Χριστόδουλος Τσιγάντες: Ο «γενάρχης» του Ιερού Λόχου Μέσης Ανατολής.

Φωτ. Αντιστρατήγου ε.α. Ι. Μανέτα: «Ιερός Λόχος 1942-45»
- Πηγή: Στρατιωτική Επιθεώρηση 

Ο Τολμών Νικά: 
Η ζωή και η δράση του διοικητή του Ιερού Λόχου Μέσης Ανατολής.

ΛΟΚ, ΟΥΚ, αλεξιπτωτιστές, αμφίβιοι καταδρομείς, πεζοναύτες: Οι Έλληνες καταδρομείς έχαιραν και χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης μεταξύ των διαφορετικών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων, καθώς αποτελούνται από τους λίγους και επίλεκτους που, εάν και όταν χρειαστεί, θα αναλάβουν να φέρουν σε πέρας αποστολές που φαντάζουν αδύνατες. Γενικότερα μιλώντας, επίλεκτα σώματα υπάρχουν σε στρατούς από την αρχή της ιστορίας σχεδόν, ωστόσο οι Ειδικές Δυνάμεις, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, προέκυψαν από τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά: Μονάδες όπως η SAS (Special Air Service), η LRDG (Long Range Desert Group), η SBS (Special Boat Service) κ.α. σφυρηλατήθηκαν στις φλόγες του πολέμου, ανοίγοντας τον δρόμο για τους σημερινούς καταδρομείς.

Στην περίπτωση των ελληνικών Ειδικών Δυνάμεων, ο πρόδρομός τους θεωρείται ο Ιερός Λόχος Μέσης Ανατολής: Το σώμα που ιδρύθηκε το 1942 στη Μέση Ανατολή συμμετείχε σε επιχειρήσεις των Συμμαχικών Δυνάμεων στη Βόρεια Αφρική και στη συνέχεια στα νησιά του Αιγαίου, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στην απελευθέρωσή τους. Ο πέμπτος κατά σειρά στην ελληνική ιστορία Ιερός Λόχος (είχαν προηγηθεί ο Ιερός Λόχος των Θηβών, ο Ιερός Λόχος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο Ιερός Λόχος Φοιτητών Κρητών και οι Ιεροί Λόχοι που οργανώθηκαν κατά την ανακήρυξη της αυτονομίας της Βόρειας Ηπείρου το 1914) κυριολεκτικά πολεμούσε μέχρι το τέλος του πολέμου και την οριστική παράδοση της Γερμανίας, πραγματοποιώντας καταδρομικές επιδρομές/ επιχειρήσεις εναντίον των γερμανικών φρουρών στα νησιά του Αιγαίου και δημιουργώντας μια παράδοση και έναν πυρήνα από τον οποίο- παρά την επίσημη διάλυσή του στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1945- προήλθαν οι «επίσημες» Ειδικές Δυνάμεις, δια χειρός του συνταγματάρχη (και μετέπειτα υποστράτηγου) Ανδρέα Καλλίνσκη- πρώην Ιερολοχίτη του ίδιου.

Η ιστορία και η δράση του Ιερού Λόχου Μέσης Ανατολής παρουσιάζονται εκτενώς στο ντοκιμαντέρ «Ιερός Λόχος: Ιστορία ενός Θρύλου», σε παραγωγή White Fox και συμπαραγωγή COSMOTE TV, που θα κάνει την πρεμιέρα του στο COSMOTE HISTORY την Κυριακή 10 Δεκεμβρίου στις 21:00.

Από τη γένεσή του μέχρι το τέλος του, ο Ιερός Λόχος έγραψε τη δική του ιστορία στη Βόρεια Αφρική και το Αιγαίο- και αναπόσπαστο τμήμα της είναι η φιγούρα του διοικητή του, συνταγματάρχη Χριστόδουλου Τσιγάντε. 

