Το λυκόφως της κουρδικής ανεξαρτησίας


Μόλις πριν από μερικούς μήνες φαινόταν ότι οι Κούρδοι του Ιράκ και της Συρίας ήταν οι μεγαλύτεροι νικητές στον πόλεμο κατά του «Ισλαμικού Κράτους». Ενδυναμώνοντας τις συμμαχίες με τις δυτικές δυνάμεις - που κάποτε τους πρόδωσαν και τους χώρισαν - τόλμησαν να ονειρευτούν ότι βρίσκονταν στα πρόθυρα να ανατρέψουν αυτό που αντιλαμβάνονται ως ιστορικό λάθος, τότε που οι γεωπολιτικοί ελιγμοί, τους αρνήθηκαν ένα κράτος μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Παρόλα αυτά, αντί να γίνουν μάρτυρες της δημιουργίας μιας ανεξάρτητης πατρίδας, οι Κούρδοι υπέστησαν μια σημαντική οπισθοχώρηση από αυτόν τον διαχρονικό στόχο. Καθώς η στρατιωτική εκστρατεία εναντίον του «Ισλαμικού Κράτους» οδεύει προς την ολοκλήρωσή της, οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο ενθουσιασμός των συμμάχων τους στο να χρησιμοποιήσουν τους Κούρδους ως «πληρεξούσιούς» τους ενάντια στους τζιχαντιστές, ήταν εξάλλου η πιο αξιόπιστη και αξιόμαχη δύναμη σε Ιράκ και Συρία, δεν έχει μεταφραστεί σε μακροπρόθεσμη στρατιωτική ή διπλωματική υποστήριξη και σίγουρα δεν στηρίζει την κρατική υπόστασή τους. Την ίδια στιγμή η Τουρκία ξεκίνησε τους βομβαρδισμούς στις θέσεις τους εντός της Συρίας. 

Οι Κούρδοι ηγέτες είχαν πάντοτε επίγνωση αυτών των κινδύνων, αλλά συμφώνησαν να συνεργαστούν με τους Δυτικούς, ζητώντας μια δίκαιη ανταμοιβή για τις θυσίες που έγιναν: Τις χιλιάδες ζωές που χάθηκαν και τις μαζικές εκτροπές κεφαλαίων από την ανάπτυξη των κουρδικών περιοχών, προς την ανακατάληψη περιοχών που προκαλούν μεγάλη ανησυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, αλλά όχι απαραίτητα στις ίδιες τις κουρδικές δυνάμεις. Τέτοιες εκτροπές κεφαλαίων προκάλεσαν μεγάλη απογοήτευση στον κουρδικό λαό. Ένας Κούρδος δικηγόρος στην συριακή πόλη Qamishli σημείωσε ότι οι κουρδικές δυνάμεις είχαν αγωνιστεί για την απελευθέρωση πολυάριθμων αραβικών πόλεων, ενώ οι περιοχές με κουρδική πλειοψηφία εξακολουθούν να υποφέρουν από έλλειψη βασικών υποδομών, όπως σχολεία και ηλεκτρική ενέργεια.

Την κατάσταση αυτή επιδεινώνει ένας συνδυασμός εγκατάλειψης από την Δύση και εσωτερικής πολιτικής δυσλειτουργίας, συνδυασμός που έχει φέρει τους Κούρδους σε εξαιρετικά δύσκολη και επισφαλή θέση, ίσως ακόμη χειρότερη από αυτή πριν τον πόλεμο στην Συρία.

Η κατάρρευση των κουρδικών ονείρων

Το 2017, οι κουρδικές αρχές στο Ιράκ επιχείρησαν την ανεξαρτησία, με την ελπίδα ότι η αμερικανική στήριξη θα τους επέτρεπε να ξεπεράσουν τα πολλά και μεγάλα εμπόδια. Έκαναν λάθος. Η απόφασή τους να προχωρήσουν σε ένα αμφισβητούμενο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία, χωρίς τη στήριξη των ισχυρότερων, οδήγησε στην αποτυχία. Το δημοψήφισμα του περασμένου Σεπτεμβρίου υποτίθεται ότι θα ξεκινούσε μια διαδικασία που θα οδηγούσε τους Κούρδους του Ιράκ να αντλήσουν τα προσδοκώμενα οφέλη από τον ρόλο τους στον πόλεμο κατά του «Ισλαμικού Κράτους».

