Βασίλης Κρεμμυδάς (1935-2017)
Επιστημονικό ήθος σημαίνει, μεταξύ άλλων, να έχεις ασχοληθεί πρωτοποριακά με την Ελληνική Επανάσταση του 1821 για περισσότερο από μισό αιώνα και, την ίδια στιγμή, προβληματισμένος για το επίπεδο της συλλογικής αυτογνωσίας, να υποστηρίζεις σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο ότι, στην πραγματικότητα, δεν την ξέρουμε. «Δεν ξέρουμε την ουσία της. Αυτό που είδα εγώ, η διαρκής πάλη του νεωτερικού, του Διαφωτισμού καλύτερα, με το παραδοσιακό ή με το συντηρητικό, αυτό είναι όλη η ουσία της» δήλωνε τον περασμένο Μάρτιο στο «Βήμα» ο Βασίλης Κρεμμυδάς.
Ο διαπρεπής ιστορικός, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εξειδικευμένος στο πεδίο της οικονομίας, έφυγε από τη ζωή στις 12 Νοεμβρίου. Ηταν 82 ετών. «Αυτό που πρωτεύει είναι η κοινωνία. Μέσα σε ποια κοινωνία έγινε κάτι; Μέσα σε ποια κοινωνία γαλλική έγινε η Γαλλική Επανάσταση, ας πούμε; Πρέπει να μπορούμε να αναγνωρίσουμε, στοιχειωδώς έστω, την κοινωνία μέσα στην οποία συμβαίνει το γεγονός και η οποία το παράγει. Ετσι πρέπει να δει κανείς τι προηγήθηκε της Ελληνικής Επανάστασης - κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. [...] Αυτό προσπάθησα να κάνω και νομίζω ότι βγήκε ένα ουσιαστικό αποτέλεσμα» σημείωνε τότε, συνοψίζοντας ουσιαστικά και τον τρόπο με τον οποίο εργαζόταν, αναδεικνύοντας τη λογική πίσω από ένα εκτεταμένο έργο ζωής.
«Το κουσούρι με τα αρχεία»
Το έντονο ενδιαφέρον του για την Ιστορία ήταν κάτι που τον χαρακτήριζε από πολύ μικρό. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ' όπου έλαβε πτυχίο Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Από τον φίλο του Βασίλη Παναγιωτόπουλο ζήτησε, κάποια στιγμή εκείνη την περίοδο, να τον πάει στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (στα υπόγεια της Ακαδημίας Αθηνών) και έκτοτε «το κουσούρι με τα αρχεία» δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, ούτε και στη Γαλλία (1964-1967) όπου ουσιαστικά διαμορφώθηκε ως ιστορικός στο πνεύμα των Annales. Εκεί έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Λυών (δίπλα στον Πιερ Λεόν) και στην τότε Ecole Pratique des Hautes Etudes του Παρισιού (δίπλα στον Ρομπέρ Μαντρού).
Για τον Βασίλη Κρεμμυδά η οικονομική ιστορία έπρεπε να είναι και κοινωνική ιστορία, διαφορετικά δεν ήταν τίποτα. Ο ίδιος, γεννημένος το 1935 στη Μεσσήνη Μεσσηνίας, άρχισε να μελετά την Ελληνική Επανάσταση από το 1955 και, κατόπιν, στα βιβλία του, την ενέγραψε με τρόπο συστηματικό στις οικονομικές και κοινωνικές πραγματικότητες του τέλους της Τουρκοκρατίας, χωρίς ωστόσο να παραβλέπει το ευρύτερο πλαίσιο μιας μεταβατικής εποχής. «Πρέπει να τοποθετούμε τα γεγονότα στα σύνολά τους. Η Επανάσταση αποτελεί μέρος ενός συνόλου που θα μπορούσαμε να το πούμε "έγερση των ευρωπαϊκών κοινωνιών", επαναστατικοποίηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Είναι γέννημα και θρέμμα αυτού που μετά ονομάσαμε "Διαφωτισμό", των μηνυμάτων που πήραμε από τη Γαλλική Επανάσταση».
Η «νέα αστική τάξη»
Ο Βασίλης Κρεμμυδάς ανέδειξε την καθοριστική σημασία της «νέας αστικής τάξης» που είχε εμφανιστεί και εδραιωθεί στις παραμονές της Επανάστασης, η οποία μάλιστα είχε συγκεντρώσει στα χέρια της άφθονο πλούτο, διότι οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι δημιούργησαν την ανάγκη να υπάρχουν «ουδέτερα» πλοία που θα ανεφοδίαζαν τις αντιμαχόμενες ευρωπαϊκές χώρες. Η Φιλική Εταιρεία, που στόχευε εξαρχής σε ένα ανεξάρτητο αστικό ελληνικό κράτος, είχε οργανώσει την Επανάσταση μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Δεν επρόκειτο σίγουρα για μια «ταξική εξέγερση», όπως τη φαντάστηκε ο Γιάννης Κορδάτος, αλλά για έναν ξεσηκωμό συνυφασμένο με τη νεοσύστατη τότε έννοια του έθνους. «Η Επανάσταση φρόντισε από την πρώτη στιγμή να εμπλέξει τις Μεγάλες Δυνάμεις με την επιχειρηματολογία του χρέους προς τους προγόνους - όλες οι προκηρύξεις των τοπικών οργανισμών είχαν αυτό το περιεχόμενο» υπογράμμιζε πριν από λίγους μήνες ο Βασίλης Κρεμμυδάς σε τούτη την εφημερίδα.
Υπήρξε επιστήμονας παρεμβατικός και ένας ενεργός προοδευτικός πολίτης, κυρίως μέσω των επιφυλλίδων του στον Τύπο. Κατέρριψε με τη σειρά του πολλούς μεταγενέστερους μύθους για το '21, είπε την αλήθεια για το «κρυφό σχολειό» και μίλησε για τη «δήθεν ύψωση του λαβάρου» από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στη Μονή της Αγίας Λαύρας την 25η Μαρτίου, όπου τάχα είχαν ορκιστεί οι αγωνιστές. Στο «Βήμα» το είχε διατυπώσει πρόσφατα ως εξής: «Ξέρετε, η ιστορία παράγει ιδεολογία. Και χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή ιδεολογίας στα σχολεία. Πριν από κάποια χρόνια δεν ήταν γνωστές στον πολύ κόσμο οι σφαγές των μουσουλμάνων που ακολούθησαν την κατάληψη της Τριπολιτσάς. Γιατί αυτή η νίκη ήταν το μεγάλο γεγονός που δόξαζε τους Ελληνες, δεν μπορούσαμε, υποτίθεται, να το αμαυρώσουμε. Αν διδαχθεί το παιδί μόνο το ένδοξο μέρος, δεν πρόκειται ως ενήλικος να πειστεί από μια διαφορετική εκδοχή. Για το συγκεκριμένο γεγονός έχω προσωπική εμπειρία, μου έχουν πει ότι λέω ψέματα γιατί έχω γράψει σε βιβλίο μου για τις σφαγές».
