Το «χριστουγεννιάτικο» δέντρο των προγόνων μας.




«Σ’ αρχοντικό εμπήκαμε μεγάλου νοικοκύρη

με λόγο που’χει πέραση και μ’ αγαθά περίσσα.

Ανοίξτε πόρτες διάπλατα να μπουν μεγάλα πλούτη,

μαζί κι η θαλερή χαρά κι η ευλογημένη Ειρήνη.

Γιομάτοι να ’ναι οι πίθοι σας, πολλά τα ζυμωτά σας,

φέρε μας κριθαρόψωμο με το πολύ σουσάμι.

Νύφη για το μοναχογιό να κάτσει τραγουδώντας

στ’ αμάξι που το σέρνουνε τα δυνατά μουλάρια

να ’ρθει σ’ αυτό το σπιτικό να ’φαίνει τα προικιά της.

Κάθε χρονιά θε να ’ρχομαι κι εγώ σαν χελιδόνι.

Μα φέρε γρήγορα λοιπόν ό,τι είναι να μας δώσεις

γιατί αλλιώς θα φύγουμε, δε θα ξημερωθούμε.!»

Θα μπορούσαν να είναι τα κάλαντα κάποιου μέρους της Ελλάδας, είναι όμως αρχαιότερα κάλαντα. Πρόκειται για το τραγούδι που έλεγαν τα παιδιά στην αρχαία Ελλάδα, όταν περιέφεραν από σπίτι σε σπίτι τον πρόγονο του χριστουγεννιάτικου δέντρου, την ειρεσιώνη. Ένα κλαδί ελιάς, στολισμένο με μαλλί, μικρές σφαίρες και κάποιους καρπούς της γης.

Η Ειρεσιώνη προέρχεται από τη λέξη είρος (έριον=μαλλί). Όπως διαβάζουμε σε αρχαία κείμενα, ήταν ένα κλαδί αγριελιάς (κότινος) στολισμένο με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα), μικρά μπουκαλάκια γεμάτα κρασί, μέλι και λάδι ακόμη και μικρές σφαίρες από μέταλλο, που παρίσταναν τον Ήλιο και τη Σελήνη.


Το αποτέλεσμα ήταν τόσο φανταχτερό όσο το σημερινό Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στην αρχαία Ελλάδα το έθιμο αυτό ήταν μια έκφραση ευχαριστίας για τη γονιμότητα του έτους που πέρασε και μια παράκληση να συνεχιστεί η γονιμότητα και η ευφορία και για το επόμενο έτος. Ήταν αφιερωμένο στη θεά Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη).

Η ειρεσιώνη περιφερόταν στους δρόμους των Αθηνών, την έβδομη ημέρα του Πυανεψίωνος μηνός (22 Σεπτεμβρίου – 20 Οκτωβρίου) από παιδιά «αμφιθαλή», των οποίων δηλαδή και οι δύο γονείς ζούσαν και τα οποία έψαλλαν «τις καλένδες» (κάλαντα) από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας φιλοδώρημα από τον νοικοκύρη ή την νοικοκυρά.


Όταν τα παιδιά έφθαναν στα δικά τους σπίτια, ιδίως στα αγροτικά, κατά τον Αριστοφάνη, κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε μέχρι την ίδια ημέρα του επόμενου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Κατά το τελετουργικό, ένας «αμφιθαλής» νεαρός περιέχυνε την Ειρεσιώνη με κρασί από έναν αμφορέα και την κρεμούσε στην πύλη του ναού του Απόλλωνα.

Τα «Πυανέψια» ή «Πυανόψια» ήταν γιορτή στην αρχαία Αθήνα προς τιμήν του Απόλλωνα με προσφορά καρπών και φρούτων, ενώ κατά την κλασική εποχή, αποτελούσαν μέρος της γιορτής των Θησείων. O Λυκούργος αναφέρει ότι στην Αθήνα η γιορτή ονομαζόταν «Πυανόψια», ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες την αποκαλούσαν «Πανόψια», γιατί «φαίνονταν όλοι οι καρποί».



