Η αδιάβαστη νεοελληνική συνείδηση.




Στοίβες πολλών και καλών βιβλίων, που καλύπτουν ένα μεγάλο εύρος ενδιαφερόντων, έχουν τοποθετηθεί στα ράφια των βιβλιοπωλείων – όσων έχουν απομείνει – και περιμένουν αυτές τις μέρες τους αναγνώστες. Το ζήτημα που ενσκήπτει πάντα είναι το κατά πόσο αυτό το μικρό εορταστικό διάστημα θα μπορέσει να καλύψει την αναγνωστική ξηρασία που ακολουθεί και αν εν τέλει η προσφορά και η ζήτηση σε σχέση με τη χρονική περίοδο είναι εξορθολογισμένη. 

Το βιβλίο στη χώρα μας δεν έχει ιδιαίτερη διάδοση κι αν μιλήσουμε με πιο απαιτητικούς όρους, τα πράγματα γίνονται απογοητευτικότερα. Η ανάγνωση δεν έχει ενταχθεί στην παράδοσή μας – όσο τα μπουζούκια, οι ταβέρνες και τα καφενεία, για παράδειγμα… Το βιβλίο για τον μέσο Έλληνα είναι κάτι βαρετό, κάτι που πιθανώς τον υπονομεύει και που αφορά μάλιστα μια μερίδα στο όριο ανεκτών και αντιπαθητικών πολιτών, οι οποίοι έχουν τις παραξενιές τους. Όση αποδοχή διαθέτει η βιβλιοφιλία εντάσσεται σε ένα κομφορμιστικό πλαίσιο που επιτάσσει η μόδα – τίποτα το ουσιαστικό. 

Το φαινόμενο δεν είναι τωρινό ως σύμπτωμα μιας κοινωνίας η οποία από τις απαρχές της στάθηκε εχθρική απέναντι στη μάθηση, απορριπτική στο κριτικό πνεύμα, κακόβουλη απέναντι στη διανόηση και σε κάθε καλλιτεχνική έκφραση. Στη λαϊκή συνείδηση ο πνευματικός άνθρωπος ταυτίστηκε ανεξίτηλα με το ψώνιο και στην επιεικέστερη εκδοχή του με τον αλαφροΐσκιωτο. Να θυμίσουμε ότι η ελληνική επιθεώρηση και ο αντίστοιχος κινηματογράφος, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, δημιούργησαν την καρικατούρα του ψωμόλυσσα ποιητή και καλλιτέχνη (σε μια περίοδο μάλιστα που δύο Έλληνες ποιητές βραβεύτηκαν με Νόμπελ…), ο οποίος κινείται στα όρια του γελοίου και για αυτό προσφέρει άφθονο γέλιο και επικρίσεις συγκρινόμενος κυρίως με το σταθερό μέτρο του μέσου βιοπαλαιστή που «αγωνίζεται μέσα στην αληθινή ζωή» για να κερδίσει τίμια το ψωμί του. 

Ο πολιτισμός γενικότερα στη νεοελληνική συνείδηση ταυτίστηκε με τη λαϊκή θυμοσοφία που αναγνωρίζει στο πρόσωπο κάθε εκπροσώπου του ένα γραφικό θύμα που επιμένει να πεθάνει στην ψάθα. Έτσι το δάφνινο στεφάνι που κληρονομήθηκε από την αρχαία παράδοση με μια σημειολογία πνευματική - ηθική, στη νεοελληνική εξέπεσε στις φακές ώστε να έχει και χρησιμότητα. Αυτό το αισθητικό μέτρο διαθέτει μέσες άκρες και ο σύγχρονος σημερινός νεοέλληνας, που δεν κωλώνει να συνταιριάξει τον Χατζηκυριάκο Γκίκα με τον Μητροπάνο στην ίδια παράδοση και το ρεμπέτικο με τον Μότσαρτ. 

Η μεταπολιτευτική μεταστροφή στις σπουδές δεν συνοδεύτηκε φυσικά από τη δίψα για μάθηση, αλλά εμπεδώθηκε ως μια επιπλέον δωρεάν δημοκρατική παροχή που γίνεται αντιληπτή ως αναφαίρετο δικαίωμα για κοινωνική αποδοχή και εύκολο πλουτισμό και όχι ως αγώνας και αγωνία για γνώση. 