Ο δάσκαλος
Πέραν της πλούσιας ακαδημαϊκής πορείας και βιβλιογραφίας, δεν ξέχασε ποτέ τα χρόνια της διδασκαλίας του στην ιδιωτική εκπαίδευση (17 χρόνια, Λύκειο Ζηρίδη και Σχολή Μωραΐτη). «Τη μεγαλύτερη χαρά και τη μεγαλύτερη περηφάνια τη νιώθω όταν με βλέπουν στον δρόμο και με λένε "δάσκαλε". Είναι μια άλλη μαγεία αυτό» έλεγε.
Το 2013, σε μια ακόμα συνομιλία του με «Το Βήμα», ο Βασίλης Κρεμμυδάς είχε αναφέρει: «Δεν υπήρξε ωστόσο περίοδος που το ελληνικό κράτος δεν χρειαζόταν κάποιο δάνειο. Το δάνειο που λέτε, αυτή η ωραία λέξη, ξεκίνησε με την Επανάσταση παρά το γεγονός ότι η τελευταία έγινε με ελληνικά ιδιωτικά κεφάλαια. Τώρα, αν στην πορεία βρέθηκαν κάποιοι που πήραν τη μερίδα τους και με το παραπάνω, τι τάχα ψαχνόμαστε γιατί χρεοκοπήσαμε. Το κράτος δεν είναι σε φάση ενηλικίωσης όπως λέγεται. Είναι καπιταλιστικό με τα όλα του, απλώς είναι υπανάπτυκτο ως προς τις νοοτροπίες του. Ο μηχανισμός υπόκειται σε εξαρτήσεις ρουσφετολογικές, από αυτό δεν μπορέσαμε να ξεφύγουμε και αυτό οφείλεται στην κακή ποιότητα, το χαμηλό επίπεδο της παιδείας μας».
Και σημείωσε τότε, όταν ρωτήθηκε για τη σημερινή κρίση σε σχέση με το παρελθόν: «Αναλογίες δεν υπάρχουν. Τίποτε από το παρελθόν δεν είναι ίδιο με το σήμερα. Η κρίση η μεγάλη ήταν επί Τρικούπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Είχαμε όμως τότε μια καινούργια αστική τάξη στην Ελλάδα η οποία δεν το έβαλε στα πόδια όπως η σημερινή αλλά επένδυσε σε νέους τομείς της οικονομίας. Ο Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος (1898) που επεβλήθη στη χώρα δεν έκανε την κοινωνία να αισθανθεί δυστυχισμένη όπως σήμερα».
Εργα του
- Συγκυρία και εμπόριο στην προεπαναστατική Πελοπόννησο 1793-1821 (Θεμέλιο, 1980)
- Ελληνική ναυτιλία 1776-1835 (Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, δύο τόμοι 1985-1986)
- Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας (Εξάντας, 1988)
- Η επανάσταση του 1821 (Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού - Μνήμων, 1994)
- Εισαγωγή στην οικονομική ιστορία της Ευρώπης (Τυπωθήτω, 1999)
- Ο πολιτικός Ιωάννης Κωλέτης (Τυπωθήτω, 2000)
- Νεότερη ιστορία ελληνική και ευρωπαϊκή (Τυπωθήτω, 2001)
- Το καριοφίλι και το γρόσι (Εμπορική Τράπεζα - Ιστορικό Αρχείο, 2004)
- Ο Ιωάννης Κωλέτης του Σπυρομίλιου (Βιβλιόραμα, 2005)
- Οι Μεγαλοσχολίτες (1863-1974) (Δωδώνη, 2007)
- Από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη στο σήμερα (Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2007)
- Διπλό ταξίδι - Ψηλαφήσεις ενός ιστορικού (Μουσείο Μπενάκη, 2009)
- n Η Μεγάλη Ιδέα (Τυπωθήτω, 2010)
- Σύντομη ιστορία του ελληνικού κράτους (Καλλιγράφος, 2012)
- Η ελληνική επανάσταση του 1821 (Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, 2016)
- Ηταν μια φορά ένας δάσκαλος... (Τυπωθήτω, 2017)
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΕΚΟΣ
19/11/2017
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
1.
2.
3.
Βασίλης Κρεμμυδάς:
Τί ήταν η Επανάσταση του Εικοσιένα;
Διαβάστε το Α’ μέρος:
Διαβάστε το Β’ μέρος:
Συνοπτικά οι απαντήσεις του ιστορικού μέσα από ένα συνοπτικό κείμενο, που διατρέχει την έρευνα των τελευταίων δεκαετιών
Για μια όσο το δυνατόν πληρέστερη κατανόηση της συνεισφοράς του Β. Κρεμμυδά συνολικά στις ιστοριογραφικές προσεγγίσεις της Επανάστασης του 1821 το FRACTAL αναδημοσιεύει ένα από τα πιο κατατοπιστικά κείμενά του. Το Επίμετρο από τον εισαγωγικό τόμο στην τετράτομη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Σπυρίδωνος Τρικούπη του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία (Αθήνα, 2007).
O Κρεμμυδάς προτάσσει στην επανέκδοση της κλασικού τρικουπικού συγγράμματος μια «σύνοψη των πορισμάτων της ιστορικής επιστήμης κατά τα τελευταία 30-35 χρόνια για το Εικοσιένα , κατά τα χρόνια δηλαδή ανανέωσης της ελληνικής ιστοριογραφίας »
Το εξώφυλλο του εισαγωγικού τόμου
«Από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη στο σήμερα…»
«Η προεπαναστατική περίοδος, που ξεπερνά το μισό αιώνα, και η δεκαετία της Επανάστασης ανήκουν στον ίδιο, ενιαίο, ιστορικό χρόνο. Εκφράζουν μια συνολική πορεία, όπου τα γεγονότα καθεμιάς δεν μπορεί να γίνουν κατανοητά χώρια από τα γεγονότα της άλλης. Το ίδιο προκειμένου για τον ελληνισμό: τόσο ο υπόδουλος στο χώρο του συμπαγούς ελληνικού στοιχείου, όσο και ο υπόδουλος -φαναριωτικός κατά κύριο λόγο- με υπηρεσία στον κατακτητικό κρατικό μηχανισμό, αλλά και ο παροικιακός, συνέστησαν στη διάρκεια του ίδιου ιστορικού χρόνου ενιαίο σύνολο με κοινό πόθο και σκοπό.
