώσσα των κωφών.

Άρα, το να κάνει θόρυβο κανείς, σ’ ένα τέτοιο κόσμο είναι η κατάκτηση ενός δικαιώματος. Ο θόρυβος, στην περίπτωση αυτή, είναι μια απροσχημάτιστη ακόμα ομιλία, ένας λόγος εν τω γεννάσθε έναντι του επίσημου θορύβου της εξουσίας. Και όπως επαναστατώ στην τέχνη και ιδιαίτερα στη μουσική σημαίνει νέο συντακτικό των ήχων, θεωρείται ως θόρυβος από το παλαιό συντακτικό (ας θυμηθούμε την πομπώδη αποχώρηση του Debussy από τον «Φεγγαρίσιο πιερότο» του Schôenberg) γι’ αυτό, ο θόρυβος μιας διαδήλωσης, ίσως κάθε θόρυβος, θα έλεγε ο Attali, υποβάλλει μια ιδέα εξέγερσης η οποία οφείλει να κατασταλεί στο όνομα της τάξης των ήχων, όπως την αντιλαμβάνεται το εκάστοτε πολιτικό σύστημα. Ο θόρυβος είναι όπλο.

Οι ερπύστριες των τανκς είναι ο σοβαρός ήχος της εξουσίας που ισοπεδώνει κάθε άλλο ήχο σε έναν συγκεκριμένο κόσμο, όπως και ο ήχος από την κρούση των γκλομπς στις ασπίδες των ΜΑΤ. Το μήνυμα εδώ είναι ο τρόμος της επιβολής μιας εξουσίας χειρότερης από πριν και της οποίας το σημαίνον θα είναι ο θόρυβος της ερπύστριας ή του γκλομπ. Αλλά, όπως είπαμε, ο θόρυβος είναι θέμα συναισθηματικής επένδυσης, άρα και ο θόρυβος από τις ερπύστριες μπορεί να είναι θέμα ερμηνείας ανάλογα από το αν προέρχονται από τον χεγκελιανό «κύριο» ή τον χεγκελιανό «δούλο». Ας θυμηθούμε ότι, ο Ρίτσος χαρακτήριζε την κίνηση των σοβιετικών τανκς που έπνιξαν την «Άνοιξη της Πράγας» ως ένα κομψό χορό.

Μ’ αυτήν την έννοια, σε μια διαδήλωση τα κλάξον, τα τύμπανα, οι κατσαρόλες απειλούν ευθέως με διασάλευση το σύστημα, λόγω ενός αντιεξουσιαστικού θορύβου που με ειρωνικό τρόπο κλονίζει ή γελοιοποιεί το θόρυβο ή τη σιωπή που επιβάλει η εξουσία και ταυτόχρονα προσκαλεί για έναν άλλο θόρυβο, εκείνον του «αντί». Η γελοιοποίηση του συστήματος σε μια διαδήλωση, κυρίως με τα τύμπανα ως το πιο πρωτόγονο όργανο, άρα το πλέον συγγενές με το πιο αρχαϊκό μέρος του ψυχισμού μας, μας θυμίζει την περιγραφή του Bakhtin για τον Μεσαίωνα, ως προς την αξία του γέλιου, του θορύβου, της μάσκας, της υπερβολής ως επαναστατικών αξιών έναντι της θρησκευτικής ηθικής που υποβάσταζε της αξίες της πολιτικής εξουσίας.

Μ’ αυτήν την έννοια, ο θόρυβος της εξάτμισης από ένα χαλασμένο μηχανάκι είναι ένας θόρυβος διαμαρτυρίας έναντι της απάθειας του συστήματος, είναι σήμα συσπείρωσης, είναι αντίδραση εφηβική έναντι του τελειωμένου κόσμου των ενηλίκων, είναι η βροντή που θέλει να ταράξει τον ύπνο των νοικοκυραίων, η μεταμφιεσμένη παρουσία της ελευθερίας που διεισδύει στον δημόσιο χώρο που είναι ο δρόμος, είναι μια κραυγή δήλωσης ύπαρξης, είναι ο απροσδιόριστος ακόμα συγκερασμός του κλειδοκύμβαλου της κοινωνικής αντίδρασης η οποία, ωστόσο, μπορεί να μην γίνει ποτέ ήχος. Ουσιαστικά είναι μια μεταφορά αλλά που περνά από την κυριολεξία.

