Περικλής Πανταζής.
Ο ΠερικλήςΠανταζής, (Αθήνα, 13 Μαρτίου 1849 – Βρυξέλλες, 25 Ιανουαρίου 1884), ήταν ένας από τους πρώτους έλληνες ιμπρεσιονιστές ζωγράφους, που καταξιώθηκε κυρίως στο Βέλγιο. Ο πατέρας του Πανταζή ήταν δάσκαλος με καταγωγή από την Ήπειρο. Από το 1861 έως το 1871 σπούδασε ζωγραφική στο Σχολείο των Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δάσκαλο τον Νικηφόρο Λύτρα. Για έναν χρόνο συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, αλλά κατόπιν έφυγε για την Μασσαλία και το Παρίσι. Στο Παρίσι μαθήτευσε κοντά στον Γκουστάβ Κουρμπέ (Gustave Courbet) και τον Αντουάν Σιντρέιγ (Antoine Chintreuil) , ενώ γνώρισε τις σύγχρονες δημιουργίες του Ευγένιου Μπουντέν (Eugène Boudin), του ολλανδού Γιόχαν Μπάρτχολντ Ζόνκιντ (Johan Barthold Jongkind) και των ιμπρεσιονιστών Μανέ, Ντεγκά και Πισαρό. Το 1873, με μία συστατική επιστολή του Μανέ στην τσέπη, ο Πανταζής εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες. Λέγεται επίσης πως εγκαταστάθηκε στην βελγική πρωτεύουσα με πρόσκληση του πλουσίου έλληνα οινεμπόρου Ιωάννη Οικονόμου (Jean Économou), ο οποίος και παρήγγειλε πολλά έργα στον νέο ζωγράφο. Στο Βέλγιο, ο Πανταζής έγινε μέλος του αντιακαδημαϊκού καλλιτεχνικού ομίλου «Circle de la pâte» (σε ελεύθερη μετάφραση «Κύκλος του χρώματος») και συνδέθηκε φιλικά με τον ζωγράφο Γκιγιόμ Βόγκελς (Guillaume Vogels) και τον γλύπτη Ωγκύστ Φιλιππέτ (Auguste Philippette), του οποίου την αδελφή νυμφεύθηκε λίγο καιρό μετά. Στις Βρυξέλλες, ο Πανταζής κέρδιζε τα προς το ζην δουλεύοντας με τον Βόγκελς για την διακόσμηση σπιτιών, μια τέχνη που ήταν της μόδας την εποχή εκείνη. Όμως γρήγορα έγινε γνωστός για το ζωγραφικό του ταλέντο και έτσι εγκατέλειψε τη διακόσμηση για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην ζωγραφική. Το 1878 εκπροσώπησε με έργα του την Ελλάδα στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού και έλαβε εξαιρετικές κριτικές. Δυστυχώς, υπέφερε για πολλά χρόνια από φυματίωση και πέθανε πριν καλά-καλά κλείσει τα 35 του χρόνια.
Ο Περικλής Πανταζής πρόλαβε, ωστόσο, στη σύντομη ζωή του να δημιουργήσει ένα αξιόλογο έργο που συνδυάζει πειστικά τον ρωμαλέο ρεαλισμό του Κουρμπέ, τη χρωματική τόλμη του Μανέ και την ιμπρεσιονιστική ελευθερία στην απόδοση του φωτός.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΠΗΓΕΣ:
Περικλής Πανταζής (1849-1884):
Ένας Έλληνας ιμπρεσιονιστής μεταξύ Αθήνας και Βρυξελών:
Περικλής Πανταζής (1849-1884) - Averoff Museum (1)
Περικλής Πανταζής (1849-1884):
Ένας Έλληνας ιμπρεσιονιστής μεταξύ Αθήνας και Βρυξελών.
Α΄ΜΕΡΟΣ
Λίγες είναι οι μελέτες που έχουν γίνει στην Ελλάδα και το Βέλγιο που εστιάζουν την δραστηριότητα του Ελληνοβέλγου καλλιτέχνη Περικλή Πανταζή, άμεσα συνδεδεμένο με τη βελγική ζωγραφική, και ως έναν από τους πρωτοπόρους του βελγικού Ιμπρεσιονισμού. Το ενδιαφέρον της μελέτης για τη ζωή και την τέχνη γεννιέται από περιέργεια να κατανοήσουμε καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο ο ζωγράφος από την Αθήνα επιλέγει την πόλη των Βρυξελλών ως προορισμό να ζήσει. Πώς ο Πανταζής έρχεται σε επαφή με το καλλιτεχνικό κόσμο των Βρυξελλών; Ποιος είναι ο Πανταζής για την ελληνική και τη βελγική τέχνη του αιώνα; Αυτοί είναι μερικοί από τους προβληματισμούς που θα εξεταστούν για την καλύτερη κατανόηση της ζωής και το έργο του ζωγράφου, που δεν είναι γνωστό στο ευρύ κοινό.
Ο Περικλής Πανταζής πολύ πιθανόν, σύμφωνα με τις τελευταίες μελέτες, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 18491. Η καταγωγή του είναι από την Ήπειρο και πιο συγκεκριμένα από το χωριό Ζίτσα, όπως αναφέρει ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας2. Η οικογένεια του Πανταζή αποτελείτο από πέντε μέλη: τον πατέρα του Δημήτριο, τη μητέρα του Δάφνη, τον αδελφό του που θα ζήσει και θα εργαστεί στο εξωτερικό, πιο συγκεκριμένα στη Μασσαλία και την αδελφή του, Ελπίδα3. Ο πατέρας του γεννήθηκε στην Αθήνα το 1813. Ήταν άνθρωπος των γραμμάτων, συγγραφέας και από το 1840 έως το 1850 δάσκαλος ιδιωτικού σχολείου στην Αίγινα. Το 1851 διορίστηκε δημόσιος υπάλληλος στην Αθήνα και μετά από πέντε χρόνια εργάστηκε στο Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης. Εκδίδει το περιοδικό Η Eφημερίς των Φιλομαθών για αρκετά χρόνια και συνεργάζεται με άλλους συγγραφείς, στην σύνταξη εκπαιδευτικών βιβλίων για παιδιά και φοιτητές. Μετέφρασε κείμενα ξένων συγγραφέων και έγραψε πολλά μυθιστορήματα. Μεταξύ των θεμάτων του, περιλαμβάνονται κείμενα που αφορούν τις καλές τέχνες και τους καλλιτέχνες. Μερικές φορές ήταν γραμμένα με τη μορφή επιστολών που απευθύνονταν στους υπουργούς, πλούσια σε ιδέες και κριτικές σχετικά με τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Πέθανε λίγους μήνες μετά τον θάνατο του γιού του, στις 24 Μαρτίου 1884. Ο Περικλής δεν συναντά δυσκολίες από την οικογένειά του για την επαγγελματική του επιλογή.
Αντιθέτως, το καλλιτεχνικό κλίμα που έχει αναπτύξει η οικογένειά του, επηρεάζει την προσωπικότητα και την κουλτούρα του. Γράφεται λοιπόν, στη Σχολή των Τεχνών της Αθήνας, στην ηλικία των δεκαπέντε ετών στο ακαδημαϊκό έτος 1864-1865. Από τα αρχεία της Πολυτεχνικής Σχολής μαθαίνουμε ότι ο Περικλής είναι ένας από τους καλύτερους φοιτητές και κατά τη διάρκεια της φοίτησης κέρδισε πολλά βραβεία και υποτροφίες4. Τη Σχολή των Τεχνών, που αυτήν την περίοδο είναι υπό την διεύθυνση του Δημητρίου Σκαλιστήρη, την παρακολουθούν φοιτητές που τα επόμενα χρόνια θα αφήσουν τα ίχνη τους στην ελληνική ζωγραφική. Οι συμμαθητές και φίλοι του Πανταζή είναι, ο Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932), ο Ιάκωβος Ρίζος (1849-1926), ο Θεόδωρος Ράλλης (1852-1909) και ο Ιωάννης Αλταμούρας (1852-1878). Ο Περικλήςκαι ο Αλταμούρας1 θα ζήσουν στα πιο καινοτόμα ερευνητικά καλλιτεχνικά ευρωπαϊκά κέντρα της εποχής: ο Αλταμούρας θα πάει στην Κοπεγχάγη ενώ ο Πανταζής θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του στις Βρυξέλλες. Κατά τη διάρκεια της μαθητείας στο Σχολείο λαμβάνει μέρος στην έκθεση Ολύμπια του 1870, με έργα όπως Η γριά που πλέκει, Κεφάλι άνδρα και Εικόνες σιδηρουργείου. Για το τελευταίο έργο ο Πανταζής λαμβάνει το "Αργυρούν νομισματοσήμον Β τάξεως", ενώ το έργο Η γριά που πλέκει μπορεί να είναι ένα από τα θέματα που πρότειναν από το Σχολείο, για τους μαθητές που συμμετέχουν. Όντως, οι Αρτινός, Τριανταφύλλου και Λεμπέσης υπόβαλλαν έργο του ίδιου αντικειμένου.2 Στο έργο, που περιγράφει μια στιγμή της καθημερινής ζωής, κυριαρχούν σκούρα χρώματα με μοναδική εξαίρεση το λευκό του μαντιλιού. Το πρόσωπο και τα χέρια της δείχνουν μια πτυχή του ψυχολογικού της κόσμου. Το 1870-1871, ο Πανταζής αποφοίτησε από την Σχολή των Τεχνών πρώτος στην κατάταξη, σύμφωνα με το πρωτόκολλο των φοιτητών νικητών του έτους, η οποία υπεγράφη από τους καθηγητές Λάντσα, Λύτρα και από τον διευθυντή Σκαλιστήρη.
Συνεχίζοντας την παράδοση Ελλήνων καλλιτεχνών, όπως του Λύτρα και του Γύζη, ο Πανταζής μετά το τέλος της φοίτησης του στην Αθήνα, γράφεται τον Οκτώβρη του 1871 στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Ακαδημία ιδιαίτερα γνωστή και τιμημένη στους ελληνικούς καλλιτεχνικούς κύκλους, αφού πολλοί βαυαροί καλλιτέχνες είχαν έρθει σε επαφή με την Ελλάδα και κυρίως με την καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας. Τα αίτια αυτής της μετακινήσεως που έρχονται σε συμφωνία με το ελεύθερο πνεύμα του ζωγράφου, θα μπορούσαν να εντοπιστούν στο καλλιτεχνικό Αθηναϊκό κλίμα, βασιζόμενο σε μια επίσημη ακαδημαϊκή ζωγραφική, αλλά και στο γεγονός ότι τα έργα του δεν αντιμετωπιστήκαν ισάξια στην έκθεση της "Ολύμπια" του 1870.
Σύντομα όμως ο Πανταζής αντιλαμβάνεται ότι το καλλιτεχνικό κλίμα που κυριαρχεί στην πόλη, αν και πλούσιο σε έρευνες, είναι για τον ίδιο συντηρητικό με συμβολιστικές τάσεις. Από το 1871 έως το 1874, στην βαυαρική πόλη έμεινε ο Ελβετός ζωγράφος Arnold Böcklin, εκπρόσωπος της συμβολιστικής ζωγραφικής και ιδεαλιστής, επηρεάζοντας βαθιά την γερμανική τέχνη στα τέλη του αιώνα. Ένα τέτοιο κλίμα δεν ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία του Έλληνα ρεαλιστή καλλιτέχνη. Όμως πλάι με τον συμβολισμό έχουν εισέρθει οι νέες γαλλικές επιρροές, χάρη στο έργο του ζωγράφου Wilhelm Leibl που διέμεινε στο Μονακό από το 1871 ως το 1873, μετά από οκτώ μήνες εκπαίδευσης κοντά στον Gustave Courbet. Ο Leibl συγκέντρωσε γύρω του μια ομάδα καλλιτεχνών που υποκινούνται από τις ίδιες ιδέες και καινοτομίες καλλιεργημένες στην γαλλική πρωτεύουσα. Αυτές οι νέες τάσεις προσελκύουν την περιέργεια του Πανταζή.3 Μάλλον για αυτό το λόγο ο Πανταζής αποφασίζει, το καλοκαίρι του 1872 και μετά από περίπου οκτώ μήνες διαμονή στο Μόναχο, να μεταφερθεί στο Παρίσι, καλλιτεχνικό και πολιτιστικό κέντρο της σύγχρονης ζωγραφικής.
Λόγω όμως της πολιτικής αστάθειας που επικρατεί στη γαλλική πρωτεύουσα, ο Πανταζής προτιμά να περάσει μερικούς μήνες στη Μασσαλία, δίπλα στον αδελφότου, που δουλεύει στο ναυπηγείο της πόλης. Σε αυτή την περίπτωση ο καλλιτέχνης δημιουργεί το Πορτρέτο του αδελφού του, που χαρακτηρίζεται από λιτότητα του θέματος, τα σκούρα χρώματα που έρχονται σε αντίθεση με το φωτισμένο πρόσωπο, προσπαθώντας να τονίσουν τον εσωτερικό κόσμο του εικονιζόμενου.