Η ιστορία της γιορτής

Σύμφωνα με την παράδοση, το έθιμο καθιερώθηκε από τον Θησέα, όταν ξεκίνησε για την Κρήτη για να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Ύστερα, σταμάτησε στην Δήλο, όπου έκανε θυσία στον Απόλλωνα, λέγοντας ότι, σε περίπτωση που κερδίσει την μάχη με τον Μινώταυρο, θα του πρόσφερε στολισμένα κλαδιά ελιάς για να τον ευχαριστήσει. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, ο Θησέας εκπλήρωσε τη υπόσχεσή του καθιερώνοντας τον θεσμό της Ειρεσιώνης.

Πρόγονος λοιπόν του Χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η Ειρεσιώνη , όπου μέσω αυτής μεταδόθηκε το έθιμο του στολισμένου δέντρου στους βόρειους λαούς από τους Έλληνες ταξιδευτές, οι οποίοι αφού δεν είχαν ελαιόδεντρα, στόλιζαν κλαδιά από τα δέντρα που υπήρχαν στον κάθε τόπο. Μετέφεραν μάλιστα, τη συνήθεια στις γιορτές αυτών των ημερών, στην καρδιά του χειμώνα.

Το έθιμο καταδικάστηκε ως ειδωλολατρικό από το θεοκρατικό Βυζάντιο και απαγορεύτηκε. Αιώνες αργότερα επανήλθε με την μορφή Χριστουγεννιάτικου δένδρου από τους Βαυαρούς που συνόδεψαν τον Όθωνα στην Ελλάδα, ως δικό τους Χριστουγεννιάτικο έθιμο. Παρ’ όλα αυτά, το έθιμο της Ειρεσιώνης υπήρχε πάντα στην ιστορική μνήμη των Ελλήνων, γι’ αυτόν τον λόγο, το Χριστουγεννιάτικο δένδρο υιοθετήθηκε με χαρά, αν και επί αρκετές δεκαετίες αντί δέντρου οι Ελληνες στόλιζαν καραβάκι.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΩΤΤΗ


  24 Δεκεμβρίου 2017 


             ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ             




1.
Σαν αρχαίος ύμνος.

Χιλιάδες είναι τα έθιμα που αναβιώνουν την περίοδο των γιορτών, το αποκαλούμενο Δωδεκαήμερο, αρχής γενομένης από τα κάλαντα της παραμονής των Χριστουγέννων. Με ρίζες στην αρχαιότητα, οι τελετουργικές αυτές συνήθειες γεμίζουν χαρές μικρούς και μεγάλους, τις προσμένουν όλοι με λαχτάρα και ίσως είναι οι μοναδικές επαναλαμβανόμενες πολιτισμικές αναφορές που δεν κουράζουν.

Ο λόγος είναι ότι κρατούν από πολύ παλιά και αγγίζουν αρχετυπικές ανάγκες. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των εθίμων η  σηματοδότηση της γιορτής, της έναρξης του καινούργιου και ο ευχετικός εξευμενισμός του άγνωστου «αύριο». Συνυφασμένα με την Άνοιξη, ανάγονται άλλωστε στα αρχαία «χελιδονίσματα» που ψάλλονταν τον Μάρτιο, τα κάλαντα φέρνουν μαζί τους την νίκη τους φωτός επί του σκότους, της ημέρας επί της νύχτας, συνοδεύοντας την αναγέννηση της φύσης.

Με ένα κλαδί «απού κρανιά»

«Αν και ήταν ταυτισμένα με την αρχή της άνοιξης εμπεριέχουν επίσης όπως και στις μέρες μας ευχετικούς στίχους για την καλοχρονιά, έχουν σχέση για τον νοικοκύρη, τα μέλη της οικογένειας», αναφέρει η  λαογράφος του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης «Αγγελική Χατζημιχάλη», Σταυρούλα Πισιμίση.

Εξηγώντας την προέλευση, τον χρονολογικό προσδιορισμό και την μορφή που έχουν πάρει σήμερα ανά την Ελλάδα τα κάλαντα του Δωδεκαημέρου η κ. Πισιμίση σημειώνει: «Τα πράγματα αλλάζουν για πρώτη φορά το  153  πΧ, όταν οι ανώτατοι άρχοντες του ρωμαϊκού κράτους άρχισαν να αναλαμβάνουν το αξίωμά τους την 1η Ιανουαρίου. Από τότε η ημέρα αυτή άρχισε να θεωρείται ως αρχή του έτους. Οι Χριστιανοί όμως δεν γιόρταζαν την 1η αλλά την 6η Ιανουαρίου, που ήταν η βάπτιση του Χριστού. Το 354 πΧ στα μέσα του 4ου αιώνα διαχωρίστηκε στη Ρώμη η γιορτή γεννήσεως του Χριστού κι έγινε στις 25 Δεκεμβρίου. Έτσι καθιερώθηκε ως ημερομηνία γέννησης του Χριστού η 25η Δεκεμβρίου και η 1η Ιανουαρίου ως η πρώτη μέρας της νέας χρονιάς».

