Η Θεσσαλονίκη, ο Βησσαρίων και η «ήπια ισχύς».


Ο Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος ήταν ένας Έλληνας λόγιος του 15ου αιώνα και μια από τις σημαντικότερες μορφές του βυζαντινού και ιταλικού ουμανισμού. Υπήρξε μητροπολίτης Νίκαιας και αργότερα, στην προσπάθειά του να αποτρέψει την πλήρη κατάρρευση του Βυζαντίου, έγινε καρδινάλιος της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και επιχείρησε να κινητοποιήσει τη Δύση κατά των Οθωμανών.

Αν και, για διάφορους λόγους, στο πεδίο της πολιτικής και θρησκευτικής διπλωματίας απέτυχε, οι πολυσχιδείς πνευματικές δραστηριότητες του άσκησαν μεγάλη επιρροή και συνέβαλαν στη διαμόρφωση της μεταβατικής εποχής από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση.

Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453 βασική μέριμνά του υπήρξε η διάσωση της κλασσικής ελληνικής κληρονομιάς. Εκτός του ότι μετέφερε την προσωπική του βιβλιοθήκη στην Ιταλία, συνέχισε να αναζητά και να αγοράζει ελληνικά χειρόγραφα από τα κατακτημένα πρώην βυζαντινά εδάφη και να τα μεταφέρει στη νέα του πατρίδα. Έτσι δημιούργησε σταδιακά μια σπουδαία για την εποχή συλλογή, η οποία αποτέλεσε πνευματικό λίκνο.

Υπήρξε επίσης προστάτης των κατατρεγμένων Ελλήνων λογίων που κατέφθαναν στην Ιταλία. Μαζί τους ο Βησσαρίων δημιούργησε ένα σημαντικό δίκτυο διανοουμένων και δασκάλων, οι οποίοι, σε συνδυασμό με τη βιβλιοθήκη του, συνέβαλαν καθοριστικά στη διάσωση και διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στη χώρα αυτή και έριξαν τους σπόρους της ιταλικής και ευρύτερα της ευρωπαϊκής αναγέννησης. Η σπουδαία συλλογή του Βησσαρίωνα βρίσκεται στη Μαρκιανή βιβλιοθήκη της Βενετίας.

Βιβλιοθήκες και ήπια ισχύς

Οι βιβλιοθήκες έπαιξαν και συνεχίζουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη πόλεων και κρατών παρά τη μαζική χρήση ψηφιακών κειμένων. Αποτελούν πόλο έλξης για επαγγελματίες ερευνητές, συγγραφείς, διανοούμενους, φοιτητές, καλλιτέχνες και επιστήμονες, αλλά και για τους μη επαγγελματίες αναγνώστες. Συνιστούν βασικά εργαλεία δημιουργίας και άσκησης «ήπιας ισχύος».

Η ύπαρξη και λειτουργία μιας διεθνούς εμβέλειας βιβλιοθήκης σε μια πόλη, εκτός από τη συγκέντρωση ανθρώπων, την παραγωγή και ανταλλαγή ιδεών, την καινοτομία και τις αναζητήσεις που γονιμοποιεί,  συγκροτεί και ένα βαθιά ριζωμένο και μακροχρόνιας απόδοσης brand name για τη φιλοξενούσα πόλη. Εξαιρετικά σημαντικές βιβλιοθήκες, όπως για παράδειγμα η British Library στο Λονδίνο, η Library of Congress στην Ουάσιγκτον, η Bibliotheque Nationale de France στο Παρίσι, η New York Public Library στη Νέα Υόρκη, διαθέτουν συλλογές αρχείων και βιβλίων σε πολλές γλώσσες που κυμαίνονται από 36 έως 170 εκατομμύρια τόμους.

Αυτές οι πόλεις, λόγω και των συλλογών τους κάθε χρόνο δέχονται εκατομμύρια επισκέπτες από όλο τον κόσμο. Χωρίς την ύπαρξη των βιβλιοθηκών οι πόλεις αυτές και οι χώρες στις οποίες βρίσκονται θα ήταν πνευματικά και υλικά φτωχότερες και με μικρότερη διεθνή επιρροή.

