Η επικείμενη κρίση στην Τουρκία.
Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δείχνει να είναι ακλόνητος: Επικράτησε της περσινής απόπειρας πραξικοπήματος, φυλάκισε περισσότερους από 50.000 αντιπάλους του, απέλυσε περισσότερους από 100.000 δημόσιους υπαλλήλους, άφησε «ακέφαλο» τον άλλοτε ισχυρό τουρκικό στρατό, αποσάθρωσε μεγάλο μέρος της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, απέλυσε σχεδόν του μισούς εκλεγμένους αξιωματούχους. Προχώρησε σε συνταγματικό δημοψήφισμα που θα καταστήσει πανίσχυρη την εκτελεστική εξουσία μετά τις εκλογές του 2019. Εν τω μεταξύ, μια φαινομενικά ατελείωτη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης του επιτρέπει να κυβερνάει με διάταγμα.
Γιατί λοιπόν αυτός ο άνθρωπος τρέχει φοβισμένος; Διότι ακριβώς τα ίδια τα εργαλεία που χρησιμοποίησε ο Ερντογάν για να γίνει ένας νέος Οθωμανός Σουλτάνος του γύρισαν μπούμερανγκ. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης φοβίζουν τις ξένες επενδύσεις που είναι βασικές για τον τρόπο λειτουργίας της τουρκικής οικονομίας. Η απώλεια έμπειρων κυβερνητικών εργαζομένων έχει δημιουργήσει τεράστιο βάρος στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Και οι υποσχέσεις που έδωσε στο εκλογικό σώμα για να κερδίσει στο δημοψήφισμα, απέχουν πολύ από την εκπλήρωσή τους. Μέρος του προβλήματος είναι ο ίδιος ο Ερντογάν.
Υπό αυτή την έννοια, μοιάζει λίγο με τον Αμερικανό Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει επίσης αποξενώσει τους συμμάχους του με ένα συνδυασμό στόμφου και ανοησίας. Ο Τούρκος Πρόεδρος βρίσκεται σε πόλεμο με την Ουάσιγκτον για την εκδίκαση υπόθεση διαφθοράς. Με τη Γερμανία (και το μεγαλύτερο μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης) βρίσκεται σε διαμάχη για τον αυξανόμενο αυταρχισμό του. Τελευταία μάλιστα, φαίνεται να καυγαδίζει με όλους, με εξαίρεση τη Ρωσία, την Κίνα, το Κατάρ και το Ιράν. Απέχει σίγουρα παρασάγγας από την πολιτική «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες, που ακολουθούσε η Άγκυρα δέκα χρόνια πριν. Όπως έγραψε ένας Τούρκος σχολιαστής, τώρα έμεινε «χωρίς γείτονες, χωρίς προβλήματα».
Ωστόσο, αυτό που έχει τρομάξει τον Ερντογάν δεν είναι τόσο η εντεινόμενη διπλωματική απομόνωση της χώρας, αλλά η οικονομία και το πώς θα μπορούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών το 2019.
Κατά τη διάρκεια του συνταγματικού δημοψηφίσματος πέρυσι, η κυβέρνηση έδωσε δάνεια και καλούδια στον μέσο Τούρκο. Η ανάπτυξη επιταχύνθηκε, μειώθηκε η ανεργία και μειώθηκε το ποσοστό φτώχειας. Αλλά το κόστος αυτής της χρηματοδότησης ήρθε τη στιγμή που αυξήθηκαν οι διεθνείς τιμές στην ενέργεια. Η Τουρκία εισάγει σχεδόν όλη την ενέργεια της, αλλά όταν η τιμή του πετρελαίου έπεφτε λίγο πιο κάτω από 30 δολ. το βαρέλι, ο προϋπολογισμός θα μπορούσε να το χειριστεί.
Μια οικονομία που παραπαίει
Το Δεκέμβριο ωστόσο, η τιμή του πετρελαίου, άγγιξε τα 60 δολ. και μια πρόσφατη συμφωνία μεταξύ των δύο μεγαλύτερων παραγωγών – Σαουδική Αραβία και Ρωσία – για να περιορίσουν την παραγωγή θα οδηγήσει την τιμή αυτή ακόμα υψηλότερα στο μέλλον. Οι τιμές στη βενζίνη και τη θέρμανση θα αυξηθούν απότομα τους επόμενους μήνες.
