Η Τουρκία μετατρέπεται σε μαφιόζικο κράτος; Η υπόθεση του Reza Zarrab και η άνοδος του οργανωμένου εγκλήματος.


 Η έξαρση των παράνομων δραστηριοτήτων στην Τουρκία συνδέεται με τον Ερντογάν και την κυβέρνησή του. Γενικά δεν κατάφεραν να επιδείξουν αποφασιστικότητα ή διάθεση επείγοντος απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις. Αλλά, εκτός από την αμέλειά της, η τουρκική κυβέρνηση φαίνεται να εμπλέκεται άμεσα σε εγκληματικές δραστηριότητες.

Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, στην τελετή που σηματοδοτεί την επέτειο του θανάτου του Ατατούρκ, στην Άγκυρα, στις 10 Νοεμβρίου 2017. UMIT BEKTAS / REUTERS 

Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, χαμηλά στο Μανχάταν, ξεκίνησε η δίκη για τον Τουρκο-ιρανό επιχειρηματία Reza Zarrab. Ο Ζαράμπ, ο οποίος έχει στενούς δεσμούς με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, φέρεται να είχε βάλει σε εφαρμογή ένα περίπλοκο σχέδιο «χρυσού-για-πετρέλαιο» για να παρακάμψει τις διεθνείς κυρώσεις εναντίον του Ιράν, ενδεχομένως με την βοήθεια συγγενών και συμμάχων μερικών υπουργών της τουρκικής κυβέρνησης. (Αμερικανοί αξιωματούχοι συνέλαβαν τον Zarrab τον Μάρτιο του 2016 ενώ έκανε διακοπές στο Μαϊάμι, στην Φλόριντα). Όμως, σύντομα μετά την έναρξη των διαδικασιών, οι κατηγορίες απορρίφθηκαν και την Τετάρτη [στο δικαστήριο] ο Zarrab κατέλαβε την θέση του μάρτυρα, κάνοντας καταδικαστικούς ισχυρισμούς ότι είχε δωροδοκήσει έναν υπουργό Οικονομίας ως μέρος του σχεδίου παράκαμψης των κυρώσεων. Ολόκληρη η υπόθεση, η οποία θα μπορούσε να εμπλέξει τον Ερντογάν, έβαλε τον Τούρκο ηγέτη σε μεγάλα άγχη και ξέσπασε εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών, επικρίνοντάς τις ότι έπεσαν θύμα μιας περίτεχνης συνωμοσίας για να ταπεινωθεί το τουρκικό καθεστώς. Ο πραγματικός ένοχος που διεξήγαγε την έρευνα, όπως επέμεινε, είναι ο Fethullah Gulen, ο πνευματικός ηγέτης του εξέχοντος κινήματος Hizmet (ή Γκιουλενισμός) που ζει στην εξορία, στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ, και που ο Ερντογάν ισχυρίζεται ότι ενορχήστρωσε το εναντίον του πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016.

Η περίφημη υπόθεση Zarrab είναι μόνο ένα παράδειγμα μιας ευρύτερης τάσης στην Τουρκία: Της αναζωπύρωσης του οργανωμένου εγκλήματος. Κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, σημειώθηκε μια δραματική επέκταση της παράνομης εμπορίας και του λαθρεμπορίου σε ολόκληρη την χώρα. Μέρος της αύξησης έχει να κάνει με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου στην Συρία το 2011 και την επιδείνωση της κατάστασης των εσωτερικών υποθέσεων του Ιράκ μετά την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους (ή ISIS) το 2014. Η αστάθεια προκάλεσε έκρηξη της παράνομης δραστηριότητας στα νότια σύνορα της Τουρκίας. Για παράδειγμα, ο κύριος αντιτρομοκρατικός κλάδος της χώρας, το Τμήμα Καταπολέμησης του Λαθρεμπορίου και του Οργανωμένου Εγκλήματος (γνωστό ως ΚΟΜ), πραγματοποίησε το 2009 περίπου 800 κτυπήματα που σχετίζονται με το παράνομο εμπόριο πετρελαίου, αλλά μέχρι το 2014 ο συνολικός αριθμός τέτοιων επιχειρήσεων έκανε άλμα στις σχεδόν 5.000. Το 2014, περισσότεροι από 8.000 άνθρωποι τέθηκαν υπό κράτηση με την κατηγορία του λαθρεμπορίου ηρωίνης, αριθμός διπλάσιος από το 2009 και πενταπλάσιος από το 2001.