Προφανώς, ο λόγος είναι για το έθνος, για τις ιδεολογικές δηλαδή σχέσεις που οδήγησαν στη μεγάλη Επανάσταση και στην ίδρυση μοντέρνου, αστικού, εθνικού με άλλα λόγια, κράτους. Στη διάρκεια της ενιαίας αυτής περιόδου, ο ελληνισμός προχωρούσε με ρήξεις -κορυφαία, ασφαλώς, η κήρυξη της Επανάστασης-, ρήξεις με το κράτος-κατακτητή, ρήξεις με κατεστημένες αντιλήψεις, ρήξεις με τις παρελθούσες κοινωνικές σχέσεις στους κόλπους της υπόδουλης κοινωνίας. Η πρώτη ρήξη ανιχνεύεται στο χώρο της οικονομίας: η έλευση του ξένου εμπορίου δεν συνιστά απόλυτο παράγοντα, αποτέλεσε όμως το έναυσμα για την ανάπτυξη που ακολούθησε και έγινε ελληνική. Μια ρήξη για τον ελληνισμό που μεταφράστηκε, περίπου αυτόματα, σε ρήγμα στην οθωμανική οικονομία, η οποία αδυνατούσε να συμπορευτεί με όρους μερκαντιλισμού και λιμπεραλισμού στις οικονομικές σχέσεις. Μαζί, μια ρήξη που ανέδειξε την ανάγκη για σταδιακή αυτονόμηση των νέων οικονομικών δραστηριοτήτων των Ελλήνων (εμπόριο και ντόπια βιομηχανική παραγωγή, ναυπηγική, νηματουργία και, υφαντουργία) και έφερε σε στενή συνάφεια τον όλο ελληνισμό.
Ρήξη όμως αναγνωρίζουμε και στη διάταξη των όρων αντίθεσης με τον κατακτητή: την ώρα που ο κατακτητής, ως ανατολική φεουδαρχική αυτοκρατορία, δεν διέκρινε άλλη αντίθεση με τον κατακτημένο από τη θρησκεία, και γι’ αυτό η επικοινωνία δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο με κοινότητες, όχι με άτομα, ο κατακτημένος, με αφετηρία τις νέες οικονομικές δραστηριότητές του οργανωνόταν σε έθνος, συναιρούσε το κοινωνικό με το εθνικό και μετέφερε την αντίθεση στη διάκριση κατακτητής – κατακτημένος. Η ανάδειξη της εθνικής συνείδησης παρακολουθούσε τις νέες κοινωνικές πραγματικότητες. Η άρση της αντίθεσης, δηλαδή η απελευθέρωση, δεν μπορούσε για τον ελληνισμό να επιτευχθεί μέσω της αντίθεσης στην πίστη μόνο. Η ανάδειξη της αντίθεσης του παλαιού (φεουδαρχικού) και του νέου (αστικού) ήταν αναγκαία.
Οι κοινωνικές και διανοητικές διεργασίες στην Ευρώπη και η Γαλλική επανάσταση του 1789 βρήκαν τον ελληνισμό σε πορεία ανακατατάξεων και αναζητήσεων και λειτούργησαν ως καταλύτης για την κατανόηση από τον ίδιο της πορείας του, των νέων ερωτημάτων της κοινωνίας. Στον υπόδουλο ελληνισμό, το διαφωτιστικό μήνυμα -κεντρική ανατρεπτική έννοια τα Δικαιώματα- μεταβιβάστηκε αφού πέρασε από το φίλτρο της Γαλλικής επανάστασης.
Φυσικά, όλες αυτές οι αλλαγές έγιναν δυνατές, γιατί μέσω της συνεχώς αναπτυσσόμενης ελληνικής ναυτιλίας και του ελληνικού εμπορίου, λόγω της ευνοϊκής συγκυρίας, σχηματίστηκε η ελληνική αστική τάξη, η οποία είχε τον ιδεολογικό οπλισμό να κοιτάζει τις πραγματικότητες ως σύνολα. Έτσι το ελληνικό εμπόριο μπόρεσε να ενταχθεί, σιγά σιγά, στο συνολικό μηχανισμό για την ανάπτυξη της παιδείας, που σημαντικό μέρος της ήταν η ανάδειξη της ελληνικής αρχαιότητας -και εδώ θα βρούμε την πρώτη συνάντηση του ελληνισμού με το φιλελεύθερο ευρωπαϊκό πνεύμα, την πρώτη σύνδεση, αλλιώτικα, του ελληνικού αιτήματος για απελευθέρωση με τον αναπτυσσόμενο στην Ευρώπη φιλελληνισμό.
- «…Ο ελληνισμός διέθετε, στη στροφή από τον 18ο στον 19ο αιώνα, τις ισχυρές πνευματικές δυνάμεις που κατανοούσαν σε βάθος τις ανατροπές στις ευρωπαϊκές κοινωνίες -και στην υπόδουλη ελληνική – που μπορούσαν παράλληλα να ερμηνεύσουν κινήσεις και κινήματα, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, που πρώτος ανέδειξε το “γάμο” Διαφωτισμού και ρομαντισμού, με “κουμπάρο” τον Ορθό Λόγο…»
Ελληνισμός και Ευρώπη
Ο ελληνισμός διέθετε, στη στροφή από τον 18ο στον 19ο αιώνα, τις ισχυρές πνευματικές δυνάμεις που κατανοούσαν σε βάθος τις ανατροπές στις ευρωπαϊκές κοινωνίες -και στην υπόδουλη ελληνική – που μπορούσαν παράλληλα να ερμηνεύσουν κινήσεις και κινήματα, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, που πρώτος ανέδειξε το “γάμο” Διαφωτισμού και ρομαντισμού, με “κουμπάρο” τον Ορθό Λόγο, στο περίφημο Memoire sur 1 ’etat actuel de la civilisation dans la Grece του 1803.