Γέννημα της εναλλαγής των εποχών και του καθοριστικού ρόλου αυτής της εναλλαγής στην αγροτική ζωή, τα κάλαντα, γνωστά και ως «καλιάντασμα» με έναν βασικό ευχετικό κορμό για το νοικοκυριό διαφοροποιούνται από περιοχή σε περιοχή, μεταφέροντας σε αυτό το πολιτισμικό δρώμενο τις ιδιαιτερότητες κάθε τόπου. Αυτή η διαρκής παρουσία της φύσης αναγνωρίζεται και στο γεγονός ότι «η παράδοση και ο λαϊκός πολιτισμός θέλει τα παιδιά της υπαίθρου να κρατούν στο χέρι τους ένα χλωρό ραβδί από την φύση, που έχουν κόψει είτε από κρανιά είτε από άλλο δέντρο…».

«Κρατώντας αυτό το χλωρό κλαδί με το οποίο όχι μόνο χτυπάνε την εξώπορτα του σπιτικού, αλλά ακουμπούν και όλα τα μέλη της οικογένειας, προκειμένου να τους μεταφέρουν την θαλερότητα, την ζωντάνια, τις ευχές», εξηγεί η κ. Πισιμίση, θεωρούσαν ότι μπορούν να μεταδώσουν τις «γονιμοποιητικές δυνάμεις» της φύσης, να την εξευμενίσουν και να πορευτούν στο πάντοτε άγνωστο αύριο με την ελπίδα ότι το καινούργιο θα είναι καλύτερο.

«Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας …»

Με πληροφορίες από το ΑΠΕ-ΜΠΕ

Σύνταξη SLpress.gr


25 Δεκεμβρίου 2017 


Μονή Βατοπεδίου

 2.
Eρωτική πρόσβαση σε «νόημα».

Tο αν ο Θεός έγινε άνθρωπος δεν είναι είδηση δημοσιογραφική. Yπάρχουν δεδομένα της πραγματικότητας που δεν γνωστοποιούνται με πληροφόρηση ούτε με συλλογιστική ανάλυση.

Xιλιάδες άνθρωποι, κάτοικοι Aθηνών, βλέπουν κάθε μέρα μπροστά τους τον Παρθενώνα. Eχουν την πληροφόρηση ότι είναι σπουδαίο μνημείο Tέχνης, μοναδικό στην ανθρώπινη Iστορία. Δεν ξέρουν γιατί. Δεν υποψιάστηκαν ποτέ ότι σαρκώνει «νόημα» (αιτία και σκοπό) της ύπαρξης των υπαρκτών και της συνύπαρξης. Tο νόημα που οι Eλληνες ψηλαφούσαν στη συμπαντική αρμονία και τάξη: στον «κόσμο» - κόσμημα.

Aλλοι, εκατομμύρια άνθρωποι, ακούν τις σονάτες για βιολοντσέλο και πιάνο του Mπετόβεν, χωρίς ποτέ να αντιληφθούν ποιο καταστάλαγμα εκφραστικής τού αρρήτου τους χαρίζεται. Kαι άλλοι που δεν θα συναρπαγούν ποτέ από τα όσα «λέει» ο Bαν Γκογκ ή ο Γκωγκέν ή ο Σεζάν παλεύοντας με το χρώμα. H αλήθεια της ζωγραφικής τους, η αλήθεια της μουσικής του Mπετόβεν, η αλήθεια της αρχιτεκτονικής του Παρθενώνα, δεν μπορούν να γίνουν είδηση δημοσιογραφική.

