Η μείωση των μισθών καθηλώνει την οικονομία.


Σκίτσο του ΠΑΝΟΥ

Η οικονομία της Ευρωζώνης χαρακτηρίζεται από ασάφεια, η οποία αντανακλά τη διφορούμενη κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Η ανάπτυξη και η εμπιστοσύνη έχουν πραγματοποιήσει μερικά θετικά βήματα. Όχι όμως και ο πληθωρισμός, καθώς δεν συμπράττει σε αυτή την κατεύθυνση ο ρυθμός μεταβολής των μισθών.

Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στις τεχνολογικές αλλαγές και στις μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμόσει οι κυβερνήσεις. Αυτές έχουν περιορίσει τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων, κάτι που σε μεγάλο βαθμό έχει αρνητικές επιδράσεις στην ανάκαμψη της οικονομίας. Για την ακρίβεια, την καθιστά αδύναμη και χωρίς μακροχρόνια σταθερά ανοδική τάση.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ, ο κύριος λόγος της πτώσης των μισθών μπορεί να αναζητηθεί στην υπάρχουσα ανεργία, στην υποαπασχόληση της εργατικής δύναμης λόγω των εφαρμοζόμενων μορφών μερικής απασχόλησης, αλλά και στην εξασθένιση του πλαισίου προστασίας της εργασίας. Παράλληλα οι χαμηλοί μισθοί έχουν μερίδιο ευθύνης για τον σημερινό χαμηλό πληθωρισμό, αλλά και για τις χαμηλές προσδοκίες σχετικά με τον μελλοντικό πληθωρισμό.

Ανησυχεί και ο Ντράγκι

Στα ίδια σχεδόν συμπεράσματα είχε καταλήξει και μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ – Economic Bulletin , Issue 3/2017 ), που είδε το φως της δημοσιότητας τον Μάρτιο του 2017. Η ΕΚΤ παρουσιάζει μια ανησυχητική εικόνα της αγοράς εργασίας στην Ευρωζώνη. Η αύξηση των μισθών είναι απρόσμενα χαμηλή και το ποσοστό των εργαζομένων που υποαπασχολούνται κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα.

Σύμφωνα με την ΕΚΤ, «παρά τη βελτιωμένη εικόνα ορισμένων δεικτών της αγοράς εργασίας, στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης η αγορά εργασίας απαρτίζεται σε μεγάλο ποσοστό από εργαζόμενους μερικής απασχόλησης». Το φαινόμενο της ημιαπασχόλησης οδηγεί σε στασιμότητα, ή και σε μείωση των μισθών των εργαζομένων.

Το γεγονός αυτό προκαλεί το ενδιαφέρον των αναλυτών της έρευνας, καθώς απαιτείται μεγαλύτερη δυναμική των μισθών, ώστε να καταστεί βιώσιμη η αύξηση του πληθωρισμού. Η ΕΚΤ, ωστόσο, δεν προβλέπει άμεση αύξηση των μισθών εντός της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αμφιβολίες για τη δυνατότητα της κεντρικής τράπεζας να αλλάξει σύντομα τη νομισματική της πολιτική.

Υποκριτικές διαπιστώσεις

Γιατί η κατάσταση έχει οδηγηθεί σε αυτή την ατραπό; Το να διαπιστώνει, απλά, το ΔΝΤ και η ΕΚΤ ότι τα πράγματα οδηγήθηκαν σε αυτή την εξέλιξη είναι τουλάχιστον υποκριτικό. Η ευθύνη τους είναι ακέραια διότι το όλο οικονομικό υπόδειγμα που υιοθέτησαν και εφάρμοσαν οδηγούσε αναπόφευκτα σε αυτή την κατάληξη.

