Η ιστορικότητα της επίσκεψης Σίσι στην Κύπρο: Η κοινή πολιτική ιστορία και οι αγώνες που μοιράζονται οι δύο χώρες.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης έχει κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Πρόεδρο της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου κ. Abdel Fattah al- Sisi καιτον Πρωθυπουργό της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Αλέξη Τσίπρα, 21 Νοεμβρίου, Λευκωσία/ ΓΤΠ Σταύρος Ιωαννίδης.
Όταν στις 5 Μαΐου του 1878 ο Βρετανός Πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Ντισραέλι (Lord Beaconsfield) ενημέρωνε τη Βασίλισσα Βικτώρια πως στο πλαίσιο της αγγλο-τουρκικής αμυντικής συμφωνίας του ίδιου έτους η Αγγλία θα αποκτούσε την Κύπρο από τους Οθωμανούς, της έγραψε μεταξύ άλλων, πως με την απόκτηση της Κύπρου «η ισχύς της Αγγλίας στη Μεσόγειο θα ενισχυθεί απόλυτα στην περιοχή και η αυτοκρατορία της Ινδίας της Αυτού Μεγαλειότητος θα ισχυροποιηθεί σημαντικά. Η Κύπρος είναι το κλειδί της Δυτικής Ασίας.»
Η ντε φάκτο απόκτηση της Κύπρου από τους Βρετανούς (ο Σουλτάνος θα διατηρούσε την κυριαρχία επί της νήσου αλλά η διοίκησή της θα περνούσε στα χέρια των Βρετανών) υπήρξε μια από τις συνέπειες της ήττας των Οθωμανών από την τσαρική Ρωσία στον αναμεταξύ τους πόλεμο του 1878. Οι Άγγλοι εξασφάλισαν τον έλεγχο της Κύπρου υποσχόμενοι στον Σουλτάνο στρατιωτική βοήθεια σε περίπτωση ενός μελλοντικού ρωσο-τουρκικού πολέμου.
Στο συνέδριο του Βερολίνου του ιδίου έτους, που συνήλθε για να διευθετήσει τις εκκρεμότητες του πολέμου και στο οποίο συμμετείχαν οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, ο Ντισραέλι ανακοίνωσε την επιμέρους συμφωνία για την Κύπρο με τον Σουλτάνο, αιφνιδιάζοντας τους σύνεδρους με μεγαλύτερα ενοχλημένη τη Γαλλία που ήταν ανταγωνίστρια της Αγγλίας στη Μεσόγειο. (Η κλασική μελέτη για την απόκτηση της Κύπρου και η μυστική διπλωματία του Ντισραέλι πριν το συνέδριο, είναι του Dwight E. Lee, Great Britain and the Cyprus Convention Policy of 1878. Cambridge: Harvard University Press, 1934).
Οι Άγγλοι επεδίωκαν την απόκτηση ενός «χώρου όπλων» -«a place d’armes»- στην Ανατολική Μεσόγειο για να προστατεύσουν τις θαλάσσιες και χερσαίες προσβάσεις προς το «Πετράδι του Στέμματος» – «Jewel of the Crown», την Ινδία. Η πιο σημαντική πρόσβαση ήταν η θαλάσσια, μέσω της Διώρυγας του Σουέζ στην Αίγυπτο, η οποία άνοιξε το 1869. Αλλά και η εξασφάλιση των χερσαίων προσβάσεων στην ασιατική επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ειδικά με την προγραμματιζόμενη κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών ανατολικά -ελέγχοντας τις προσβάσεις στον κόλπο της Αλεξανδρέττας (Scanderoon)- απασχολούσε την Αγγλία. Και στις δυο περιπτώσεις η κατοχή της Κύπρου αποτελούσε την ιδεώδη λύση.
Η ιστορική ειρωνεία είναι πως ο στρατηγικός ρόλος της Κύπρου, ως «place d’ armes» στους αγγλικούς σχεδιασμούς για τη διασφάλιση της Ινδίας ακυρώθηκε μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα, με τη στρατιωτική επέμβαση των Άγγλων στην Αίγυπτο. Η επέμβαση είχε στόχο την αποκατάσταση της τάξης στη χώρα λόγω αντιδυτικών ταραχών και διαδηλώσεων του στρατού εναντίον του φιλοδυτικού Κετίβη (Khedive) της Αιγύπτου. Ο πραγματικός λόγος, όμως, ήταν η διασφάλιση της διώρυγας του Σουέζ και των αγγλικών οικονομικών συμφερόντων, αφού η Αγγλία ήταν ήδη ο μεγαλύτερος μέτοχος της εταιρείας που είχε τη διαχείριση της διώρυγας.