Ο θόρυβος για τον έφηβο, από την ένταση της μουσικής του (θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για κατάσταση μέθης, ανάλογη μ’ εκείνη που καταλαμβάνει τους θρησκευόμενους πιστούς, λίγο πριν την έκσταση ή μια κατάσταση «trans»)  μέχρι την εξάτμιση της μηχανής του, το ηχηρό γέλιο του, η δυνατή φωνή του είναι η  απόπειρα επιβίωσης της προσωπικότητάς του μέσω μιας ρήξης με την υπάρχουσα κατάσταση. Η διεκδίκηση μιας ταυτότητας, η διεκδίκηση λόγου: ζητούν κάπως άτσαλα και επιθετικά να πάρουν το λόγο. Ο θόρυβος της εξάτμισης είναι ένα σκίσιμο στο παραβάν της υπάρχουσας τάξης, μια κατάρρευση τού «ανεπαισθήτως» τού αποκλεισμού.  Οι έφηβοι με τα ακουστικά στα αυτιά δεν ακούν κάτι. Το αντίθετο, προσπαθούν να μην ακούν. Η εφηβική έκφραση «κουφάθηκα»  είναι μετωνυμία του κουφού κοινωνικού κόσμου. Έτσι,  η εφηβική μουσική είναι μια όψη της ταυτότητας αλλά, κυρίως, η κατασίγαση του κόσμου που τους περιβάλλει για να δοθεί η δυνατότητα στο δικό τους κόσμο να αναδυθεί. Ότι, δηλαδή, επιδιώκει και ένας ξεσηκωμένος κόσμος σε μια διαδήλωση.

Ο Οugh λέει, ακριβώς, ότι σε αντίθεση με τις εικαστικές τέχνες οι οποίες παγώνουν τον χρόνο, ο ήχος χρειάζεται τον χρόνο γιατί μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει η επόμενη λέξη, η επόμενη νότα, ο επόμενος θόρυβος, άρα το έργο στο σύνολό του. Ο ήχος εξαφανίζεται μόλις αρθρωθεί. Κατά συνέπεια χρειάζεται ένας διαρκής θόρυβος, κάτι σαν γενική απεργία διαρκείας. Δεν αρκούν μερικές φωνές εκφόρτισης ή απενοχοποίησης.

Η «Νoise» μουσική, η «Νoise performance» μπορεί να αποδώσει ηχητικά τα ανωτέρω. Είναι μια φόρμα θορύβου αλλά και τέχνης η οποία ως φόρμα έχει μεν χάσει την επαναστατική της αξία αλλά ως μορφή τέχνης εκφράζει την αξία της έντασης: Δεν ακούγεται κάτι αλλά, όλα είναι πιθανά και απρόβλεπτα μέσα στην εξέλιξή τους, με ή χωρίς τέλος αφήγησης. Μια μορφή τέχνης η οποία εγγυάται την συνέχεια του θορύβου, της αταξίας, της ανυπακοής, της αμφισβήτησης εκτός της performance πια.

Η «Νoise» μουσική είναι μια αντίφαση: θόρυβος και αρμονία μαζί. Μία ηχητική είσοδος στο συμβολικό πεδίο. Αλλά, είναι και τρόπος αφενός αφύπνισης αφετέρου, δυστυχώς, τρόπος για εκτόνωση. Λέω «δυστυχώς», γιατί πρόκειται για εκτόνωση στο κενό, δηλαδή, άνευ δράσης εκείνων των δυνάμεων που το κάθε σύστημα φοβάται, που  καταστέλλει. Η μουσική αυτή φόρμα γίνεται έτσι ένας μοναχικός περίπατος «μες τη φοβερή ερημία του πλήθους», όπως λέει ο ποιητής.

