Οι ιδεολογικές ρίζες του γερμανικού ηγεμονισμού.
Η εκ νέου αναζήτηση της γερμανικής ταυτότητας μετά την ενοποίηση της Γερμανίας συντελείται στη βάση της ιστορικής ιδιαιτερότητας της γερμανικής κοινωνίας, η οποία ισχύει και σήμερα. Η πολιτιστική στροφή που έχει επισυμβεί στην Γερμανία προκαλεί αναπόφευκτη διάζευξη με την μέχρι την ενοποίηση πολιτική πρακτική, προαναγγέλλοντας μια διαφορετική πολιτική αντίληψη στις γερμανικές ελίτ.
Οι συζητήσεις για την γερμανική ταυτότητα μοιραία λαμβάνουν χώρα σε ένα πλαίσιο, στο οποίο τον πρώτο ρόλο έχουν παλαιές ιδέες που αποπνέουν συντηρητισμό και αντιδραστικό εθνικισμό. Παρακάμπτοντας εντέχνως την περίοδο του Ναζισμού, αυτές οι ιδέες θέλουν να ξαναγυρίσουν στις ιερές παραδόσεις της Δεύτερης Αυτοκρατορίας (Β’ Ράιχ), τις οποίες κατέστρεψαν οι Ναζί ως μικροαστοί. Η συντηρητική αυτή αντίληψη έχει απλώσει την επιρροή της σε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών και διαμορφωτών της κοινής γνώμης.
Παράλληλα, ο γερμανικός εθνικιστικός ιδεαλισμός δίνει έμφαση στην αποτελεσματικότητα της οικονομίας και στηρίζεται από αυτή. Στηρίζει την υπέρμετρη “ωμή βία”, με την οποία ότι οι Γερμανοί επιβάλλουν εκεί που μπορούν την οικονομική τους λογική, η οποία συνάδει με μερκαντιλιστκά πρότυπα. Το εθνικό οικονομικό συμφέρον είναι πρώτιστο. Με τη σειρά του ο γερμανικός εθνικιστικός ιδεαλισμός στηρίζεται στη δύναμη που παρέχει η οικονομική ισχύς.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφανγκ Σόιμπλε αποτελεί την επιτομή αυτών των αντιλήψεων. Η προηγούμενη γενιά πολιτικών ηγετών καθόρισε απόλυτα την εξωτερική πολιτική της με βάση το στόχο της πλήρους ενσωμάτωσης της Γερμανίας στην Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ. Η νέα γενιά (αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι ο Σόιμπλε) δεν κάνει καμία προσπάθεια να κρύψει τη θεμελιώδη και απόλυτη πίστη της στις αξίες του γερμανικού εθνικισμού.
Η αντίληψη για τη γερμανική ιδιαιτερότητα
Είναι γνωστό ότι στην ιστορία της Γερμανίας οι συζητήσεις για την γερμανική ταυτότητα καθορίστηκαν από τη διάχυτη και εγγενή αντίληψη της γερμανικής κοινωνίας περί της ιδιαιτερότητας της, σε σχέση με την υπόλοιπη Δύση. Δεν πρόκειται, όπως λανθασμένα πολλές φορές αναφέρεται, περί απλού ιδεολογήματος. Πρόκειται για το κυρίαρχο πολιτιστικό υπόδειγμα σε πλήρη αλληλεξάρτηση με τις ιδιαίτερες αναπτυξιακές διαδικασίες της γερμανικής κοινωνίας. Υπ’ αυτήν την έννοια, η συγκεκριμένη αντίληψη, ως δομικό στοιχείο του συλλογικού φαντασιακού της γερμανικής κοινωνίας, αποτελεί μέρος της πραγματικότητάς της. Συνεπώς, χρειάζεται ως τέτοια να ληφθεί υπόψη και ως τέτοια να ενταχθεί σε μια συλλογιστική αντιμετώπισης.
Οι θέσεις που θεωρούν τις αντιλήψεις αυτές ως ανορθολογικές, μεταφυσικές κτλ απλά επιβεβαιώνουν τα θεμελιώδη λάθη ενός «φιλελευθερισμού» που σφύζει από οικουμενιστικά ιδεολογήματα, τα οποία δεν αντέχουν στην βάσανο της κριτικής της ιστορίας. Από ιστορική άποψη, λοιπόν, οι συζητήσεις αυτές παραπέμπουν στην εικόνα της Γερμανίας που ακολουθεί το δικό της δρόμο.
