Η Λωζάνη, οι δηλώσεις Ερντογάν και η ταμπακιέρα.
O Ισμέτ Ινονού (μπροστά) ποζάρει δίπλα στο αυτοκίνητο της τουρκικής αποστολής στη Λωζάνη το 1923. Τηρώντας τα προσχήματα ο Ερντογάν δεν επικρίνει τον Κεμάλ αλλά τον στενό συνεργάτη του |Biblioteque Nationale de France.
Γιατί ο τούρκος πρόεδρος επέλεξε να θίξει τα ιερά και τα όσια των κεμαλισμού απαξιώνοντας το επίτευγμα της Συνθήκης της Λωζάνης; Στοχοποίησε όχι τους Οθωμανούς που υπέγραψαν τη Συνθήκη των Σεβρών αλλά τους κοσμικούς – και ιδίως τον Ισμέτ Ινονού – που έφεραν την ανατροπή της
Η τοποθέτηση του προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ενώπιον φιλικού ακροατηρίου κοινοταρχών στην Aγκυρα, στις 29 Σεπτεμβρίου, προοριζόταν για εσωτερική κατανάλωση. Ο Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) το οποίο ίδρυσε δεσπόζουν στην πολιτική ζωή της Τουρκίας από το 2002. Επί 14 χρόνια κατόρθωσαν να παγιώσουν την πολιτική κυριαρχία τους σε βάρος της αντιπολίτευσης που εξακολουθεί να έχει ως κορμό το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Λαού (CHP), δημιούργημα του Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ), το οποίο είναι κατά τι παλαιότερο της Τουρκικής Δημοκρατίας (έτος ίδρυσης: 1923). Ακόμη σημαντικότερη για την επικράτηση του Ερντογάν και του ΑΚΡ υπήρξε η διάβρωση των παραδοσιακών ερεισμάτων του κεμαλισμού στη δημόσια διοίκηση, στη Δικαιοσύνη και, προεχόντως, στις ένοπλες δυνάμεις.
Στη διαδικασία αυτή ο τούρκος ηγέτης διέθετε έναν ισχυρό σύμμαχο, το θρησκευτικό και κοινωνικό κίνημα που ίδρυσε ο πρώην ιμάμης Φετουλάχ Γκιουλέν. Η συμμαχία αυτή κατέρρευσε στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, αφού πρώτα συνέβαλε στην ηθική και υλική εξουθένωση πολλών από τους στυλοβάτες του κεμαλικού κοσμικού κράτους. Σύμφωνα με τον Ερντογάν, το κίνημα Γκιουλέν δύο φορές αποπειράθηκε την ανατροπή του: Πρώτον, τον Δεκέμβριο του 2013, όταν οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές της Κωνσταντινούπολης έθεσαν στο στόχαστρό τους το περιβάλλον του ίδιου του τούρκου ηγέτη με βάση κατηγορίες περί διαφθοράς· και, δεύτερον τον φετινό Ιούλιο, με το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα.
Τη σύγκρουση αυτή των δύο ισχυρότερων τάσεων της θρησκευόμενης αντικεμαλικής παράδοσης – η οποία είναι εμφανής στην τουρκική πολιτική ζωή ήδη από το 1950 – η κοσμική αντιπολίτευση, κεμαλική και μη, απέτυχε να εκμεταλλευτεί προς όφελός της. Μάλιστα, τη νύχτα του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος στήριξε τον τούρκο πρόεδρο και τη συνταγματική νομιμότητα που ο ίδιος εκπροσωπεί. Επομένως, γιατί ο Ερντογάν επέλεξε να θίξει τα ιερά και τα όσια του CHP, αναφερόμενος απαξιωτικά σε ένα ιστορικό επίτευγμα του κεμαλισμού, όπως ήταν η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης;
O Ελευθέριος Βενιζέλος, επικεφαλής της ελληνικής αποστολής, που αναχωρεί από το ξενοδοχείο της στη Λωζάνη. Οι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν μήνες, προτού επέλθει συμφωνία τον Ιούλιο του 1923 (Biblioteque Nationale de France)
Oταν ο Ερντογάν έλεγε «σιγά τα ωά» για τη Συνθήκη του 1923, απευθυνόταν σε δικούς του «μουχτάρηδες» και όχι σε διεθνές ακροατήριο. Πρόθεσή του ήταν να μειώσει τους αντιπάλους του οι οποίοι εξακολουθούν – ομολογουμένως με όλο και πιο πενιχρά αποτελέσματα – να κεφαλαιοποιούν την ταύτισή τους με τον ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας. Και αν ο Μουσταφά Κεμάλ παραμένει εθνικό σύμβολο η προσβολή του οποίου επισύρει ποινικές συνέπειες, η αμφισβήτηση της πολιτικής του κληρονομιάς έχει αρχίσει προ πολλού. Στην κληρονομιά αυτή ανήκει και ο διπλωματικός χειρισμός της νίκης των κεμαλικών δυνάμεων σε αυτό που στην τουρκική ιστορία αναφέρεται ως «ο Πόλεμος της Απελευθέρωσης» (1919-22).