«Σσσσσστ… Ώρα κοινής ησυχίας»… Μέσω του ατομικού επιπέδου επιβάλλεται κοινή ησυχία στο κοινωνικό σύνολο: Χωρίς απεργίες, διαδηλώσεις, συλλογικές συμβάσεις, διαμαρτυρίες που θα μπορούσαν να διώξουν τους μελλοντικούς επενδυτές που θα συνέβαλλαν στην ελάφρυνση του χρέους.

Ίσως, γι’ αυτό, λοιπόν, οι Έλληνες  ανέχονται τον θόρυβο (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα υπήρχε κάποιος να τους υπερασπιστεί αν ήθελαν την κατάργησή του), γιατί ο θόρυβος πηγάζει από τις επαναστατικές δυνάμεις τους ασυνειδήτου, αυτές που το σύστημα αδυνατεί να τιθασεύσει παρά μόνον κλείνοντάς τες στο ψυχιατρείο.

Ο «Θόρυβος» και η «Art brut»  ως οπτικό συνώνυμο του θορύβου είναι οι τόποι από τους οποίους μπορεί κάποιος να περιμένει το νέο συντακτικό του ήχου, της τέχνης, της πολιτικής κατάστασης, της ύπαρξης. Η ανεξέλεγκτη μηχανή του ασυνειδήτου κάνει θόρυβο. Τα αυτοκίνητα της εξουσίας μπορούν να αντιμετωπιστούν από τα αυτό-κίνητα της εξέγερσης. Το βουητό αυτή τη φορά μπορεί να προέρχεται όχι από τις ερπύστριες της εξουσίας αλλά, από τις ερπύστριες του ασυνειδήτου, από το παλιρροϊκό κύμα του αυτό-κινούμενου ασυνειδήτου.

Μια εξάτμιση είναι μια απειλή, σαν μια μολότοφ στο χέρι, σαν μια πέτρα για την  κατάρρευση της βιτρίνας.

Ο θόρυβος είναι ο ήχος των σιωπηλών ονείρων. Ή, ο ήχος της συντριβής του αυχένα των στραγγαλισμένων ονείρων. Αλλά, επίσης, μπορεί να είναι μια ανούσια εκτόνωση που πνίγεται στον ναρκισσισμό του μηχανόβιου.

Θα έλεγα ότι, ο θόρυβος είτε εγκαινιάζει πάντα μία νέα κατάσταση είτε κάτι νέο γεννά, όντας, ταυτόχρονα, μια άμυνα εναντίον του θανάτου που παράγει το σύστημα της κοινωνικής ορθοπαιδικής, μια άμυνα εναντίον της κοινωνικής κλινικής και του γνωστού «καταδικάζουμε τη βία από όπου κι αν προέρχεται». Μόνο που, βέβαια, το σύστημα ξεχνάει να καταδικάσει τον εαυτό του, λες και το ίδιο δεν παράγει βία. Μια άμυνα, λοιπόν, εν είδη αταξίας, ουρλιαχτού, κραυγής, κλάματος, βρισιάς, βλαστήμιας ενάντια σε αυτό που καλούνται να πληρώσουν οι υπήκοοι στη χώρα του θορύβου, χωρίς να έχουν φταίξει.

Κάνω θόρυβο σημαίνει ζητάω τον λόγο.

Στις αρχές του 2016, στο Τορόντο, για να πνίξουν τον θόρυβο, 50 εθελοντές της ομάδας «Uzinterruptus»  έκαναν τον δικό τους θόρυβο: Απομονώνοντας τον θόρυβο της υπάρχουσας επίσημης τάξης των αυτοκινήτων,  έστρωσαν στο δρόμο 10.000 βιβλία με ήχους γραμμάτων, μουσικές εξαίσιες, συλλογικότητες εξαίρετες, όταν εκεί, στη μέση του δρόμου διάβασαν, σχολίασαν, μίλησαν, φλέρταραν, υποσχέθηκαν και οργανώθηκαν.

Για επίλογο, ο «Λευκός θόρυβος» του DeLillo:

«Κι αν ο θάνατος δεν είναι παρά μόνο θόρυβος; Να τον ακούς για πάντα. Θόρυβος που σε κυκλώνει. Νομίζω, λευκός».



22/11/2017