Η Μάχη του Βερντέν.
Από τις σημαντικότερες πολεμικές αναμετρήσεις του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, με μεγάλη διάρκεια (21 Φεβρουαρίου – 18 Δεκεμβρίου 1916) και πολύ αίμα. Αντιμέτωπες τέθηκαν, για μια ακόμη φορά, οι στρατιωτικές δυνάμεις της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Το Βερντέν είναι μία πόλη της βορειοανατολικής Γαλλίας στις όχθες του ποταμού Μόζα ή Μεύση (Μeuse). Βρίσκεται σε στρατηγική θέση από την εποχή κιόλας του Αττίλα, ο οποίος απέτυχε να την κατακτήσει. Ελέγχει τη βόρεια είσοδο της πεδιάδας της Καμπανίας, που οδηγεί κατευθείαν στο Παρίσι. Γι' αυτό και οι Γάλλοι είχαν φροντίσει να κατασκευάσουν οχυρωματικά έργα σε μεγάλη έκταση.
Στα τέλη του 1915 οι πολεμικές επιχειρήσεις στο Δυτικό Μέτωπο είχαν βαλτώσει. Τη γερμανική προέλαση του 1914 διαδέχθηκε ο πόλεμος των χαρακωμάτων. Ο αρχηγός του Γερμανικού Επιτελείου, Έριχ φον Φαλκενχάιν, πίστευε ότι μια μαζική επίθεση του στρατού του θα προκαλούσε μεγάλες απώλειες στους Γάλλους και θα ανέτρεπε την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Διάλεξε το Βερντέν, που ήταν απομονωμένο από τα τρία σημεία του ορίζοντα, με μικρές δυνατότητες υποχώρησης και μόνο μία οδό ανεφοδιασμού για τους Γάλλους. Επιπλέον, σε μια ενδεχόμενη νίκη του, ο δρόμος για το Παρίσι θα ήταν ανοικτός.
Η επιχείρηση σχεδιάστηκε με μεγάλη μυστικότητα, αλλά διέρρευσε στους Γάλλους, λίγες μέρες πριν από την έναρξή της, που καθυστέρησε εξαιτίας του κακού καιρού. Έτσι, οι Γάλλοι πρόφτασαν να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους στο Βερντέν με δύο μεραρχίες και ανέβασαν τις δυνάμεις τους στους 30.000 άνδρες. Η επίθεση των Γερμανών άρχισε στις 7 το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου 1916 με σφοδρό κανονιοβολισμό των γαλλικών θέσεων. Υπολογίστηκε ότι μέχρι το απόγευμα ρίχτηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο βόμβες.
Ακολούθησε επίθεση από τρία σώματα στρατού, συνολικής δυνάμεως 150.000 ανδρών. Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά φλογοβόλα όπλα για να «καθαρίσουν» τα γαλλικά χαρακώματα, αλλά και χημικά αέρια. Δύο μέρες αργότερα είχαν προελάσει 7 χιλιόμετρα μέσα στις εχθρικές γραμμές, ενώ στις 25 Φεβρουαρίου κατέλαβαν το Φορ Ντουαμόν, ένα σπουδαίο κρίκο στην οχυρωματική αλυσίδα του Βερντέν.
Η κατάσταση έγινε απελπιστική για τους Γάλλους. Τους έσωσαν, όμως, οι ενισχύσεις υπό τον στρατηγό Πετέν, που κατόρθωσε να σταθεροποιήσει το μέτωπο. Οι έντονες χιονοπτώσεις και η αριθμητική ισορροπία οδήγησαν τη μάχη σε στασιμότητα και τέλμα, γνώριμο στοιχείο των επιχειρήσεων στο Δυτικό Μέτωπο. Στις μάχες του Βερντέν έλαβε μέρος και ένας νεαρός λοχαγός, ο Σαρλ Ντε Γκολ (μετέπειτα Πρόεδρος της Γαλλίας), ο οποίος πιάστηκε αιχμάλωτος.
Τον Μάιο ο Πετέν πήρε προαγωγή και παραχώρησε τη θέση του στον Ρομπέρ Νιβέλ, ένα στρατηγό με επιθετικό πνεύμα και αποφασιστικότητα. Σε αυτόν αποδίδεται η φράση «Δεν θα περάσουν» («Ils ne passeront pas»), που έγινε δημοφιλής αργότερα σε 1916 οι γερμανικές δυνάμεις αποδυναμώθηκαν, όταν οι Αγγλογάλλοι άνοιξαν νέο μέτωπο βόρεια στη Σομ και το φθινόπωρο ήταν εξουθενωμένες από τις μεγάλες απώλειες. Τη μεγάλη ευκαιρία εκμεταλλεύτηκε ο Νιβέλ και στις 21 Οκτωβρίου εκδήλωσε την αντεπίθεσή του. Μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 1916 οι Γερμανοί είχαν απωθηθεί στις θέσεις που κατείχαν στις 21 Φεβρουαρίου, όταν ξεκίνησαν τη μάχη.
Το Βερντέν έγινε σύμβολο της γαλλικής αποφασιστικότητα,ς με τρομακτικό κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Οι Γάλλοι στην «Κιμαδομηχανή του Βερντέν» έχασαν 378.000 άνδρες (163.000 νεκροί και 215.000 τραυματίες) και οι Γερμανοί 330.000 (143.000 νεκροί και 187.000 τραυματίες). Η αντοχή και η αποτελεσματικότητα των οχυρώσεων στο Βερντέν οδήγησε τους Γάλλους στην κατασκευή της περίφημης Γραμμής Μαζινό, η οποία αποδείχθηκε εντελώς ανεπαρκής για τις συνθήκες του Β' Παγκοσμίου Πόλεμου.
18/12/2017