Ο Μασούντ Μπαρζανί, πρόεδρος των Κούρδων του Ιράκ, επέκτεινε την ψηφοφορία σε περιοχές γνωστές ως αμφισβητούμενες, στα παραμεθόρια σύνορα μεταξύ του κουρδικού και του αραβικού Ιράκ, που διεκδικούνται και από τις δύο πλευρές λόγω του πετρελαίου. Η κυβέρνηση της Βαγδάτης, αντιτάχθηκε σθεναρά στην επέκταση αυτή, θεωρώντας την - όχι εντελώς άδικα - ως πρώτο βήμα προς την προσάρτηση των περιοχών αυτών από τους Κούρδους. Η απάντηση της ιρακινής κυβέρνησης ήταν άμεση και προειδοποιητική: Μετά το δημοψήφισμα, ο πρωθυπουργός Αμπάντι απέστειλε ομοσπονδιακά στρατεύματα στις αμφισβητούμενες περιοχές για να αποκαταστήσει την εξουσία της Βαγδάτης, την οποία είχε χάσει από τους Κούρδους μαχητές Peshmerga περισσότερο από τρία χρόνια νωρίτερα, όταν ο ιρακινός στρατός κατέρρευσε κάτω από την αρχική επίθεση του «Ισλαμικού Κράτους».

Τον Οκτώβριο, μετά την επανάκτηση των πετρελαϊκών πηγών του Κιρκούκ, οι ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας συνέχισαν την προέλασή τους, επαναφέροντας την εξουσία της Βαγδάτης σε πολλά και μεγάλα αμφισβητούμενα εδάφη στο βόρειο και ανατολικό Ιράκ, πολλά περισσότερα από αυτά που κατέλαβαν οι Κούρδοι το 2014. Ο Μπαρζανί γρήγορα διαπίστωσε ότι οι σύμμαχοί του τον είχαν εγκαταλείψει και οι εχθροί του ενώθηκαν εναντίον του. Το Ιράν ανέπτυξε μερικές από τις σιιτικές ομάδες που είχε εκπαιδεύσει και εξοπλίσει ενάντια στις κουρδικές δυνάμεις, οι οποίες υποχώρησαν απέναντι στον προωθημένο στρατό της Βαγδάτης.

Η Τουρκία ανησύχησε ότι το αποσχιστικό κίνημα θα μπορούσε να επεκταθεί και στους δικούς της κουρδικούς πληθυσμούς. Απείλησε να κλείσει τα σύνορά της με τις κουρδικές περιοχές του Ιράκ και να τις αποκλείσει, την ώρα που το Ιράν και η Βαγδάτη έκλειναν συμφωνία, με την οποία λύνονταν τα χέρια της ιρανικής κυβέρνησης για καταστολή της κουρδικής ανταρσίας.

Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ αρνούνται κάθε αλλαγή συνόρων στην Μέση Ανατολή, από φόβο μήπως ξεκινήσει ένα ασταμάτητο φαινόμενο ντόμινο, καθώς και κάθε κίνηση που θα απειλούσε να υπονομεύσει την ιρακινή κεντρική κυβέρνηση και κάλεσε δημόσια στον Μπαρζανί να μην προχωρήσει στο δημοψήφισμα. Η Ουάσιγκτον στη συνέχεια δεν έκανε καμία κίνηση όταν έμαθε ότι ο Αμπάντι είχε συναντήσει μια από τις κουρδικές ομάδες, την παράταξη του Ταλαμπανί, την Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν (PUK), για να ανακαταλάβει τις πετρελαϊκές πηγές του Κιρκούκ χωρίς αιματοχυσία. Η συμφωνία αυτή φαίνεται να είχε διαμεσολαβηθεί από το Ιράν.

