Η άλλη παράδοση στους δανειστές.


Το γεγονός ότι επτά και βάλε χρόνια μετά την υπαγωγή της Ελλάδας σε Μνημόνια δεν υπάρχει ένα επαρκώς επεξεργασμένο Εθνικό Σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας είναι αποκαλυπτικό του δραματικού ελλείμματος που υπάρχει στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος. Παρά τις τεκτονικές αλλαγές, συνεχίζεται ακόμα και τώρα μία θλιβερή παράδοση.

Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει αναγάγει σε εθνικό στόχο την έξοδο από τα Μνημόνια. Καλώς, αλλά θα έπρεπε, όπως και η ΝΔ, να έχει καταθέσει σχέδιο για το πως θα πορευθεί η Ελλάδα στη συνέχεια με δεδομένες και τις ασφυκτικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει. Γι’ αυτό το κρίσιμης σημασίας ζήτημα δεν έχουμε ακούσει τίποτα άξιο λόγου στις αλλεπάλληλες κοινοβουλευτικές και άλλες αντιπαραθέσεις.

Και πριν από την εκδήλωση της κρίσης, οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν την τάση να εστιάζουν μόνο σε δημοσιονομικού τύπου παρεμβάσεις. Η διαχείριση της υφιστάμενης πίτας, όμως, μπορεί να μειώσει τις δημοσιονομικές ανισορροπίες, αλλά όχι να λύσει το οικονομικό πρόβλημα. Αυτό μπορεί να λυθεί μόνο εάν δρομολογηθεί νέα αναπτυξιακή δυναμική, η οποία να διευρύνει τα περιθώρια.

Είναι ενδεικτικό της κυριαρχούσας νοοτροπίας το γεγονός ότι οι διαδοχικές κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης –περισσότερο ή λιγότερο– είχαν ταυτίσει τα αναπτυξιακά κίνητρα με τις επιδοτήσεις. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί, επίσης, ότι είχαν ταυτίσει την ανάπτυξη με τα κοινοτικά κονδύλια. Ακόμα και στους μνημονιακούς καιρούς κάθε συζήτηση για ανάπτυξη συνδέεται με το ΕΣΠΑ. Το ΕΣΠΑ, όμως, είναι ένα μόνο από τα αναπτυξιακά εργαλεία που έχει στα χέρια του το πολιτικό σύστημα.

Παραδοσιακά κίνητρα

Η πείρα, άλλωστε, έχει αποδείξει ότι τα παραδοσιακά κίνητρα με την κατάχρηση των κοινοτικών κονδυλίων έχουν εξαντλήσει προ πολλού τον ωφέλιμο βίο τους. Μπορεί να γέμισαν τσέπες επιτήδειων επιχειρηματιών, διεφθαρμένων πολιτικών και υπηρεσιακών παραγόντων, αλλά απέτυχαν παταγωδώς να θέσουν την οικονομία σε τροχιά παραγωγικής ανασυγκρότησης, να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και να παράγουν πλούτο.

Το κόστος εργασίας, κυρίως λόγω των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών, είχε οπωσδήποτε παίξει αρνητικό ρόλο ειδικά στις επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας. Η Ελλάδα, όμως, δεν μπορούσε ούτε έπρεπε να προσπαθήσει να γίνει ανταγωνιστική με βάση το κόστος εργασίας.

Στο κόστος εργασίας το αδιαμφισβήτητο συγκριτικό πλεονέκτημα το έχουν οι χώρες του Τρίτου Κόσμου και σε μικρότερο βαθμό οι χώρες του άλλοτε Ανατολικού Συνασπισμού. Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να διεκδικήσει άλλη θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, αξιοποιώντας τα ουκ ολίγα συγκριτικά της πλεονεκτήματα.

Άρση αντικινήτρων

Για σοβαρούς επενδυτές, που ενδιαφέρονται ακριβώς γι’ αυτά τα πλεονεκτήματα, σημαντικότερο κίνητρο και από τις επιδοτήσεις και από το σχετικά χαμηλό κόστος εργασίας είναι η κατάργηση των πολλών και συχνά αδικαιολόγητων αντικινήτρων. Επίσης, η διαμόρφωση σταθερών κανόνων σε όλα τα επίπεδα.

Πέρα, όμως, από το φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, καθοριστικής σημασίας είναι η χάραξη μιας στρατηγικής για το είδος της ανάπτυξης που ταιριάζει στην Ελλάδα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Η χώρα διαθέτει αρκετές αναπτυξιακές δυνατότητες, που για πολλά χρόνια λιμνάζουν λόγω πολιτικής αβελτηρίας, ιδεολογικών προκαταλήψεων, γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και νομικών εμποδίων.

Κεντρικός στόχος μιας νέας ριζοσπαστικής αναπτυξιακής στρατηγικής είναι να εντοπισθούν, να αξιολογηθούν και να αξιοποιηθούν αυτές οι λιμνάζουσες δυνατότητες. Σε πολλές περιπτώσεις, γι’ αυτό δεν απαιτείται ούτε ένα ευρώ. Και για όσες, όμως, απαιτούνται πόροι, αυτοί μπορούν υπό προϋποθέσεις να προσελκυστούν. Το πρόβλημα των πόρων δεν ήταν απαγορευτικό εμπόδιο στη μεταπολιτευτική περίοδο και ιδιαιτέρως μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη. Σήμερα, όμως, είναι εμπόδιο και μάλιστα μεγάλο.