Η έξαρση των παράνομων δραστηριοτήτων στην Τουρκία συνδέεται επίσης με τον Ερντογάν και την κυβέρνησή του. Γενικά δεν κατάφεραν να επιδείξουν αποφασιστικότητα ή διάθεση επείγοντος απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι ήταν εντυπωσιακά σιωπηλοί σχετικά με την αύξηση του λαθρεμπορίου. Και η Άγκυρα έχει αντισταθεί από καιρό στις διεθνείς εκκλήσεις για την σφράγιση των συριακών συνόρων παρά τον μεγάλο αριθμό αλλοδαπών μαχητών που τα διασχίζουν από την τουρκική επικράτεια. Ήταν μόνο μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Συρία τον Αύγουστο του 2016, που η κυβέρνηση ξεκίνησε την κατασκευή ενός συνοριακού τείχους 560 μιλίων κατά μήκος των συριακών συνόρων. Πρόσφατες συλλήψεις και κατασχέσεις, συμπεριλαμβανομένης της ανακάλυψης 100 τόνων λαθρεμπορικού πετρελαίου τον Μάρτιο, συνέβησαν μόνο λόγω της αυξημένης διεθνούς πίεσης στον απόηχο των ειδήσεων σχετικά με το αχαλίνωτο λαθρεμπόριο πετρελαίου και με άλλες παράνομες δραστηριότητες μεταξύ της Τουρκίας και του ελεγχόμενου από το ISIS εδάφους.

Εκτός από την αμέλειά της, η τουρκική κυβέρνηση φαίνεται να εμπλέκεται άμεσα σε εγκληματικές δραστηριότητες. Οι πιο καταδικαστικές ενδείξεις προέκυψαν τον Δεκέμβριο του 2013 όταν οι Τούρκοι εισαγγελείς συνέλαβαν τον Zarrab και τους γιους τεσσάρων εξεχόντων υπουργών του κυβερνώντος κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) με κατηγορίες περί ξεπλύματος βρόμικου χρήματος, παράκαμψης των κυρώσεων και δωροδοκίας. Ο Ερντογάν, ο οποίος ήταν τότε πρωθυπουργός, βοήθησε την ίδρυση του κόμματος το 2001 και έχει στενούς δεσμούς με τους υπουργούς. Παρόλο που η έρευνα προκάλεσε την παραίτηση πολλών υπουργών του ΑΚΡ, ο Ερντογάν δημοσίως ξιφούλκησε εναντίον αξιωματούχων του ΚΟΜ και άλλων Υπηρεσιών [κατηγορώντας τους για το] ότι συνωμότησαν για αυτό που θεωρούσε ως ένα «δικαστικό πραξικόπημα». Κατηγόρησε τον Γκιουλέν, χαρακτηρίζοντας την έρευνα ως πράξη εκδίκησης από πολλούς υποστηρικτές του Γκιουλέν στην Τουρκία, αφού είχε επικρίνει το κίνημα νωρίτερα το φθινόπωρο. Τον Ιανουάριο του 2014, αφότου ο Ερντογάν ανέλαβε την προεδρία, απέλυσε ή μετέθεσε μόνιμα χιλιάδες αξιωματικούς και άλλους υπαλλήλους του ΚΟΜ. Έναν μήνα αργότερα, απελευθέρωσε τον Zarrab από την φυλακή και η υπόθεση έκλεισε.