Περνώντας το καλοκαίρι του 1872 στη Μασσαλία, ο Πανταζής φθάνει στο Παρίσι το φθινόπωρο του ίδιου έτους. Είναι πολύ πιθανό φθάνοντας στο Παρίσι να γνώρισε σχεδόν αμέσως τον Edouard Manet (1832-1883). Η ελεύθερη πινελιά του γάλλου ζωγράφου εμπνέει και επιδρά την τεχνική του Έλληνα μαθητή του. Όπως επίσης και τα πορτρέτα των γυναικών, των παιδιών και η ιαπωνική ζωγραφική που κατέχει ο Μανέ στην συλλογή του. Κατά συνέπεια ο Πανταζής γίνεται γνώριμος στους γαλλικούς καλλιτεχνικούς κύκλους γνωρίζοντας επίσης τον σημαντικό συλλέκτη και έμπορο έργων τέχνης Paul Durant-Ruel (1831-1922). Θερμός υποστηρικτής των ιμπρεσιονιστών, διοργάνωσε το 1872 δύο εκθέσεις με έργα του Courbet, Boudin, Manet, Monet, Pisarro, Sisley, Degas: όλη η αφρόκρεμα των καλλιτεχνών.
Αυτές οι εκθέσεις αφήνουν το σημάδι τους στην τέχνη του Πανταζή και τον βοηθούν να κατευθυνθεί προς μια καινοτόμο και ελεύθερη πινελιά. Από τον Boudin εμπνέεται τον τρόπο του πώς να περιγράφει τη θάλασσα και το τοπίο, με μια σχεδόν μετεωρολογική ατμόσφαιρα. Το μάθημα των Barbizonniers είναι εμφανές σε έργα όπως το Τοπίο με το Σηκουάνα (1872), όπου ο καλλιτέχνης δημιούργησε το έργο σε ανοιχτό χώρο υψώνοντας την φύση, αφήνοντας σε δεύτερο πλάνο την ανθρώπινη φιγούρα. Ο ουρανός κατέχει πάνω από το μισό πίνακα θυμίζοντάς μας τα έργα του J. Constable. Οι επιρροές αυτές έρχονται πριν από εκείνες του Courbet, ο οποίος, με τη ρεαλιστική ζωγραφική του, δίνει μεγάλη σημασία στα αντικείμενα της πραγματικής ζωής γιατί μόνο αυτά μπορούν να εκφράσουν την πραγματική αλήθεια. Όπως ο ίδιος γράφει το 1861 “Η ζωγραφική είναι μια τέχνη συγκεκριμένη και μπορεί να υπάρξει μέσα από την παρουσίαση πραγματικών αντικειμένων. Είναι μια εντελώς φυσική γλώσσα που έχει λέξεις όλα τα ορατά αντικείμενα˙ ένα αφηρημένο αντικείμενο που δεν υπάρχει, «αόρατο», είναι ξένο στη ζωγραφική”.1 Και όντως, ο Πανταζής κάνει μάθημα τα λόγια του Courbet, βάζοντας δίπλα στην φύση την ανθρώπινη μορφή, όπως παρατηρούμε σε ένα από τα μετέπειτα έργα του, που δημιούργησε γύρω στο 1873, Η Ανθοπώλης με καλάθι.
Στο Παρίσι ο Πανταζής, μέσα από την φιλία του με τον Μανέ, γνωρίζει τον βέλγο καλλιτέχνη Félicien Rops (1833-1898). Ο τελευταίος συμμετέχει έντονα στην καλλιτεχνική ζωή της πόλης και παρακολουθεί στενά κύκλους καλλιτεχνών, γινόμενος διάσημος ως εικονογράφος ποιητικών βιβλίων και χαράκτης. Ένας από τους κύκλους ήταν Cercle Artistique et Littéraire των Βρυξελλών. Αυτός ο κύκλος εκτιμά τους γάλλους ζωγράφους, όπως τους Corot, Courbet αγοράζοντας το 1873 μερικά από τα έργα τους μαζί με εκείνα του Μανέ. Στις Βρυξέλλες ο Rops είναι μέλος της Société Libre des Beaux – Arts, καλλιτεχνική ένωση που έρχεται σε αντίθεση με τη ρομαντική και ιστορική ζωγραφική και εναντίον εκείνων που θέλουν να αποκλείσουν από τις εκθέσεις τους καλλιτέχνες προικισμένους με επαναστατική ιδιοσυγκρασία και ελεύθερη πινελιά. Ο Rops το 1871 ιδρύει την Société Internationale des aquafortistes στη βελγική πρωτεύουσα, ενώ αργότερα, το 1874, μετακομίζει οριστικά στο Παρίσι, μένοντας σε στενή επαφή με τις Βρυξέλλες και την Namur.
Επιστρέφοντας στον Πανταζή στο Παρίσι, αρχίζει η φιλία με τον Rops. Ο μεν Πανταζής θα βρει στην ζωγραφική του φίλου και δασκάλου του εκείνες τις προϋποθέσεις για μια ρεαλιστική ζωγραφική, ενώ Rops βλέπει στον Πανταζή ένα νέο επαναστατικό ταλέντο και πιθανόν τον παρακινεί να μεταφερθεί στις Βρυξέλλες, χωρίς να χάσει σχέσεις με την τέχνη του Παρισιού. Μετά την παριζιάνικη διαμονή ο Πανταζής επιλέγει να ζήσει στις Βρυξέλλες. Είναι η αρχή του 18731 και ο καλλιτέχνης είναι μόλις είκοσι τεσσάρων ετών. Οι λόγοι για την εγκατάσταση στην βελγική πρωτεύουσα ποικίλλουν: ο Gustave Mahaus γράφει ότι ο Πανταζής ταλανίζεται από προβλήματα υγείας.2 Μεταξύ των άλλων πιθανών αιτιών φαίνεται να έχει σημαντικό ρόλο η γνωριμία με τον συμπατριώτη του Οικονόμου, έμπορος κρασιού και μελλοντικός συλλέκτης έργων του. Είναι πιθανό ότι, πριν ακόμα μετακομίσει στις Βρυξέλλες, ο Περικλής γνώριζε μερικούς από τους ρεαλιστές ζωγράφους, όπως τον βέλγο Edmond Vander Meulen (1841-1905) και Speekaert Leopold (1834-1915), αλλά και πλούσιους εμπόρους τέχνης, όπως τον Felix Mommen και J. van den Broeck, που σύντομα άρχισαν να ενδιαφέρονται για το έργο του Έλληνα ζωγράφου και τον βοήθησαν να ξεπεράσει τις πρώτες δυσκολίες. Μια από τις πρώτες γνωριμίες ήταν εκείνη με την Eugenie Philippette (1852-1934), μελλοντική του γυναίκα και αδερφή του γλύπτη Auguste Philippette. Η γνωριμία αυτή μπορεί να είναι ένας επιπλέον λόγος για τη μετακόμιση από το Παρίσι στις Βρυξέλλες.
Στις αρχές του 1873 ο Πανταζής είναι πλέον κάτοικος των Βρυξελλών. Αυτό τον χρόνο ο Μονέ εκθέτει για πρώτη φορά στην Triennale των Βρυξελλών, ενώ στην πόλη διαμένει ο Boudin. Αρχικά ο Πανταζής διέμενε στο σπίτι του εμπόρου και συλλέκτη έργων τέχνης, Felix Mommen, στη rue de la Batterie 32. Ήταν ένας από τους θαυμαστές της τέχνης και βοηθούσε τους νέους καλλιτέχνες στο ξεκίνημα. Χωρίς αμφιβολία η παραμονή στο σπίτι του Mommen επέτρεπε στον Πανταζή να γνωρίσει τους πελάτες που είναι καλλιτέχνες και συλλέκτες αλλά και να εξοπλίζεται με υλικά στο νέο του ξεκίνημα. Στο σπίτι του Mommen ο Πανταζής παρέμεινε μέχρι τις αρχές του 1873. Κατόπιν εγκαταστάθηκε στο Schaerbeek, στην rue Seutin 69, όπου έμεινε μέχρι τον Οκτώβριο του ίδιου έτους.
H φιλία με τον Rops οδηγεί τον Πανταζή να ενταχθεί για πρώτη φορά, σε έναν καλλιτεχνικό κύκλο, όπου ο Rops συντέλεσε πρόεδρος από το 1862 ως το 1869. Ο κύκλος, με τ’ όνομα Cercle Nautique de Sambre-et-Maus, ιδρύθηκε μετά από μια ναυτική γιορτή που διοργάνωσαν τα ξαδέλφια του F. Rops, Victore και Anatole Rops, το 1861 στην πόλη της Ναμούρ και αριθμούσε αρχικά 30 μέλη. Όλοι οι πρωτοπόροι ζωγράφοι και οι μποέμ των Βρυξελλών συναντιούνται στο «cafè royal de Nautichien της πόλεως. Ο κύκλος μέσα σε λίγα χρόνια αυξάνει τον αριθμό των μελών ενώ στις 9 Οκτωβρίου του 1864 κέρδισε το Prix de l'Empereur του Παρισιού και έλαβε τον τίτλο της Société Royale. Γίνεται, λοιπόν, μέσα σε λίγα χρόνια, πολύ γνωστός και σε αυτόν εντάχθηκαν ακόμη και καλλιτέχνες που ανήκουν σε διαφορετικές καλλιτεχνικές ομάδες, όπως αυτές της αποικίας του Anserremme αποτελούμενη από τον Πανταζή, τον Louis Dubois, τον Gustave και Leon Hagemans, και τον Theo Hannon.
Στις Βρυξέλλες, ο καλλιτέχνης ξεκίνησε να παρακολουθεί στενά καλλιτεχνικούς κύκλους έξω από την σκιά της ακαδημαϊκής ζωγραφικής. Ένας από αυτούς είναι ο Le Cercle de la Patte, με έδρα στην λαϊκή περιοχή, ο Marolles στην rue Haute. Γνωρίζει τον Guillaume Vogels (1836-1896), ζωγράφο τοπίων και διευθυντή μιας μικρής επιχείρησης με τ’ όνομα «Ζωγραφική και Διακόσμηση» που έχει έδρα στην ίδια περιοχή. Μεταξύ του Πανταζή και του Vogels ξεκινά αμέσως μεγάλη φιλία που θα διαρκέσει για χρόνια. Ο βέλγος καλλιτέχνης προσφέρει την πρώτη δουλειά στον Έλληνα φίλο του ως διακοσμητή σπιτιών. Ο Πανταζής, που ξεκίνησε ως συνεργάτης του Vogels, σύντομα αρχίζει να τον επηρεάζει και να τον κατευθύνει προς μια πιο ελεύθερη πινελιά και τον οδηγεί να εργαστεί έξω από το εργαστήρι, πιο κοντά στη φύση. Πράγματι, στα έργα του Vogels αυτής της περιόδου (1873-1876), όπως La Forêt de Soignes en hiver, Maison sous la neige à Groenendaal, Péniches, παρατηρούμε γαλλικές επιρροές που προέρχονται πιθανότατα από τον Έλληνα καλλιτέχνη μέσα από τα έργα Χειμωνιάτικο τοπίο (Paysages d'hiver), Χειμώνας (Hiver) και Κανάλι της Bruges (Canal de Bruges) ζωγραφισμένα με την ίδια απόχρωση γκρι χρώματος, την ίδια σύνθεση, το ίδιο θέμα και την ίδια τεχνική εκτέλεσης με τη βοήθεια της σπάτουλας, επιρροές που θα διαρκέσουν σχεδόν μέχρι το τέλος της δεκαετίας.1
Για τις επιρροές μεταξύ των δύο ζωγράφων ανέφερε ο έλληνας συλλέκτης Ευάγγελος Αβέρωφ στο περιοδικό Ζυγός το 1996, δημοσιεύοντας μια κριτική του Paul Colin, ο οποίος το 1930 έγραψε πως “δεν πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα επιρροής του Έλληνα για την δημιουργία του Φλαμανδού. Το ταλέντο του ήταν ευέλικτο και ποικίλο, ο ζήλος του ακούραστος και κάθε πίνακας ζωγραφικής ήταν μια έκκληση προς την αλήθεια της τέχνης και του οραματισμού. Βέβαια, αν ο Vogels δέχθηκε την επιρροή του, αυτή ήταν σύντομη, διότι γρήγορα προηγήθηκε του Πανταζή, με όλη την απόσταση που χωρίζει την ιδιοφυΐα από την δεξιοτεχνία. Αλλά κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει ότι Πανταζής βρισκόταν πάντα στο πλευρό του Vogels όταν ο τελευταίος άρχισε να ζωγραφίσει. Ο Πανταζής ήταν λεπτότατος και δεξιοτέχνης [..]. Το έργο του περιλαμβάνει όλους τους τομείς, όλες τις ιδέες, όλες τις τεχνικές. Δεν είναι ποτέ μέτριος και αδιάφορος. Αλλά είναι σχεδόν πάντα απρόσωπος και η θαυματουργή του δεξιοτεχνία δεν κατάφερε να τον αλλάξει”.2 Ο ιστορικός της τέχνης Κωνσταντίνος Οικονομίδης3 γίνεται πιο συγκεκριμένος. Υπογραμμίζει πως τα έργα του βέλγου ζωγράφου, δημιουργούμενα από το 1873 μέχρι το 1878, δέχτηκαν επιρροές από την τέχνη του Πανταζή. Αυτές παρατηρούνται στα χρώματα, στην σύνθεση, στην επιλογή του ίδιου αντικείμενου. Ο κριτικός τέχνης Serge De Goyens4, αναλύοντας την βαθιά σχέση των δύο ζωγράφων, γράφει πως χάρη στον Vogels, ο Πανταζής αλλάζει την πινελιά του στις αρχές του 1880, κάνοντάς τη πιο “νευρική” και φέρνοντάς τον στα πλαίσια του “πρώτου βέλγικου ιμπρεσιονισμού”.5 Για μια ισχυρή φιλία πλούσια σε πολιτιστικές ανταλλαγές μεταξύ των δύο καλλιτεχνών αναφέρεται και ο ιστορικός της τέχνης Ernest Verlant6 σε μια διάλεξη το 1921,αφιερωμένη στον Vogels, υποστηρίζοντας πως αυτός που ώθησε, που άσκησε πίεση και έδωσε κίνητρα στον βέλγο καλλιτέχνη ήταν ο έλληνας ζωγράφος.1
O Vogels, χάρη στον Πανταζή, έρχεται σε επαφή με διανοούμενους της βελγικής κοινωνίας, όπως τους Theo Hannon, Maurice Hagemans, Isodore Verheyden, Victor Fontaine, Théodore Baron και Hippolyte Βoulenger, γνωστοί ήδη από την φίλια με τον Rops. Εν τω μεταξύ, ο Πανταζής, ο Vogels και οι νέοι σύντροφοι Τ. Baron, Η. Βoulenger, V. Fontaine, το φθινόπωρο του 1873 ταξιδεύουν στο Anseremme, ένα μικρό θέρετρο έξω από τις Βρυξέλλες, κοντά στην πόλη Namur, στο οποίο κάθε χρόνο - από το 1860 έως το 1888 – συναντιούνται οι ζωγράφοι για να αποθανατίσουν την φύση. Το πανδοχείο Le Repos Des Artistes, γίνεται τόπος συνάντησης των τοπιογράφων και υπό την κατεύθυνση του F. Rops, αποθανατίζουν τη γύρω φύση, χωρίς όμως να λείπουν πορτρέτα και νεκρές φύσεις. Κάθε τόσο στην περιοχή διέμεναν και συγγραφείς, όπως ο Leon Dommartin, ένας από τους υποστηρικτές του περιοδικού L'Art Libre, ο οποίος υποστήριζε πως ο καλλιτέχνης ως άνθρωπος πρέπει να επιστρέψει στην φύση και να δημιουργεί με ειλικρίνεια το γύρο περιβάλλον του.