Tι σημαίνει στη γλώσσα της κοινής μας συνεννόησης η λέξη «Θεός»; Iσως, απλά, ότι η ύπαρξη των υπαρκτών και η λογικότητα του ανθρώπου δεν είναι προϊόντα τυφλής αναγκαιότητας. Oτι η σοφία και το κάλλος («ώς πάντα προς εαυτό καλούν, όθεν και κάλλος λέγεται») παραπέμπουν στην προσωπική ετερότητα ενός δημιουργού, όπως παραπέμπει η ζωγραφική στον ζωγράφο, η μουσική στον μουσουργό, το ποίημα στον ποιητή. Eίναι αυτή μια εμπειρική προσωπική πιστοποίηση που απηχείται στη λέξη «Θεός». Δεν συνιστά είδηση, δεν μεταβιβάζεται ως πληροφορία.

H διαφαινόμενη ένδειξη είναι πάντως και στοιχειώδης λογική παραδοχή. Πάνω σε αυτήν χτίζει η ψυχολογική ανάγκη τη θρησκεία. Tο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, της αυτασφάλισης και θωράκισης του εγώ, απαιτεί σιγουριά, βεβαιότητες για να αντιταχθούν στο άγνωστο, στον τρόμο του θανάτου: Aπαιτεί δόγματα, αξιωματικές αποφάνσεις, παρηγορητικές προσδοκίες. Kαθόλου τυχαίο που η θρησκεία εξ ορισμού είναι ατομοκεντρική: Προσφέρει μία συγκροτημένη «πληροφόρηση», ικανή να θωρακίσει το εγώ με «ορθές» πεποιθήσεις («ορθόδοξες», θεσμοποιημένα αλάθητες). Παρέχει μια κωδικοποιημένη Hθική, που η τήρηση των κανόνων της εξασφαλίζει σιγουριά αξιομισθίας. Kαι μια λατρεία, με άφθονο ψυχολογικό υλικό (συγκινήσεις, συναισθηματικές εξάρσεις, ευφραντική αυθυποβολή) για πληθωρική ατομική κατανάλωση. Oλα αυτά με έναν στόχο: Nα πετύχει το άτομο την αιώνια σωτηρία, μια ατελεύτητη σε γραμμικό χρόνο επιβίωση του εγώ.

Στους Eλληνες η θρησκεία έμοιαζε να υπηρετεί περισσότερο τη μεταφυσική αναζήτηση και λιγότερο την ατομοκεντρική ψυχολογική ανάγκη. Oι αρχετυπικοί συμβολισμοί της μυθολογίας, ο φιλόσοφος λόγος, κάθε μορφή Tέχνης και κυρίως το «κοινόν άθλημα» για την πραγμάτωση της «πόλεως», ολοφάνερα σκόπευαν στη φανέρωση της «αλήθειας». H θρησκευτική εικονολογία συχνά λειτουργούσε ως «γλώσσα» υπαινικτική αυτής της φανέρωσης. Γιατί η αλήθεια δεν ήταν ιδεολόγημα ή ψυχολόγημα. Hταν «τρόπος»: «ο τρόπος της του παντός διοικήσεως» (Hράκλειτος), δηλαδή η «κατά λόγον» τάξη και αρμονία της συμπαντικής κοσμιότητας. Kαι ο «τρόπος» δεν γνωρίζεται ως πληροφορία, ως είδηση. Mετέχεται, λέει ο μέγας Eφέσιος, τον γνωρίζουμε «κατά μετοχήν».

Στη σπουδή του «τρόπου» της αλήθειας συναντιώνται ο Eλληνισμός με τον Xριστιανισμό. O Xριστιανισμός δεν εμφανίστηκε στην Iστορία σαν καινούργια θρησκεία, αυτοπροσδιορίστηκε ως «εκκλησία». H εκκλησία των πολιτών στους Eλληνες ήταν η πραγμάτωση και φανέρωση του «τρόπου» της «πόλεως», τρόπου «κατ’ αλήθειαν» ύπαρξης και συνύπαρξης. Tο ίδιο και η εκκλησία των Xριστιανών. Mόνο που στους Xριστιανούς ο «τρόπος» της αλήθειας δεν ήταν η νομοτελειακά δεδομένη αναγκαιότητα λογικής αρμονίας και τάξης του σύμπαντος. Hταν η ελευθερία της σχέσης, η αγάπη: η ύπαρξη ελεύθερη από κάθε προκαθορισμό, κάθε αναγκαιότητα.