Καινοτόμες ιδέες – νέα εργαλεία

Την ειδοποιό διαφορά μπορεί να κάνει η εφαρμογή καινοτόμων ιδεών. Εάν αυτές συνδυαστούν με τη χρήση νέων πολιτικών και επιχειρησιακών εργαλείων, θα καταστεί δυνατή η απελευθέρωση αναξιοποίητων παραγωγικών δυνάμεων, η οποία με τη σειρά της θα τροφοδοτήσει την αναπτυξιακή δυναμική. Τι σημαίνει νέα πολιτικά εργαλεία; Σημαίνει πρακτικά ότι αυτό που μέχρι τώρα ήταν αδύνατο (λόγω πολιτικής αβελτηρίας, γραφειοκρατικών και νομικών εμποδίων) μπορεί να γίνει δυνατό. Ό,τι υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και μια καλώς εννοούμενη στρατηγική ανάπτυξης πρέπει να μπορεί να δρομολογηθεί ακόμα και εάν χρειαστεί να εφαρμοστούν έκτακτες, αλλά διαφανείς διαδικασίες.

Εάν γι’ αυτόν τον σκοπό πρέπει να αλλάξουν κάποιοι νόμοι, έπρεπε να είχαν ήδη αλλάξει. Οι νόμοι δεν είναι ταμπού. Υπάρχουν για να εξυπηρετούν το κοινωνικό συμφέρον, όπως το αντιλαμβάνεται σε κάθε εποχή η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών. Δεν θα έπρεπε, για παράδειγμα, να έχει θεσμοθετηθεί η κατά προτεραιότητα δικαστική διεκπεραίωση των υποθέσεων που αφορούν την υλοποίηση εγκεκριμένων επενδυτικών σχεδίων; Το ίδιο δεν θα έπρεπε να ισχύει και για φορολογικές υποθέσεις, καθώς και για υποθέσεις διαφθοράς;

Η Ελλάδα έχει περιέλθει σε καθεστώς μειωμένης εθνικής κυριαρχίας και σε σημαντικό βαθμό θα παραμείνει και μετά το τέλος του 3ου Μνημονίου. Προς το παρόν, για να δρομολογηθούν ακόμα και δευτερεύουσας σημασίας μέτρα πρέπει να εξασφαλισθεί το “πράσινο φως” από τους δανειστές. Το καθεστώς αυτό αποτελεί αναμφίβολα εμπόδιο, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις διευκολύνει το κόψιμο “γόρδιων δεσμών”. Η μόνη ελπίδα να υπερβείς κατά το δυνατόν το εμπόδιο είναι να έχεις απέναντι στην Τρόικα επεξεργασμένες ρεαλιστικές προτάσεις. Τουλάχιστον, όσο η Ελλάδα παραμένει στο μνημονιακό μονοπάτι.

Τέλος εποχής

Η ελληνική οικονομία/κοινωνία βιώνει το τέλος μιας εποχής. Αυτό αφορά συνολικά την Ευρώπη, αλλά ισχύει πολύ περισσότερο για την Ελλάδα. Πολλοί το 2010-12 αντιλαμβάνονταν την κρίση σαν μια δυσάρεστη παρένθεση. Τώρα πλέον τέτοιου είδους αυταπάτες έχουν εξανεμισθεί. Η πολιτική δημιουργίας ελλειμμάτων, προκειμένου να διατηρηθεί ένα επίπεδο ευημερίας, έχει οριστικά τελειώσει και μαζί μ’ αυτή έχει τελειώσει και το εύκολο χρήμα.

Η παρούσα κρίση χρέους δεν μοιάζει με τις προηγούμενες. Οι αλλεπάλληλες δέσμες μνημονιακών μέτρων είχαν στόχο το βίαιο ντρεσάρισμα της ελληνικής οικονομίας/κοινωνίας στις νεοφιλελεύθερες προδιαγραφές. Σε σημαντικό βαθμό το έχουν επιτύχει με βαρύτατο και κόστος. Επειδή δεν μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, σημασία έχει η εφεξής γραμμή πλεύσης.

Η συζήτηση στους κόλπους του πολιτικού συστήματος για την αναπτυξιακή στρατηγική ήταν και παραμένει από απογοητευτική έως εξοργιστική. Πριν την εκδήλωση της κρίσης το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ έριζαν με προπαγανδιστικά σχήματα και ανταγωνίζονταν σε ιδεολογικοπολιτικό μεταπρατισμό. Το μεν ΠΑΣΟΚ είχε υψώσει τη σημαία του σουηδικού μοντέλου, η δε ΝΔ του ιρλανδικού.

Όσο δε για τον ΣΥΡΙΖΑ αυτός δεν είχε καν μοντέλο να σερβίρει. Και όταν βρέθηκε προ των πυλών της εξουσίας σέρβιρε εκείνο το ανεκδιήγητο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Στη συνέχεια, βεβαίως, μέσω της γνωστής διαδρομής, εισήλθε στο μνημονιακό μονοπάτι και σε γενικές γραμμές ακολούθησε τις κακές συνήθειες των προκατόχων του.

Αναμφίβολα, η Ελλάδα έχει να διδαχτεί πολλά και από παντού, αλλά μέχρις εκεί. Δεν πρόκειται να της λύσουν το πρόβλημα έτοιμες συνταγές από το εξωτερικό. Όσο είναι εκτός ατζέντας η ρήξη με το ευρωιερατείο, η μόνη ελπίδα για να ξεφύγουμε από τη μέγγενη είναι ένα Εθνικό Σχέδιο με ιθαγένεια που να μπορεί να εφαρμοσθεί στο δεσμευτικό μεταμνημονιακό πλαίσιο. Όσο το πολιτικό σύστημα δεν το καταρτίζει η παράδοση στους δανειστές θα συνεχίζεται με άλλη μορφή.

 Σταύρος Λυγερός 


  22 Δεκεμβρίου 2017