Με το νέο έτος 1874, ο Πανταζής και η σύντροφός του Eugenie Philippette, εγκαθίστανται την περιοχή Saint-Gilles των Βρυξελλών, στην rue de Munich 13, όπου παρέμειναν μέχρι το Μάιο του 18762. Είναι η περίοδος όπου αρχίζουν να γίνονται εμφανείς οι ρεαλιστικές τάσεις κατά εκείνων των ακαδημαϊκών. Ο Πανταζής συμμετέχει στο Salon de Louvain, στην Triennale της Namur με έργα Γυναίκα που μεταφέρει ένα καλάθι με άνθη και καρπούς (Jeune fille portant une corbeille de fleurs) και Φρούτα (Fruits), και έπειτα στην Triennale της Γάνδης με έργα Η εποχή των τριαντάφυλλων (Saison des rose) και Φρούτα (Fruits).
Μετά την πρώτη δειλή παρουσία, ο Πανταζής προσελκύει την προσοχή των κριτικών με το έργο Υπαίθριος μουσικός (Chanteur ambulant), το οποίο και παρουσίασε στην έκθεση Καλών Τεχνών των Βρυξελλών - Salon de Bruxelles του 1875, τη χρονιά που απομακρύνεται φανερά από την ακαδημαϊκή παράδοση και επιβραβεύει τις ρεαλιστικές αναζητήσεις. Το παραπάνω έργο επαινέθηκε από τους κριτικούς χάρη στην τεχνική του και στην επιλογή του αντικειμένου παρμένο καθαρά από την κοινωνία. “Αρμονικές αποχρώσεις, ισχυρές και κομψές, προσεκτική μοντελοποίηση […]. Αν ο Υπαίθριος μουσικός ήταν ντυμένος στα μεταξωτά, υπήρχε η πιθανότητα ότι οι θεατές, παρά τη θέση του [πολύ ψηλά τοποθετημένο], να λιποθυμούσαν μπροστά σε αυτό”.3
Στην συνέχεια, ο Πανταζής παίρνει μέρος στην ίδρυση του «Cercle de la Chrysalide» καλλιτεχνικός κύκλος, που περιλαμβάνει ζωγράφους, μουσικούς, λάτρεις της τέχνης. Με την υποστήριξη του F. Rops αυτή η ομάδα φαίνεται να ακολουθεί, με νέα στοιχεία, τη «Société Libre des Beaux-Arts»4. Δίπλα στους παλιούς πρώην καλλιτέχνες της «Εταιρίας» υπάρχουν και οι νέοι πολλών άλλων καλλιτεχνικών ομάδων, όπως οι Louis Artan, Guillaume Vogels, Louis Dubois, Constantin Meunier, Leopold Speeckaert, Victor Fontaine, Theo Hannon, Edouard Agneessens, Maurice Hagemans και άλλοι δεκαπέντε ζωγράφοι και γλύπτες. Η «Chrysalide», η οποία θα υπάρξει μέχρι το 1881, θα περιλαμβάνει και άλλους καλλιτέχνες, όπως για παράδειγμα τον J. Ensor. Το καλλιτεχνικό της πρόγραμμα βασίζεται κυρίως στο να συνεχίσει την γραμμή της ρεαλιστικής αισθητικής και τον αυθορμητισμό της πινελιάς. Ο καλλιτέχνης πρέπει να εγκαταλείψει το σχέδιο και να ζωγραφίζει ενστικτωδώς.
Το 1875 ο Πανταζής εκθέτει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μετά από την εγκατάσταση του στο Βέλγιο, συμμετέχοντας στην έκθεση «Ολυμπία» στην Αθήνα. Στα έργα Σύνθεση των φρούτων, Γυναίκα που μεταφέρει ένα καλάθι με άνθη και καρπούς και Προσωπογραφία του ιδίου, φαίνονται οι νέες γαλλικές και βελγικές κατακτήσεις. Στον Πανταζή, όμως, απονέμεται μόνο το δεύτερο βραβείο το οποίο μοιράζεται με τους Διονύση Καλλιβωκά, Ιωάννη Αλταμούρα, Νικόλαο Φαρμακίδη, Χαράλαμπο Παχύ και Γεώργιο Κορύζη. Η κριτική επιτροπή, αποτελούμενη από τους Αναστάσιο Θεοφιλά, Βικέντιο Λάντσα, Ερνέστο Τσίλλερ και Λεωνίδα Δρόση, προτιμά να παραδώσει το πρώτο βραβείο στον Γεώργιο Βαρούχα. Και αυτή τη φορά ο Πανταζής παραμένει απογοητευμένος με τις επιλογές της κριτικής επιτροπής. Αλλά αυτή η έκθεση επίσης, προκαλεί συγκρούσεις μεταξύ της κριτικής επιτροπής. Η ιστορικός της τέχνης Όλγα Μεντζαφού-Πολύζου αναφέρει στο άρθρο της Η παρουσία του Πανταζή στην Ελλάδα1, ότι δύο μέλη, ο M. Μελάς και ο Ν. Λύτρας υποχώρησαν λόγω των εσωτερικών συγκρούσεων σχετικά με τα βραβεία. Και οι δύο δημοσίευσαν από ένα άρθρο τονίζοντας τις απόψεις τους και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Πανταζής θα έπρεπε να είχε βραβευτεί με το πρώτο βραβείο.
Το ίδιο έτος (1875), στις Βρυξέλλες, ο καλλιτέχνης συμμετέχει στην έκθεση του Κεντρικού Ταμείου των βέλγων καλλιτεχνών. Αυτόν τον χρόνο επιστρέφει για άλλη μια φορά στο Anseremme για να ζωγραφίσει σε ανοιχτούς χώρους, ενώ το Σεπτέμβριο συμμετέχει στον εορτασμό της Ile d'amour με άλλους ζωγράφους που διαμένουν στην περιοχή. Έργα τις περιόδου είναι τα πορτραίτα του ζωγράφου Hagemans και εκείνο του Rops, όπου παρατηρούμε προσεκτική επιλογή των χρωμάτων αποδομένα με μια αρκετά επιδέξια πινελιά.2 Ο Rops καθίσταται ένας από τους πιο πιστούς συντρόφους του Πανταζή, όταν ο τελευταίος θα πραγματοποιήσει ταξίδια στις περιοχές Οστάνδη, Αμβέρσα και Blankenberge.
Το επόμενο έτος, τον Μάιο του 1876, η οικογένεια Πανταζή μετακομίζει σε ένα διαμέρισμα στην Boulevard du Hainaut 17. Ο καλλιτέχνης, χάρη στον ζωγράφο και φίλο του Vander Meulen, απέκτησε ένα σπίτι και ένα εργαστήριο. Αρχίζει μια νέα περίοδος γεμάτη επιτυχίες. Το καλοκαίρι ταξιδεύει μαζί με τον Vogels στην Οστάνδη, στο Nieuport και στο Heyst. Οι δύο ζωγράφοι επηρεάζουν ο ένας τον άλλο, τόσο από τεχνική και χρωματική πλευρά όσο και από πλευράς θεμάτων, όπως μαρτυρούν τα έργα του Πανταζή Γκρίζα θάλασσα (Mer grise) και Ακροθαλασσιά στο Nieuport (Plage de Nieuport) και εκείνων Vogels, Θάλασσα του βορά (Mer du Nord) και Παραλία (Plage).3 Τον Αύγουστο, ο καλλιτέχνης έλαβε μέρος στην Triennale της Αμβέρσας με τα έργα Σκέψη (Préméditation) και Χειμώνας (Hiver).
Το φθινόπωρο, από της 3 Νοέμβριου μέχρι της 12 Δεκεμβρίου, εκθέτει στην πρώτη ομαδική έκθεση της “Chrysalide”, με δέκα έργα: Μπούστο παιδιού (Buste d’enfant), Ακροθαλάσσια πολύ φετινή (Marine), Οι βράχοι του πόταμου Lesse (Rochers de la Lesse), Τοπίο της Σαρακοστής (Ρaysage Mercredi des Cendres), Γυναίκα που ψήνει τον καφέ (Bonne femme brûlant du café), Το κανάλι (Le Chenal), Σκέψη (Préméditation), Λουλούδια (Fleurs), Πείσμα (Bouderie), Συμφιλίωση (Réconciliation). H έκθεση λαμβάνει χώρα σε ένα παλιό καφέ για μαθητές «Le Ballon Honette». Ο F. Rops επιμελείτο της προσκλήσεως, όπου χάραξε το όνομα του καλλιτεχνικού κύκλου ανάμεσα σε ιστούς αράχνης περιβάλλοντάς το από πεταλούδες που κλείνουν την χρυσαλλίδα. Όλοι οι καλλιτέχνες παρουσιάζουν έργα γεμάτα με νέα στοιχεία, που θα γίνουν παράδειγμα για πολλούς ανερχόμενους νέους δείχνοντας τους το δρόμο των ρεαλιστών ζωγράφων βασισμένο σε μια ελεύθερη πινελιά και ελεύθερη επιλογή θεμάτων.