Όλες οι αστικές τάξεις στην Ευρώπη έθεταν εκείνη την ώρα το ζήτημα των εθνοτήτων. Στην έννοια της εθνότητας στην Ευρώπη βρίσκουμε συμπυκνωμένα και συσχετισμένα τα μηνύματα του Διαφωτισμού και του ρομαντισμού σε επαναστατική τροχιά. Στην ιδιαίτερη περίπτωση του ελληνισμού, ως υπόδουλου σε ανατολικού τύπου και αλλόθρησκη αυτοκρατορία, οι οικονομικές μεταβολές από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και η εμφάνιση της αστικής τάξης οδήγησαν, μαζί με τα κηρύγματα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης, σε συνειδητοποιήσεις εθνικού τύπου. Η σύνδεση με την ελληνική αρχαιότητα εντάσσεται σε έναν ευρύτερο λόγο περί έθνους και δεν υπηρέτησε τις ιδέες της συνέχειας του ελληνισμού -που είναι πολύ μεταγενέστερες- αλλά την ανάγκη της ελληνικής αστικής τάξης να βρει ιδεολογικές ρίζες στο ένδοξο ελληνικό παρελθόν και να συνδεθεί, και απ’ αυτόν το δρόμο, με τις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις. Στο ελληνικό παρελθόν αναζητήθηκαν -δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν- ηρωισμοί, δημοκρατία, οικονομική και διανοητική ανάπτυξη. Και τελικά, τα καινούρια δεδομένα, που ήταν η ανάπτυξη μηχανισμών αγοράς και λογικών προσαρμοσμένων στο εθνικό, έστρεψαν τη νέα ηγεσία της κοινωνίας, σε Ευρώπη και Ελλάδα, την αστική τάξη, προς την αρχαιότητα -η Ευρώπη στην ελληνική και τη λατινική.
Η προεπαναστατική και επαναστατική ελληνική αστική τάξη ήταν μια ευρωπαϊκή αστική τάξη. Για όλο τον ελληνισμό τα μάτια ήταν στραμμένα στην Ευρώπη, ιδιαίτερα τη φιλελεύθερη. Αργότερα, στα απομνημονεύματα των αγωνιστών της Επανάστασης θα διαβάσουμε συνεχείς αναφορές στην εντύπωση που έκανε ή που θα έκανε στην Ευρώπη κάθε πράξη στο πλαίσιο της Επανάστασης -η έγνοια ήταν τι θα πει η Ευρώπη, η φωτισμένη. Πρόκειται για εντελώς νέες πραγματικότητες. Θα διαπιστώσουμε και στη συνέχεια ότι η “απαλλαγή” από το ορθόδοξο «ξανθόν γένος» δεν σήμαινε προσκόλληση στην καθολική Ευρώπη, σήμαινε εθνική αυτονόμηση.
Με την υπογραφή «πατριώτης»
Τι ήταν όμως για τον υπόδουλο ελληνισμό, όπως και για τμήμα του παροικιακού, τα Δικαιώματα, τα φυσικά και ατομικά; Τι σήμαινε Διαφωτισμός; Εννοείται: όχι για τους διανοούμενους. Πώς προσλάμβαναν όλα αυτά οι οπλαρχηγοί, ας πούμε, ακόμη και οι εγγράμματοι, όσοι μας άφησαν απομνημονεύματα, για παράδειγμα; Στα κείμενα των απομνημονευμάτων δεν θα διαβάσουμε για φυσικά και ατομικά δικαιώματα ούτε αναλύσεις για την κοινωνική διαστρωμάτωση. Θα διαβάζουμε όμως συχνά για ελευθερία, έθνος, πατρίδα, για αυτά που έρχονται χωνεμένα από τις διακηρύξεις της Γαλλικής επανάστασης. Και σ’ αυτήν αναφέρονται οι απομνημονευματογράφοι. Έχει σημασία ότι, κατά τη διάρκεια του Αγώνα, αρκετοί, στρατιωτικοί και πολιτικά πρόσωπα, όταν υπογράφουν στην επίσημη αλληλογραφία τους ως «ο πατριώτης…», είναι «le patrioce» της Γαλλικής επανάστασης. Ο λόγος περί ελευθερίας είναι στα απομνημονεύματα πολύ ισχυρός, με συνείδηση της ανατροπής που εμπεριέχει.
Στις αρχές του 19ου αιώνα η ανάπτυξη της υπόδουλης κοινωνίας ήταν χωροταξικά άνιση. Στο νότιο ελληνικό χώρο, όπου η δημογραφική πλάστιγγα έγερνε πολύ προς την πλευρά των Ελλήνων και όπου η ναυτιλία και το εμπόριο πορεύονταν με σχεδόν κατακόρυφα ανοδικούς ρυθμούς, η ανάπτυξη της κοινωνίας, η διαφοροποίηση δηλαδή των κοινωνικών σχέσεων, ήταν γρηγορότερη και εντονότερη. Εκεί, στα νοτιότερα, η κοινωνική διαφοροποίηση είχε αρχίσει από την εποχή που το ξένο εμπόριο δραστηριοποιούνταν όλο και περισσότερο, και χρειαζόταν περισσότερο τη συνεργασία του ντόπιου στοιχείου σε ευρύ φάσμα επαγγελμάτων και δραστηριοτήτων. Από τότε η κοινωνική διαφοροποίηση συμβάδισε με τη διεύρυνση της αγοράς, την εξάπλωση των μηχανισμών της και την εγκατάσταση νέων λογικών στις σχέσεις. Ώστε, στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, η εθνική ιδέα βρήκε γόνιμο έδαφος στις νέες κοινωνικές και πνευματικές δυνάμεις, για να παρακάμψει τις από αιώνες κατεστημένες.
Δυο δεκαετίες νωρίτερα
Πριν από το 1821 είχαν σημειωθεί εξεγέρσεις με στόχο την αυτονόμηση από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Όλες ανήκαν σε διαφορετική εποχή και κλίμα: έγιναν με την ευκαιρία ξένης επέμβασης, με τη βοήθεια ξένης δύναμης που είχε συμφέρον να εξεγερθούν οι υπήκοοι του σουλτάνου -κατά κανόνα από τη Ρωσία. Δεν πρόκειται για εξεγέρσεις που γεννήθηκαν από την ελληνική κοινωνία, που οργανώθηκαν απ’ αυτήν και που είχαν συγκεκριμένο σκοπό την ίδρυση δυτικού τύπου ανεξάρτητου κράτους.