Έτσι, το ζήτημα με τη γερμανική ταυτότητα είναι ότι τα βασικά σημεία αναφοράς της, τόσο ιστορικά όσο και πολιτισμικά, διαπνέονται από το ήθος της γερμανικής εξαίρεσης. Αναπόφευκτα, λοιπόν, όταν τίθενται σήμερα εκ νέου ζητήματα που αφορούν την εξέλιξη της γερμανικής εθνικής ταυτότητας είναι δύσκολο -αν όχι αδύνατο- να αποφευχθεί η χρήση της εθνοκεντρικής φρασεολογίας των παλαιότερων συζητήσεων.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή του αναγνώστη. Το πρόβλημα δεν είναι η γερμανική ιδιαιτερότητα. Άλλωστε, όλοι οι λαοί έχουν τις ιδιαιτερότητές τους που ανιχνεύονται σε ολόκληρη την ιστορική τους διαδρομή. Κι αυτό, παρά τις ισοπεδωτικές επιδράσεις που έχει επιφέρει η νεωτερικότητα, κύρια συνιστώσα της οποίας αποτελεί το καπιταλιστικό σύστημα.
Ο επιθετικός ιδεαλισμός
Το ζήτημα είναι γιατί η γερμανική ιδιαιτερότητα διάκειται τόσο εχθρικά στις υπόλοιπες εθνικές ιδιαιτερότητες; Γιατί προσπαθεί ουσιαστικά να τις απαλλοτριώσει, να τις υποτάξει, να τις υποδουλώσει και εν τέλει να τις εξαφανίσει; Αυτό χρειάζεται να ερμηνευθεί και να κατανοηθεί. Προς το παρόν ας αναφέρουμε ότι οι Γερμανοί διακρίνονται από το έντονο πάθος, με το οποίο αφοσιώνονται σε διάφορες ιδέες και προσπαθούν να τις μετατρέψουν σε πραγματικότητες.
Τα μεγαλύτερα επιτεύγματά τους, οι πιο καταστροφικές αποτυχίες τους, η τραγική πολιτική τους ιστορία διαπνέονται εξ ολοκλήρου από αυτό τον επικίνδυνο ιδεαλισμό. Αν οι περισσότεροι από εμάς είμαστε θύματα των περιστάσεων, μπορεί κανείς να πει ότι ο γερμανικός λαός ως σύνολο είναι έρμαιο των ιδεών. Ακόμη: Οι Γερμανοί είναι περίεργος λαός… Κάνουν τη ζωή τους δύσκολη χωρίς λόγο, αναζητώντας βαθιές σκέψεις και ιδέες παντού, δίνοντας βαθύτερο νόημα στα πάντα (Γκαίτε: Γράμμα στον Έκκερμαν).
Η μελέτη της ιστορίας δείχνει πως παρά τις συνεχείς προσπάθειες, ο επικίνδυνος γερμανικός ιδεαλισμός αποτυγχάνει, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές στις υπόλοιπες χώρες, αλλά και στην ίδια την Γερμανία. Πάντοτε υπήρξε περίοδος μεγάλης μεγέθυνσης της ισχύος της, γεγονός που εκτόξευσε το εθνικό αίσθημα της ιδιαιτερότητας, για να ακολουθήσει η υπερτίμηση της γερμανικής ισχύος και τελικά να επέλθει η καταστροφή.
Η ιστορία των Γερμανών είναι μια ιστορία των άκρων. Έχει τα πάντα, εκτός από τη μεσότητα. Εδώ και χίλια χρόνια οι Γερμανοί έχουν ζήσει τα πάντα εκτός από την κανονικότητα. Το μόνο κανονικό στοιχείο της γερμανικής ιστορίας είναι οι βίαιες μεταβολές (A.J.Taylor, The course of German History).
Στον ίδιο δρόμο και σήμερα
Δεν θα ήταν παράλογος ο παραλληλισμός ότι και σήμερα η Γερμανία ακολουθεί την ίδια λογική με το παρελθόν, αυτή τη φορά στο πεδίο της οικονομίας. Η ρήση του Walter Rathenau «η οικονομία καθορίζει τη μοίρα μας» φαίνεται ότι αποτελεί το moto των νέων πολιτικών και επιχειρηματικών γερμανικών αρχηγεσιών, τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας 1950 και μετά.
Η τρομακτική ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την ενοποίηση της χώρας, παρά τις επίμονες αλλά ατελέσφορες προσπάθειες των Γάλλων να θέσουν πολιτικούς φραγμούς ελέγχου (Κώστας Μελάς, Από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα στην ΕΟΚ και στην ΕΕ) οδήγησαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Και εκεί τελείωσαν όλα.
Η πρόταξη της οικονομικής ισχύος της Γερμανίας δικαιολογήθηκε με βάση την ιδιαιτερότητα της (το γνωστό: κάντο όπως η Γερμανία), στην οποία όμως προσέδιδαν οικουμενικά ή τουλάχιστον ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Καλούσαν, λοιπόν, τις υπόλοιπες χώρες-μέλη να μιμηθούν το συγκεκριμένο πρότυπο.
Γνώριζαν σαφέστατα ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Κάθε χώρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες. Το προέτασσαν, όμως, για να αναδείξουν τη δική τους ισχύ και την αδυναμία των άλλων. Επεδίωκαν να τους μειώσουν ηθικά, σύμφωνα με το προτεσταντικό δόγμα. Επί της ουσίας, όμως, επιβάλλουν μέτρα, τα οποία εξουθενώνουν τις οικονομίες των υπολοίπων χωρών-μελών και μακροπρόθεσμα υποσκάπτουν και τη δικιά τους οικονομική ισχύ.
Η γερμανική Realpolitik
Προσοχή, οι μηχανισμοί που υποσκάπτουν την οικονομική ισχύ της Γερμανίας δεν είναι μόνο οικονομικοί. Πρωτίστως, είναι λόγοι πολιτικοί και ως γνωστόν η Γερμανία ως πολιτικό υποκείμενο ταλανίζεται από απίστευτο αριθμό λανθασμένων επιλογών και πρακτικών. Τίποτα δεν δείχνει καλύτερα τον μη ρεαλιστικό χαρακτήρα της γερμανικής Realpolitik από τους γερμανικούς πολεμικούς στόχους τον προηγούμενο αιώνα.
Μολονότι οι ηγετικές ομάδες της Γερμανίας στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους διέφεραν σημαντικά ως προς την κοινωνική τους καταγωγή, οι πολεμικοί τους στόχοι ήταν ουσιαστικά οι ίδιοι. Αποσκοπούσαν στη δημιουργία μιας γερμανικής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη, πιθανώς με κάποιες υπερπόντιες κτήσεις. Στην πράξη δεν ήταν παρά μια γερμανική αποικιοκρατική αυτοκρατορία στην Ευρώπη και πέραν αυτής.
Για να κατανοήσουμε τα σημερινά σχέδια της Γερμανίας, όπως αυτά εκφράζονται από τον Σόιμπλε, θα αναφέρουμε το σχέδιο στην περίπτωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκτός από την άμεση προσάρτηση περιοχών κυρίως στα ανατολικά, απέβλεπε στη σύσταση μιας κεντροευρωπαϊκής ένωσης, αποτελούμενης από τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γερμανία, τη Δανία και την Αυστροουγγαρία, με την Ιταλία, τη Σουηδία και τη Νορβηγία ως συνδεδεμένα μέλη.
Πολλά εδάφη στην Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της Πολωνίας και μεγάλων τμημάτων της Ρωσίας, προορίζονταν να αποτελέσουν απλώς και μόνο αποικίες. Οραματίζονταν, επίσης, την επέκταση της γερμανικής αποικιακής αυτοκρατορίας στην Αφρική, στον Ειρηνικό ωκεανό, αλλά και στη Μέση Ανατολή. Η σημερινή πολιτική ηγεσία της Γερμανίας, παρακάμπτει τη ναζιστική περίοδο για πολλούς λόγους. Επανέρχεται ποικιλοτρόπως, όμως, στο αυτοκρατορικό παρελθόν.
Ο Κώστας Μελάς διδάσκει oικονομικά στο Πάντειο πανεπιστήμιο. Είναι συγγραφέας των κάτωθι βιβλίων: Το Ανυπόφορο Βουητό του Κενού (με Γιάννη Παπαμιχαήλ, 2017), Αργεντινή- Ελλάδα (2015), 5 Οικουμενικοί Έλληνες Στοχαστές (συλλογικό 2014), Η Ατελέσφορη Επιστήμη (2013), Μικρά Μαθήματα για την Ελληνική Οικονομία (2013), Μετά τον Ερντογάν τι; (με Σταύρος Λυγερό, 2013), Οι Σύγχρονες Κρίσεις του Παγκόσμιου Χρηματοπιστωτικού Συστήματος (2011), Η Σαστισμένη Ευρώπη (2009), Πλανόγραμμα (2009), Νεοσυντηρητικοί (2007), Παγκοσμιοποίηση και Πολυεθνικές Επιχειρήσεις (με Γιάννη Πολλάλη 2005), Ζητήματα Θεωριών Παραγωγής (2005), Περιδιαβαίνοντας σε ζητήματα της Μακροοικονομικής Θεωρίας, Αγορά Συναλλάγματος και Ιδιωτικοποίηση του Κινδύνου (2003), Εισαγωγή στην Τραπεζική Χρηματοοικονομική Διοικητική (2002 και 2009), Αρχές Νομισματικής Θεωρίας και Πολιτικής (με Κώστα Καρφάκη και Θεοφάνη Μπένο 2000), Διεθνής Τραπεζική στην Αλλαγή του Αιώνα (με Φιλομήλα Χρηστίδου, 1999), Παγκοσμιοποίηση (1999).
12/1/2018
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Σκίτσο του Γ.ΙΩΑΝΝΟΥ
Χάρη στα χαμηλά επιτόκια η Γερμανία κατέβαλε τα τελευταία χρόνια πολύ λιγότερα χρήματα από τα προβλεπόμενα για την εξυπηρέτηση του χρέους της. Υπολογισμοί της Bundesbank κάνουν λόγο για 290 δις ευρώ.
290 δισ. ευρώ εξοικονόμησε η Γερμανία λόγω κρίσης.
Η αλήθεια είναι ότι το κοινό νόμισμα επιφύλασσε στους Γερμανούς αποταμιευτές δυσάρεστες εκπλήξεις. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και λόγω των χαμηλών επιτοκίων, οι χρηματικές περιουσίες των Γερμανών συρρικνώθηκαν αισθητά: μόνον το 2017 κατά 38 δισ. ευρώ όπως κατέδειξε πρόσφατη έρευνα. Πρόκειται όμως μόνον για τη μισή αλήθεια.
Διότι τα τελευταία δέκα χρόνια η Γερμανία κατέβαλε πολύ λιγότερα για την εξυπηρέτηση του χρέους της απ΄ ότι παλαιότερα. Από το 2008 συγκεκριμένα, το γερμανικό δημόσιο εξοικονόμησε συνολικά 290 δισ. ευρώ σε τόκους. Μόνον το 2017 η ομοσπονδία, τα κρατίδια, οι δήμοι και τα ασφαλιστικά ταμεία πλήρωσαν 50 δισ. ευρώ λιγότερα επιτόκια σε σύγκριση με την εποχή προ κρίσης. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν προσωρινοί υπολογισμοί της γερμανικής Bundesbank που επικαλείται η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt.
Κατακόρυφη μείωση των επιτοκίων
Για την ανάλυσή της αυτή η Ομοσπονδιακή Τράπεζα συνέκρινε το επίπεδο των επιτοκίων του 2007, τη χρονιά δηλαδή πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση, με τα εκάστοτε επίπεδα των χρόνων που ακολούθησαν. Ενώ η Γερμανία δανείζονταν το 2007 με επιτόκια μέσης απόδοσης 4,23%, έφτασε να δανείζεται το 2017 έναντι επιτοκίων μόλις 1,86%. Η συνεχής πτώση των επιτοκίων δανεισμού είχε φυσικά ως αποτέλεσμα το γερμανικό δημόσιο να καταβάλει όλο και λιγότερα χρήματα για την εξυπηρέτηση του χρέους. Ενώ για παράδειγμα η ομοσπονδία κατέβαλε το 2008 40,2 δις ευρώ σε τόκους, το 2016 πλήρωσε μόλις 17,5 δισ. ευρώ, λιγότερα δηλαδή από τα μισά.
Η τεράστια αυτή εξοικονόμηση ωφελεί φυσικά και τους Γερμανούς φορολογούμενους και αποταμιευτές, επισημαίνει η Handelsblatt. Διότι τα χρήματα στους προϋπολογισμούς της κεντρικής κυβέρνησης, των κρατιδίων και των δήμων και κοινοτήτων που έπρεπε να καταβληθούν παλαιότερα για την αποπληρωμή επιτοκίων μπορούν να επενδύονται, για παράδειγμα, στην εκπαίδευση ή στις υποδομές. Ή και για τη μείωση της φορολογίας την οποία διαπραγματεύονται τα δυο μεγάλα κόμματα στις εν εξελίξει διερευνητικές.
Όχι σε σπατάλες
Πολλοί οικονομολόγοι προειδοποιούν πάντως τους δυνητικούς εταίρους να μην εκμεταλλευτούν την ευνοϊκή συγκυρία για αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Διότι όταν ανέβουν και πάλι τα επιτόκια -και αυτό σύμφωνα με τους ίδιους είναι απλά θέμα χρόνου- τότε θα αυξηθεί και το κόστος δανεισμού για τα δημόσια ταμεία. Εάν αυξάνονταν το επιτόκιο δανεισμού της Γερμανίας κατά μόλις μια ποσοστιαία μονάδα, το δημόσιο θα έπρεπε να καταβάλει κάθε χρόνο 20 δις ευρώ περισσότερα για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Κώστας Συμεωνίδης
11/1/2018