Οι κριτικοί της εποχής παρατήρησαν και σχολίασαν τα έργα του Πανταζή. Από αυτούς, οι παραδοσιακοί κριτικοί τον καταδικάζουν μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Πράγματι, ο κριτικός G. Lagye γράφει πως ο Πανταζής παρουσιάζει ένα μπούστο παιδιού με λίγο “σκληρή δομή”, αλλά με έκφραση και με αρκετό χρώμα και μια Θαλασσογραφία πολύ φετινή. Αλλά αδυνατεί να κατανοήσει τα έργα: Οι βράχοι του ποταμού Lesse, Τοπίο της Σαρακοστής, Γυναίκα που ψήνει τον καφέ. Ενώ ο Theo Hannon, μέσα από την εφημερίδα του L'Artiste, είναι υπέρ της ομάδας και υποστήριξε τον Πανταζή γράφοντας πως ο καλλιτέχνης “πλάθει ένα μάτι, κρεμάει ένα αυτί, σμιλεύει ένα στόμα, μόνο με την μύτη της σπάτουλας”.1 Η Γεωργία Δρακοπούλου αναφέρει μια κριτική του Gustave Maus “γεμάτος ταλέντο, με μια εύθραυστη έκφραση, εμπνευσμένος από το μακρινό αρχιπέλαγος, όπου όλα τα πράγματα είναι μπλε και φωτισμένα, ανακατεύοντας τα με το δικό μας γκρίζο και κρύο ορίζοντα δεν άργησε να δώσει μια νέα ώθηση στην φλαμανδική σχολή”2, και ο Camille Lemonnier εκτιμά τον Έλληνα καλλιτέχνη για την προσωπική λεπτή πινελιά και τα έντονα χρώματα.3
Γενικώς, το χρονικό διάστημα μεταξύ 1876 και 1878 χαρακτηρίζεται μία από τις πιο πλούσιες καλλιτεχνικές περιόδους του καλλιτέχνη. Ο Πανταζής γίνεται μέλος της «Cercle Artistique et Littéraire de Bruxelles», όπου συμμετέχει (για πρώτη φορά) στην τέταρτη έκθεση της ομάδας του 1876, με μια Προσωπογραφία (Αutopotrait) και έπειτα εκθέτει στο Salon de Mons. Τα έργα του Πανταζή παρουσιάζουν την ίδια στιγμή τεχνικές και θέματα διαφορετικά, όπως παρατήρησαν πολλοί κριτικοί (Κ. Οικονομίδης, Paul Colin), που αναφέρουν πως με δυσκολία παρακολουθούμε την εξέλιξη αυτού του “ανήσυχου” καλλιτέχνη. Πολλές είναι οι επιρροές που έχουν παίξει κάποιο ρόλο στη ζωή του. Ο Πανταζής επηρεάστηκε από τους μαέστρους της Sociètè Libre des Beaux-Arts˙ από τον L. Dubois, για την πλούσια πάστα της μπογιάς κατά τους κανόνες της φλαμανδικής παράδοσης˙ από τους Ε. Angeessens, J. Hoese και τον Α. Cluysenaar για την λεπτότητα που αποδίδουν στο πορτρέτο και από τους Ε. Hubert H. Boulenger για τους πλούσιους τόνους στο τοπίο.4
Έτσι, δίπλα στις επιρροές των βέλγων καλλιτεχνών κυριαρχεί η επίδραση της ζωγραφικής του Courbet από τεχνική άποψη, ενώ παράλληλα πειραματίζεται νέες τεχνικές που τον αποκλίνουν από τον ρεαλισμό και τον πλησιάζουν στο νέο ρεύμα, τον Ιμπρεσιονισμό. Οι αντιθέσεις των χρωμάτων και το απαλό άγγιγμα που χαρακτηρίζουν αυτή την περίοδο τα έργα του, θυμίζουν το μάθημα του Μανέ, ενώ η κυριαρχία των ανοιχτών και καφετί χρωμάτων, στις σκηνές εσωτερικού χώρου, έχουν τις ρίζες τους στα έργα του Leibl. Ο καλλιτέχνης δημιουργεί περισσότερο τοπία (πορτρέτα και θαλασσογραφίες) και λιγότερο νεκρές φύσεις και ηθογραφίες, που εδραιώνονται η έλλειψη του περιγράμματος και η εφαρμογή μάζας χρώματος σε μεγάλες περιοχές του πίνακα. Στις θαλασσογραφίες γίνεται εμφανής η απομάκρυνση από τον ρεαλισμό, ενώ ενδιαφέρεται για την απόδοση του φωτός αποδίδοντάς το με μια πιο ελεύθερη και ελαφριά πινελιά. Ο καλλιτέχνης αποδίδει στιγμιότυπα κυρίως μέσα από τα πορτρέτα παιδιών, δίνοντάς τους και την πιο μικρή λεπτομέρεια με μεγάλη δεξιοτεχνία. Πολλές φορές τα πορτρέτα των παιδιών μοιάζουν για την οικειότητά τους, τον χαρακτήρα τους και τη σύνθεσή τους με εκείνα του Evenepoel.1
Στις αρχές του 1877 ο Πανταζής διαμένει στο Calmpthout, κοντά στην ποτάμι Escaut στην Αμβέρσα, και δημιουργεί έργα όπως το Χιονισμένο τοπίο (Paysage enneigé). Ο πίνακας έχει κάθετη προσέγγιση έτσι ώστε να θέτει, από την μία πλευρά, το σύνολο της φύσης στον πίνακα, αλλά από την άλλη, να εξετάζει τις πτυχές των μετεωρολογικών φαινομένων του ουρανού, υψώνοντας την φυσική ομορφιά του τόπου. Χρησιμοποιεί μια δονούμενη πινελιά στα πλαίσια του ιμπρεσιονισμού, παίζοντας με το chiaroscurο. Τα χρώματα είναι λίγα αλλά έντονα και διαφανή.
Στη συνέχεια, διαμένει σε περιοχές του Tamise, όπου είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τους καλλιτέχνες της École Rèaliste Belge. Πραγματοποιεί ένα σύντομο ταξίδι στο Παρίσι για να ενημερωθεί για τις τελευταίες τάσεις. Γνωρίζει, επίσης, τον συλλέκτη έργων τέχνης Binant και πουλάει σε αυτόν ένα έργο του.2 Τον Μάϊο εκθέτει στην Triennale της Gand και της Namur. Όπως και στην δεύτερη έκθεση του καλλιτεχνικού κύκλου της «Chrysalide», έπειτα στην πέμπτη έκθεση του «Cercle Artistique et Littéraire de Bruxelles», ενώ στο «Salon de Paris» αυτού του έτους, που γίνεται στο Palais des Champs-Elysées, συμμετέχει με ένα έργο του Κεφαλή της σπουδής (Tête d’étude).
Το 1878 ήταν μια πολύ σημαντική χρονιά για τον καλλιτέχνη τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε επαγγελματικό. Στις 30 Απριλίου γεννήθηκε ο γιος του Joseph-Camille3. Από καλλιτεχνικής άποψης, συμμετέχει σε πολλές εκθέσεις τόσο στο Βέλγιο όσο και σε άλλες χώρες. Στο Βέλγιο οργανώνει μια ατομική έκθεση στον Cercle Artistique et Litteraire de Bruxelles, με έργα Ο μικρός κλέφτης (Le petit voleur), και Ο γεροβιολιστής (Le vieux violiniste). Εκθέτει, επίσης, σε εκείνη της Chrysalide, μαζί με τους Jan Toorop, Artan και Courbet. Η στενή συνεργασία με τον Vogels έχει επιρροή στο έργο του Πανταζή, κάνοντας τον τελευταίο να δουλέψει με έντονα χρώματα και μια πιο ελεύθερη πινελιά.
Έξω από το Βέλγιο, και πιο συγκεκριμένα στο Παρίσι, συμμετέχει στο σπίτι της Ελλάδος στην «Exposition Universelle de Paris» με δώδεκα έργα: πέντε τοπία, τρία πορτρέτα, τρεις θαλασσογραφίες και μία νεκρή φύση.4 Τα έργα: Σκληρή ανάγκη (Cruelle nécessité), Ο μικρός κλέφτης (Le petit voleur), Σκέψη (Préméditation), Το κανάλι του Nieuport (Le chenal à Nieuport), Οι αμμόλοφοι της Blankenberghe (Les dunes de Blankenberghe), Ομίχλη στην Βόρεια Θάλασσα (Les brouillards des mers du Nord), Κάτω από τις μιλιές (Sous les pommiers), Δρόμος σε βουνά (Rochers, Route à travers les montagnes), Απρίλης (Avril), Μάης (Mai) και Νεκρή φύση (Nature morte-Les preparatifs du festin), που συγκεντρώθηκαν με προσοχή, παρουσιάζουν ό,τι καλύτερο έχει δημιουργήσει ο καλλιτέχνης. Ο Πανταζής τιμά με την παρουσία του το ελληνικό περίπτερο που πλαισιώνεται από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής: Χαλεπά, Αλταμούρα, Λύτρα, Παχύ, Δρόση και Φιλιππότη. Παρ’ όλα αυτά, το ελληνικό περίπτερο δεν δέχεται καλές κριτικές. Μόνο τα έργα του Πανταζή σχολιάστηκαν θετικά από τους κριτικούς τέχνης (Paul Lefort, Huysmans), ισάξια της γαλλικής ιμπρεσιονιστικής ζωγραφικής. Ο Paul Lefort γράφει τον Σεπτέμβρη του 1878 στην Gazette des Beaux-Arts με τίτλο Exposition Universelle, Les écoles éntrangères de peinture1
La Grèce.
La terre classique du beau idéal comme des plus nobles, de plus hautes, des plus parfaites manifestations de l’art, a vu se tarir, depuis des siècles, ses forces créatrices. Si l’art grec survit dans la mémoire des ses peuples, ce n’est plus que par ses augustes monuments et ses impérissables souvenirs. Pourquoi évoquerions-nous vainement ce passé en face du présent?
L’exposition de la Grèce occupe un bien petite place au Champ de Mars. Nous n’avons point charge d’en étudier la statuaire. Reste la peinture. Elle n’est ni sans intérêt ni sans mérite, et témoigne que les artistes grecs ont le goût inné et le culte de la couleur.
[…]
M. Pantazis, qui habite la Belgique et expose quelquefois à Paris, suit les traditions chères à nos impressionnistes. Ses envois sont nombreux et variés. M. Pantazis peint des figures, des paysages, des effets de neige, des marines.
La plus importante de ses toiles est intitulée « Cruelle nécessité ». Il s’agit là d’un artiste déchu, jouant du violon dans la rue ; un reste de fierté se lit sur son visage et perce à travers l’humilité de la pose. Cette étude réaliste est d’une expression saisissante et d’une solide couleur.
Paul Lefort.
Για την έκθεση του Παρισιού του 1878, ο Huysmans1 αναφέρει πως η Ελλάδα δεν παρουσίασε αξιόλογα έργα. Μονάχα εκείνα του Πανταζή, που θα πρέπει να συμπεριληφθούν μεταξύ των “γαλλικών ιμπρεσιονιστών”, κρύβουν μια ποιότητα, είτε είναι τοπία, είτε είναι ηθογραφίες και θαλασσογραφίες.
Μετά την επιτυχία του στην «Exposition Universelle de Paris» εκθέτει το 1879 στην έκθεση του «Cercle Artistique et Littéraire de Bruxelles» και στο «Salon di Anvers», στέλνοντας μια θαλασσογραφία και ένα τοπίο. Αυτόν τον χρόνο γνώρισε τον James Ensor, φοιτητή στην Accademíe des Beaux–Arts στις Βρυξέλλες. Δεν γνωρίζουμε πολλά για τις σχέσεις μεταξύ των δύο καλλιτεχνών. Σύμφωνα με τον κριτικό τέχνης Κ. Οικονομίδη, η γνωριμία προέκυψε μέσω του Theo Hannon, και πάντα κατά τον βέλγο κριτικό της τέχνης, οι θαλασσογραφίες του Ensor, μεταξύ του 1876 και του 1880, θυμίζουν εκείνες του Πανταζή, δημιουργημένες τα χρόνια 1876-1879 στην σύνθεση και στον τόνο των χρωμάτων.1 Στην αυτοβιογραφία του ο Ensor έγραψε για τον Πανταζή: “διακριτικός και ευαίσθητος στους τρόπους του, ζωγράφιζε με φινέτσα”2.
Τον ίδιο χρόνο ζωγράφισε το έργο Το παιδί με τον πετεινό (L’enfant au coq), που θεωρείται ως ένα από τα αριστουργήματά του, και το εκθέτει για πρώτη φορά στο Salon του Παρισιού το 1880. Για μοντέλο ο καλλιτέχνης διάλεξε τον γιο του Joseph-Cammille, ταιριάζοντας με δεξιοτεχνία την ανθρώπινη μορφή με την νεκρή φύση. Τα ρεαλιστικά στοιχεία συνδυάζονται με τα ιμπρεσιονιστικά. Η απόδοση του μοντέλου και η μελέτη του δέρματος του μοσχαριού είναι εντός των ρεαλιστικών κανόνων, ενώ η γρήγορη πινελιά, που ο καλλιτέχνης θέλησε να δώσει για την απόδοση του πετεινού, πλησιάζει αρκετά στην ιμπρεσιονιστική τεχνική. Ο Paul Colin είπε: “οι προσπάθειές του και η ζωγραφική του χάνονται [..] γύρω στην δεκαετία του '80, με σχεδόν αντιφατικές τάσεις, [εκείνες του] ρεαλισμού [και εκείνες του] πρώτου ιμπρεσιονισμού”3.
Β' ΜΕΡΟΣ
Στις αρχές της άνοιξης του 1881 επισκέπτεται τον αδελφό του στην Μασσαλία. Στη γαλλική ακτή ο Πανταζής βρίσκει τη δύναμη και την ενέργεια που κρύβουν τα τοπία. Κατά την παραμονή του, η οποία διαρκεί περίπου τέσσερις μήνες, ξαναανακαλύπτει την ένταση του μεσογειακού φωτός, όπως γράφει ο ίδιος σε ένα από τα γράμματά του ταχυδρομημένα στον φίλο του Vogels.1 Ο Έλληνας καλλιτέχνης έχει πάλι την δυνατότητα να αντιλαμβάνεται τις διάφορες αποχρώσεις της ατμόσφαιρας γύρω από το λιμάνι και τα περίχωρα, στοιχεία που αργότερα θα τα χρησιμοποιήσει για να δημιουργήσει έργα που χαρακτηρίζονται από μία αρμονία ιριδίζουσα. Ορισμένα από τα έργα που δημιούργησε κατά τη διαμονή του στη Μασσαλία είναι: Ο φάρος της Marseille (Le phare de Marseille), Γκρίζα βράχια (Rochers grises), Κόλπος της Marseille (Bassin de Marseille), Είσοδος στο λιμάνι της Joliette (Entrèe du port de la Joliette).