Στην εν λόγω ομιλία του ο Ερντογάν παρουσίασε μια δική του εκδοχή εκείνης της περιόδου προκειμένου να διανθίσει το σημερινό πολιτικό του αφήγημα. Σύμφωνα με αυτό, το πρόσφατο πραξικόπημα υπήρξε προϊόν συνωμοσίας μιας εγχώριας μερίδας «προδοτών» σε συμπαιγνία με ξένες δυνάμεις, η δε ανατροπή του θα επέφερε μια νέα δυσμενή κατάσταση, ανάλογη της επάρατης Συνθήκης των Σεβρών, την οποία είχαν επιβάλει οι νικήτριες δυνάμεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σε μια πειθήνια σουλτανική κυβέρνηση. Τι κρίμα που η τελευταία εκπροσωπούσε θεσμούς όπως το οθωμανικό δοβλέτι και το ισλαμικό χαλιφάτο, τους οποίους κατήργησε ο Μουσταφά Κεμάλ και, όπως φαίνεται, κατά καιρούς νοσταλγεί ο σημερινός τούρκος πρόεδρος.
Ετσι, επέλεξε να στοχοποιήσει όχι τους Οθωμανούς που συνυπέγραψαν τη Συνθήκη των Σεβρών, αλλά εκείνους που πέτυχαν την ανατροπή της, πρώτα στο πεδίο της μάχης και κατόπιν στη Λωζάνη. Επιπλέον, εστιάζοντας στη Λωζάνη, ο Ερντογάν κράτησε και κάποια προσχήματα απέναντι στο ιερό εθνικό σύμβολο: Την ομώνυμη Συνθήκη δεν διαπραγματεύτηκε επί τόπου ο Κεμάλ, αλλά ο Ισμέτ Ινονού, η εγγονή του οποίου τυγχάνει βουλευτής του CHP.
Λωζάνη 1923. Ο Ισμέτ Ινονού ποζάρει υπερήφανος πρώτος στο πλατύσκαλο του ξενοδοχείου της τουρκικής αποστολής. Θα υπέγραφε την ανατροπή της ατιμωτικής για την Τουρκία Συνθήκης των Σεβρών. (Biblioteque Nationale de France)
Οπως θα ανέμενε κανείς, τόσο η ίδια η κυρία Γκιουλσούν Μπιλγκεχάν όσο και ο αρχηγός του κόμματός της Κεμάλ Κιλιτζντάρογλου έσπευσαν να καυτηριάσουν τις δηλώσεις για τις οποίες γίνεται πλέον τόσος ντόρος και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Συνέστησαν, μάλιστα, στον τούρκο πρόεδρο να διαβάσει Ιστορία.
Η αναδίφηση, λοιπόν, των ιστορικών πηγών θα έπειθε κάθε απροκατάληπτο άνθρωπο ότι η τύχη των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, στα οποία ο Ερντογάν αναφέρθηκε ως παράδειγμα κακού χειρισμού των κεμαλικών αντιπροσώπων στη Λωζάνη, είχε ουσιαστικά κριθεί όταν, με τη Συνθήκη του Λονδίνου η οποία ακολούθησε τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο (30 Μαΐου 1913), οι ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις – στις οποίες δεν συγκαταλεγόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία – ανέλαβαν να κρίνουν σχετικώς.
Η κρίση τους κοινοποιήθηκε σε Αθήνα και Κωνσταντινούπολη τον Φεβρουάριο του 1914 και συνίστατο στην παραχώρηση των νησιών αυτών, πλην της Ιμβρου και της Τενέδου, στην Ελλάδα, υπό τον όρο ότι θα παρέμεναν αποστρατικοποιημένα. Τότε, το καθεστώς των Νεοτούρκων δεν αναγνώρισε αυτή την απόφαση. Ακολούθησαν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η Συνθήκη των Σεβρών, με βάση την οποία όλα τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου – τα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα ήταν ξεχωριστή περίπτωση – παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα. Στη Λωζάνη, η νέα Τουρκία ανέκτησε Ιμβρο και Τένεδο και πλήρη κυριαρχία στα παράλιά της απέναντι στα αποστρατικοποιημένα ελληνικά νησιά. Το πιο σημαντικό επίτευγμα, όμως, των κεμαλικών ήταν ότι μόνη η χώρα τους μεταξύ των ηττημένων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εξασφάλισε την ανατροπή μιας επαχθούς και επονείδιστης – κατά το κοινώς λεγόμενο – μεταπολεμικής συνθήκης ειρήνης και την αντικατάστασή της από νέα, απείρως ευνοϊκότερη. Και αυτό επιτεύχθηκε με τη συναίνεση των ίδιων μεγάλων δυνάμεων οι οποίες, κατά την αντίληψη του κυρίου Ερντογάν αλλά και πολλών άλλων, μονίμως συνωμοτούν σε βάρος ευάλωτων εθνών.
Γιάννης Στεφανίδης,
καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
3 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2016