Σε μια άλλη ανησυχητική ένδειξη, τον Απρίλιο του 2015, η τουρκική κυβέρνηση κατάργησε τα όρια για την δήλωση της ποσότητας συναλλάγματος που οι ταξιδιώτες είχαν το δικαίωμα να φέρουν στην χώρα, φαινομενικά για να ενθαρρύνει τις ξένες επενδύσεις. Η κίνηση αυτή δημιούργησε ανησυχίες μεταξύ διεθνών παρατηρητηρίων όπως η Financial Action Task Force, η οποία από καιρό πίεζε την Τουρκία να ενισχύσει τους νόμους της κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Επιπλέον, τον Μάρτιο του 2016, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ δημοσίευσε μια έκθεση [1] σχετικά με την διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα των Τούρκων αξιωματικών και των δικαστηρίων που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα της χώρας, προχωρώντας μέχρι του σημείου να αποκαλέσουν τους μηχανισμούς της Τουρκίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες «ασθενείς και μη διαθέτοντες πολλά από τα απαραίτητα εργαλεία και την εξειδίκευση για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά [την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας]». Μόλις ένα μήνα πριν από την έκδοση της έκθεσης του Υπουργείου Εξωτερικών, Ιταλοί εισαγγελείς ξεκίνησαν έρευνα για τον μεγαλύτερο γιο του Ερντογάν, Μπιλάλ, μετά από υποψίες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Παρόλο που ο έλεγχος ακολούθως εγκαταλείφθηκε και οι κατηγορίες απορρίφθηκαν, οι νομικές δυσκολίες του Bilal Erdogan εμφανίστηκαν να απηχούν τις ποινικές διαδικασίες που είχαν μαστίσει τους συνεργάτες του πατέρα του το 2013.

Το κοινό ήταν δικαίως εξοργισμένο από αυτά τα γεγονότα, αλλά η οργή του εξασθένησε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 2016 και τις μαζικές εκκαθαρίσεις και συλλήψεις που ακολούθησαν. Η άμεση και άκαμπτη εμμονή του Ερντογάν σχετικά με τον ρόλο του Γκιουλέν στο πραξικόπημα, οδήγησε το μεγαλύτερο μέρος των ΜΜΕ της Τουρκίας καθώς και πολλών πολιτών, να δουν τους ισχυρισμούς δωροδοκίας και διαφθοράς του 2013 με πολύ πιο επιφυλακτικούς όρους. Οι ισχυρισμοί του κράτους ότι το ΚΟΜ ήταν συνένοχο στο πραξικόπημα οδήγησαν το κοινό να υποθέσει ότι άλλες ποινικές έρευνες ήταν σκόπιμες προσπάθειες γκιουλενιστών αξιωματούχων να υπονομεύσουν την τουρκική κυβέρνηση. Ήταν υπό αυτά τα προσχήματα που το 2014, ένας Τούρκος δικαστής ανέτρεψε προηγούμενες ποινές για τον περιβόητο αφεντικό της μαφίας, Sedat Peker, τον οποίο οι δεξιές πολιτικές [πεποιθήσεις] του τον οδήγησαν γρήγορα στην τροχιά του Ερντογάν. Αργότερα, φιλο-κυβερνητικές εφημερίδες άρχισαν να κυκλοφορούν εικόνες του Ερντογάν να αγκαλιάζει τον Πεκέρ στον γάμο ενός εξέχοντος οπαδού του ΑΚΡ και διαμορφωτή της κοινής γνώμης. Τέτοιες εικόνες συνέβαλαν πάρα πολύ στην δημόσια εντύπωση ότι η Τουρκία μετατρεπόταν σε de facto κράτος μαφίας.

Αντί να καταπολεμήσουν το πραγματικό έγκλημα, οι Τούρκοι αξιωματούχοι και οι σύμμαχοί τους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν φθάσει να σκιαγραφήσουν το FETO ή Fethullahist Terror Organization («Οργανισμό Τρομοκρατίας των Φετουλαχιστών»), το προτιμώμενο ακρωνύμιο του κράτους για την συνωμοσία των γκιουλενιστών, ως μια από τις κύριες πηγές οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων στην Τουρκία σήμερα. Ο Ερντογάν έχει εκδιώξει ή συλλάβει χιλιάδες υπαλλήλους του ΚΟΜ και άλλων φορέων επιβολής του νόμου. Οι αξιωματικοί που παραμένουν στην κρατική υπηρεσία έχουν ολοένα και μεγαλύτερη αποστολή να κυνηγούν τους γκιουλενιστές και τους υποτιθέμενους συμμάχους τους. Σύμφωνα με τις στατιστικές του KOM για το 2016, το 78% των ατόμων που συνελήφθησαν με κατηγορίες δωροδοκίας ή διαφθοράς θεωρούνταν μέλη του FETO.