Στο τέλος του καλοκαιριού επιστρέφει, μετά από χρόνια απουσίας, στην Αθήνα. Αυτοί οι λίγοι μήνες διαμονής είναι γεμάτοι δουλειά και νέες κατακτήσεις. Συμμετέχει στην έκθεση υπέρ του Ερυθρού Σταυρού στο σπίτι του Μελά2, που ξεκίνησε στις αρχές του έτους. Τα έργα που αντιπροσωπεύουν τον Πανταζή είναι δύο τοπία και μία ηθογραφία : Άποψη του Αρείου Πάγου, Το αγόρι που τρώει καρπούζι και Άποψη Φαλήρου. Σε αυτή την έκθεση συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οι πιο γνωστοί Έλληνες ζωγράφοι, όπως ο Γύζης, ο Λύτρας, ο Βολανάκης, αλλά και ο φίλος και συνάδελφός του από το Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, Λεμπέσης. Ο Πανταζής και ο Λεμπέσης παρουσιάζουν ένα έργο με το ίδιο θέμα: Άποψη του Αρείου Πάγου. Πολύ πιθανότατα να διάλεξαν το ίδιο θέμα έτσι ώστε να πειραματιστούν στις τεχνικές που έχουν χρησιμοποιήσει ως ώρας και να συγκρίνουν τις διαφορές τους. Όντως, η τεχνική είναι αρκετά διαφορετική: ο Πανταζής είναι πιο ελεύθερος και ποιητικός, ζωγραφίζει μπροστά στο μοτίβο (sur le motif), προσεγγίζοντας τη φύση και το φως να αγκαλιάζει το γύρω περιβάλλον. Το χρώμα και το φως, τα βασικά στοιχεία του Ιμπρεσιονισμού, είχαν δοκιμαστεί ελάχιστα στην Ελλάδα, έτσι ο Λεμπέσης, λιγότερο ικανός να ζωγραφίζει σε εξωτερικούς χώρους, δεμένος ακόμη με τον ρεαλισμό, παρουσιάζει ένα έργο πιο διακριτικό και ειδυλλιακό.
Το αγόρι που τρώει καρπούζι (ο μάγκας των Αθηνών) είναι από τα λίγα και σημαντικά έργα που μαρτυρούν το ταξίδι του Πανταζή στην Αθήνα. Το έργο αυτό θα γίνει ένα από τα πιο δημοφιλή, γιατί θα το παρουσιάσει σε πολλές εκθέσεις, όπως σ’ εκείνη των Βρυξελλών το 1881 με τον τίτλο Souvenir d’Athènes, και σ’ εκείνη του Παρισιού το 1883 ως Souvenir d’Athènes – Jeune Athénien. Ρίχνοντας μια ματιά στο έργο διαπιστώνουμε την θέληση του Πανταζή να παρουσιάσει έναν από τους λαϊκούς χαρακτήρες της Αθήνας της εποχής εκείνης, ένα παιδί του δρόμου που έρχεται αντιμέτωπο με την φτώχια και τη δυστυχία, αλλά αποδοσμένο μέσα σ’ ένα κλίμα καθημερινότητας. Το παιδί – που σαν μοντέλο θεωρείται πως είναι ο γιος του – λούζεται από το έντονο μεσογειακό φώς. Επιστρέφοντας στις Βρυξέλλες, ο καλλιτέχνης συμμετέχει στην τέταρτη και τελευταία έκθεση της Chrysalide τον Μάιο ου 1881, με έργα όπως Το ξύσιμο του μολυβιού (Veil homme taillant sa plume), και Μαϊστράλι (Mistal). Έλαβε μέρος με το έργο Χειμώνας (Hiver) στην έκθεση «Société des Artistes Français» στο Παρίσι που πραγματοποιήθηκε στο Palais des Champs-Elysees, και στην Exposition Générale des Beaux-Arts στις Βρυξέλλες, με το έργο Souvenir d’Athènes1.
Πριν από την τελευταία έκθεση της Chrysalide και την τελική διάλυσή της, ο Theo Hannon, διευθυντής του περιοδικού L’Artiste, αποφασίζει να σταματήσει την έκδοση της εφημερίδας. Παρ’ όλα αυτά, μένει πάντα ενημερωμένος και υποστηρικτής του Πανταζή. Εν τω μεταξύ, κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση τα βελγικά περιοδικά La jeune Belgique και L’Art Moderne. Το πρώτο είναι ένα περιοδικό με ελιτίστικο χαρακτήρα, ενώ το L' Art Moderne ασχολείτο με τον ρόλο που έχει η τέχνη μέσα στην κοινωνία. Οι πιο σημαντικοί κριτικοί που αντιπροσωπεύουν την L' Art Moderne είναι ο Ε. Picard και ο O. Maus, ο οποίος θα γίνει θερμός εκπρόσωπος της ομάδας Les XX.
Από το 1882 στο Βέλγιο, καθιερώνονται εκείνες οι τάσεις ζωγραφικής που χαρακτηρίζονται από έντονο ενδιαφέρον στην απόδοση τον ατμοσφαιρικών συνθηκών και του φωτός, χάρη στις πλούσιες αναζητήσεις των βέλγων καλλιτεχνών που έχουν τις ρίζες τους στην αρχή της δεκαετίας. Αυτά τα πειράματα οδήγησαν την τέχνη προς έναν πρώτο ιμπρεσιονισμό που αναπτύχθηκε στην χώρα από καλλιτέχνες, όπως ο Πανταζής, ο Van Russelberghe, ο Schlobach de Regoynos και άλλους, πριν γίνουν καλά - καλά γνωστοί στο Βέλγιο οι Monet, Renoir και Sisley.
Η οικονομική κρίση που περνά η χώρα έρχεται να επιδεινώσει την οικονομική κατάσταση της οικογένειας Πανταζή μαζί με τα πρώτα σημάδια της φυματίωσης που αντιμετωπίζει ο καλλιτέχνης. Παρ’ όλα αυτά, είναι ένας χρόνος αρκετά δημιουργικός για τον ίδιο. Εργάστηκε αρκετά έτσι ώστε να είναι παρόν σε πολλές εκθέσεις, μερικές φορές ακόμη και με την οικονομική βοήθεια του συμπατριώτη του, Οικονόμου. Την άνοιξη, ο Πανταζής εκθέτει τρία έργα στην Exposition Neerlandaise de Bienfaisance στις Βρυξέλλες με έργα: Κανάλι του Nieuport (Chenal de Nieuport), Ομίχλη στην Βόρεια Θάλασσα (Brouillard- Mer du Nord), Κεφαλή παιδιού (Tête d’enfant), ενώ το καλοκαίρι στο Salon της Αμβέρσα εκθέτει το έργο Ο φάρος της Marseille (Le phare de Marseille), και στην ένατη έκθεση «Cercle Artistique et Littéraire de Bruxelles» τα έργα Απογοήτευση (Déception), και Θαλασσογραφία (Marine). Προς το τέλος του έτους πέρασε μια περίοδο, με τον Vogels, στο δάσος του Soignes για να ζωγραφίσουν “sur motif”.
Από το 1883 άρχισε να συμμετέχει σε πολλές εκθέσεις (Βρυξέλλες, Παρίσι, Λιέγη, Γάνδη, Ναμούρ) με έργα που διαφέρουν σε ποιότητα σε σχέση με τα προηγούμενα. Για παράδειγμα, στα έργα Ο συλλέκτης χαρακτικών (L’amateur d’estampes) και Η οικογένεια Ropsy (La famiglia Ropsy) παρατηρούμε την επίδραση της ζωγραφικής του Vogels στην χρήση ανοιχτών χρωμάτων, και ιμπρεσιονιστικών στοιχείων, κυρίως στο τελευταίο που έχει καινοτόμο κόψιμο, όπως στα έργα του Degas. Ο καλλιτέχνης επέλεξε να απεικονίσει τα παιδιά σαν να ήταν σε μια φωτογραφία, ίσως επηρεασμένος από την τεχνική του γάλλου ιμπρεσιονιστή.
Γίνεται μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας Cercle et des Aquarellistes belges Aquafortistes μαζί με τους Vogels, Ensor, Cassiers, Heins, Schlobach, Gilleman, Crespin και άλλους. Την επιτυχία της πρώτη έκθεσής τους την ακολουθεί ένα συντηρητικό και αβέβαιο κλίμα. Έτσι, πολλά μέλη αποχωρούν. Μετά την παραίτησή τους, o Vogels, ο Πανταζής, ο Cassiers, ο Chainaye, ο Hagemans, ο Schlobach, ο Speekart, αποφασίζουν να αποχωρίσουν και αυτοί, ιδρύοντας μια νέα ομάδα με την επωνυμία Les Belges Aquarellistes, η οποία αργότερα θα ονομαστεί Hydrophiles.1 Η επίσημη ημερομηνία της γέννησης του ομίλου είναι 2 Γενάρη του 1884. Οι Hydrophiles έμειναν στην καλλιτεχνική σκηνή ως το 1889. Αυτό γιατί ήταν μια ομάδα αρκετά στενή όσο αναφορά την είσοδο νέων μελών, αλλά και επειδή δεν είχαν έναν πραγματικό αρχηγό για να τους καθοδηγήσει. Αργότερα, ο Πανταζής στέλνει το έργο Ο συλλέκτης χαρακτικών (L’amateur d’estampes) στο Salon des Beaux-Arts της Λιέγης, και στο Salon de Paris, το οποίο ανοίγει τις πόρτες του τον Μάιο, έστειλε το έργο Το παιδί που τρώει καρπούζι με τίτλο Souvenir d’Athènes-Jeune Athénien.
Προς το τέλος του τρέχοντος έτους, γίνεται μέλος της καλλιτεχνικής επαναστατικής ομάδας Les Groupe des XX. Η ανακοίνωση της γέννησης της ομάδας δημοσιεύτηκε στο περιοδικό-χορηγός L'Art Moderne, που είναι υπό την ηγεσία του Ε. Picard. Ο τόπος γέννησης είναι η ταβέρνα Guillaume, δίπλα στο σημερινό Musee des Beaux-Arts των Βρυξελλών. Η ομάδα περιλαμβάνει ήδη από την γέννησή της καλλιτέχνες ρεαλιστές και ιμπρεσιονιστές του Βορρά: Frans Charlet (1862-1928), Guillaume Vogels (1836-1896), Jean Delvin (1853-1922), Paul Dubois (1858-1938), James Ensor (1860-1949), Periklis Pantazis, Frans Simons (1855-1919), Gustave Vanaise (1854-1902), Théo Verstraete (1850-1907), Willy Fink (1854-1930), Dario de Regoyos (1857-1913), Willy Schlobach (1864-1951), Théo van Rysselberghe (1862-1926), Guillaume van Strydonck (1861-1937), Charles Goethals (1853-1885), Fernand Khnopff (1858-1921), Piet Verhaert (1852-1908), Jef Lambeaux (1852-1909), Rodolphe Wytsman (1860-1927), Achille Chanaye.
Είναι το πιο σημαντικό γεγονός αυτού του έτους για την βελγική τέχνη, γιατί αυτή η ομάδα επιβεβαιώνει τη νίκη του ρεαλισμού και της επαναστατικής ζωγραφικής, αλλά και για τον Πανταζή, διότι είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη. Η ομάδα, ανοιχτή σε καλλιτέχνες απ’ όλη την Ευρώπη, θα ανοίξει τις πόρτες της σε καλλιτέχνες άλλων χωρών: στον ισπανό ζωγράφο Dario de Regoyos, αργότερα στον ολλανδό Jan Toorop, ενώ στις εκθέσεις συχνά καλούνται καλλιτέχνες από τις γύρω χώρες, με την προϋπόθεση να διαθέτουν το ίδιο σύγχρονο πνεύμα.
Ένας από τους κύριους στόχους της ομάδας είναι η ανανέωση της καλλιτεχνικής ζωής της χώρας, το άνοιγμα προς τον πειραματισμό και τις καινοτομίες που προέρχονται από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο ρεαλισμός και η μελέτη της φύσης είναι τα θεμέλια της μοντέρνας τέχνης, υποστηριζόμενης από τον Cercle des XX 2. Η ομάδα δεν έχει κανόνες, δεν έχει πρόεδρο, αλλά έναν γραμματέα με υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο και, μεταξύ άλλων, διευθυντή του περιοδικού L'Art Moderne, Octave Maus. Το έμβλημα της ομάδας έχει σχεδιαστεί από τον Khnopff, ενώ ο Picard, στις 9 Φεβρουαρίου του 1884, τονίζει τη σχέση της νέας ομάδας με τις προηγούμενες3.
Με τον καιρό η ομάδα απορροφά τις πιο επαναστατικές έρευνες ακόμη και αν αυτές προέρχονται από το εξωτερικό. Από την Αγγλία έρχεται η επιρροή του Whistler, ο οποίος αναμένεται να παραστεί στις εκθέσεις του 1884 και 1886, και επηρεάζει τους Van Rysselberghe, Khnopff και Finch. Ο άγγλος Ford Madox Brown εκθέτει το 1893 και ο Walter Crane καλείται το 1891. Ο προραφαϊλιτισμός προσελκύει την προσοχή του Maus. Αυτές οι επιρροές θα ανοίξουν τον δρόμο για νέες καλλιτεχνικές τάσεις, όπως τον Συμβολισμό και κυρίως την Art Nouveau στο Βέλγιο. Όσο για την γαλλική ζωγραφική, οι «XX» έχουν επηρεαστεί ιδιαίτερα από τον ιμπρεσιονισμό και ακολούθως από τον pointillisme. Οι σχέσεις με το Παρίσι, που ήταν πάντα έντονες, γίνονται ακόμα πιο δυνατές χάρη στην καλλιτεχνική πολιτική του Maus. Τον Ιούνιο του 1885, ο έμπορος και συλλέκτης έργων τέχνης Durand Ruel εκθέτει στις Βρυξέλλες, στο Grand Hotel du Miroir, έργα του Degas, Renoir και Monet. Και τα επόμενα χρόνια με τους «XX» εκθέτουν : Monet (1886, 1889), Renoir (1886, 1890), Sisley (1890-1891), Morisot (1887), Caillebotte (1888), Seurat (1887, 1889, 1891-1892), Signac (1888), Pissarro (1887, 1889, 1891), Dubois Pillet (1888, 1893), Lautrec (1888, 1890, 1892-1893), Gauguin (1889, 1891), Van Gogh (1890-91).
