Εγκλήματα πολέμου στο Αφγανιστάν: Γιατί οι ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να αγνοήσουν το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.

 Με 123 κράτη μέλη και 15 χρόνια εμπειρίας, το ICC απλά δεν πρόκειται να εξαφανιστεί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν πλέον να το αγνοούν, και η χώρα εξυπηρετείται καλύτερα από πολιτικές που αναγνωρίζουν αυτό το γεγονός. 

Η εισαγγελέας Fatou Bensouda εισέρχεται στην αίθουσα του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, στην Ολλανδία, στις 6 Δεκεμβρίου 2016. PETER DEJONG / REUTERS

 Γιατί οι ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να αγνοήσουν το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.Τι θα σήμαινε μια έρευνα για εγκλήματα πολέμου των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν.

Στις 3 Νοεμβρίου, η εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ, International Criminal Court, ICC), Fatou Bensouda από την Γκάμπια, ανακοίνωσε ότι το γραφείο της είχε «μια λογική βάση για να πιστέψει» ότι εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας είχαν διαπραχθεί από τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, καθώς και από μέλη της CIA σε μυστικές εγκαταστάσεις κράτησης στην Πολωνία, την Λιθουανία και την Ρουμανία. Η κατηγορία ήταν ότι είχαν βασανίσει, κακομεταχειριστεί ή βιάσει τουλάχιστον 88 κρατούμενους μεταξύ του 2002 και του Δεκεμβρίου 2014.

Αυτό που σημαίνει η δήλωση της Bensouda είναι ότι, βάσει των πληροφοριών που έχει συγκεντρώσει το ΔΠΔ από κυβερνήσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις και ανοιχτές πηγές, οι κατηγορίες που απευθύνονται εναντίον μεμονωμένων εκπροσώπων των Ηνωμένων Πολιτειών υπερβαίνουν την δικαιοδοτική συλλογή [στοιχείων] και άλλες νομικές προϋποθέσεις. Τούτο δίνει την δυνατότητα στο Γραφείο του Εισαγγελέα να προχωρήσει σε πιο ενεργή, επί τόπου διερεύνηση αφότου μια τριμελής επιτροπή δικαστών, γνωστή ως η Προ-Δικαστικό Σώμα (Pre-Trial Chamber) την υπογράψει. (Είναι πολύ πιθανό ότι θα εγκρίνει μια πλήρη διερεύνηση, δεδομένου ότι είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι το Γραφείο του Εισαγγελέα θα έμπαινε σε μια ενδεχομένως δύσκολη κατάσταση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, μόνο αν είχε περισσότερο από επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να αντιμετωπίσει το μάλλον χαμηλό επίπεδο της «λογικής βάσης»).

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αμφισβήτησαν και ιδιωτικά και δημοσίως τις κατηγορίες του ΔΠΔ σχετικά με τους στρατιωτικούς και τους αξιωματούχους της CIA. Στις 8 Νοεμβρίου, η Αναπληρώτρια Αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, Michele J. Sison, δήλωσε [1] στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ότι η προτεινόμενη έρευνα ήταν «εντελώς ανεδαφική και αδικαιολόγητη». Είναι δυνατόν, δεδομένου του υπέρ των αντιποίνων χαρακτήρα της διοίκησης του Donald Trump, ότι ο Λευκός Οίκος θα μπορούσε να κατηγορήσει την εισαγγελέα ότι κυνηγά την υπόθεση για πολιτικούς λόγους, όπως για να αποσπάσει την προσοχή από τους ισχυρισμούς ότι το ΔΠΔ έχει μια αντι-αφρικανική προκατάληψη ή για να δείξει ότι το δικαστήριο μπορεί να στοχεύσει ισχυρές χώρες.

Αυτές οι κατηγορίες, ωστόσο, θα κατέπιπταν. Από τότε που ανέλαβε καθήκοντα το 2012, η Bensouda θεωρείται ευρέως ως κάποια που έχει εφαρμόσει πολιτικές που απαιτούν αυστηρή έρευνα και νομική αριστεία και δίνουν προτεραιότητα στην αυστηρή τήρηση του Καταστατικού της Ρώμης, την συνθήκη που δημιούργησε το ΔΠΔ. Υπάρχει πλέον μια συναίνεση μεταξύ εκείνων που παρακολουθούν στενά το ΔΠΔ ότι ο επαγγελματισμός και η ικανότητα του Γραφείου του Εισαγγελέα έχουν βελτιωθεί σημαντικά στην θητεία της.

Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο η διοίκηση του Trump μπορεί να ανταποκριθεί στην δήλωση του ΔΠΔ είναι με αυτό που ο Richard Haass αποκαλεί «δόγμα απόσυρσης». Αυτό θα σήμαινε την παύση όλων των σχέσεων με το ΔΠΔ και την πίεση στους συμμάχους να πράξουν το ίδιο για να υπονομεύσουν το δικαστήριο και το έργο του. Όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες στερούνται της μόχλευσης για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου, καθώς δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στο Καταστατικό της Ρώμης, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχουν τα δικαιώματα και την πρόσβαση στο ΔΠΔ που έχει ένα κράτος-μέλος. Η αποστέρηση οικονομικών πόρων από το Δικαστήριο επίσης δεν αποτελεί επιλογή, διότι το ICC δεν λαμβάνει κεφάλαια από τις ΗΠΑ.

Εν τω μεταξύ, σχεδόν όλοι οι σύμμαχοι των ΗΠΑ είναι μέλη του δικαστηρίου. Δεν το χρηματοδοτούν μόνο, αλλά έχουν και πληθυσμούς που το υποστηρίζουν σθεναρά. Αυτές οι χώρες είναι πιθανό να αντισταθούν στην πίεση από την Ουάσινγκτον για να απονομιμοποιήσουν το δικαστήριο, όπως έκαναν κατά την διάρκεια της πρώτης θητείας του Τζορτζ Μπους του νεότερου. Εκείνη την εποχή, ο John Bolton, πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στον ΟΗΕ, επέβλεπε μια στρατηγική για αυτό που αποκαλούσε τα «Τρία όχι». Αυτή η προσέγγιση, είχε πει, σήμαινε «καμία οικονομική υποστήριξη, άμεσα ή έμμεσα˙ καμία συνεργασία˙ και να μην υπάρξουν περαιτέρω διαπραγματεύσεις με άλλες κυβερνήσεις για την βελτίωση του Καταστατικού της Ρώμης». Και ο στόχος της ήταν να «μεγιστοποιηθούν οι πιθανότητες να φθίνει και να καταρρεύσει το ΔΠΔ, που πρέπει να είναι ο στόχος μας». [Η προσέγγιση αυτή] δεν λειτούργησε.

Σε περίπτωση που το ICC κατηγορήσει έναν Αμερικανό για μια θηριωδία, ο μόνος τρόπος να πετύχει την κράτηση αυτού του ύποπτου χωρίς αμερικανική συνεργασία είναι αν μια ξένη κυβέρνηση συλλάβει και μεταφέρει τον ύποπτο στην Χάγη χωρίς την συναίνεση των ΗΠΑ. Αυτό είναι πολύ απίθανο να συμβεί.

Αυτό που μπορεί να κάνει το ΔΠΔ είναι να εκδώσει ένταλμα σύλληψης για έναν Αμερικανό που δεσμεύει νομικά και τα 123 συμβαλλόμενα κράτη ώστε να συλλαμβάνουν κατηγορούμενα άτομα που εισέρχονται στην δικαιοδοσία τους. Αυτό θα είναι διπλωματική καταστροφή, διότι ένα κατηγορητήριο εναντίον ενός πρώην ανώτερου αξιωματούχου των ΗΠΑ που ισχύει σε 123 εθνικές δικαιοδοσίες θα μπορούσε να προκαλέσει ένα τεράστιο διπλωματικό αδιέξοδο και να περιπλέξει τις σχέσεις των ΗΠΑ με πολλούς από τους συμμάχους τους μονομιάς.

Σε περίπτωση που προχωρήσει μια έρευνα, η καλύτερη απάντηση της διοίκησης Trump θα ήταν να εμπλακεί ανοιχτά με το ΔΠΔ, πραγματοποιώντας μια πραγματική και διαφανή εγχώρια προσπάθεια για να διερευνήσει και, όπου δικαιολογείται, να προχωρήσει στην δίωξη εκείνων των Αμερικανών που είναι περισσότερο υπεύθυνοι για σοβαρά εγκλήματα που συνδέονται με τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Αυτή η πολιτική δεν θα προστατεύσει μόνο τα αμερικανικά συμφέροντα με το να προωθεί την ηθική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά είναι επίσης ο πιο αξιόπιστος και κατάλληλος τρόπος για να μπει ένα τέλος στις κατηγορίες.