Η κύρια παρέμβαση, μέσω του οικονομικού υποδείγματος που εφαρμόστηκε, κατευθύνθηκε στην άρση -μέσω μιας νομιμοποιητικής διαδικασίας- των εσωτερικών αντιστάσεων στην πολιτική δομικής προσαρμογής στο πλαίσιο του εντεινόμενου διεθνούς ανταγωνισμού. Δυο είναι τα βασικά σημεία, στα οποία η παρέμβαση ήταν απαραίτητη, επιβαλλόμενη και απολύτως καθορισμένη:

Πρώτον, στη διαμόρφωση των νέων σχέσεων εργασίας που αντικατέστησαν την τεϋλοριστική οργάνωση της εργασίας, η οποία κατέρρευσε.

Δεύτερον, στο νέο ρόλο που ανατίθεται στο αναμορφωμένο Κράτος Πρόνοιας.

Σχετικά με το πρώτο, βασικός αρωγός είναι η νέα τεχνολογία της μικροηλεκτρονικής, η οποία παρέχει τη δυνατότητα πρόσωπο και μηχανή να διαχωριστούν χρονικά ή χωρικά στην παραγωγική διαδικασία. Επιτρέπει, δηλαδή, τη διαμόρφωση ευέλικτων μορφών εργασιακών σχέσεων. Ουσιαστικά, το όλο εγχείρημα συνίστατο στη δραματική μείωση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων, μέσω της εξαφάνισης των μέτρων θεσμικής προστασίας της εργασίας. Οι εργασιακές σχέσεις που είχαν διαμορφωθεί με το προηγούμενο υπόδειγμα καταργούνται.

Ελεύθερη διακύμανση μισθών

Αυτό το αποτέλεσμα οδηγεί ευθέως στην ελεύθερη διακύμανση των μισθών σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομίας, με βάση τα διδάγματα του «νέου» οικονομικού υποδείγματος. Αυτό αποτυπώνεται με σαφήνεια στο κυρίαρχο οικονομικό υπόδειγμα, όταν στην περιγραφή του ζητούμενου μισθού από τους εργαζόμενους σε μια επιχείρηση, ο δείκτης που περιγράφει τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων θεωρείται εξωγενής μεταβλητή.

Αυτό σημαίνει ότι η διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων δεν είναι σε θέση να επηρεάσει το ζητούμενο ύψος του μισθού. Απλά, ο εργαζόμενος θα πρέπει να δεχθεί τον προσφερόμενο μισθό από την επιχείρηση, ο οποίος καθορίζεται από την παραγωγικότητα της εργασίας συν το ποσοστό κέρδους. Τα τελευταίο καθορίζεται από τον βαθμό ανταγωνισμού που υπάρχει στην αγορά, στην οποία δραστηριοποιείται η επιχείρηση.

Προσοχή: από τη στιγμή που είναι γνωστό το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί η επιχείρηση, το ποσοστό κέρδους είναι καθορισμένο. Ακόμη και στην περίπτωση που υπάρξει αύξηση του κόστους παραγωγής, η επιχείρηση θα το μεταφέρει σε αύξηση των τιμών, κάτι που θα διατηρήσει αμετάβλητο το ποσοστό κέρδους.

Η νέα διαμορφούμενη κατάσταση στις εργασιακές σχέσεις οδηγεί ευθέως στο δεύτερο σημείο, δηλαδή στην αλλαγή του ρόλου του Κράτους Πρόνοιας. Από καθολικός θεσμός συρρικνώνεται σε θεσμό φιλανθρωπικής αρωγής στους αναξιοπαθούντες, στους φτωχούς, στους αρρώστους και στους μακροχρονίως ανέργους. Το παράδειγμα της ελληνικής οικονομίας είναι χαρακτηριστικό. Οι άνθρωποι καθίστανται φτωχοί και αναξιοπαθούντες με την ασκούμενη οικονομική πολιτική. Στη συνέχεια έρχεται η φιλανθρωπία (του κράτους ή των ιδιωτών) ως βοήθεια επιβίωσης!

Κώστας Μελάς 


 2 Νοεμβρίου 2017