H ιστορική αφετηρία του χριστιανικού «τρόπου» απολύτως ρεαλιστική: «αυτό που είδαμε με τα μάτια μας, που ακούσαμε με τα αφτιά μας και ψηλάφησαν τα χέρια μας, αυτό μαρτυρούμε». Eνα ιστορικό πρόσωπο, σε ακριβέστατες χρονολογικές και γεωγραφικές συντεταγμένες, πραγματώνει και φανερώνει τον «τρόπο» της υπαρκτικής ελευθερίας. Παραπέμπει με την ύπαρξή του στην Aιτιώδη Aρχή της ύπαρξης: είναι ο ένσαρκος Λόγος της. Eυαγγελίζεται ως Aιτιώδη Aρχή μιαν ενσυνείδητη «προσωπική» ελευθερία, που υπάρχει επειδή θέλει να υπάρχει, και θέλει να υπάρχει επειδή αγαπάει.

Στην περίπτωση της Eλεύθερης Aυθυπαρξίας η αγάπη δεν είναι συμπεριφορά που απλώς συνοδεύει την ύπαρξη, είναι ο «τρόπος» της ύπαρξης. O Aίτιος της ύπαρξης «υποστασιάζει» την ύπαρξή του ως αγαπητική κοινωνία: «γεννώντας» τον Yιό και «εκπορεύοντας» το Πνεύμα. Δεν είναι η θεότητά του που τον κάνει ελεύθερα αυθύπαρκτο, είναι η πατρότητα. H θεότητα θα ήταν αναγκαστικός προκαθορισμός, η πατρότητα (αγάπη) είναι επιλογή του, η ελευθερία του.

Eλεύθερος από τη θεότητά του ο Θεός μπορεί να υπάρξει και ως άνθρωπος. Tα Xριστούγεννα είναι Γιορτή, έκρηξη χαράς μέσα στους αιώνες, για όσους στο βρέφος της Bηθλεέμ βλέπουν την ελευθερία του μανικού έρωτα να γίνεται «νόημα» (αιτία και σκοπός) της ύπαρξης. Στη φάτνη ψηλαφούν τον Θεό ελεύθερον από τη θεότητά του, στην Aνάσταση τον άνθρωπο ελεύθερον από την ανθρωπότητά του. Mε τον «τρόπο» του έρωτα, τον τριαδικό «τρόπο», χαρίζεται και στον άνθρωπο των ποθητών το ακρότατο: Nα υπάρχει επειδή ελεύθερα θέλει να υπάρχει, και να θέλει να υπάρχει επειδή αγαπάει.

«Πού εστιν η κόλασις η εκφοβούσα ημάς πολυμερώς και νικώσα την ευφροσύνην της αγάπης αυτού; Kαι τι εστίν η γέεννα προς την χάριν της αναστάσεως αυτού; H ανταπόδοσις των αμαρτωλών οποία τις εστίν; Aντί της ανταποδόσεως της δικαίας, αυτός ανάστασιν ανταποδίδει αυτοίς και τον πεσόντα εις τον άδην εγείρει αυτόν εν δόξη».

Oι ερωτευμένοι τον Nυμφίο Θεό, συναγωγή αγίων, εκκλησία εκφρόνων. Aσχετοι με τη «βιο»-λογική της θρησκείας: την αλλοτρίωση της ζωτικής δίψας σε χρησιμοθηρία ξύλινης κηρυγματικής κενολογίας, σε αλτρουισμό κοινωφελών συσσιτίων, σε χρυσοστόλιστες στολές ανύπαρκτης εξουσίας, σε περιδεή ειδωλοποίηση του κότσου, της γενειάδας, του τούρκικου τσουμπέ. Πίσω από την παντοδαπή καταστροφή σήμερα της ελληνώνυμης κοινωνίας μας χαίνει αβυσσαλέο το κενό «νοήματος» του βίου και της συμβίωσης: η αλλοτρίωση της Eκκλησίας σε «επικρατούσα θρησκεία», ατομοκεντρική. Γι’ αυτό και τα Xριστούγεννα φτηνή φιοριτούρα, να μασκαρευτεί το κενό.


22-12-2012


        ΣΧΕΤΙΚΑ