Ποιος ήταν ο Χριστόδουλος Τσιγάντες

Ο Χριστόδουλος Τσιγάντες (1897-1970) έχει χαρακτηριστεί ως «αντισυμβατική» φυσιογνωμία- κάτι που ταιριάζει απόλυτα με την όλη φιλοσοφία των Ειδικών Δυνάμεων, που εκ των πραγμάτων έχουν ως αντικείμενο τον ανορθόδοξο/ αντισυμβατικό πόλεμο. Αντιπροσωπευτική αυτού είναι η ζωή του: Ο Τσιγάντες γεννήθηκε στην Τούλτσα της Ρουμανίας το 1897 (πατέρας του ο Γεράσιμος Σβορώνος- Τσιγάντες από την Κεφαλλονιά, μητέρα του η Ευγενία Αντύπα και αδελφοί του ο Γιάννης και ο Γεώργιος Τσιγάντες). Η οικογένεια επέστρεψε στην Κεφαλλονιά στο τέλος της δεκαετίας του 1900 και ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, μετά τον θάνατο του πατέρα του, εστάλη να σπουδάσει στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια μπήκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1914 και κατά τον Εθνικό Διχασμό βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, προσχωρώντας στην «Εθνική Άμυνα» και περνώντας στην παράταξη των Βενιζελικών.

Ο νεαρός ανθυπολοχαγός Τσιγάντες υπηρέτησε, μεταξύ άλλων, στο Μακεδονικό Μέτωπο κατά τον Α′ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμμετέχοντας, μεταξύ άλλων, στη μάχη του Σκρα Ντι Λέγκεν. Ο Τσιγάντες τραυματίστηκε σοβαρά δύο φορές και τιμήθηκε με μετάλλια- ωστόσο η δράση του δεν θα τελείωνε εκεί, καθώς επρόκειτο για μια εκ των πραγμάτων ταραγμένη περίοδο. Ως υπολοχαγός πλέον, συμμετείχε στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στη Μεσημβρινή Ρωσία, ενώ κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία συμμετείχε, λοχαγός πλέον, σε επιχειρήσεις σε σειρά πολεμικών επιχειρήσεων και πόστων- από σημεία του μετώπου μέχρι τη Φρουρά Σμύρνης. Από το Μικρασιατικό Μέτωπο απομακρύνθηκε μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, για να ξαναβρεθεί εκεί το 1921, συμμετέχοντας και πάλι ενεργά σε πολεμικές επιχειρήσεις, κατά τις οποίες τραυματίστηκε. Μετά το τέλος της ανάρρωσής του, έφυγε από την Ελλάδα και πήγε στη Ρουμανία, όπου και έμεινε περίπου έναν χρόνο, υπό άγνωστες συνθήκες. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, και τοποθετήθηκε στο υπουργείο Στρατιωτικών και στη συνέχεια στη Στρατιά Έβρου.