Στην Ελλάδα ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, στο πλαίσιο της συγκρότησης εθνικού κράτους και έχοντας επίγνωση της σπουδαιότητας της πνευματικής παραγωγής για την οικονομική και πολιτική ανασυγκρότηση, άρχισε να υλοποιεί την ιδέα της δημιουργίας μιας εθνικής βιβλιοθήκης το 1829. Σχεδόν δύο αιώνες μετά την ίδρυσή της ως ανεξάρτητου κράτους η Ελλάδα κατάφερε να δημιουργήσει ένα αρκετά ικανοποιητικό σύστημα  ερευνητικών και δημόσιων βιβλιοθηκών. Αυτές, λόγω των ιστορικών συγκυριών και προτεραιοτήτων, εστιάζουν κυρίως στην ελληνική γραμματεία και κληρονομιά, παρέχοντας σημαντικές υπηρεσίες.

Οι αλλαγές που συντελούνται στο νέο αιώνα στην περιφέρειά μας, αλλά και παγκόσμια, ωθούν προς μια τροποποιημένη, περισσότερο κοσμοπολίτικη ανανοηματοδότηση της Ελλάδας και του ρόλου της. Παρόλες τις ιστορικές μεταμορφώσεις που βιώνουμε, την αύξηση της ανθρώπινης κινητικότητας και την αλληλεπίδραση ατόμων και πολιτισμών, δεν καταφέραμε μέχρι σήμερα να δημιουργήσουμε στη χώρα μας μια διεθνή βιβλιοθήκη που να ανταποκρίνεται στις νέες πραγματικότητες. Που να διαθέτει συλλογές εκατομμυρίων βιβλίων και άρθρων που θα περιλαμβάνουν τις πνευματικές παραδόσεις και τη σημερινή διανοητική παραγωγή άλλων λαών, σε όλους τους τομείς της επιστήμης, της τέχνης και της λογοτεχνίας.

Η στρατηγική θέση της Θεσσαλονίκης

Μια διεθνής βιβλιοθήκη με ιστορικές και σύγχρονες συλλογές στα ρωσικά, αραβικά, εβραϊκά, περσικά, ισπανικά, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, αλλά και σε γλώσσες των λαών της ανατολικής Ευρώπης, της παρευξείνιας ζώνης και της Μεσογείου, θα μπορούσε να αποτελέσει έναν πνευματικό φάρο που θα έλκει όλα τα δημιουργικά και ανήσυχα μυαλά της τεράστιας αυτής γεωγραφικής ζώνης.

Λόγω της στρατηγικής της θέσης, του ιστορικού και συμβολικού της φορτίου, αλλά και της ελκυστικής γεωμορφολογίας της, η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να δημιουργήσει και να φιλοξενεί μια τέτοιας εμβέλειας διεθνή βιβλιοθήκη. Σε συνδυασμό με εμπνευσμένες και δημιουργικές εκπαιδευτικές, εκδοτικές, πολιτιστικές και ερευνητικές πολιτικές, η πόλη μπορεί να μετατραπεί σε πόλο έλξης χιλιάδων ξένων φοιτητών, ερευνητών, συγγραφέων, επιστημόνων αλλά και καλλιτεχνών.

Κάποιοι εξ αυτών ίσως αποφάσιζαν να στήσουν εδώ τις ζωές τους, ενώ κάποιοι άλλοι θα επέστρεφαν πίσω στις πατρίδες τους με αρκετά καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας, νοοτροπίας και ιστορίας. Θα αποτελούσαν τους πολιτισμικούς πρεσβευτές της Ελλάδας, αλλά και τις νέες γέφυρες για την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με ελληνικές επιχειρήσεις και για την ενίσχυση της διακρατικής οικονομικής συνεργασίας.