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι οι σχέσεις με τα άλλα ευρωπαϊκά κέντρα δημιουργούν μια ατμόσφαιρα πολύ ευνοϊκή για τη γέννηση νέων δοκιμών που αφορούν όλους τους τομείς του πολιτισμού. Οι Βρυξέλλες δεν αργούν να γίνουν καλλιτεχνικό σημείο διέλευσης μεταξύ Παρισιού, Λονδίνου και γερμανικών χωρών. Με το πέρασμα του χρόνου και άλλοι καλλιτέχνες γίνονται μέλη της ομάδας. Το 1885 οι Isidore Verheyden, Jan Torrop, Charles Guillaume, το 1886 οι Αnna Boch και Félicien Rops, το 1887 ο Henry De Groux, το 1889 οι Georges Lemmen, Henri Van de Velde και Auguste Rodin και το 1890 ο Robert Picard.
Στις 2 Φεβρουαρίου του 1884 πραγματοποιήθηκε η πρώτη έκθεση του κύκλου των «XX» στο Palais Royale des Beaux-Arts - που κτίστηκε μόλις το 1880 (και αργότερα θα γίνει το Musée des Beaux-Arts) – η οποία έφερε μια ανανέωση, έναν “νέο ρεαλισμό” στο κατώφλι του πρώτου ιμπρεσιονισμού. Μεταξύ των προσκεκλημένων ήταν και ο Félicien Rops, όπως επίσης και καλλιτέχνες από άλλες χώρες.
Αλλά για τον Έλληνα ζωγράφο είναι οι τελευταίες μέρες της ζωής. Λίγο πριν από την επίσημη έκθεση της ομάδας, στις 19 Ιανουάριου, ο Πανταζής στέλνει ένα γράμμα στον Octave Maus, όπου αναφέρει ποια έργα επιθυμεί να παρουσιάσει. Αυτά είναι: Μεσόγειος με μαϊστράλι (Méditerranée mistral), Μεσόγειος με καλοκαιρία (Méditerranée temps calme), Φωτεινή εντύπωση (Effeet de lumière), Δασικός δρόμος του λοχία (La drève du Caporal), Η Μπουγιαμπέσα (La Bouillabaisse), Τριαντάφυλλα (Roses). Στις 21 Γενάρη άλλο ένα γράμμα από τον Πανταζή προς τον Maus τον ενημερώνει για την λίστα των καλεσμένων που θέλει να παραστούν στην έκθεση1. Ζητά, μεταξύ άλλων, να αλλάξει η ονομασία ενός έργου του (αντί των Ρόδων, Ντάλιες). Τέσσερις ημέρες μετά, στις 25 Ιανουάριου του 1884, στις 2 το απόγευμα, ο Περικλής Πανταζής αφήνει την τελευταία του πνοή στο σπίτι του μετά από μια νέα και πιο ισχυρή κρίση της ασθένειας. Βρίσκεται μαζί με τους αγαπημένους του ανθρώπους, με την σύντροφό του Ευγενία, τον γιο του Joseph-Cammille, τον Vogels, τον Van Der Meulen και τον συμπατριώτη του, Οικονόμου. Δύο ημέρες αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου, πραγματοποιήθηκε η κηδεία2. Ο Octave Maus, ως εκπρόσωπος της ομάδας των ΧΧ, λέει στην κηδεία του Έλληνα καλλιτέχνη :
Messieurs,
Nous perdons en Pantazis un des vaillants soldats de l’art indépendant. Nous perdons un peintre dans la plus vrai et la plus fière acception du terme. Nous perdons un ami.
Son nom vient s’ajouter à la longue liste de nos chers morts, et cette nouvelle catastrophe ramène douloureusement nos pensées sur toutes celles qui marquent de croix noirs la route que suit l’École jeune.
Degroux, Dubois, Boulenger, Dewinne, Chabry, Sacré nos meilleurs, nos plus vigoureux combattants, sont morts avant le temps, comme si une implacable fatalité s’attachait au groupe qui poursuit glorieusement l’affranchissement de l’art. Comme eux, Pantazis est mort les armes à la main, en pleine lutte, en pleine jeunesse, aux lèvres le dédain des choses officielles et banales, au cœur l’amour du beau, dans l’esprit une radieuse vision du vrai.
Tous, ses camarades, nous nous souvenons des toiles dans lesquelles il exprima avec un si éclatante intensité les clartés du midi, le soleil de la Provence, l’azur de la Méditerranée et jusqu’aux tableaux qu’il peignit à Bruxelles. On eut dit qu’il avait conservé dans l’œil la lumière blonde de son pays natal et que ce jour éclairait pour lui la nature même dans sa patrie d’adoption.
Car la Belgique était pour lui une seconde patrie. Il était des nôtres, il habitait depuis des années parmi nous, il prenait part à toutes nos batailles artistiques, où il était sur le point de prendre le premier rang.
Il tombe au moment où il allait définitivement conquérir sa place. Dans huit jour doit s’ouvrir l’exposition en vue de laquelle il avait fait un suprême effort. Son œuvre sera présent, sous sa couronne de deuil, prolongeant la vie qui s’est éteinte. Mais lui, l’excellent camarade, l’ami à qui ses compagnons d’armes, les XX, les membres de lÉssor, de l’Union des Arts, de la Chrysalide, des Aquarellistes belges, tous le militants, eussent étés heureux, en ce jour de fête, de donner une fraternelle accolade, manquera à l’appel.
Son souvenir sera parmi nous, enveloppant cette bonne et cordiale physionomie d’artiste de la grâce touchante que donne la mort.
Aujourd’hui, réunis pour célébrer ses funérailles, montrons, comme l’adit, en une autre circonstance douloureuse, un des nôtres, montrons que nos cœurs, malgré tant d’atteintes dont les meurtrit la mèchancetè humaine, savent s’émouvoir et que nos yeux peuvent pleurer.1
Ο Τύπος γράφει για τον θάνατο του Πανταζή˙ η εφημερίδα Lutte pur l’Art τον αναφέρει στην κορυφή των ιμπρεσιονιστών σε επαφή με τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες της περιόδου, όπως οι Ensor, Finch, Vogels, που τους στάθηκε σαν δάσκαλος. Δυστυχώς, πέθανε πριν από την έκθεση των «ΧΧ». Η Journal de Bruxelles αναφέρει πως ο Πανταζής ήταν “το αίσθημα του χρώματος” και μέλος της ομάδας των είκοσι. Τα πρόσφατα έργα ζωγραφικής αποδεικνύουν ότι χάθηκε ένας πραγματικός καλλιτέχνης, ενώ ο Camille Lemonnier λέει “ο Περικλής Πανταζής, από την άλλη πλευρά όπου πέρασε σήμερα, έπρεπε να είναι ακόμη μεταξύ των ζωντανών”.1
Αλλά και ο ελληνικός Τύπος τίμησε τον Πανταζή. Το περιοδικό Εστία έγραψε στις 5 Φεβρουαρίου 1884 : “Εν βρυξέλλαις απεβίωσεν ο έλλην καλλιτέχνης Περικλής Πανταζής, υιός του εν τω υπουργείο της Παιδείας τμηματάρχου κ. Δημητρίου Πανταζή, το τριακοστών τέταρτον έτος της ηλικίας άγων. Ο Πανταζής εξ απαλών ονύχων εφαίνετο μεγάλην έχων έφεσιν εις την τέχνη του Απέλλου και ενωρίς παρίσχε δείγματα του ωραίου αυτού εν τη τέχνη μέλλοντος. Επί έτη πολλά ενσπούδασε την ζωγραφιάν εν Γερμανία, εν Ρώμη2 και εν Παρισίοις μετά ζήλου ενθουσιώδους, ιδία δε την ζωργαφικήν ειδικότητα της πραγματικής η φυσικής σχολής, τα δ’ έργα αυτού διακρίναντο δια την λεπτότητα, την χάριν και τον εύστοχων αυτόν χρωματισμών. Εφ ω και ο θάνατος αυτού γενικήν προκάλεσε θλίψην”.3
Μετά την κηδεία, η πρώτη επίσημη έκθεση της ομάδας των «ΧΧ» άνοιξε τις πόρτες στις 2 Φεβρουαρίου και χαιρετίστηκε με μεγάλο ενδιαφέρον από το κοινό, διότι δεν στάθηκε μια απλή έκθεση έργων τέχνης, αλλά και μια πυγμή στην ακαδημαϊκή τέχνη. Μια επαναστατική έκθεση που θα αλλάξει για πάντα το σκηνικό την βελγικής ζωγραφικής τα επόμενα χρόνια. Κατά τη διάρκειά της, οι φίλοι και οι συνάδελφοι του Πανταζή άφησαν στέφανα κάτω από τα έργα του, τα οποία αριθμούσαν τρία περισσότερα από εκείνα τον συντρόφων του. Τα έργα που επέλεξαν είναι: Méditerranée mistral, Méditerranée temps calme, Effet de lumière, La drève du Caporal, La Bouillabaisse, Roses. Ο Octave Maus αποφασίζει να εκθέσει και έργα αριστουργήματα της καριέρας του Πανταζή: L’enfant au coq, Le lecteur e Le gamin.
Ο πρόωρος θάνατος του Πανταζή προκάλεσε οικονομικά προβλήματα στην οικογένεια, παρόλο που η κληρονομιά του περνάει στην σύντροφό του και τον γιο του. Γι’ αυτό, οι φίλοι του Πανταζή, καλλιτέχνες της ομάδας των «XX», κατά τη διάρκεια του 1884, δώρισαν κάποια από τα έργα τους για να συγκεντρωθούν χρήματα για την οικογένεια Πανταζή. Ένα χρόνο αργότερα, η σύντροφός του αποφασίζει να πωλήσει όλα τα έργα του Πανταζή. Η εφημερίδα Les Nouvelles du Jour δημοσιεύει, στης 10 Μαΐου 1885, την ανακοίνωση της πώλησης. Η δημοπρασία πραγματοποιείται στην αίθουσα Ste-Gudule, rue Gentilhomme 9, στις 12 Μαΐου.
Η δωδέκατη έκθεση του «Libre Estetique», που έγινε το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1905, είναι αφιερωμένη στη ζωγραφική των «ΧΧ». Σε έναν ειδικά επιλεγμένο χώρο τοποθετήθηκαν έργα των Πανταζή, Vogels, Verdyen και Evenepoel ενώ, σε μια διπλανή σάλα τοποθετήθηκαν έργα του Ensor. Μαζί με τον Vogels και τον Ensor, ο Πανταζής θεωρείται μέρος της ισχυρότερης τριάδας της έκθεσης και ένας από τους ηγέτες της επανάστασης της βελγικής ζωγραφικής, οδηγώντας την προς τον βελγικό Ιμπρεσιονισμό. Η βελγική εφημερίδα La Soir έγραψε “μεταξύ των ζωγράφων που έχουν πεθάνει, ο Vogels και ο Πανταζής λαμβάνουν τη μεγαλύτερη τιμή της έκθεσης”. Η Journal de Bruxelles γράφει “σήμερα βλέπουμε στην αναδρομική έκθεση που λειτουργεί με εκείνα τα λαμπερά έργα που η ποίηση των χρωμάτων τους αφηγείται την ιστορία του Ιμπρεσιονισμού”. Η Petit Blu γράφει “εκείνα τα έργα που άλλοτε θεωρούντο ως επαναστατικά τώρα είναι αποδεκτά”. Η Gazette ορίζει τους ζωγράφους ως “υπερήφανοι βελγικοί ιμπρεσιονιστές”, ενώ η Jeune Effort γράφει “Οι Ensor, Vogels και Πανταζής, οι οποίοι πριν από λίγα χρόνια έκαναν να λιποθυμούν το “καλό κοινό”, αυτοί που είχαν τολμήσει τη ζωγραφική, όπως έγραφαν οι κριτικές της εποχής, είναι σήμερα, έτσι απλά, οι δικοί μας κλασσικοί καλλιτέχνες [...]. Πόσο ευχάριστο είναι να θυμόμαστε στις αντιδράσεις που προκάλεσαν τα έργα Το παιδί με τον πετεινό (L’enfant au coq) του Πανταζή και Η ρώσικη μουσική του Ensor. Δύσκολα μπορεί κανείς να εξηγήσει εκείνη την πολεμική στάση εναντίον αυτών των έργων, που 25 χρόνια μετά θεωρούνται αριστουργήματα της βελγικής τέχνης”.1
Ο Περικλής Πανταζής, μετά από μια σύντομη καριέρα στις Βρυξέλλες, παρουσιάζει μέσα από το έργο του τις αντιθέσεις της εποχής του, την μετάβαση από τον ρεαλισμό στον ιμπρεσιονισμό, δημιουργώντας ένα δικό του προσωπικό «καλλιτεχνικό μονοπάτι» μεταξύ τον σημαντικότερων κέντρων της Ευρώπης. Εξερευνώντας νέες καλλιτεχνικές τάσεις κατάφερε να γίνει μέρος τον πιο σημαντικών καλλιτεχνικών κύκλων της εποχής του. Αγάπησε την Ελλάδα, όπου γεννήθηκε, και πέρασε τα πρώτα του χρόνια στο Σχολείο των Τεχνών, αλλά και στο Βέλγιο που τον ωρίμασε και τον συμπεριέλαβε μέσα στην καλλιτεχνική του ιστορία. Αξίζει να σημειωθεί η σημασία της προσωπικότητας και του έργου του, τόσο για την ελληνική τέχνη όσο και για την βελγική, χώρες που έχουν αφήσει στην τέχνη του και στον ψυχικό του κόσμο τα ίχνη τους.
Α' ΜΕΡΟΣ
1 Economides Constantin, Périclès Pantazis 1846-1884, Bruxelles, 1993, σελ. 25.2 Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσα, Περικλής Πανταζής, περ. Ζυγός, 7-10-1996, σελ. 14.
3 Η ύπαρξη της αδελφής του αναφέρετε από τον έλληνο-βέλγο κριτικό της τέχνης ΚωνσταντίνοΟικονομίδη (Constantin Economides), στον κατάλογο της έκθεσης, Tesors inconnus du MuséeCharlier, Musée Charlier, Bruxelles, 1996, σελ.46.
4 Όπως για παράδειγμα το βραβείο του Ακαδημαϊκού Έτους 1868-1869 όπου κέρδισε μια υποτροφία25 δραχμών
5 Ιωάννης Altamouras (1852-1875) γόνος αστικής ιταλικής οικογένειας με πλούσια κουλτούρα. Οπατέρας του Saverio Altamura ήταν ζωγράφος και μέλος της ομάδας των Macchiaioli. Saverio ότανήταν καθηγητής στην Accademia di Belle Arti της Φλωρεντίας, γνώρισε την Ελένη Μπουκούρη,μαθήτρια στην Ακαδημία όπου και την παντρεύτηκε αποκτώντας τρία παιδιά. Το 1859 ΕλένηΜπουκούρη-Altamura επιστρέφει στην Ελλάδα. Ο γιος της Ιωάννης, γράφεται στην Σχολή των Τεχνών
της Αθήνας, ακολουθώντας το επάγγελμα του πατέρα του.
6 Περιοδικό Ολύμπια του 1870, περ. Β’, Αθήνα, 1872, σελ. 147.
7 Δεν γνωρίζουμε εάν ο Πανταζής γνωρίζονταν με τον Leibl. Το σίγουρο είναι πως οι τεχνικές του
Leibl τον επηρέασαν
8 Αναφορά στον Courbet από De Seta, Cesare, Il secolo della borghesia, Torino, 1999, σελ. 138.
9 Οι ιστορικοί της τέχνης Κων. Οικονομίδης και De Goyens Serge υποστηρίζουν πως ο Πανταζής
μετακόμισε στην Βρυξέλλες τον φθινόπωρο του 1872.
10 Gustave Mahaus, Pericles Pantazis, Bruxelles, 1862, σελ. 12.
11 Μετά από το 1878, Vogels και Πανταζής αποκτούν μια διαφορετική και αυτόνομη πινελιά.
12 Περιοδικό Ζυγός, 7/10 1996, άρθρο του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Περικλής Πανταζής, σελ.14.
13 Αναφορά στον Κων. Οικονομίδη από τον De Goyens Serge, Περικλής Πανταζής 1849-1884,(Κατάλογος), Ίδρυμα Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, 1994, σελ.16.
14 De Goyens Serge (1939) ιστορικός της βελγικής τέχνης. Διπλωματούχος στο Institut Supérieurd'Histoire de l'Art et d'Archéologie των Βρυξελλών. Από το 1870 μέχρι το 1980 οργάνωσε διάφορεςεκθέσεις βέλγων καλλιτεχνών στην γκαλερί Armorial στις Βρυξέλες. Πολλές και πλούσιεςδημοσιεύσεις και το 1981, το 1991 και το 1999 κέρδισε αρκετά βραβεία για την συμβολή του στηντέχνη.
15 De Goyens Serge, Περικλής Πανταζής 1849-1884, (Κατάλογος), Ίδρυμα Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, 1994, σελ. 17.
16 Verlant Ernest (1862-1924), ιστορικός της τέχνης. Γεννήθηκε στις Βρυξέλλες. Σπούδασε κλασικέςΣπουδές, ρητορική και ποίηση. Παρακολούθησε το Πανεπιστήμιο της Λουβέν. Συνέβαλλε ως ιδρυτικόμέλος της Jeune Belgique, όπου έγραψε πολλά κριτικές. Άρθρα καλλιτεχνικού αντικείμενου για τοπεριοδικό Journal de Bruxelles, από το 1897 και αργότερα δημιούργησε μια σειρά από ιστορίες σεLettres parisiennes με το σκοπό να εισάγει τον αναγνώστη στη ζωή της γαλλικής πρωτεύουσας. Τοποιο σημαντικό γεγονός είναι όταν έγινε κάτοχος στην l'Académie des Sciences, des Lettres et desBeaux - Arts (Classe des beaux - arts) και αργότερα μέλος της Διοικητικής Επιτροπής των MuséesRoyaux de Belgique. Κατά τη διάρκεια της ζωής του πραγματοποίησε πολλά εκπαιδευτικά ταξίδιαστην Ευρώπη. Ήταν μεγάλος θαυμαστής της ελληνικής και λατινικής λογοτεχνίας και ασχολήθηκε μετο γράψιμο πολλών βιβλίων τέχνης.
17 Γεωργία Δρακοπούλου, Περικλής Πανταζής στα πλαίσια της βελγικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα,σελ. 35.
18 Comune de Saint-Gilles. Certificat d’inscription. Nome di Pantazis Périclès. Αρχείο του Musée desBeaux – Arts de Bruxelles.
19 Serge Goyens de Heusch, Περικλής Πανταζής 1849-1884, (Κατάλογος), Ίδρυμα ΕυάγγελουΑβέρωφ-Τοσίτσα, 1994, σελ. 14.
20 Société Libre des Beaux-Arts ιδρύθηκε την 1 Μαρτίου του 1868 στην πρόταση του Louis Dubois.Μεταξύ των μελών της Εταιρίας είναι : T. Baron (1840-1899), L. Artan (1837-1890), H. Boulenger(1837-1874), L. Werwée (1807-1877), C. Meunier και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες. Η Εταιρία ήταν υπέρ
μιας ελεύθερης τέχνης μακριά από οποιοδήποτε δεσμό με τον ακαδημαϊσμό είτε ήταν κλασικός είτερομαντικός. Υπογράμμιζε την προσωπική έκφραση στο πώς να βλέπει ο καλλιτέχνης την φύση γύροτου. Οι εκδηλώσεις υποστηρίζονταν από το περιοδικό L’Art Libre που διεύθυνε ο Rops, ο Dommartine και ο Lemonnier από το 1875 έως το τέλος της Εταιρίας. Κατάλογος έκθεσης Félicien Rops. Rops suis,
aultre ne veulx estre, Edition Complexe, Bruxelles, 1998, σελ.41
21 Το άρθρο είναι μέρος του καταλόγου Περικλής Πανταζής 1849-1880, (Κατάλογος), ΊδρυμαΕυάγγελου Αβέρωφ -Τοσίτσα, σελ. 23 και σελ. 26.
22 Economides Constantin, Périclès Pantazis 1849-1884, Bruxelles, 1993, σελ. 13.
23 Economides Constantin, Guillaume Vogels (1836-1896), Bruxelles, 2000, σελ. 15.
24 Αναφορά του G. Lague και του Hannon Théo από τον De Goyens Serge, Περικλής Πανταζής 1849-1884, (Κατάλογος), Ίδρυμα Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, 1994, σελ. 15.
25 Γεωργία Δρακοπούλου, Περικλής Πανταζής στα πλαίσια της βελγικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα,σελ.36.
26 Αναφορά του Lemonnier Camille από τον Κων. Οικονομίδη, Périclès Pantazis 1849-1884,Bruxelles, 1993, σελ.37. Πιθανότατα ο Lemonnier να είχε γράψει προηγουμένως ένα άρθρο στο οποίοθα είχε σχολιάσει αρνητικά τα έργα του Πανταζή.
27 Economides Constantin, Périclès Pantazis 1849-1884, Bruxelles, 1993, σελ.39.
28 Economides Constantin, Périclès Pantazis 1849-1884, Bruxelles, 1993, σελ.39.
29 Economides Constantin, Pantazis (Catalogue d’exposition, Musée provincial Félicien Rops), Namur,1994, σελ. 86.
30 Joseph-Camille (1878-1951) θα επιλέξει να γίνει και αυτός ζωγράφος. Ο Gustave Mahaux στοβιβλίο του Périclès Pantazis, Bruxelles, 1962, σελ.32, μας ενημερώνει πως ο Joseph-Camille δεν έγινετόσο αναγνωρίσιμος ζωγράφος με αποτέλεσμα να χαθεί στα ξαφνικά χωρίς να έχουμε άλλεςπληροφορίες γι’ αυτόν.
31 Περιοδικό “L’Art Moderne”, Dimanche 3 février 1884, Bruxelles, άρθρο Périclès Pantazis.
32 Το κείμενο αναδημοσιεύτηκε από την ελληνική εφημερίδα Εστία ένα μήνα αργότερα. Εστία, 8Οκτωβρίου 1878, no.145, σελ.652-653.
33 Αναφορά στον Jons-Karl Huysmans από τον Economides Constantin, Périclès Pantazis 1849-1884,Bruxelles, 1993, σελ.39.
Β΄ ΜΕΡΟΣ
1 Economides Constantin, Guillaume Vogels (1836-1896), Catalogue de Exposition, Bruxelles, Musée
Charlier, Petraco-Pandora, Anvers, 2000, σελ. 35.
2 Σπίτι Μελά. Ο Μιχάλης Μελάς, συλλέκτης έργων τέχνης οργάνωσε αυτόν τον χρόνο μια έκθεση υπέρτου Ερυθρού Σταυρού με σκοπό να μαζέψει χρήματα προορισμένα για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Στηνέκθεση συμμετείχαν Έλληνες και ξένοι καλλιτέχνες. Αρχείο της βιβλιοθήκης της ΕθνικήςΠινακοθήκης Αθηνών, Δελτίων της Εστίας, αριθ.212, 18/01/1881.
3 Πρόκειται για το έργο Το αγόρι που τρώει καρπούζι παρουσιασμένο με άλλο τίτλο.
4 Economides Constantin, Guillaume Vogels (1836-1896), Catalogue de Exposition, Bruxelles, MuséeCharlier, Petraco-Pandora, Anvers, 2000, σελ. 77.
5 Philippe-Roberts Jones, Bruxelles Fin Siecle, Paris, 1994, σελ.71.
6 Την “Société Libre des Beaux-Arts” και την “Chrysalide”.
7 Το γράμμα έχει ημερομηνία 22 Γενάρη του 1884. Τα ονόματα που επιθυμεί είναι: GustaveSpeeckaert, Van der Meulen, Οιkonomou και Maes.
8 Ήταν παρόντες πολλοί φίλοι και συνεργάτες του μεταξύ άλλων Maus, Vogels, Verstraet, Finch,Goethals, Heymans, Smits, Khnopff, Boch, Chalet, Regoyos, Rops, Henri Van de Velde, Toorop,Ensor. Γεωργία Δρακοπούλου, Περικλής Πανταζής στα πλαίσια της βελγικής ζωγραφικής του 19 αιώναΑθήνα, 1982, σελ. 163.
9 Περιοδικό L’Art Moderne, Dimanche 3 Fèvrier 1884, Bruxelles.
10 Αναφορές του τύπου από τον Economides Constantin, Périclès Pantazis 1849-1884, Bruxelles, 1993,σελ.45.
11 Το κείμενο αναφέρει πως ο Πανταζής σπούδασε και στην Ρώμη. Όμως οι λίγες μελέτες που έχουν
πραγματοποιηθεί ως ώρας δεν αποδεικνύουν κάτι ανάλογο.
12 Δελτίο της Εστίας, 5 Φεβρουαρίου 1884, σελ.20.
Βιβλιογραφία
13 Γεωργία Δρακοπούλου, Περικλής Πανταζής στα πλαίσια της βελγικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα,
σελ.47.
1870-1910
Ολυμπία του 1875, περ.Γ, πληροφορίες για συμμετοχή στην έκθεση Ολυμπία 1875.
Εστία, τ.6, Ελληνική Γραφική, 1878.
Μιλιαράκης, Eστία, τ.11ο, Δελτίον της Έστιας, αριθμός 212, 18 Ιανουαρίου 1881, Αθήνα.
Εστία, τ.12ο, Δελτίον της Έστιας, αριθμός 371, 2 Φεβρουαρίου 1884, Αθήνα.
Εστία, Δελτίον της Έστιας, αριθμός 434, 21 Απριλίου 1885, Αθήνα.
Παναθήναια, τέυχος Α, Αθήνα, 1900.
AAVV, Les XX, Catalogue de Exposition, Bruxelles, 1885.
AAVV, Les XX, Catalogue de Exposition, Bruxelles Palais des Beaux-Arts, Ferd. Larcier, Bruxelles, 1884.