Ως γλωσσομαθής, με ευρεία κατάρτιση και παιδεία, ο ταγματάρχης πλέον Τσιγάντες φοίτησε στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου της Γαλλίας, και η σταδιοδρομία του πλέον ανοιγόταν λαμπρή, και το 1934 είχε προαχθεί στον βαθμό του αντισυνταγματάρχη- ωστόσο τα δεδομένα στη συνέχεια άλλαξαν, καθώς συμμετείχε στο στρατιωτικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, με τελικό αποτέλεσμα την καθαίρεσή του από τις τάξεις του στρατού (υποβιβάστηκε σε στρατιώτη και αποτάχθηκε) και την καταδίκη του σε ισόβια- ωστόσο έλαβε χώρα και αποφυλακίστηκε μετά την παλινόρθωση του βασιλιά Γεωργίου Β’, ο οποίος έδωσε αμνηστία. Το 1936 του δόθηκε άδεια να εγκατασταθεί στο εξωτερικό, και το 1939 βρέθηκε στην Αίγυπτο, όπου, όταν η Γαλλία εισήλθε στον πόλεμο, ζήτησε από τον Γάλλο στρατηγό Ζωρζ να καταταγεί στον γαλλικό στρατό- αλλά στον πρόλαβε η παράδοση της Γαλλίας. Εν τέλει απευθύνθηκε στον Γάλλο στρατηγό Κατρού, πρώην ανώτατο διοικητή της Γαλλικής Ινδοκίνας, που είχε προσχωρήσει στους Ελεύθερους Γάλλους, και βρέθηκε στη Λεγεώνα των Ξένων με τον βαθμό του λοχαγού, ενώ στη συνέχεια αποσπάστηκε στο επιτελείο των Ελεύθερων Γαλλικών Δυνάμεων, με έδρα το Κάιρο, όπου παρέμεινε ως σύνδεσμος για ένα διάστημα. Ακολούθως βρέθηκε στο Σουδάν και στην Ερυθραία, συμμετέχοντας στην επιχειρήσεις κατά των Ιταλών. Μετά από αυτό, βρέθηκε στην Παλαιστίνη και συνέχισε να υπηρετεί στις δυνάμεις των Ελεύθερων Γάλλων σε διάφορες επιχειρήσεις, τιμώμενος μάλιστα για τη δράση του στην άμυνα του Μπιρ Χακέιμ.

(Costa de Loberdo: Le Balaillon Sacre 1942-1945- Πηγή: Στρατιωτική Επιθεώρηση)

 Επιστροφή στον ελληνικό στρατό- Ιερός Λόχος.

 Ο Χριστόδουλος Τσιγάντες επέστρεψε στον ελληνικό στρατό χάρη σε αμνηστία που δόθηκε από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, παίρνοντας τον βαθμό του συνταγματάρχη. Στο μεταξύ, ήταν ήδη σε εξέλιξη οι ζυμώσεις για την ίδρυση ενός μικρού στρατιωτικού τμήματος εθελοντών, με όνομα «Λόχος Επίλεκτων Αθανάτων», με προσωρινό διοικητή τον Επίλαρχο Αντώνιο Στεφανάκη και αρχική δύναμη 200 ανδρών. Τη διοίκηση στις 12 Σεπτεμβρίου 1942 ανέλαβε ο Τσιγάντες, υποσχόμενος να κρατήσει τη νέα μονάδα μακριά από την πολιτική- και μεταξύ των πρώτων ενεργειών του ήταν η μετονομασία του σε Ιερό Λόχο, η καθιέρωση εμβλήματος (Η ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ) και η αλλαγή της αρχικής αποστολής του, με τον Ιερό Λόχο να εξελίσσεται και κανονικά πλέον σε δύναμη καταδρομών, εκπαιδευόμενος σε συνεργασία με τους SAS και εξειδικευόμενος σε επιχειρήσεις στα μετόπισθεν των εχθρικών γραμμών.

Η δράση του Ιερού Λόχου άρχισε τον Νοέμβριο του 1942 και από την Κυρηναϊκή και στη συνέχεια ακολούθησαν επιχειρήσεις στην Τυνησία, με την επίλεκτη δύναμη να συμμετέχει σε σειρά μαχών και ενεργειών κατά των δυνάμεων του Άξονα. Εν συνεχεία ο Ιερός Λόχος επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου εκπαιδεύτηκε σε αλεξίπτωτα και αποβατικά μέσα: Το επόμενο πεδίο δράσης του ήταν το Αιγαίο. Στο πλαίσιο της ανεπιτυχούς, όπως εξελίχθηκε, βρετανικής επιχείρησης στα Δωδεκάνησα, οι Έλληνες καταδρομείς έπεσαν με αλεξίπτωτα και πραγματοποίησαν απόβαση στη Σάμο (Οκτώβριος- Νοέμβριος 1943, επιχείρηση στην οποία συμμετείχαν και ο ίδιος ο Τσιγάντες, σε ηλικία 46 ετών, και ο Ανδρέας Καλλίνσκης). Όταν δόθηκε εντολή εκκένωσης της Σάμου, μετά την ήττα των Συμμάχων στη Λέρο, ο Ιερός Λόχος πέρασε στην Τουρκία μαζί με 12.000 νησιώτες πρόσφυγες, 8.000 Ιταλούς στρατιωτικούς και 800 Έλληνες αντάρτες. Μετά ο Ιερός Λόχος βρέθηκε στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, για να επιστρέψει στο βόρειο Αιγαίο τον Φεβρουάριο του 1944, αναπτυσσόμενος στα νησιά του Αιγαίου και επιδιδόμενος μέχρι το τέλος σε καταδρομικές επιχειρήσεις εναντίον των γερμανικών φρουρών που βρίσκονταν στα νησιά, έχοντας αποκοπεί μετά την αποχώρηση των κύριων γερμανικών δυνάμεων. Ο Ιερός Λόχος – η δύναμη του οποίου είχε αυξηθεί πλέον σε σε 1.000 άνδρες- μέχρι το τέλος του πολέμου, τον Μάιο του 1945, πραγματοποίησε σειρά καταδρομικών επιχειρήσεων εναντίον των Γερμανών σε Σάμο, Ψαρά, Λέσβο, Ίο, Αμοργό, Πάρο, Χίο, Κάρπαθο, Κάλυμνο, Σύμη, Σαντορίνη, Κω, Μύκονο, Νάξο, Λήμνο, Μήλο, Νίσυρο, Τήλο, Τήνο και Ρόδο- σε αρκετές περιπτώσεις ήταν η δύναμη που απελευθέρωσε τα ελληνικά νησιά από τους Γερμανούς.

Η δράση του Ιερού Λόχου παρουσιάζεται εκτενώς στο ντοκιμαντέρ «Ιερός Λόχος: Ιστορία ενός Θρύλου».

 (Φωτ. Οικογενειακό Αρχείο της κ. Ευγενίας Τσιγάντε-Ολυμπίου
- Πηγή: Στρατιωτική Επιθεώρηση)

 Μετά τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, ο Τσιγάντες, ο οποίος τιμήθηκε με σειρά παρασήμων, ελληνικών και συμμαχικών,  διετέλεσε στρατιωτικός διοικητής Αρχιπελάγους και αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Δωδεκανήσων. Αποστρατεύθηκε το 1948, κατόπιν αιτήματός του, με τον βαθμό του αντιστρατήγου. Στη συνέχεια εργάστηκε ως πολιτικός σχολιαστής στις εφημερίδες «Εθνος», «Ελευθερία» και «Τα Νέα», ασχολήθηκε με την πολιτική, (ήταν υποψήφιος χωρίς επιτυχία με το Κόμμα των Φιλελευθέρων τη δεκαετία του 1950) ενώ διετέλεσε γενικός διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) κατά το διάστημα 1950-1953 και δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων. Δεν αποδέχτηκε το καθεστώς της 21ης Απριλίου (ο ίδιος άλλωστε ήταν γνωστός από παλιά για τις δημοκρατικές/ βενιζελικές του πεποιθήσεις), ωστόσο παρέμεινε στην Ελλάδα. Αρρώστησε το 1970 (σε ηλικία 73 πλέον ετών) και πήγε στην Αγγλία για να νοσηλευτεί σε κλινική. Πέθανε στο Λονδίνο, στις 12 Οκτωβρίου 1970 , και η σορός του αποτεφρώθηκε μία ημέρα αργότερα. Ωστόσο, βάσει επιθυμίας του- όπως είπε ο φίλος του, λόρδος Τζορτζ Τζέλικο, που ήταν μαζί του ως το τέλος του- η τέφρα του μεταφέρθηκε στην Αθήνα μετά την πτώση του καθεστώτος των Συνταγματαρχών. Οι στάχτες του στρατηγού Τσιγάντε, μετά από επίσημες τελετές στην Αγγλία, μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1977, με μια στάση στο Παρίσι (καθώς οι Γάλλοι θεωρούσαν τον Τσιγάντε και δικό τους αξιωματικό) και εναποτέθηκαν στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών στις 14 Σεπτεμβρίου, με στρατιωτικές τιμές, παρουσία της οικογένειας, της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, του υπουργού Άμυνας, Ευάγγελου Αβέρωφ, αντιπροσωπειών από τις Ειδικές Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας, Ιερολοχιτών, βετεράνων της μάχης του Ρίμινι και άλλων φίλων και συναδέλφων του. 

Πηγές


Κώστας Μαυραγάνης


  9/12/2017  


                 ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ                



ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1977
Ο Τσιγάντες «επιστρέφει» για πάντα στην Ελλάδα

Ο ένδοξος αντιστράτηγος πέθανε αυτοεξόριστος στο Λονδίνο τον Οκτώβριο του 1970, αλλά σύμφωνα με την επιθυμία του η τέφρα του μεταφέρθηκε στην Αθήνα όταν έπεσε η χούντα

ΤΡΙΑΝΤΑ πέντε χρόνια από την ίδρυση του Ιερού Λόχου και επτά από τον θάνατο του αρχηγού του, Χριστόδουλου Τσιγάντε, η ελληνική πολιτεία αποφάσισε το 1977 την ανέγερση μνημείου σε απότιση τιμής στη μνήμη των ενδόξων ιερολοχιτών που έπεσαν αγωνιζόμενοι για την ελευθερία της πατρίδας μας στη διάρκεια επιχειρήσεων μεταξύ 1942-1945. Ταυτόχρονα, με οδηγίες του υπουργού Εθνικής Αμυνας Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, ξεκινούσε η διαδικασία μετακομιδής της τέφρας του αντιστρατήγου Τσιγάντε που πέθανε αυτοεξόριστος στο Λονδίνο τον Οκτώβριο του 1970, διατηρώντας μέχρι τέλους την επιθυμία του να μην «επιστρέψει» στην Ελλάδα όσο διαρκούσε το καθεστώς της χούντας των συνταγματαρχών. 

OΓούντχαουζ σε εκτενές άρθρο του στην «Daily Τelegraph» με τίτλο «Η ζωή και ο θάνατος ενός ήρωα» (14.9.1977) τον χαρακτήρισε «έναν γνήσιο τζέντλεμαν,έναν σπουδαίο αξιωματικό» και ο λόρδος Ερλ Τζέλλικο, βρετανός αξιωματικός και φίλος του από τα χρόνια του πολέμου που έζησε δίπλα του ως την τελευταία του πνοή, «έναν μεγάλο πατριώτη, έναν σπουδαίο Ελληνα, απευθείας απόγονο των ιερολοχιτών του Θηβαίου Επαμεινώνδα και του Αλέξανδρου Υψηλάντη,ατρόμητο στην καρδιά και ευαίσθητο συνάμα, με τρομερό χιούμορ που τον έκανε ψυχή της παρέας, καταπληκτικό μάγειρο, υπέροχο στρατιώτη, αλλά και άνθρωπο της ειρήνης,αδιαπραγμάτευτο υποστηρικτή των αρχών που πρέσβευε, ανάμεσα σε αυτές και την προσήλωσή του στη δημοκρατία,γι΄ αυτό κι η απόφασή του να ταφεί μακράν της πατρίδας του όσο διαρκούσε το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών δεν ήταν κίνηση θεατρική,αλλά πεποίθηση και ουσία.Η φράση “ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος” του Περικλή,κατ΄ επιθυμία του γιου του Μιχάλη» είπε στην επιμνημόσυνη ομιλία του ο λόρδος Τζέλλικο στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στις 13 Σεπτεμβρίου 1977 «στη φιλική, αλλά πάντως ξένη για τον ίδιο τον Τσιγάντε αγγλική γη, με γέμισε μελαγχολία καθώς κοίταζα τον ζεστό ήλιο που έδυε το απόγευμα της Κυριακής στο εξοχικό μου στο Γουιλτσάιρ ρίχνοντας το φως του πάνω στην επιτύμβια στήλη λίγα μόλις μέτρα πιο ΄κεί,στον αυλόγυρο της κοινοτικής εκκλησίας όπου έκειτο η τέφρα του παλιόφιλου, τόσο αγαπητού σε μένα, τόσο σπουδαίου ήρωα, εκείνου του άνδρα που ενσάρκωνε απόλυτα αυτό που εθεωρείτο μεγαλείο στην εποχή του Περικλή». 