Η δραστηριότητα που θα προκαλέσει η ύπαρξη μιας τέτοιας βιβλιοθήκης, σε συνδυασμό με τις ήδη υπάρχουσες ερευνητικές υποδομές της ευρύτερης περιοχής, θα επιφέρει εκδοτική αναγέννηση και πνευματική παραγωγή διεθνούς εμβέλειας. Η προστιθέμενη αξία που θα δημιουργήσει η άνοδος των υψηλού επιπέδου ανθρωπίνων ροών, της πνευματικής και εκδοτικής δραστηριότητας, γίνεται εύκολα κατανοητή. Έτσι η Θεσσαλονίκη θα καταστεί νέο κέντρο αναφοράς για τις πνευματικές και επιστημονικές ελίτ των χωρών της ευρύτερης περιφέρειάς μας. Θα ενισχύσει τη φήμη της Ελλάδας και τη διεθνή επιρροή της.

Ένα λιμάνι γνώσης

Οι αλλαγές στον γεωπολιτικό περίγυρο μας δημιουργούν ευκαιρίες για ένα νέο ιστορικό άνοιγμα σε άλλους λαούς. Εκτός από τη διπλωματία των αγωγών και της ενέργειας και τις συμβατικές μορφές διακρατικών σχέσεων, η Ελλάδα οφείλει να κερδίσει τις καρδιές και τα μυαλά των νέων ανθρώπων της παρευξείνιας και ευρωμεσογειακής περιφέρειας. Να ρίξει βαθιές ρίζες μακροπρόθεσμης συνεργασίας και αμοιβαίας οικονομικής ανάπτυξης.

Η ίδρυση μιας διεθνούς βιβλιοθήκης στη Θεσσαλονίκη μπορεί να αποτελέσει το βαθύ θεμέλιο μιας τέτοιας πολιτικής και παράλληλα να βάλει σταδιακά την πόλη στο διεθνή χάρτη των ακαδημαϊκών και ερευνητικών κέντρων. Μπορεί να δώσει επιπλέον τη δυνατότητα στην κεντρική Μακεδονία -και όχι μόνο- να εξελιχθεί σε ένα κοσμοπολίτικο campus.

Η δημοτική αρχή της πόλης σε συνεργασία με άλλους αρμόδιους φορείς, τοπικούς και εθνικούς, θα μπορούσε να αναλάβει μια διεθνή πρωτοβουλία για την εξασφάλιση της δωρεάς βιβλίων από διάφορα κράτη, αλλά και χρηματοδότησης από ιδιώτες και θεσμικούς Έλληνες και ξένους δωρητές. Η στελέχωση της διοίκησης, η διαχείριση καθώς και η αρχιτεκτονική και αισθητική της βιβλιοθήκης θα έπρεπε να διαπνέονται από το ίδιο κοσμοπολίτικο πνεύμα.

Τιμώντας το έργο του μεγάλου Τραπεζούντιου Έλληνα λόγιου, αλλά και χρησιμοποιώντας τον διεθνή συμβολισμό του, η βιβλιοθήκη θα μπορούσε να φέρει το όνομα του. Η «Διεθνής Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης Βησσαρίων»  θα συμβάλλει στη μετατροπή της πόλης σε ένα νέου τύπου κοσμοπολίτικο χωνευτήρι, ένα λιμάνι γνώσης, συνεργασίας, ανταλλαγών και παραγωγής. Ένα λιμάνι που θα επαναφέρει την Ελλάδα δυναμικά στον χάρτη της διεθνούς πνευματικής δημιουργίας.  Η Θεσσαλονίκη μπορεί να φιλοξενήσει τη μεγαλύτερη και πλουσιότερη βιβλιοθήκη της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου.


[Ο Νίκος Μιχαηλίδης είναι διδάκτορας ανθρωπολογίας του αμερικανικού πανεπιστημίου Princeton (Πρίνστον). Διεξάγει επιτόπια έρευνα στην Τουρκία. Τα τρέχοντα ερευνητικά του ενδιαφέροντα είναι η πολιτική ανθρωπολογία, εθνοτικά κινήματα και μειονότητες στην Τουρκία, μουσική ακρόαση και πολιτική εξουσία, τουρκικό πολιτικό Ισλάμ. Έχει διδάξει στα πανεπιστήμια Princeton και Rutgers. Στην τρέχουσα περίοδο διδάσκει στο College Year in Athens.]


15/1/2018