Ενώ τότε, το 1882, ανακοινώθηκε πως η αγγλική στρατιωτική παρουσία στην Αίγυπτο και το Σουέζ θα ήταν «σύντομη», αυτή διήρκεσε δεκαετίες και δεν τερματίσθηκε μέχρι και το φιάσκο του πολέμου του Σουέζ το 1956 και την τελική εκδίωξη των Βρετανών από την Αίγυπτο. Και η δεύτερη ιστορική ειρωνεία είναι πως τη δεκαετία του 1950 η Κύπρος θα αποκτήσει ξανά τη «χαμένη» της στρατηγική αξία στους βρετανικούς σχεδιασμούς, αλλά επαυξημένη λόγω του Ψυχρού Πολέμου. Στην Κύπρο οι Βρετανοί θα οργανώσουν το νέο τους στρατηγείο για τη Μέση Ανατολή και, αυξανόμενα, θα συνεργάζονται εκεί με τους Αμερικανούς στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου. H συνεργασία των δύο στην Κύπρο χρονολογείται από το 1947, τουλάχιστον.
Κύπρος και Αίγυπτος, λοιπόν, δεν έχουν ως μόνο κοινό στοιχείο τη γεωγραφική γειτνίαση. Μοιράζονται και μια κοινή πολιτική ιστορία και κοινούς αγώνες εναντίον του βρετανικού ιμπεριαλισμού, όπως αυτός εκφράσθηκε με πολύ συγκεκριμένους τρόπους -συμπεριλαμβανομένου και του ρατσιστικού- για σχεδόν μια εκατονταετία απέναντι και στις δύο χώρες.
Η κοινή αυτή κληρονομιά και πολιτική ιστορία ενάντια στον βρετανικό ιμπεριαλισμό, κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1950 με την έναρξη του αντιαποικιακού -αλλά και αντιιμπεριαλιστικού- αγώνα στη Κύπρο το 1955, υπό την πολιτική ηγεσία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του παράλληλου χρονικά αγώνα των Αιγυπτίων, υπό την ηγεσία του Προέδρου Νάσερ, για την εκδίωξη των Βρετανών από την Αίγυπτο και από τη βάση τους στο Σουέζ.
Τόσο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος όσο και ο Πρόεδρος Νάσερ (και οι λαοί τους) χαρακτηρίστηκαν από το Λονδίνο ως «τρομοκράτες», «εξτρεμιστές» και «κομμουνιστές» γιατί τόλμησαν να τα βάλουν με τον βρετανικό αποικιακό και ρατσιστικό ιμπεριαλισμό. Ειδικά στην περίπτωση του Νάσερ οι βρετανικές υπηρεσίες, με εντολές του τότε πρωθυπουργού Άντονυ Ηντεν, επεξεργάστηκαν σχέδια δολοφονίας του. Και όπως όλοι γνωρίζουμε πλέον από αδιάψευστα ντοκουμέντα, μαζί με τη Γαλλία και το Ισραήλ, συνωμότησαν για την επιδρομική επιχείρηση -«tripartite aggression»- του Σουέζ το 1956, στόχος της οποίας ήταν η ανατροπή του Νάσερ -πολιτική που μας είναι πιο γνωστή σήμερα ως «αλλαγή καθεστώτος». Ο πόλεμος του 1956 υπήρξε ο ορισμός του επιδρομικού πολέμου (aggressive war). Η επιδρομή αυτή υπήρξε ο προπομπός των λεγόμενων «ανθρωπιστικών επεμβάσεων» της μεταψυχροπολεμικής εποχής.
Οι εγκληματικές ενέργειες των Βρετανών στην επιδρομική επιχείρηση του 1956 παραμένουν σχεδόν άγνωστες, λόγω της καθολικής λογοκρισίας που επέβαλαν οι Βρετανοί. Απαγόρευσαν, για παράδειγμα, τη χρήση του όρου «πόλεμος» από τα βρετανικά ΜΜΕ, για να περιγράψουν την επιδρομή τους.
Ένα άγνωστο γεγονός, για παράδειγμα, είναι πως το 1956 οι Βρετανοί δημιούργησαν ένα «Γκουαντάναμο» στην Κύπρο όπου έφερναν, φυλάκιζαν, βασάνιζαν και δολοφονούσαν Αιγύπτιους αιχμαλώτους, πρακτικές που εφάρμοζαν και στην Κένυα αλλά και στην Κύπρο, σε μικρότερο βαθμό λόγω μεγέθους και μόνο.