Η ανεργία είναι πάνω από 13%, ο πληθωρισμός είναι κοντά στο 12% ενώ η τουρκική λίρα έχει πέσει 12% έναντι του δολαρίου. Με το ενεργειακό κόστος να αυξάνεται και την αξία του νομίσματος να μειώνεται, η Τουρκία αγωνίζεται δεχόμενη διπλό οικονομικό πλήγμα. Ο οικονομολόγος Timur Kuran από το πανεπιστήμιο Duke αναφέρει ότι η τουρκική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. «Το AKP ζημιώνει μακροπρόθεσμα την τουρκική οικονομία. Η διαφθορά αυξάνεται, η ποιότητα της εκπαίδευσης έχει πέσει, τα δικαστήρια είναι μαζικά πολιτικοποιημένα και ο λαός φοβάται να μιλήσει με ειλικρίνεια». Ο Kuran υποστηρίζει ότι οποιαδήποτε ανάπτυξη βασίζεται σε βραχυπρόθεσμες επενδύσεις, το αποκαλούμενο «ζεστό χρήμα», συνοδεύεται από υψηλά επιτόκια. «Αυτή δεν είναι βιώσιμη στρατηγική. Αυτό καθιστά την Τουρκία εξαιρετικά ευάλωτη σε ένα σοκ που μπορεί να προκαλέσει εκροή πόρων».
Υπό την διακυβέρνηση Ερντογάν η διαφθορά φαίνεται να αυξάνεται. Το 2013, η Διεθνής Διαφάνεια κατέταξε την Τουρκία στην 53η θέση ανάμεσα σε 175 χώρες στον Δείκτη Αντίληψης της Διαφθοράς. Μέχρι το 2016 η χώρα είχε ανέλθει στην 75η θέση ανάμεσα σε 176 χώρες.
Η οικονομία της Τουρκίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ξένο χρήμα, αλλά η συνεχιζόμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης και η διακυβέρνηση με διατάγματα αποθαρρύνει τους επενδυτές. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας η Τουρκία χάνει 1 δις δολάρια την εβδομάδα στις ξένες επενδύσεις. Η Βρετανία, σημαντικός επενδυτής στην Τουρκία, έχει μειώσει τις επενδύσεις της κατά 20% μετά την κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Η αβεβαιότητα έχει εξαπλωθεί και στους Τούρκους πολίτες, οι οποίοι τοποθετούν τα χρήματά τους σε ξένες επενδύσεις για να διατηρήσουν τις αποταμιεύσεις τους. Από τα τέλη του 2016 μέχρι το Νοέμβριο του 2017, οι Τούρκοι μετέφεραν 17,2 δις δολάρια σε ξένες εταιρείες.
Ο Ερντογάν κατηγορεί τις τουρκικές τράπεζες -ιδίως την Κεντρική Τράπεζα- για την αύξηση των επιτοκίων και την ύφεση στην οικονομία. Ωστόσο, ο Kemel Kilicdaroglu, ηγέτης του κεντρώου και κοσμικού αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), υποστηρίζει ότι «Ο πραγματικός λόγος για τον οποίο οι ξένες επενδύσεις πλην των αγορών ακινήτων μειώνονται είναι ότι οι ξένοι επενδυτές αισθάνονται ανασφαλείς σε μια χώρα όπου ο νόμος, η δικαιοσύνη, η ελευθεροτυπία είναι ανύπαρκτα».
Οργή αγροτών
Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης επιτρέπει στην κυβέρνηση να καταστείλει τις απεργιακές συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά ήταν λιγότερο επιτυχής στο να αποδυναμώσει τους αγρότες της επαρχίας.
Μία από τις οικονομικές «μεταρρυθμίσεις» του Ερντογάν ήταν να ανοίξει τις τουρκικές αγορές στον ξένο ανταγωνισμό, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα απώλειες για το ζωικό κεφάλαιο και τους αγρότες. Οι παραγωγοί κρέατος ανησυχούν για μια συμφωνία με τη Σερβία για την εισαγωγή 5.000 τόνων κόκκινου κρέατος και οι παραγωγοί τσαγιού, σταφυλιών, καπνού και βερίκοκου έχουν πληγεί σοβαρά από την πτώση των τιμών και τον ξένο ανταγωνισμό. Οι καλλιεργητές φουντουκιού ήταν τόσο συγκλονισμένοι στη βασική τιμή της κυβέρνησης για τα προϊόντα τους που διοργάνωσαν μια μεγάλη πορεία με πανό «Δικαιοσύνης για φουντούκια».