Η αλλαγή συντελέστηκε κατά τις δύο δεκαετίες πριν από την Επανάσταση, όταν ισχυροποιήθηκε η αστική τάξη και απέκτησε ηγετικό ρόλο στον κοινωνικό σχηματισμό, κάτι που εκδηλώθηκε με την ίδρυση της συνωμοτικής επαναστατικής οργάνωσης, της Φιλικής Εταιρείας.
Αυτός ο σε κάθε επίπεδο του κοινωνικού βίου (υλικό και διανοητικό-ιδεολογικό) ηγετικός ρόλος της αστικής τάξης φάνηκε να κλονίζεται την τελευταία δεκαετία πριν από την έκρηξη της Επανάστασης, με την κρίση σε όλες τις νέες οικονομικές δραστηριότητες που είχε άμεσες και σημαντικές επιπτώσεις στις νεοσύστατες και, ασφαλώς, ακόμη εύθραυστες κοινωνικές σχέσεις: σχεδόν διακοπή των εργασιών της ναυτιλίας και του εμπορίου δημητριακών, συσσώρευση ανενεργών εφοπλιστικών και εμπορικών κεφαλαίων, ανεργία στους κλάδους αιχμής της ελληνικής οικονομίας, μετάπτωση μεγάλου αριθμού απασχολουμένων σε διαφορετική οικονομικοκοινωνική κατάσταση -κοινωνική αναταραχή.
- «…Η Φιλική Εταιρεία διέθετε την ικανότητα να ενσωματώσει την κοινωνική δυσαρέσκεια, την κρίση στο σύνολό της, στον κοινό εθνικό σκοπό. Η προετοιμασία της Επανάστασης από τους Φιλικούς γινόταν χωρίς δεσμεύσεις απέναντι σε οποιαδήποτε πολιτική ευρωπαϊκής μεγάλης δύναμης -την ηγεσία της συγκροτούσαν πρόσωπα σαφώς ενταγμένα στα δυτικά πολιτικά πρότυπα και πιστά στα κηρύγματα του Διαφωτισμού και τις ιδέες που εξέπεμψε η Γαλλική επανάσταση. Οργανωτικά και ιδεολογικά η Φιλική Εταιρεία είχε ξεκάθαρους στόχους: επανάσταση για ίδρυση ανεξάρτητου εθνικού κράτους δυτικού τύπου, μοντέρνου- αστικού…»
Προετοιμασία και έκρηξη
Μέσα σε αυτό το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον η εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας ήταν ραγδαία, κυρίως από το 1818. Η Φιλική Εταιρεία διέθετε την ικανότητα να ενσωματώσει την κοινωνική δυσαρέσκεια, την κρίση στο σύνολό της, στον κοινό εθνικό σκοπό. Η προετοιμασία της Επανάστασης από τους Φιλικούς γινόταν χωρίς δεσμεύσεις απέναντι σε οποιαδήποτε πολιτική ευρωπαϊκής μεγάλης δύναμης -την ηγεσία της συγκροτούσαν πρόσωπα σαφώς ενταγμένα στα δυτικά πολιτικά πρότυπα και πιστά στα κηρύγματα του Διαφωτισμού και τις ιδέες που εξέπεμψε η Γαλλική επανάσταση. Οργανωτικά και ιδεολογικά η Φιλική Εταιρεία είχε ξεκάθαρους στόχους: επανάσταση για ίδρυση ανεξάρτητου εθνικού κράτους δυτικού τύπου, μοντέρνου- αστικού.
Η προκήρυξη του αρχηγού της Φιλικής Αλέξανδρου Υψηλάντη έδινε επακριβώς το ιδεολογικό στίγμα και τον τελικό στόχο της Επανάστασης. Αυτά και η εξωτερική πολιτική της με σαφήνεια τη χαρακτηρίζουν ως ευρωπαϊκή επανάσταση. Για την κήρυξή της η Φιλική Εταιρεία είχε καλά οργανώσει τα δίκτυά της και είχε εξασφαλίσει τα υλικά μέσα για τις πρώτες ανάγκες. Από τον πρώτο καιρό φάνηκε ότι η Επανάσταση διέθετε το αναγκαίο και ικανό έμψυχο υλικό για να συγκροτήσει μια επαναστατική “πολιτεία”, η οποία και θα αναλάμβανε όλο το βάρος της κεντρικής διεύθυνσης του Αγώνα και θα εκπροσωπούσε την Επανάσταση στην Ευρώπη.
Η ρήξη και το νέο
Η ρήξη με το παλαιό διοικητικό σύστημα ήταν απαραίτητη από τα πράγματα. Από την αρχή της Επανάστασης στις εξεγερμένες περιοχές έγινε φανερό ότι τα προβλήματα που ανέκυπταν κατά την εξέλιξη του Αγώνα δεν ήταν δυνατόν να λυθούν μέσα από τα παραδοσιακά σχήματα διοίκησης. Η κοινοτική εξουσία, οι μεγάλοι κοινοτικοί άρχοντες και οι πελατειακές σχέσεις, οι θεσμοί, αλλιώτικα, της ενσωμάτωσης ήταν ακατάλληλοι να απαντήσουν σε όλα τα επαναστατικά ζητούμενα. Πολύ περισσότερο που με τις μεγάλες επιτυχίες της στο πεδίο της μάχης η Επανάσταση έδειχνε στέρεη από τους πρώτους μήνες της.
Σε συνάφεια με τα προηγούμενα, οι ισχυροί τοπικοί παράγοντες είχαν να αντιμετωπίσουν σκληρό δίλημμα. Από τη στιγμή που η Επανάσταση έγινε πραγματικότητα χωρίς αντιστροφή, όφειλαν, προκειμένου να αυξήσουν τις πιθανότητες συμμετοχής τους στην επαναστατική εξουσία -όχι μόνο την κεντρική αλλά και όσες άλλες η Επανάσταση παρήγε- να αρθρώσουν πειστικό λόγο περί έθνους και ελευθερίας και ταυτόχρονα να στηρίξουν την επαναστατική κυβέρνηση. Πολλοί μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία, ως πατριώτες, πίστεψαν στην επαναστατική αλλαγή, στο νέο που αυτή κόμιζε.