Η κατάληψη των πετρελαϊκών πηγών του Κιρκούκ από την ιρακινή κυβέρνηση ενδέχεται να αποτελέσει μεγαλύτερο πλήγμα για τις προσδοκίες των Κούρδων από την απώλεια της ίδιας της πόλης. Το πετρέλαιο είναι κρίσιμο για την ανεξαρτησία τους. Εξασφαλίζει μια ροή εσόδων που τους δίνει οικονομική δύναμη σε σχέση με τους γείτονές τους. Η απώλεια ελέγχου στις πηγές σημαίνει επιστροφή στην οικονομική εξάρτηση από την Βαγδάτη. Αυτή ακριβώς την πρόθεση υποδηλώνει και η επανακατάληψη του Κιρκούκ από την Βαγδάτη στα μέσα Οκτωβρίου: Την πλήρη εξάρτηση των κουρδικών περιοχών από αυτήν.

Λάθος υπολογισμοί

Η κουρδική ηγεσία έκανε δύο λανθασμένους υπολογισμούς που την οδήγησαν στην σημερινή επικίνδυνη κατάσταση. Ο πρώτος ήταν η προσδοκία του Μπαρζανί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα τον στήριζαν στην πορεία του προς την κρατική οντότητα, με «ατού» την χρησιμότητα των Κούρδων στην Δύση και την υποτιθέμενη συμπάθεια της Δύσης προς αυτούς. Οι Κούρδοι ηγέτες πιστεύουν ότι έχουν αποδείξει την αξία τους ως συμμάχων των ΗΠΑ και έχουν «πλασάρει» το Κουρδιστάν ως αξιόπιστο εταίρο στον έλεγχο των ιρανικών φιλοδοξιών στην περιοχή. ‘Εχουν επίσης από καιρό επικαλεστεί την υποστήριξή τους στις δημοκρατικές αρχές, ισχυριζόμενοι ότι αποτελούν πρότυπο για τη Μέση Ανατολή μετά το 2003. Δεν παραλείπουν ποτέ να προβάλουν την προστασία που προσφέρουν στις εθνοτικές μειονότητες και στους πάνω από ένα εκατομμύριο εσωτερικών Ιρακινών προσφύγων στις κουρδικές περιοχές. Και υποστηρίζουν ότι ο στόχος τους για κρατική οντότητα δεν είναι λιγότερο νόμιμος από  ό,τι ο πόλεμος της Αμερικής για ανεξαρτησία και ότι η αρχή της αυτοδιάθεσης κατοχυρώνεται στο διεθνές δίκαιο.

Το γεγονός ότι αυτή η «επίθεση γοητείας» των Κούρδων προς την Δύση δεν απέδωσε οφείλεται εν μέρει στη δεύτερη πηγή των λανθασμένων υπολογισμών του Μπαρζανί, η οποία εντοπίζεται μέσα στο «σπίτι» του. Ενώ οι Κούρδοι ηγέτες καυχώνται ότι δημιούργησαν ένα ακμάζον δημοκρατικό προπύργιο μέσα στην αυταρχική Μέση Ανατολή, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν το έκαναν. Μετά την πτώση του Σαντάμ Χουσεΐν, τα δύο κυριότερα κουρδικά κόμματα, το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα (KDP) του Μπαρζανί και η Πατριωτική ‘Ενωση του Κουρδιστάν (PUK) του Τζαλάλ Ταλαμπανί, δεν προχώρησαν στην δημιουργία λειτουργικών οργάνων δικαίου και στην πολυδιάστατη ανάπτυξη της οικονομίας.

Αντί αυτών, χρησιμοποίησαν τα έσοδα από το πετρέλαιο για να πλουτίσουν τα ίδια και μια στενή ελίτ που αποτελείται από τις οικογένειες των ηγεσιών και των ανώτατων στελεχών τους.

Η επίθεση του «Ισλαμικού Κράτους» στο βόρειο Ιράκ τον Ιούνιο του 2014 κατέστησε τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Ο πόλεμος ενάντια σε έναν κοινό εχθρό έδωσε πολιτική ανάσα στον Μπαρζανί, μια δικαιολογία για το κλείσιμο του κοινοβουλίου και μια πιθανότητα να παραταθεί η θητεία του ως προέδρου. Αυτά οδήγησαν σε μια μετάθεση από τον κανόνα του κόμματος στον κανόνα της προσωπικότητας. Η πρώτη γραμμή του μετώπου με το «Ισλαμικό Κράτος» στις περιοχές που ελέγχονταν τόσο από το KDP όσο και από το PUK διοικείται από ένα δίκτυο πολιτικών, στρατιωτικών και επιχειρηματικών προσωπικοτήτων που συνδέονταν κυρίως με τους ηγέτες των κομμάτων με προσωπικούς ή οικογενειακούς δεσμούς.