C. Lemonnier, Mes Mèdailles, Notes sur Exposition Universelle, Paris, LIB, 1878.
C. Lemonnier, “Correspondance De Belgique”, La Chronique des Arts, 16 Mars 1878, Bruxelles.
C. Lemonnier, “Correspondance De Belgique” (suite), La Chronique des Arts, 6 Avril 1878, Bruxelles.
C. Lemonnier, “Périclès Pantazis”, L’Artiste, 24 Mars 1876, Bruxelles.
L’Art Moderne, “Exposition des XX”, Premier article, 10 Fèrvier 1884, Bruxelles.
L’Art Moderne, “Exposition des XX”, Seconde article, 17 Fèrvier 1884, Bruxelles.
L’Art Moderne, “Tombola Pantazis”, 6 Avril 1884, Bruxelles.
L’Art Moderne, Les XX, αγγελία της πρώτης έκθεσης των XX, 11 November 1883, Bruxelles.
“Nos Atelier, Périclès Pantazis”, L’Artiste, Bruxelles, 12 Mars 1876
O. Maus, “Périclès Pantazis”, L’Art Moderne, Article necrologie et discours, 3 Fèrvier 1884, Bruxelles.
P. Lefort, “Exposition universelle, Les ecoles entrangeres de peinture, La Grèce”, Gazette Beaux-Arts, 2eme periode, tome 18, Paris, Settembre 1878.
T. Massarani, L’arte a Parigi, La pittura in Grecia, in Spagna e in Italia, Roma, Forzani, 1876.
1910-20
AAVV, Quelques peintres de la figure, Catalogue de Exposition organisée par la comité des Beaux-Arts, 18 avril-8 mai 1912, Bruxelles.
B. Lazar, Courbet et son influence à l’entranger, H. Fluty, Paris, 1911.
C. Lemonnier, L’art et la vie en Belgique 1835-1905, Librairie nationale d'art et d'histoire, G. Van Oest & Cie éditeurs, Paris, 1921
1920-30
Πινακοθήκη, ΄Ετος ΚΓ, τέυχος 271-273, Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 1923, σελ.51.
Φραγκέλιο, 1929, Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1929, Αθήνα, σελ.6.
AAVV, Un siècle d’art, Catalogne de Exposition Centennale de l’Art Belge 1830-1930, Palais des Beaux-Arts de Bruxelles, 17 Mai-1 Novembre 1930, Bruxelles, Librairie Nationale d’Art et d’Histoire.
1930-39
K. Παράσχου, Τέχνη, Η Εθνική πινακοθήκη και η αξία της, τέυχος 6, Αθήνα, 1938.
1940-49
Νέα Εστία, τ.514ο, έτος 1948, Δεκέμβριος 1948, Αθήνα.
J. Lucien, Centenaire du Cercle Artistique 1847-1947, Catalogue de Exposition rétrospective, Cercle Royal Artistique et Littéraire et Royal Gaulois, 03.10 1947 - 02.11 1947, Bruxelles, M. Weissenbruch, 1947.
1950-59
Νέα Εστία, τ.683ο, έτος 1955, Δεκέμβριος 1955, Ελληνική τέχνη, Αθήνα.
X. Χρήστου, ΄Ελληνες ζωγράφοι του 19ου αιώνα, Αθήνα, Εκδoτική Εθνικής Τραπεζας της Ελλάδας, 1957.
1960-69
Α. Προκοπίου, Ιστορία της τέχνης, 1750-1950, Αθήνα, 1967-’69.
AAVV, Les groupe des XX et son temps, Musées Royaux des Beaux-Arts de Belgique, 17/02-1962-08/04/1962.
G. Mahaus, Périclès Pantazis, Bruxelles, 1962.
J. Casson, Gli Impressionisti e la loro epoca, Edizioni Mediterranee, Roma, 1962.
P. Roberts-Jones, Vogels, Catalogue d’expositions, Musée d’Ixelles, 19/11/1968-15/12/68, Bruxelles.
1970-79
AAVV, Οι έλληνες ζωγράφοι, απο τον 19ο αιώνα ως τον 20ο, Αθήνα, Μέλισσα, 1975.
Α. Ιωάννου, Η ελληνική ζωγραφική, 19ος αιώνας, Αθήνα, Μέλλισσα, 1975.
A. Χαραλαμπίδης, Η Ελληνική προσωπογραφία του δεκάτου ενάτου αιώνα, Διδακτορική διατριβη, Θεσσαλονίκη, 1976.
Μ. Καλλιγάς, Η νεοελληνική τέχνη 1881-1912, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομος ΙΔ΄, Αθήνα, Εκδωτική Αθηνών, 1977.
M. Παπανικολάου, Η Ελληνική ηθοργαφική ζωγραφική του 19ου αιώνα, Διδακτορική διατριβη, Θεσσαλονίκη, 1978.
Σ. Λυδάκης, Έλληνες ζωγράφοι, Αθήνα, Μέλισσα, 1977.
T. Σπιτέρης, Περικλής Πανταζής 1849/50-1884 στη σειρά Οι Έλληνες Ζωγράφοι, Αθήνα, Μέλισσα, 1975.
L. Nochlin, Realismo, la pittura in Europa nel XIX secolo, Torino, Einaudi, 1979.
P. Roberts-Jones, Peinture moderne en Belgique, Catalogue d’expositions, Martelange, Maison communale, 28/06/1975-27/07/1975, Ministère de la culture farançaise, Luxemburg, 1975.
1980-89
Γ. Δρακοπούλου, Περικλής Πανταζής στα πλαίσια της βελγικής ζωγραφικής του 19 αιώνα, Διδακτορική διατριβή, Αθήνα, Μέλισσα, 1982.
Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσα, Πρόχειρος οδηγός έκθεσης για τους επισκέπτες της Πινακοθήκης του Μετσόβου, Μέτσοβο, Ίδρυμα Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσιτσα, 1988
Ε. Αράπογλου, Πίνακες ελλήνων ζωγράφων του 19ου και 20ου αιώνα, ΄Εκδοση Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη, Αθήνα, 1989.
Λ. Λαδόπουλος, Εικαστικά, “΄Ελληνες και ξένοι καλλιτέχνες που έφυγαν νέοι”, τ.,49, Ιανουάριος 1986, Αθήνα.
Τ. Σπιτέρης, Δάσκαλοι της Ελληνικής ζωγραφικής του 19ου και 20ου αιώνα, Αθήνα, Καστανιότη, 1982.
Χ. Χρύσανθος, Η Ευρωπαική ζωγραφική του 19ου αιώνα, Αθήνα, Εκδoτική Εθνικής Τραπεζας της Ελλάδας, 1983.
AAVV, Manet 1832-1883, Catalogue, Editions de la réunion des Musées nationaux, Paris, 1983.
AAVV, Ι classici dell’arte Rizzoli, L’opera di Courbet, Milano, Rizzoli Editore, 1985.
A. Moerman e S. Canning, Le Cercle des XX, Catalogue de Exposition, Bruxelles, Tzwern-Aisinber Fine Arts, 10.05 1989 - 24. 06 1989.
O. Maus, Trent annèes de lutte pur l’art - La Libre Estetique 1884-1914, Bruxelles, Editions Lebeer Hossmann, 1980.
1990-99
AAVV, (επιμέλεια Ό. Μεντζαφού-Πολύζου), Περικλής Πανταζής 1849-1884, Ένας Έλληνας ζωγράφος στο Βέλγιο, Ίδρυμα Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Αθήνα, 1994.
AAVV, Περικλής Πανταζής 1849-1884, Ένας Έλληνας ζωγράφος στο Βέλγιο, Οδηγός για παιδία, Αθήνα, Ίδρυμα Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, 1994.
AAVV, Περικλής Πανταζής 1849 – 1884, Ένας Έλληνας ζωγράφος στο Βέλγιο, Κατάλογος έκθεσης 7 Σεπτεμβρίου – 19 Νοεμβρίου 1996, Εθνική Πινακοθήκη Και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Αθήνα, 25 Νοεμβρίου 1996 – 31 Ιανουαρίου 1997, Μέτσοβο, Ίδρυμα Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, 1996.
AAVV, Αφιέρωμα στον Περικλή Πανταζή, Κατάλογος έκθεσης 7 Σεπτεμβρίου – 25 Νοεμβρίου 1996, Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ, Μέτσοβο, Ίδρυμα Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, 1996.
ΑΑVV, Τέχνη και Ελληνισμός της διασποράς, Πρακτικά συμποσίου, Μέτσοβο 7-8 Σεπτεμβρίου 1996, Μέτσοβο, Ίδρυμα Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, 1997.
Δ. Παπαστάμος, Πινακοθήκη Αβέρωφ, Μέτσοβο, Ίδρυμα Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, 1991.
Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσα, Περικλής Πανταζής, Ζυγός, Ιούλιος-Οκτώμβριος 1996, Αθήνα.
H. Μυκονιάτης, Το καλλιτεχνικό τμήμα των Ολυμπίων στην Αθήνα του 19ου αιώνα, Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστίμιο, 1994.
Μ. Βίττι, Η ιδεολογική λειτουργεία της ελληνικής ηθογραφίας, Αθήνα, Κέρδος, 1991.
Μ. Παπαδοπουλου, The Art Magazine, τ.,11, Οκτώβριος 1994, Η τέχνη στο Μέτσοβο, Αθήνα.
N. Mισιρλή, Γύζης, Αθήνα, Εκδόσεις Αδάμ, 1996.
Τα νέα της τέχνης, τ.53, Αναφορά στην αναδρομική έκθεση του Περικλή Πανταζή στην Εθνική Πινακοθήκη, 20 Νοεμβρίου 1996-31 Δεκεμβρίου 1996.
X. Χρύσανθος, Η Ελληνική ζωγραφική 1832-1922, Αθήνα, Εκδoτική Εθνικής Τραπεζας της Ελλάδας, 1992.
AAVV, Les XX and the Belgian avant-garde,Prints, drawings, and books ca. 1890, Exposition, Ghent, Museum voor Schone Kunsten, 31.10 1992 - 12.12 1992: Lawrence, Spencer Museum of Art. University of Kansas, 24.01 1993 - 21.03 1993: Williamstown, Sterling and Francine Clark Art Institute, 12.04 1993 - 13.06 1993: Cleveland, Cleveland Museum of Art, 13.07 1993 - 05.09 1993. Lawrence, Spencer Museum of Art, 1992.
AAVV, (επιμέλεια K. Bott e G. Bott), La pittura tedesca, La pittura in Europa, Tomo secondo, Milano, Electa, 1997.
AAVV, (επιμέλεια J. Sillevis), La pittura nei Paesi Bassi, La pittura in Europa, Tomo secondo, Milano, Electa, 1997.
AAVV, (επιμέλεια P. Rosenberg), La pittura francese, La pittura in Europa, Milano, Electa, 1997.
AAVV, Paris-Bruxelles - Bruxelles-Paris:Réalisme, impressionnisme, symbolisme, art nouveau : Les relations artistiques entre la France et la Belgique, 1848-1914, Catalogue de Exposition Paris, Galeries nationales du Grand Palais, 18.03.1997 - 14.07.1997, Gand, Musée des Beaux-Arts, 06.09.1997 - 14.12.1997, Paris, Editions de la Réunion des musées nationaux, 1997.
AAVV, Catalogue d’Exposition Félicien Rops. Rops suis, aultre ne veulx estre, Edition Complexe, Bruxelles, 1998.
C. Lemonnier, Les ècole belge de la peinture 1830-1905, Bruxelles, Labor, 1991.
C. Economides, Périclès Pantazis 1846-1884, Catalogue d’Exposition, Hotel de Ville de Saint-Gilles, 05/10/1993-26/10/1993, Bruxelles, 1993.
C. Economides, Pantazis, Catalogue d’exposition, Musée provincial Félicien Rops, Namur, 18 Juin-11 Septembre 1994.
C. Economides, “Rétablir un climat de confiance sur le marché des aeuvres d’art”, Le Soir, 12 Dicembre 1995, Bruxelles.
C. Economides, Tesors inconnus du Musse Charlier, Bruxelles, Musée Charlier, 1996.
Philippe-Roberts Jones, Bruxelles Fin Siecle, Paris, Elommain, 1994.
De Seta Cesare, Il secolo della borghesia, Torino, Storia universale dell’arte, UTET, 1999.
J.L. Honderd, Les XX La Lbre Estétique, cent ans après, Musées royaux des Beaux-Arts de Belgique, Bruxelles, 1993.
2000-05
AAVV, Εθνική Πινακοθήκη 100 χρόνια, Τέσσερις αιώνες ελληνικής ζωγραφικής, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Αθήνα, 2000.
O. Μεντζάφου-Πολύζου, Συλλογές Ευάγγελου Αβέρωφ -Ταξιδεύοντας στο χρόνο, Μέτσοβο, Ίδρυμα Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, 2000.
AAVV, Συλλογές Ευάγγελου Αβέρωφ, Ταξιδεύοντας στο χρόνο, Μέτσοβο, Ίδρυμα Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ, Κατάλογος έκθεσης 9 Σεπτεμβρίου 2000 - 15 Ιανουαρίου 2001.
Α. Καρδουλάκη, “Ένας αιώνας αυτοπροσωπογραφίες”, Τα νέα της τέχνης,, τ.117, Αθήνα, Μάιος 2003.
C. Economides, Guillaume Vogels (1836-1896), Catalogue de Exposition, Bruxelles, Musée Charlier, 03.03 2000 - 03.06 2000, Oostende, Stedelijk Museum voor Schone Kunsten, 24.06 2000 - 28.08 2000, Petraco-Pandora, Anvers, 2000.
G. Crepaldi, L’Ottocento, Milano, Electa, 2001.
ΠΗΓΗ