Πολύ σύντομα επίσης, έξι μήνες περίπου μετά την κήρυξή της, η Επανάσταση άρχισε να οργανώνει την κεντρική διεύθυνση του Αγώνα, με την προκήρυξη εκλογών για τη σύγκληση της Α’ Εθνοσυνέλευσης. Και μόνο η πράξη της προκήρυξης εκφράζει ήδη το νεωτερικό πνεύμα που χαρακτήριζε τον αστικό κόσμο στην Ευρώπη. Και το πρώτο ελληνικό σύνταγμα, το Προσωρινόν Πολίτευμα, καθιέρωνε θεσμούς δυτικού τύπου, όπως και κρατικές λειτουργίες. Ακριβώς αυτά που είχε εξαγγείλει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με την προκήρυξή του Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος, μολονότι η διακήρυξη της ίδιας Εθνοσυνέλευσης δεν έκανε καμία αναφορά στη Φιλική Εταιρεία, για να μη συνδέσουν οι ευρωπαίοι την Επανάσταση με ιακωβινικού τύπου εξεγέρσεις. Άλλωστε, η κήρυξη από την Α’ Εθνοσυνέλευση της πολιτικής αυτονομίας δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να ενσωματώνει στο εθνικό κάθε έκφραση όλου του ελληνισμού -συμπύκνωση και σύνοψη όλων των αυτονομήσεων που είχαν προηγηθεί.
Πάλη και αναδιάταξη
Όπως είναι γνωστό, κάθε επανάσταση διαταράσσει τις κοινωνικές σχέσεις, προτού τις αναδιατάξει. Η αναδιάταξη αφορά την κορυφή, τις σχέσεις εξουσίας. Η αναδιάταξη γίνεται μέσω του πολέμου και του πλούτου που αυτός παράγει. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για πόλεμο απελευθερωτικό από κατακτητή, ο οποίος εγκαταλείπει το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου που κατείχε. Η επανάσταση του 1821 ανέδειξε πολύ γρήγορα μια διαρκή πάλη για την εξουσία ανάμεσα στις δυνάμεις των παλαιών κοινωνικών σχέσεων και σ’ αυτές που η ίδια απελευθέρωνε: ανάμεσα σε κοτζαμπάσηδες και οπλαρχηγούς, σε νησιώτες και στεριανούς, σε παλαιούς και νέους πολιτικούς, σε ισχυρούς οπλαρχηγούς, σε εκπροσώπους περιοχών. Πρόκειται για αντιπαλότητες που εκδηλώθηκαν με σκληρότητα, χωρίς όμως να μείνουν σταθερές σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα, καθώς αυτός παρήγε νέες κάθε φορά δυναμικές -οι συμμαχίες δεν παγιώνονταν, επειδή οι διάφορες ομάδες δεν ήταν συμπαγή σώματα με κοινά συμφέροντα εκτός από τη διεκδίκηση συμμετοχής στην εξουσία.
Ο Εμφύλιος πόλεμος, που ενέσκηψε σε δύο φάσεις, ήταν σύμφωνα με τα παραπάνω παράγωγο της Επανάστασης, και απέδειξε ότι η Επανάσταση είχε αρχίσει να παράγει πολιτική εξουσία. Πρόκειται για γεγονός που εντάσσεται στις κανονικότητες μιας επανάστασης και δεν πρέπει να μυθοποιείται ως εκδήλωση του “χαρακτήρα της φυλής”. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τη βίαιη σύγκρουση ανάμεσα στις προεπαναστατικές, στεριανές κυρίως, εξουσιαστικές elites και σε αυτές που δημιουργούνταν στη διάρκεια του Αγώνα, στο βαθμό που κάθε παράταξη αντιπροσώπευε ή περιφρονούσε τη διακηρυγμένη ιδεολογία της Επανάστασης και ανεξάρτητα από τοπικισμούς, προσωπικά πάθη, αντιπαλότητες κ.λπ., που, πάντως, έπαιξαν δευτερεύοντα ρόλο. Μήλον της έριδος ήταν, όχι μόνο η επαναστατική εξουσία, αλλά και η ιδεολογική κατεύθυνση του Αγώνα, με την οποία πάλι ήταν συναρτημένη και η διαχείριση του παραγόμενου πλούτου -πράγματα που έχουν να κάνουν με την κοινωνική και πολιτική, επέκεινα, ισχύ.
Τελικά όμως οι Εμφύλιοι δεν ράγισαν την ενιαία προσπάθεια. Αυτό ήταν μία από τις μεγάλες επιτυχίες της Επανάστασης: κατάφερε να διαμορφώσει και να επιβάλει τους όρους ενιαίου εθνικού κρατικού λόγου, ο οποίος εξουδετέρωσε και τις τοπικές εξουσίες και κάποιους Πελοποννήσιους στρατηγούς που αντέδρασαν σ’ αυτόν. Άλλωστε, κανένας ηττημένος κατά τον Εμφύλιο δεν βρέθηκε για μακρό διάστημα μακριά από τη διαχείριση της εξουσίας. Ο ενιαίος εθνικός λόγος επέτρεψε σε όλους τους πρωταγωνιστές, παλαιούς προκρίτους, οπλαρχηγούς, ναυτικούς προύχοντες, Φαναριώτες, πολιτικούς κ.λπ., να διαχειριστούν όλα τα ζητήματα οργάνωσης της επαναστατικής εξουσίας.
Ερμηνείες με όρους της εποχής
Υπάρχουν ζητήματα συμπεριφορών κατά την Επανάσταση που έχουν κατά καιρούς εγείρει έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, κυρίως επειδή ερμηνεύονται με όρους σημερινούς και πάντως πολύ μεταγενέστερους, οι αγριότητες για παράδειγμα. Για να κατανοήσουμε τέτοιες συμπεριφορές, οφείλουμε να γνωρίζουμε καλά τις πραγματικότητες της εποχής τους. Μια απ’ αυτές μας λέει ότι διεθνείς κανόνες διεξαγωγής πολέμου και σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων του ηττημένου δεν υπήρχαν εξάλλου, ο σεβασμός της νομιμότητας σε συνθήκες πολέμου χαλάρωνε. Άλλωστε, ο επαναστάτη μένος Έλληνας -ο αγράμματος ένοπλος ή ακόμη και ο εγγράμματος οπλαρχηγός- δεν ήταν σε θέση να ερμηνεύσει και να κατανοήσει τους νόμους της Επανάστασης. Μια άλλη πραγματικότητα που πρέπει να αντιληφθούμε είναι ότι ο ελληνικός στρατός δεν ήταν στην Επανάσταση παρά ένα άθροισμα ατάκτων στην υπηρεσία κάποιου οπλαρχηγού και ότι ο πόλεμος διεξαγόταν με ιδιωτική, εν πολλοίς, χρηματοδότηση. Επομένως, ο αμεσότερος και ταχύτερος τρόπος απόσβεσης της χρηματοδότησης ήταν η λεία. Κάποιοι ιστορικοί, μάλιστα, θεωρούν ότι οι οπλαρχηγοί ήταν κάτι σαν στρατιωτικοί επιχειρηματίες που συντηρούσαν ιδιωτικούς στρατούς. Αυτό όμως δεν ήταν, τότε, ελληνική ιδιαιτερότητα. Άλλωστε, “στρατιωτικοί επιχειρηματίες”, “ιδιωτικοί στρατοί” και τα όμοια δεν σημαίνουν αναγκαστικά απουσία πατριωτισμού. Και τέλος, σχετικά με τις αγριότητες, δεν πρέπει να παραβλέψουμε τι σήμαινε για τον υπόδουλο ελληνισμό η μακρά δουλεία και όσα αυτή του επιφύλαξε. Αντίθετα, πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την έκρηξη που μπορεί να προκαλέσει το συσσωρευμένο μίσος.
