Κάλαντα (σε έναν βυζαντινό κήπο).


Αχάραγα λένε οι σκιές τα κάλαντα. Καθότι μόλις χαράξει θωρούν τον τόπο γύρω τους, κρανίου τόπο και τρομάζουν – τροχάδην απέρχονται τότε οι ίσκιοι και επιστρέφουν στη λήθη. Άλλωστε τα ενδημούντα και κατέχοντα τη γη κρανία, ούτε ενθυμούνται, ούτε χαμπαριάζουν από σκιές. Κι
έτσι, σαν χαράξει, τα κάλαντα ενδύονται τις παιδικές φωνές για να ειπωθούν, διότι μόνον μάτια αθώα παιδικά βλέπουν όμορφη να ’ρχεται τη νέα χρονιά, με χρώματα, αύρες και μουσικές που έχουν καταγωγή από τα παραμύθια.
Αηδόνι. Άδω. Ωδή. Οι σκιές δεν ενσαρκώνονται πια – ίσως έτσι να ήταν σε όλες τις εποχές, όμως σε κάποιους καιρούς φτιαγμένους από κλούβια αυγά και αγιογδύτες, οι ίσκιοι δεν ακούνε πλέον ούτε τις προσευχές στους ποιητές. Φεύγουν κι αποφεύγουν, εις μάτην καλείς, κι ευσπλαχνικό αντίλαλο μόνον σου στέλνουν «τον λύκο, τον αητό και τον αστρίτη». Δύσκολο όμως να μυρωθείς με τέτοια δώρα, χρειάζεται να ξέρεις από «άροτρο κι από σπαθί». Αλλά εμείς,
οι πολλοί εμείς, αφήσαμε τα άροτρα ανυπεράσπιστα από σπαθιά και τα σπαθιά να μνέσκουν. Είναι τα όπλα οχληρά, δεν είναι ευχάριστα όπως οι διαφημίσεις. Είναι βαριά η καλογερική.
Στα φτερά των τζετ είναι πολλά τα G – άσε το έργο στους μουρλούς και στους αγγέλους, εμείς, οι πολλοί εμείς, είμαστε ασφαλείς στην τρύπα του φιδιού.
***
Η παιδική μας ηλικία – και πιθανώς η Ελλάδα – Ιφιγένεια στην Κολχίδα (και οι σαχλόμαγκες για ούζα στη Χαλκίδα). Κι από εκείνη την εποχή πριν από τη θυσία βλέπεις πάνω σε θραύσματα από αγγεία, τα κυριακάτικα κεντητά τραπεζομάντιλα που προσπαθούν να στολιστούν με ένα λικέρ για τις κυρίες
κι ένα τετράγωνο πακέτο από τσιγάρα για τους κυρίους, που σιγά σιγά αδειάζει, καθώς το απόγευμα περνά με τον Χριστό φωτογραφία στον τοίχο του επαρχιακού καφενείου, να βλέπει κι αυτός από την τηλεόραση το ματς.
Η εποχή έχει πάρει τις αποφάσεις της. Μένει να τις μάθουμε κι εμείς. Όλο και πιο σπάνια φτάνουν στα μέρη μας Αργοναύτες, όλο και λιγότερα νέα φέρνουν, όλο και λιγότερο ομιλούν. Κι εσύ μην αναζητάς τις σκιές να μάθεις προφητείες και να ζωστείς παραδείγματα, έχει ξημερώσει. Πιες καφέ και περίμενε τα παιδάκια να σου πουν τα κάλαντα. Προσπαθούν με τις φωνούλες τους και τις ματάρες τους να ξορκίσουν, χωρίς να το ξέρουν, τους λωποδύτες και τους σταυρωτήδες. Αηδόνι. Άδω. Ωδή. Και μου ψιθυρίζει στο αυτί, ο λύκος, ο αητός και ο αστρίτης μια ζωγραφιά για τις κυράδες που πήγαιναν επίσκεψη στον θεό σ’ ένα ξωκλήσι, μια γέννα κι έναν καλό λόγο – είναι όμορφη η ζωή σαν γυναικείο κορμί που παραθερίζει Αύγουστο στα θερισμένα στάχυα, το μέλι και το αψύ κρασί.
***
Κι αν πεινασμένη φυλάει η φρουρά κι αν πρόκειται να αποδεκατιστεί, μην περιφρονείς αυτούς που δεν καταλαβαίνουν, μην τους αφήνεις όμως και να νικάνε. Πολλές ζωές μετά τη δική μας ζωή, ίσκιοι και μεις, στον άχρονο χρόνοσαν τον εσωτερικό άνεμο που δεν βγαίνει μέσα απ’ τον κήπο, θα πνέουμε και θα αναπνέουμε…
Τά Πρασσεινάλογα!... του Στάθη
5/1/2018