Η αλληλεγγύη αλλά και συνεργασία μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 είναι γνωστή. Και όχι τυχαία, η πρώτη επίσημη επίσκεψη του Μακαρίου ως Προέδρου έγινε στην Αίγυπτο το 1960. Γνωστή είναι επίσης η σημαντική διεθνής στήριξη του Καΐρου τις δεκαετίες που ακολούθησαν ενάντια στη τουρκική επεκτατική πολιτική, καθώς επίσης και η συνεργασία των δύο κρατών στο Κίνημα των Αδεσμεύτων.
Σε όλα αυτά τα χρόνια το μόνο μελανό γεγονός στις σχέσεις των δύο γειτονικών κρατών υπήρξε το ατυχέστατο συμβάν της αιματηρής σύγκρουσης του 1978 στο αεροδρόμιο της Λάρνακας μεταξύ της Εθνοφρουράς και Αιγύπτιων κομάντος. Οι τελευταίοι προσπάθησαν να επιτεθούν στους Παλαιστίνιους τρομοκράτες, που δολοφόνησαν τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας Αλ Αχράμ της Αιγύπτου στη Λευκωσία, και οι οποίοι βρίσκονταν στο αεροδρόμιο κρατούντες ομήρους. Ως συνέπεια το Κάιρο διέκοψε διπλωματικές σχέσεις με την Κύπρο μέχρι το 1984.
Παρά τις ιστορικά άριστες σχέσεις μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου, κανένας Αιγύπτιος Πρόεδρος δεν επισκέφθηκε την Κύπρο. Μέχρι τις 20 Νοεμβρίου 2017. Η διήμερη επίσκεψη του Αιγύπτιου Προέδρου Αμντέλ Φατάχ Αλ Σίσι στη Λευκωσία στις 20-21 του τρέχοντος μηνός αποτελεί, κατά τη δική μου εκτίμηση, την πιο σημαντική επίσκεψη ξένου ηγέτη στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Η Αίγυπτος είναι το μόνο αραβικό κράτος με θεσμούς διακυβέρνησης και δομημένο στρατό που ανάγονται στις αρχές του 19ου αιώνα, παρά το γεγονός ότι μέχρι το 1914 ήταν τυπικά υποτελές στον Σουλτάνο. Τα πλείστα από τα υπόλοιπα αραβικά κράτη συνιστούν δυναστικά/φυλετικά καθεστώτα που οφείλουν την ύπαρξή τους στις πολιτικές και την «εύνοια» των αποικιακών δυνάμεων, κυρίως της Βρετανίας και της Γαλλίας.
Η πολιτική σημασία της επίσημης επίσκεψης του ηγέτη της μεγαλύτερης και ισχυρότερης αραβικής χώρας στη Λευκωσία, αναγνωρίζεται καθολικά από τον κυπριακό λαό και καταδεικνύει την ιστορικότητα των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Δεν θα ασχοληθώ εδώ με τις λεπτομέρειες της επίσκεψης του Αλ Σίσι στη Λευκωσία, τις συμφωνίες που συνομολογήθηκαν σε κρίσιμους τομείς που προδιαγράφουν θετικές εξελίξεις στις διμερείς σχέσεις των δύο κρατών, αλλά και στις πολυμερείς τους σχέσεις με τους γείτονές τους, σε περιφερειακό επίπεδο. Η δημοσιογραφική κάλυψη της διήμερης επίσκεψης υπήρξε πλήρης.
Η Κυπριακή Δημοκρατία παράγει πολιτική
Αυτό που έχει σημασία, κατά την εκτίμησή μου, είναι το γεγονός πως η Κυπριακή Δημοκρατία, παρά τα όποια προβλήματα που της δημιουργεί η τουρκική κατοχή και ο συνεχής πολιτικός πόλεμος της Άγκυρας, συνεχίζει να λειτουργεί, να συμμετέχει στο διεθνές κρατικό σύστημα και να παράγει πολιτική με στρατηγικές προδιαγραφές και συνέπειες. Και είναι πλέον κοινός τόπος, αλλά υψίστης σημασίας, πως η πολιτική αυτή προκύπτει από τη διεθνώς αναγνωρισμένη υπόσταση του κυπριακού κράτους. Τυχόν πολιτικός ευνουχισμός του κράτους αυτού από την όποια πολιτική του ηγεσία -με την ψευδαίσθηση πως θα μπορεί να συνυπάρξει μαζί με μια απροκάλυπτα επιδρομική Τουρκία και τους ενεργούμενούς της στην Κύπρο και πως θα αποτρέψει, τάχατες, τον μπαμπούλα της διχοτόμησης- θα αποτελέσει πολιτικό έγκλημα και τραγωδία χωρίς προηγούμενο στην πολιτική ιστορία της Κύπρου και του λαού της.
Του Μάριου Ευρυβιάδη
26/11/2017