Οι γενιές που ανδρώθηκαν στη μεταπολίτευση με τα απλοϊκά και εύπεπτα πολιτικά προϊόντα της μόδας εθίστηκαν κυρίως στην ευκολία. Δεν χρειαζόταν τίποτα περισσότερο από την ένταξη σε έναν κομματικό μηχανισμό για να αποκτηθούν τα αισθητικά διαπιστευτήρια διά της επιφοιτήσεως – αρκεί να παπαγάλιζε κανείς σωστά το κομματικό ρεπερτόριο που έφτανε και περίσσευε μέχρι και για να γίνεις πρωθυπουργός. 

Στον αντίποδα των κομματικών αισθητικών προτάσεων για την πνευματική ανύψωση της κοινωνίας, όπου κυριάρχησαν αναγνώσματα τύπου Μπακούνιν και οι φιλοσοφικές ανησυχίες έβρισκαν την ευτυχή τους διέξοδο στο λεξικό των Μ. Ρόζενταλ - Π. Γιουντίν με αποκορύφωμα τις λογοτεχνικές αναγνωστικές delicatessen του Μαρκησίου ντε Σαντ ως καταραμένη εκδοχή στον απαρχαιωμένο κλασικισμό, τη σκυτάλη ανέλαβε η τηλεόραση. Από την αειθαλή Μενεγάκη, η οποία σήκωσε στους αλαβάστρινους ώμους της το καθήκον της διαμόρφωσης του αισθητήριου της μέσης Ελληνίδας και γνωστών στρατηγικών θεωρητικών, όπως ο Καρανίκας, έως τον «παρεξηγημένο» Κωστόπουλο, που ανέλαβε να οδηγήσει δυο… Κλικ παραπέρα την καταπιεσμένη τεστοστερόνη των ανδρών, διακηρύσσοντας τις δέκα εντολές για ένα καλό πήδημα, μαγειρεύτηκε η μεταπολιτευτική βλαχομπαρόκ σαπουνόπερα με την οποία πορευόμαστε σήμερα ως πεπτωκότες βασιλείς. 

Παράλληλα δεν αναπτύχθηκε κανένας μηχανισμός άμυνας, κανένας αντίλογος στην επέλαση της χυδαιότητας, καμιά αντιβίωση στην εξαπλωμένη επιδημία των σκουπιδιών. Η διαρροϊκή ευκολία της αποθέωσης κάθε τυχάρπαστου και η αισθητοποίηση της κακογουστιάς δεν σήκωνε αντίλογο. Κάθε απόπειρα αντικρουόταν σφόδρα και με τελεσίδικες ψυχολογικές αποτιμήσεις: κομπλεξικός, αγάμητος, αποτυχημένος. Η επιτυχία που αναγνωριζόταν ήταν μετρήσιμη. Από τα ευπώλητα μέχρι τις τηλεθεάσεις και τα διάφορα sold out, οι αριθμοί δικαίωναν το περιεχόμενο.

Κάθε πολιτισμική δραστηριότητα για να γίνει αποδεκτή έπρεπε να αναγνωριστεί από κομματικά ιερατεία, να διαθέτει «προοδευτικά» διαπιστευτήρια και κυρίως να επικοινωνείται από μια τηλεοπτική μούρη. Η εικόνα αρκούσε, τα υπόλοιπα περίσσευαν εκκωφαντικά. Η παντελής απουσία κριτικής σκέψης και καλλιέργειας δημιούργησε ιερά τέρατα υπεράνω κάθε κριτικής αποτίμησης. Ποιος νοιάστηκε σοβαρά σε θεσμικό επίπεδο για την τεράστια αποξένωσή μας από τη γλωσσική μας παράδοση, που μας συνδέει με τον Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη, τον Ροΐδη και τον Βιζυηνό; Ποιο πανεπιστήμιο καλλιέργησε την κριτική σκέψη; Ποιος θα καταφέρει να δώσει κύρος στα κάθε είδους βραβεία ώστε να μην αφορούν αποκλειστικά το βιογραφικό του βραβευμένου, αλλά να προσθέτουν την ψήφο τους στην κάλπη της κοινωνίας όταν ακόμα και οι λογοτεχνικές κριτικές είναι προϊόν συναλλαγής, γνωριμιών και ισορροπιών; 

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1999 στις 14-12-2017



18/12/2017