- «…Η κοινή επέμβαση Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας στο Ναβαρίνο, η οποία οδήγησε στην απελευθέρωση, δεν ήταν πράξη φιλανθρωπίας αλλά αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της Επανάστασης, που πέτυχε να διαμορφώσει όρους ανταγωνιστικής επέμβασης των τριών Μεγάλων: θα ιδρυόταν ένα ευρωπαϊκό, “δικό” τους, κράτος και θα αποδείκνυαν στο σουλτάνο ότι δεν είχε πια τη δύναμη να απειθαρχεί στις αποφάσεις τους -έχουμε να κάνουμε με ριζικές αλλαγές της ευρωπαϊκής πολιτικής …»
Η στάση των Ευρωπαίων
Πολύ μεγάλη επιτυχία για την Επανάσταση ήταν η ανεκτική αρχικά και ευνοϊκή κατόπιν αντιμετώπισή της από τους ισχυρούς της Ευρώπης, σε συνθήκες, μάλιστα, κυριαρχίας της αντεπανάστασης και των απολυταρχικών καθεστώτων μετά την ήττα του Ναπολέοντα. Η Επανάσταση στήριξε τη διπλωματική της πολιτική σε δύο στέρεες, όπως αποδείχτηκε βάσεις: φιλελληνισμός και ανταγωνισμός. Ο φιλελληνισμός, σημαντικό γεγονός που ξεκινάει πολύ παλαιότερα, μέσω της μελέτης της αρχαιότητας από ευρωπαίους επιστήμονες και διανοούμενους, για να ενταχθεί στο συνολικό πλαίσιο του διαφωτιστικού κινήματος, έδρασε αποτελεσματικά υπέρ της ελευθερίας των Ελλήνων, τόσο στις ευρωπαϊκές κοινωνίες όσο και σε ισχυρούς παράγοντες της πολιτικής εξουσίας. Το άλλο στήριγμα της διπλωματίας της Επανάστασης ήταν ο ανταγωνισμός που προκάλεσε ανάμεσα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, τις τρεις μεγάλες κυρίως (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Πρέπει να λάβουμε υπόψη, προκειμένου για το διεθνές περιβάλλον της Επανάστασης, ότι η Ρωσία είχε ήδη εμφανιστεί στη Μεσόγειο, διεκδικώντας ισχυρό γεωπολιτικό ρόλο και καλό μερίδιο στην αγορά.
Άλλος παράγοντας που την ευνοϊκή λειτουργία του δεν πρέπει να λησμονούμε είναι πως το κεντρικό και διαρκές αίτημα της Επανάστασης ήταν η Ευρώπη, η ίδρυση ευρωπαϊκού τύπου αστικού κράτους. Η κοινή επέμβαση Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας στο Ναβαρίνο, η οποία οδήγησε στην απελευθέρωση, δεν ήταν πράξη φιλανθρωπίας αλλά αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της Επανάστασης, που πέτυχε να διαμορφώσει όρους ανταγωνιστικής επέμβασης των τριών Μεγάλων: θα ιδρυόταν ένα ευρωπαϊκό, “δικό” τους, κράτος και θα αποδείκνυαν στο σουλτάνο ότι δεν είχε πια τη δύναμη να απειθαρχεί στις αποφάσεις τους -έχουμε να κάνουμε με ριζικές αλλαγές της ευρωπαϊκής πολιτικής στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και του αντίστοιχου δόγματος: επέμβαση.
- «…Το Εικοσιένα ήταν η επανάσταση του ελληνισμού. Μια μοντέρνα εκδήλωση, έκφραση δηλαδή ενός ιδεολογικού-πολιτικού συνόλου με εθνική ιδεολογία στις βάσεις του Διαφωτισμού. Ο ελληνισμός εμφανίστηκε ως ενιαίο σύνολο με συγκεκριμένο σκοπό. Έτσι μόνο μπορούμε να εξηγήσουμε και την αποδοχή, ακόμη και στα όργανα της κεντρικής διοίκησης, χωρίς αντιδράσεις των Φαναριωτών για παράδειγμα, όπως ο Α. Μαυροκορδάτος και ο Θ. Νέγρης. Το έχει πει πολύ ωραία ο Θ. Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του: Η Επανάσταση «εσχέτισεν όλους τους Έλληνας…»
Επανάσταση του ελληνισμού
Το Εικοσιένα ήταν η επανάσταση του ελληνισμού. Μια μοντέρνα εκδήλωση, έκφραση δηλαδή ενός ιδεολογικού-πολιτικού συνόλου με εθνική ιδεολογία στις βάσεις του Διαφωτισμού. Ο ελληνισμός εμφανίστηκε ως ενιαίο σύνολο με συγκεκριμένο σκοπό. Έτσι μόνο μπορούμε να εξηγήσουμε και την αποδοχή, ακόμη και στα όργανα της κεντρικής διοίκησης, χωρίς αντιδράσεις των Φαναριωτών για παράδειγμα, όπως ο Α. Μαυροκορδάτος και ο Θ. Νέγρης. Το έχει πει πολύ ωραία ο Θ. Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του: Η Επανάσταση «εσχέτισεν όλους τους Έλληνας».