Η κατάσταση αυτή υπονόμευσε την δημοκρατική λειτουργία όλου του πολιτικού συστήματος. Οι υπουργοί που ανήκουν σε κόμματα της αντιπολίτευσης είχαν λιγότερες εξουσίες από τα στελέχη και τα μέλη του KDP και του PUK που ήταν υπάλληλοι στα ίδια υπουργεία. Ταυτόχρονα, ο Μασρούρ Μπαρζανί, γιος του Μασούντ, ενίσχυσε τον έλεγχό του στους μηχανισμούς ασφαλείας του KDP σε έναν αγώνα εξουσίας με τον εξάδελφό του Νεσιβράν Μπαρζανί, ο οποίος είναι ο πρωθυπουργός της περιοχής και ένας πραγματιστής που επικεντρώνεται στην ανάπτυξη της οικονομίας.

Η άνευ όρων δυτική στρατιωτική υποστήριξη ενίσχυσε αυτές τις τάσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι ευρωπαϊκές χώρες παρείχαν μεγάλες ποσότητες όπλων στις κουρδικές δυνάμεις, τυπικά προς την περιφερειακή κυβέρνηση, αλλά στην πραγματικότητα κυρίως στο KDP. Οι δυνάμεις ασφαλείας του KDP και του PUK προχώρησαν βαθύτερα στις αμφισβητούμενες περιοχές, εκδιώκοντας το Ισλαμικό Κράτος, αλλά εμποδίζοντας τους πολίτες να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, εκτός αν υπόσχονταν πίστη σε αυτά.

Κατά τη διάρκεια της μάχης για την ανακατάληψη της Μοσούλης από το «Ισλαμικό Κράτος» στα τέλη του 2016, άρχισε να βράζει το μίγμα κακής διακυβέρνησης, πολιτικής πόλωσης και λαϊκής δυσαρέσκειας. Κάποιοι είδαν τον πόλεμο ενάντια στο «Ισλαμικό Κράτος» σε περιοχές εκτός του κουρδικού ελέγχου ως εργαλείο προσωπικού πλουτισμού των Κούρδων ηγετών, χωρίς απτά οφέλη για τους απλούς Κούρδους. «Γιατί πρέπει να αγωνιστούμε γι’ αυτήν την πολιτική τάξη;» αναρωτιόταν ένας μαχητής Peshmerga.  «Γιατί πρέπει να πάμε για να πολεμήσουμε στην Μοσούλη, αν η Μοσούλη δεν είναι μέρος του Κουρδιστάν;».

Διχασμός

Η διάσπαση μεταξύ του KDP και του PUK βαθαίνει και έχει οδηγήσει σε εδαφική διαίρεση εντός του Κουρδιστάν. Όσοι μπαίνουν στην Ερμπίλ που ελέγχεται από το KDP, προερχόμενοι από την Σουλαϊμανίγια που ελέγχεται από το PUK, πλέον αισθάνονται ότι διασχίζουν σύνορα. Κατά κάποιο τρόπο, το δημοψήφισμα και οι επακόλουθες αντιδράσεις κλιμάκωσαν τις προσπάθειες αμφότερων των δύο μερών να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους εναντίον του άλλου. Για να ενισχύσουν τη λαϊκή υποστήριξη στο δημοψήφισμα, η «φατρία» των Μασούντ - Μασρούρ Μπαρζανί στο KDP, προχώρησε σε ένα ειδος «ανακωχής» με εκείνα τα τμήματα της ηγεσίας του PUK που αισθάνθηκαν να απειλούνται με περιθωριοποίηση από την ομάδα Ταλαμπανί. Αυτή η κίνηση ενθάρρυνε την ομάδα Ταλαμπανί, μέσω ιρανικής διαμεσολάβησης, να επιδιώξει μια συμφωνία με την Βαγδάτη και να βγάλει τις δυνάμεις της από το Κιρκούκ.