Εννοείται επίσης, ότι μια κυβέρνηση που αρνείται, καλύπτει ή παραβλέπει αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του έθνους της˙ γίνεται συνεργός στο έγκλημα και κινδυνεύει να καταστρέψει την φήμη των θεσμών και της κυβέρνησης των ΗΠΑ με ξεκάθαρο τρόπο. Κατά την διάρκεια της σφαγής του My Lai, για παράδειγμα, στην οποία οι αμερικανικές δυνάμεις σφάγιασαν αρκετές εκατοντάδες αθώους πολίτες στο Νότιο Βιετνάμ, οι Ηνωμένες Πολιτείες έκρυψαν αρχικά το έγκλημα και αρνήθηκαν την ευθύνη. Όταν οι ειδήσεις τελικά αποκάλυψαν αυτό που είχε συμβεί, η αποτυχία να διωχθεί [ποινικά] γρήγορα η μικρή ομάδα των εμπλεκόμενων ατόμων κατέληξε στην αμαύρωση της φήμης όλων των Αμερικανών στρατιωτών στο Βιετνάμ. Η συντριπτική πλειοψηφία τους υπηρέτησε με τιμή και θάρρος, αλλά γρήγορα χαρακτηρίστηκαν ως «δολοφόνοι μωρών».

Το πραγματικό συμφέρον των ΗΠΑ που διακυβεύεται δεν είναι να αποτρέψουν την λογοδοσία αλλά να αποτρέψουν οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία -εθνική ή διεθνή- που είναι μεροληπτική ή άδικη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει το καθήκον να διεξάγει πραγματικές εγχώριες έρευνες για Αμερικανούς αξιωματούχους υπό τον έλεγχο του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Όπου έχει ήδη ξεκινήσει ή έχει ολοκληρώσει μια έρευνα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρέπει να μοιραστεί τα πλήρη συμπεράσματά της με το ΔΠΔ. Οι υποθέσεις που έχουν κλείσει θα πρέπει να ανοίξουν εκ νέου, εφόσον δικαιολογείται. Επιπλέον, εάν οι εισαγγελείς και τα δικαστήρια των ΗΠΑ καταλήξουν να διερευνήσουν ή να διώξουν [ποινικά] Αμερικανούς για εγκλήματα που σχετίζονται με το Αφγανιστάν, θα πρέπει να αφαιρέσουν εκ του νόμου την δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου –εφ’ όσον οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να αποδείξουν ότι οι διαδικασίες τους είναι πραγματικές και όχι απλώς για επίδειξη.

Τέλος, η ανοιχτόμυαλη εμπλοκή με το ΔΠΔ βοηθά τις Ηνωμένες Πολιτείες να διαφυλάξουν το ΔΠΔ ως πολύτιμο σύμμαχο στις προσπάθειές τους για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στο Αφγανιστάν και αλλού. Για παράδειγμα, εάν το ΔΠΔ καταστήσει μέλη των Ταλιμπάν υπόλογα για τις πολλές φρικαλεότητες που έχουν διαπράξει, αυτό θα υπονόμευε την αφήγηση της οργάνωσης -και την αφήγηση παρόμοιων τρομοκρατικών ομάδων- ότι αγωνίζεται για την διαφύλαξη του Ισλάμ. Με το να βάλουν τους ηγέτες των Ταλιμπάν σε δίκη, όπου τα αποδεικτικά στοιχεία για τις φρικιαστικές θηριωδίες τους θα είναι σε πλήρη θέαση –μαζικοί αποκεφαλισμοί, σεξουαλική κακοποίηση γυναικών και στρατολόγηση παιδιών στρατιωτών- υπάρχουν μεγαλύτερες πιθανότητες ότι οι δυνητικοί οπαδοί τους θα δουν τι είναι: Εγκληματίες.

Με 123 κράτη μέλη και 15 χρόνια εμπειρίας, το ICC απλά δεν πρόκειται να εξαφανιστεί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν πλέον να το αγνοούν, και η χώρα εξυπηρετείται καλύτερα από πολιτικές που αναγνωρίζουν αυτό το γεγονός. 

  KIP HALE,
 δικηγόρος ειδικός στις θηριωδίες και μέλος του Council on Foreign Relations.

Στα αγγλικά: 

Σύνδεσμοι:


ΠΗΓΗ

20/11/2017