Ήταν και κάτι άλλο το Εικοσιένα: ένα κατεξοχήν ευρωπαϊκό γεγονός και, ως τέτοιο, εθνικό και δημοκρατικό, με αιτήματα
κοινά σε όλες τις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις στο πλαίσιο του μοντερνισμού. Η Επανάσταση δεν ενδιαφέρθηκε για τον πόλεμο αποκλειστικά, όπως μας διδάσκουν τα σχολικά εγχειρίδια. Ενδιαφέρθηκε για την εκπαίδευση, τον Τύπο, τις εκδόσεις, κάτι που προϋποθέτει ολοκληρωμένο σχέδιο ενόψει λειτουργίας κράτους. Στις σελίδες του Τύπου, ένας ακόμη νεωτερισμός, επιτυγχανόταν, η ιδεολογική θωράκιση της Επανάστασης.
Μια τόσο κορυφαία ιστορική στιγμή, όπως η Ελληνική επανάσταση του 1821, θα ήταν περίεργο να μην περιβληθεί την ισχύ των μύθων. Κάποιοι απ’ αυτούς απλώς μεγεθύνουν γεγονότα ή μεγιστοποιούν ηρωισμούς, άλλοι όμως δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα και ισοδυναμούν με ιστορικά ψεύδη. Πρόκειται για κατασκευές μεταγενέστερες, προκειμένου να εξυπηρετηθούν εθνικές ή κοινωνικές ανάγκες. Η πρόσληψη των κατασκευών και οι ιδεολογικές χρήσεις τους -όλες μαζί και καθεμία χωριστά- συνιστούν ένα άλλο γεγονός, που δεν μας απασχόλησε εδώ, γιατί δεν είναι σύγχρονο του Εικοσιένα. Είναι κατοπινό. Απουσιάζει έτσι, για παράδειγμα, κάθε αναφορά στην ύψωση της σημαίας- λαβάρου από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην Αγία Λαύρα, μια και δεν συνέβη το 1821 παρά κατασκευάστηκε αργότερα, για ιδεολογική χρήση.» ( Βασίλης Κρεμμυδάς , Από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη στο σήμερα , Το Εικοσιένα στις νέες ιστοριγραφικές προσεγγίσεις. Εισαγωγικός Τόμος στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως )
Του Τάκη Κατσιμάρδου
22/11/2017
5.
Ο Βασίλης Κρεμμυδάς γεννήθηκε το 1935 στη Μεσσήνη Μεσσηνίας· εκεί τελείωσε το γυμνάσιο. Το 1959 έλαβε πτυχίο Ιστορίας και αρχαιολογίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1964 έως το 1967 έκανε μεταπτυχιακές σπουδές οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Lyon και στην τότε Ecole Pratique des Hautes Etudes, στο Παρίσι. Ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης το 1972 με τη διατριβή "Το εμπόριο της Πελοποννήσου στον 18ο αιώνα". Το 1981 εκλέχτηκε υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών με το βιβλίο "Συγκυρία και εμπόριο στην προεπαναστατική Πελοπόννησο, 1793-1821". Το 1965-1967 διατέλεσε λέκτωρ των νέων ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Lyon. Επί 17 χρόνια εργάστηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση (Λύκειο Ζηρίδη και Σχολή Μωραΐτη) και το 1979-1982 δίδαξε ως ειδικός επιστήμων στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Το 1982 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στο ίδιο Πανεπιστήμιο και το 1987 καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είχε προσκληθεί (professeur invite) δύο φορές σε πανεπιστήμια του Παρισιού. Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της Επιτροπής Τέχνης και Πολιτισμού της Βουλής και διευθυντής της αυτοτελούς δημόσιας υπηρεσίας "Αρχεία Πρωθυπουργού, Υπουργών, Υφυπουργών και της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης". Τα ιδιαίτερα επιστημονικά ενδιαφέροντά του ήταν προσανατολισμένα στις οικονομικές και κοινωνικές πραγματικότητες του τέλους της Τουρκοκρατίας και του ελληνικού 19ου αιώνα και σε ζητήματα της Επανάστασης του 1821 και των πρώτων δεκαετιών του βίου του ελληνικού κράτους.
Έφυγε από τη ζωή στις 12 Νοεμβρίου 2017, σε ηλικία 82 ετών.
ΤΙΤΛΟΙ ΣΤΗ ΒΑΣΗ BIBLIONET
(2017) | Ήταν μια φορά ένας δάσκαλος..., Τυπωθήτω | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2017) | Πέρασαν εβδομήντα χρόνια..., Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2016) | Η ελληνική επανάσταση του 1821, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2014) | Εσύ πώς έζησες μικρός, παππού;, Τυπωθήτω | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2013) | Επιφυλλίδες, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2013) | Εταιρεία Τοκογλυφίας Ν. Ταμπακόπουλος & ΣΙΑ 1816 - 1820, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2012) | Κρίση, Καλλιγράφος | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2012) | Ο θείος από την Αμερική, Τυπωθήτω | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2012) | Σύντομη ιστορία του ελληνικού κράτους, Καλλιγράφος | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2012) | Τα εντός μου..., Καλλιγράφος | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2010) | "'Ωρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρας στα πανιά σου...", Τυπωθήτω | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2010) | Η Μεγάλη Ιδέα, Τυπωθήτω | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2009) | Διπλό ταξίδι, Μουσείο Μπενάκη | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2007) | Από το Σπυρίδωνα Τρικούπη στο σήμερα, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων [κείμενα, επιμέλεια] | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2007) | Οι Μεγαλοσχολίτες (1863-1974), Δωδώνη | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2006) | Καθημερινές ιστορίες για τα καράβια, Καλειδοσκόπιο | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2005) | Ο Ιωάννης Κωλέτης του Σπυρομίλιου, Βιβλιόραμα | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2004) | Το καριοφίλι και το γρόσι, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος - Ιστορικό Αρχείο | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2001) | Νεότερη ιστορία, Τυπωθήτω [κείμενα, επιμέλεια σειράς] | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(2000) | Ο πολιτικός Ιωάννης Κωλέτης, Τυπωθήτω | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(1999) | Εισαγωγή στην οικονομική ιστορία της Ευρώπης, Τυπωθήτω [κείμενα, επιμέλεια σειράς] | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(1998) | Πολεμικά σύμμεικτα του '40-'41, Δήμος Αθηναίων Πολιτισμικός Οργανισμός | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(1988) | Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας, Εξάντας | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(1986) | Ελληνική ναυτιλία 1776-1835, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος - Ιστορικό Αρχείο | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(1985) | Ελληνική ναυτιλία 1776-1835, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος - Ιστορικό Αρχείο | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
(1980) | Συγκυρία και εμπόριο στην προεπαναστατική Πελοπόννησο 1793-1821, Θεμέλιο ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑ
|