Εν τω μεταξύ, άλλες στατιστικές του περσινού έτους υποδηλώνουν ότι οι έρευνες για το πιο συμβατικό οργανωμένο έγκλημα έχουν μειωθεί δραματικά. Μια πιθανή εξήγηση για αυτή την μείωση θα μπορούσε να είναι η ταχεία ανασύσταση των Υπηρεσιών της τουρκικής επιβολής του νόμου μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016. Προκειμένου να επαναστελεχωθούν οι τάξεις των υπηρεσιών ασφαλείας, η Άγκυρα μείωσε τα βασικά εκπαιδευτικά πρότυπα για την πρόσληψη αστυνομικών. Νέα αστυνομικοί έχουν ορκιστεί χωρίς επαρκή εκπαίδευση ή έλεγχο, δημιουργώντας αμφιβολίες για την ικανότητα και τον επαγγελματισμό των αξιωματικών οι οποίοι έχουν διοριστεί στο ΚΟΜ και την Τουρκική Εθνική Αστυνομία. «Οι τουρκικές Υπηρεσίες επιβολής του νόμου», σύμφωνα με έναν πρώην αξιωματούχο, «έχουν βαθιά τραυματιστεί και απογοητευθεί ως αποτέλεσμα των εκκαθαρίσεων. Η θεσμική μνήμη, η εμπειρία και πολλές άλλες ικανότητες, έχουν χαθεί».

Οι συνέπειες της σταθερής διολίσθησης της Τουρκίας στην ανομία παίρνουν πιο δυσοίωνες αποχρώσεις όταν κάποιος εξετάζει την σημασία του οργανωμένου εγκλήματος στο πρόσφατο παρελθόν της χώρας. Η γεωγραφική θέση της Τουρκίας από καιρό την έχει καταστήσει έναν κόμβο παράνομων αγαθών μεταξύ της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Η αυξανόμενη παρακμή του κράτους δικαίου στην χώρα πιθανότατα θα ενθαρρύνει περαιτέρω την παράνομη διακίνηση στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, οδηγώντας σε αύξηση του εμπορίου ναρκωτικών, όπλων και παράνομων κεφαλαίων, καθώς και των μεταναστών. Η άσχημη κατάσταση των σχέσεων μεταξύ Βρυξελλών και Άγκυρας μπορεί να σημαίνει ότι θα υποφέρει η συνεργασία και ο συντονισμός σε αυτά τα σοβαρά θέματα ασφάλειας. Λαμβάνοντας υπόψη την προθυμία του Ερντογάν να απειλεί την Ευρώπη με απεριόριστες ροές προσφύγων από τα σύνορα της Τουρκίας, είναι πιθανό οι Ευρωπαίοι πολιτικοί να έχουν λίγη δύναμη για να πιέσουν τους Τούρκους ηγέτες να ασχοληθούν σοβαρότερα με τα θέματα του οργανωμένου εγκλήματος.

Όσον αφορά την σχέση της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Τουρκία ήταν κάποτε αξιόπιστος εταίρος στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος. Αυτό ίσως να μην συμβαίνει πια. Υπό το πρίσμα των βαθιών διαφωνιών σχετικά με τις πολιτικές επιλογές στην Συρία, φαίνεται πιθανό ότι οι αμερικανο-τουρκικές σχέσεις βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο τους εδώ και δεκαετίες. Καθώς ο κατάλογος των συμμάχων του Ερντογάν γίνεται μικρότερος, αυτός και το AKP θα συνεχίσουν σίγουρα να σκιαγραφούν κάθε αντιληπτή πράξη πίεσης των ΗΠΑ ως ανεπιθύμητη και ανατρεπτική. Ίσως να μην υπάρχει τίποτα που η Ουάσινγκτον ή οι Βρυξέλλες μπορούν να προσφέρουν στην Άγκυρα για να γεφυρωθεί το αυξανόμενο χάσμα που τους χωρίζει. Οι Δυτικοί πολιτικοί θα ήταν καλό να αρχίσουν να σχεδιάζουν ανάλογα. Αντί να εναποθέσουν τις ελπίδες τους σε μια μελλοντική συνεργασία, ίσως βρουν ότι είναι καλύτερο να διατυπώσουν στρατηγικές που μονώνουν και προστατεύουν τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους από τους πιθανούς κινδύνους που θέτει ένα όλο και πιο διεφθαρμένο τουρκικό κράτος.

Ryan Gingeras,
 αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Εθνικής Ασφάλειας στη Ναυτική Μεταπτυχιακή Σχολή στο Monterey της Καλιφόρνια. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο ''Fall of the Sultanate: The Great War and the End of the Ottoman Empire''.

 3/12/2017

Στα αγγλικά: 

Σύνδεσμοι: