Από τις Σέβρες στη Λωζάννη κι από τη Λωζάννη στα χάλια μας…
Στη Δύση ο πόλεμος είχε λήξει το 1918 και δύο χρόνια αργότερα υπογράφηκε η Συνθήκη των Σεβρών, τον Αύγουστο του 1920, φέρνοντας την ειρήνη ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις Συμμαχικές Δυνάμεις.
Με τη συνθήκη αυτή, η Οθωμανική Αυτοκρατορία υποχρεωνόταν να παραδώσει την κυριαρχία της Μεσοποταμίας (Ιράκ), της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας στη Βρετανία ως προτεκτοράτα της Κοινωνίας των Εθνών, τη Συρία και τον Λίβανο στη Γαλλία επίσης ως προτεκτοράτα και να τοποθετήσει την Ανατολία στη σφαίρα επιρροής της Ιταλίας. Η Χετζάζ (μέρος της σημερινής Σαουδικής Αραβίας), το Κουρδιστάν και η Αρμενία θα γίνονταν ανεξάρτητα κράτη. Ταυτόχρονα, όμως, μετά λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι εξελίξεις και οι μεταβολές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν ως αποτέλεσμα την επικράτηση του κινήματος των Νεότουρκων, οι οποίοι υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ δεν αποδέχτηκαν τους ταπεινωτικούς όρους της ειρήνης.
Η χώρα αυτή δεν βάζει ποτέ μυαλό
Να θυμίσουμε ότι, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Σεβρών, παραχωρούνταν στην Ελλάδα τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος και η Ανατολική Θράκη μέχρι τη γραμμή της Τσατάλτζας κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Η περιοχή της Σμύρνης έμενε υπό την ονομαστική επικυριαρχία του σουλτάνου, αλλά θα διοικείτο από Έλληνα αρμοστή ως εντολοδόχο των Συμμάχων, και θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα ύστερα από πέντε χρόνια με δημοψήφισμα. Η συμφωνία αυτή περιείχε επίσης το άρθρο 26 της Συνθήκης που όριζε ότι αν οι οθωμανικές αρχές δεν συναινούσαν στην εφαρμογή της, θα εξέπιπτε από την κυριαρχία τους η Κωνσταντινούπολη, την οποία θα μπορούσε να καταλάβει η Ελλάδα, κάτι το οποίο έντεχνα είχε προωθήσει ο Βενιζέλος.
Παράλληλα, η Βόρεια Ήπειρος ενσωματωνόταν στην Ελλάδα με το μυστικό Σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι. Η Ιταλία συμφώνησε ακόμα να παραχωρήσει τα Δωδεκάνησα (εκτός από τη Ρόδο και το Καστελλόριζο) στην Ελλάδα, και όταν η Βρετανία θα έδινε στο μέλλον την Κύπρο στην Ελλάδα, τότε (έπειτα από δημοψήφισμα) θα παραχωρούνταν και αυτά τα νησιά (η συμφωνία ακυρώθηκε αργότερα από την Ιταλία το 1922).
Η επικύρωση της Συνθήκης δεν έγινε από κανένα συμμαχικό κοινοβούλιο (ούτε από το ελληνικό), καθώς μετά την επαναφορά του Κωνσταντίνου στον ελληνικό θρόνο διαταράχθηκαν οι σχέσεις με τις συμμαχικές δυνάμεις, οι οποίες ποτέ δεν τον αναγνώρισαν ως αρχηγό του ελληνικού κράτους. Προφανώς και η Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση απέφυγε να αναγνωρίσει ή να επικυρώσει την Συνθήκη των Σεβρών.
Έτσι οι Έλληνες που είχαν αποβιβαστεί στη Σμύρνη αντιμετωπίστηκαν ως εισβολείς και ο αρχηγός των εθνικιστών Κεμάλ Ατατούρκ κήρυξε απελευθερωτικό αγώνα τον οποίο και κέρδισε. Στις 11 Οκτωβρίου του 1922 στα Μουδανιά υπογράφτηκε από τους εκπροσώπους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας και από τον Ισμέτ Πασά, γνωστότερό μας ως Ινονού, ανακωχή στην οποία η Ελλάδα προσχώρησε στις 14 Οκτωβρίου. Λίγες μέρες αργότερα, την 1η Νοεμβρίου, ο Κεμάλ κατέλυσε το σουλτανάτο εκθρονίζοντας τον Μεχμέτ ΣΤ’. Από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε γεννηθεί το νέο τουρκικό κράτος. Το νέο αυτό κράτος δεν δεσμευόταν από τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών, τους οποίους και επεδίωξε να ακυρώσει. Θα ήταν άραγε υπερβολή αν προσθέταμε ότι αυτό έγινε με την αμέριστη βοήθειά μας;
Προς τη Συνθήκη της Λωζάννης
Η συνδιάσκεψη της Λωζάννης συνήλθε με πρωτοβουλία της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Οι εργασίες της διήρκεσαν από τις 20 Νοεμβρίου του 1922 ώς και τις 24 Ιουλίου του 1923. Οι χώρες αυτές προσκάλεσαν για να συμμετάσχουν, επίσης, την Ιαπωνία, τη Ρουμανία, τη Νοτιοσλαβία, την Ελλάδα και την Τουρκία. Εκεί, εκτός από τα ζητήματα ειρήνης και διαμόρφωσης των συνόρων, περιλήφθηκαν θέματα σχετικά με τη ναυσιπλοΐα στα Δαρδανέλια και το οθωμανικό χρέος. Στις συζητήσεις για τα Στενά κλήθηκαν και οι χώρες που είχαν άμεση σχέση και ενδιαφέρον, μεταξύ των οποίων και η Σοβιετική Ένωση. Οι ΗΠΑ, των οποίων η συμβολή στη νίκη ήταν τεράστια, συμμετείχαν αρχικά με έναν παρατηρητή, τον οποίο αργότερα αντικατέστησε ο Αμερικανός πρέσβης της Βέρνης. Επικεφαλής της ελληνικής πλευράς ανέλαβε ο πρώην πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος μαζί με τον φίλο και συνεργάτη του Δημήτριο Κακλαμάνο, πρεσβευτή της Ελλάδας στο Λονδίνο. «Εφθάσαμε στη Λωζάννη», γράφει ο διπλωμάτης Δημήτριος Κακλαμάνος, «μίαν ομιχλώδη μελαγχολικήν αυγήν του φθινοπώρου, όλοι εμείς, οι συνοδεύοντες τον μαρτυρικόν ήρωα εις τον διπλωματικόν Γολγοθά, είχαμε το πένθος εις την ψυχήν. Αλλά διαισθανόμεθα ότι την καρδίαν εκείνου συνέθλιβε διπλή οδύνη. Η οδύνη της πατρίδος και η οδύνη του δημιουργού που βλέπει το δημιούργημά του σωριασμένον εις ερείπια…».
Το μεγαλεπήβολο εθνικό οικοδόμημα της Συνθήκης των Σεβρών, «η Ελλάς των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών», είχε καταρρεύσει. Η νέα συνδιάσκεψη θα αναθεωρούσε την προαναφερόμενη Συνθήκη. Ο Βενιζέλος θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία της πατρίδας, έχοντας απέναντί του τα «ιερά τέρατα» του διεθνούς πολιτικού στίβου, τον Γάλλο πρωθυπουργό Πουανκαρέ, τον Άγγλο υπουργό Εξωτερικών λόρδο Κώρζον, τον εκπρόσωπο της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού, αντιπροσώπους Ρουμανίας, Σερβίας, Ιαπωνίας κ.ά.
Τουρκική προκλητικότητα
Η τουρκική αντιπροσωπεία με τον Ινονού προσήλθε στη συνδιάσκεψη με την υπεροψία του νικητή και τη γνωστή τουρκική προκλητικότητα. Από την αρχή, η τουρκική αντιπροσωπεία ακολούθησε αδιάλλακτη και παρελκυστική πολιτική, που προκάλεσε την επέμβαση του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος παρατήρησε με το εθνικό του φλέγμα ότι οι Τούρκοι προσήλθαν «ως να ήσαν κατακτητές του κόσμου». Στη συνέχεια, ο Ινονού απαίτησε επιτακτικά να δοθεί στην Τουρκία εναλλάξ η προεδρία ή αλλιώς να διοριστεί Τούρκος γενικός γραμματέας. Οι τουρκικές απαιτήσεις προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις και δυσλειτουργίες, καθώς σε όλα σχεδόν τα ζητήματα προέβαλλαν απαράδεκτες αξιώσεις που δεν ήταν δυνατόν να γίνουν αποδεκτές. Η στάση τους αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση του λόρδου Κώρζον, ο οποίος μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε προτίμησε να επιβάλει τη διακοπή των εργασιών τον Φεβρουάριο του 1923.
Ύστερα από αυτή τη διακοπή, οι εργασίες συνεχίστηκαν στις 23 Απριλίου για να ολοκληρωθούν στις 23 Ιουλίου. Την επόμενη μέρα τελικά υπογράφτηκε από όλους τους αντιπροσώπους στη μεγάλη αίθουσα του Palais de Rumine του Πανεπιστημίου της Λωζάννης η συνθήκη που έλαβε, ως είθισται, το όνομα της πόλης που διεξήχθησαν οι εργασίες. Την κύρια συνθήκη συνοδεύουν ως προσαρτήματα πέντε ειδικές συμβάσεις, τέσσερεις δηλώσεις, έξι πρωτόκολλα, μια συμφωνία, μια τελική πράξη και διάφορες επεξηγηματικές επιστολές. Η συνθήκη περιλάμβανε συνολικά 143 άρθρα.
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 2002 στις 04-01-2018
ΞΕΝΟΦΩΝ Α. ΜΠΡΟΥΝΤΖAΚΗΣ
10/1/2018