Με την παράθεση μικρού μόνο αποσπάσματος από την τόσο μεστή και ανθρώπινη ομιλία του λόρδου Τζέλλικο, που έφυγε και αυτός από τη ζωή πριν από λίγα μόλις χρόνια, σκιαγραφείται η προσωπικότητα ενός έξοχου άνδρα, ενός πραγματικού ήρωα που στάθηκε μέχρι τέλους του βίου του ακέραιος και αξιοπρεπής, παρά τις πίκρες που γεύθηκε στην πολυτάραχη ζωή του. 

Κεφαλλονίτης την καταγωγή ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, από τα Σβορωνάτα Κάτω Λειβαθούς, ήταν μόλις 16 ετών όταν κατετάγη στον ελληνικό στρατό στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, και 20 όταν επικεφαλής τάγματος πεζικού στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου επέδειξε εξαίρετη ανδρεία πολεμώντας στο μακεδονικό μέτωπο. Στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ του Α Δ και του Β Δ Παγκοσμίου Πολέμου φοίτησε στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου της Γαλλίας. Γλωσσομαθής, με ευρεία κατάρτιση και παιδεία, έβλεπε να ανοίγεται μπροστά του ο δρόμος για μια αξιοζήλευτη στρατιωτική σταδιοδρομία. Ελαβε μέρος στην εκστρατεία της Ουκρανίας και σε συνέχεια στη Μικρασιατική, η ανάμειξή του όμως στο κίνημα του Μαρτίου του έτους 1935 είχε ως συνέπεια την οριστική καθαίρεσή του από τις τάξεις του στρατού και την καταδίκη του σε ποινή ισόβιων δεσμών. Με βασιλική χάρη που του δόθηκε με την παλινόρθωση της μοναρχίας έλαβε άδεια να φύγει στο εξωτερικό, όχι όμως και να επιστρέψει στο στράτευμα. Το ξέσπασμα του Β Δ Παγκοσμίου Πολέμου τον βρήκε στη Γαλλία. Εκεί κατετάγη στη Λεγεώνα των Ξένων και βρέθηκε σύνδεσμος με τις «Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις» του στρατηγού Ντε Γκωλ σε επιχειρήσεις στην Ανατολική Αφρική υπό τον στρατηγό Λεκλέρκ. Η αμνηστία που του δόθηκε από την ελληνική εξόριστη κυβέρνηση ευθυνόταν για την επιστροφή του στις τάξεις του ελληνικού στρατού με τον βαθμό του συνταγματάρχη. Τότε ήταν που ίδρυσε την καταδρομική μονάδα Ιερός Λόχος, της οποίας υπήρξε αρχηγός σε μια σειρά επιτυχών και ριψοκίνδυνων επιχειρήσεων στη Βόρεια Αφρική και στο Αιγαίο Πέλαγος. Για την ηρωική του δράση στη Μέση Ανατολή τιμήθηκε μαζί με άλλους δύο συνταγματάρχες, τον Θρασύβουλο Τσακαλώτο και τον Παυσανία Κατσώτα, με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος. 

Μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους ναζιστές, διετέλεσε στρατιωτικός διοικητής Αρχιπελάγους και αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Δωδεκανήσων. Αποστρατεύθηκε με αίτησή του το 1948 με τον βαθμό του αντιστρατήγου. Γνωστός για τις δημοκρατικές του απόψεις, εργάστηκε ως πολιτικός σχολιαστής στις εφημερίδες «Εθνος», «Ελευθερία» και «Τα Νέα». Διετέλεσε γενικός διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), παυθείς αμέσως μετά την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου. 

Στις 12 Οκτωβρίου του έτους 1970 ο Τσιγάντες, νοσηλευόμενος στο Λονδίνο, πέθανε έχοντας διαρκώς στο πλάι του συναγωνιστές του, βρετανούς αξιωματικούς από τα χρόνια της κοινής τους δράσης στο Αιγαίο, ανάμεσά τους τον λόρδο Τζέλλικο με τον οποίο τον συνέδεε ιδιαίτερη, βαθιά φιλία. Η αποτέφρωση της σορού του έγινε μία ημέρα αργότερα. 

Στις 26 Αυγούστου 1976 με έγγραφό του ο τότε υπουργός Αμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας εξέδωσε απόφαση για τη διάθεση ποσού 1,5 εκατ. δραχμών για την ανέγερση μνημείου «εντός του Πεδίου του Αρεως» και «την μεθόδευσιν των διαδικασιών μετακομιδής της τέφρας του Αντιστρατήγου Χρ. Τσιγάντε εκ Λονδίνου εις Αθήνας» (Φ. 735/51575). 

Εναν χρόνο αργότερα, στις 2 Αυγούστου 1977, με έγγραφό του προς το ΥΠΕΞ το Αρχηγείο Στρατού ζητούσε τη μεσολάβηση του πρώτου για τη διεκπεραίωση όλων των απαιτούμενων ενεργειών για τον επαναπατρισμό της τέφρας του νεκρού ήρωα. Η ευθύνη ανετέθη στον διπλωματικό τότε σύμβουλο Α΄, σήμερα πρέσβη ε.τ. Παύλο Αποστολίδη, που υπηρετούσε μετά την επιστροφή του από το Λονδίνο στην κεντρική υπηρεσία. Στο μεταξύ τα βρετανικά ΜΜΕ, χάρη στην εξαίρετη δραστηριότητα του επικεφαλής του Γραφείου Τύπου στο Λονδίνο Μ. Δραγούμη, αφιέρωναν το ένα μετά το άλλο δημοσιεύματα για τον Τσιγάντε, ενώ στο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων των 22.00 προβαλλόταν μαζί με την είδηση φιλμ από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ιερού Λόχου υπό τις διαταγές του στρατηγού Μοντγκόμερι στη Βόρεια Αφρική. 

Στις 12 Σεπτεμβρίου 1977 ο έλληνας πρεσβευτής στο Λονδίνο Σταύρος Ρούσσος παρέθεσε παρουσία μεγάλου αριθμού βρετανών επισήμων δείπνο προς τιμήν του υφυπουργού Αμυνας Ανδρέα Ζαΐμη που είχε φθάσει την προηγουμένη της τελετής για να παραλάβει συνοδευόμενος από άγημα ευζώνων της Προεδρικής Φρουράς την τέφρα του Τσιγάντε με στρατιωτικό αεροσκάφος C-130. Μετά την επιμνημόσυνη τελετή και την υπέροχη ομιλία του Τζέλλικο στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στο Λονδίνο, η τέφρα του Τσιγάντε, με ένα σύντομο σταθμό στη βάση της RΑF στο Λάινχαμ Ουίλτς όπου θα ακολουθούσε δεύτερη τελετή, θα στάθμευε επ΄ ολίγον στο Παρίσι για μία ακόμη λαμπρή τελετή στον χώρο των Ιnvalides, προτού τελικά φθάσει στην Αθήνα. Στη ρευστότητα αξιών που χαρακτηρίζει την εποχή μας παραδείγματα ζωής όπως αυτό του Χριστόδουλου Τσιγάντε αξίζει να προβάλλονται αντί να περικλείονται σε λίγες μόνο σειρές των σχολικών εγχειριδίων. 

 Φωτεινή Τομαή
  προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.


 28/09/2008