Μια μελέτη διαπίστωσε ότι οι ξένες εισαγωγές είχαν μειώσει τον αριθμό των οικογενειών που ασχολούνται με την καλλιέργεια καπνού από 405.882 οικογένειες το 2002 σε 56.000 το 2015.
Δεν είναι τόσο οι πορείες που ανησυχούν τον Ερντογάν, αλλά το γεγονός ότι περίπου 20 εκατομμύρια Τούρκοι αγρότες είναι εξαγριωμένοι με την κυβέρνηση, και αυτός ο θυμός που μπορεί να μεταφραστεί σε ψήφους το 2019.
Στο δημοψήφισμα του Απριλίου του 2017, οι αγρότες υποστήριξαν σταθερά το ΑΚΡ, ενώ στα αστικά κέντρα -ιδίως η νεολαία τους- ψήφισαν όχι. Η απώλεια πόλεων όπως η Άγκυρα και η Κωνσταντινούπολη – η πόλη όπου ο Ερντογάν ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία – ήταν ένα σοκ για το AKP. Η απώλεια όμως των αγροτικών περιοχών θα είναι καταστροφική.
Εσωκομματικά χτυπήματα
Ενώ ο Ερντογάν πιέζει να συγκρατήσει την οικονομία μέχρι το 2019, υπάρχουν ρωγμές στο εσωτερικό του κόμματος. Μια μερίδα του AKP δεν είναι ευχαριστημένη με τις εξωτερικές πολιτικές διαμάχες του Ερντογάν και τις επιπτώσεις που έχουν στην οικονομία. Στα δεξιά, η πρώην υπουργός εσωτερικών Meral Aksener δημιούργησε το Iyi Parti » και λέει ότι σχεδιάζει να αμφισβητήσει τον Ερντογάν για την προεδρία. Η Aksener απευθύνει έκκληση στα πιο εθνικιστικά ρεύματα στο AKP και ελπίζει να προσελκύσει την υποστήριξη του ακροδεξιού κόμματος Εθνικής Δράσης (MHP). Σήμερα, συγκεντρώνει γύρω στο 16% σύμφωνα με δημοσκοπήσεις.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το κόμμα της τεμαχίζει την δύναμη του AKP, η οποία έχει μειωθεί στο 38%. Ο Ερντογάν χρειάζεται τουλάχιστον 51%, τον αριθμό που ισχυρίζεται ότι πήρε στο δημοψήφισμα (σύμφωνα με εξωτερικούς παρατηρητές στις εκλογές πραγματοποιήθηκαν πλήθος παρατυπιών). Ο Aksener θα μπορούσε να διαιρέσει την ψήφο στον Ερντογάν και MHP, στερώντας του την πλειοψηφία.
Ούτε το CHP έχει παραδώσει τα «όπλα», εκτός από την οργάνωση πορειών από θυμωμένους αγρότες, ο ηγέτης του κόμματος Kilicdaroglu κατάφερε το περασμένο καλοκαίρι μια 25μερη «πορεία για την δικαιοσύνη», 280 μιλίων, στην οποία μπορεί να συμμετείχε και ένα εκατομμύριο πολίτες. Το HDP, το αριστερό κόμμα της Τουρκίας που συνδέεται στενά με τον κουρδικό πληθυσμό, έχει αποδεκατιστεί με συλλήψεις και κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων, αλλά εξακολουθεί να είναι το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στο κοινοβούλιο. «Μπορεί να φαίνεται ότι η αδικία κέρδισε, αλλά αυτό δεν θα διαρκέσει» δήλωσε στο Al-Monitor ο βουλευτής του HDP Meral Danis Bestas. «Το μέλλον της Τουρκίας βρίσκεται πραγματικά στη δημοκρατία, τα δικαιώματα και την ελευθερία».
Ο Ερντογάν έχει τεράστια δύναμη και έχει απομακρύνει δια της βίας τους αντιπάλους του τα τελευταία 20 χρόνια. Αλλά οι Τούρκοι έχουν κουραστεί από την διακυβέρνησή του και αν η οικονομία σκοντάψει, μπορεί να είναι ευάλωτος. Γι ‘αυτό ακριβώς τρέχει φοβισμένος.
Πηγή: Counterpunch
του Conn Hallinan
28 Δεκεμβρίου 2017