Ο ρόλος του Ταλαμπανί ήταν κρίσιμος. Έδωσε ελάχιστη υποστήριξη στο δημοψήφισμα του Μπαρζανί. Όταν διαπίστωσε την διεθνή «παγωμάρα» στην απόφαση του προέδρου για δημοψήφισμα, είδε την ευκαιρία να γυρίσει το παιχνίδι υπέρ του. Ως αποτέλεσμα της αποχώρησής του από το Κιρκούκ, ο ιρακινός στρατός, υποστηριζόμενος από φιλο-ιρανικές ένοπλες ομάδες, δεν βρήκε ουσιαστικά καμία αντίσταση καθώς προχωρούσε.

Ο Μπαρζάνι εμφανίστηκε «τυφλός» έναντι αυτών των εξελίξεων, επιμένοντας να πιστεύει ότι η στήριξη της Δύσης και τα έσοδα από το πετρέλαιο είναι ένα είδους «εμβολίου» έναντι κάθε διάθεσης συμβιβασμού. Το κόμμα του είχε υιοθετήσει την προσέγγιση, πως «αν δεν πρόκειται να έρθει η Σουλαϊμανίγια, θα φτιάξουμε το Κουρδιστάν στο Ντόουκ, την Ερμπίλ και την Κοιλάδα της Νινευή», ουσιαστικά εκεί όπου το ΚDP ασκεί αποκλειστικό έλεγχο. Ως αποτέλεσμα αυτής της υπεροψίας, γίνεται όλο και περισσότερο αμφίβολο για το αν θα έχει την δυνατότητα να δημιουργήσει Κουρδιστάν... οπουδήποτε.

Το δίλημμα των Κούρδων της Συρίας

Ανάλογη κατάσταση αντιμετωπίζουν και οι Κούρδοι στην Συρία. Είναι εξίσου πρόθυμοι να πολεμήσουν για τους Αμερικανούς με αντάλλαγμα στρατιωτική βοήθεια, αλλά και αυτό μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά πρόσκαιρο δεδομένης της ήττας του «Ισλαμικού Κράτους» στο πεδίο της μάχης και, ως εκ τούτου, της αλλαγής προτεραιοτήτων των ΗΠΑ στην περιοχή.

Όπως και οι Κούρδοι του Ιράκ, έτσι και οι Κούρδοι στην Συρία εκμεταλλεύτηκαν ένα αποδυναμωμένο κεντρικό κράτος. Το κενό εξουσίας που άφησε στην περιοχή η υποχώρηση της Δαμασκού το 2012, γέμισε από μία τοπική εκδοχή του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK) που δρα στην Τουρκία. Αυτή η ομάδα - γνωστή ως Μονάδες Προστασίας του Λαού ή YPG - έλαβε μεγάλη στρατιωτική βοήθεια από τις ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι οι ηγέτες της εκπαιδεύονται από το PKK, το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν τρομοκρατική οργάνωση.

Όπως και στο Ιράκ, η στρατιωτική βοήθεια και εκπαίδευση επέτρεψαν στο YPG να οδηγήσει το «Ισλαμικό Κράτος» σε συνεχόμενες ήττες. Αυτό είχε δύο αντιφατικές συνέπειες: ‘Ανοιξε την όρεξη των Κούρδων της Συρίας για την οικοδόμηση μιας αυτόνομης κουρδικής περιοχής στη Συρία, όπως αυτή του Ιράκ και εκπαιδευμένοι από το ΡΚΚ διοικητές ήταν οι κύριοι συνομιλητές των ΗΠΑ. Αυτοί οι διοικητές είναι διχασμένοι ανάμεσα στην επιθυμία να επενδύσουν τα πολιτικά και στρατιωτικά τους κέρδη στην Συρία για την υποστήριξη του αγώνα του ΡΚΚ στην Τουρκία και στην εξασφάλιση κουρδικής αυτονομίας στην Συρία.

Το πολιτικό μονοπώλιο που ασκούν τα εκπαιδευμένα, από το PKK, στελέχη του, έχει αποξενώσει το YPG από την κουρδική μεσαία τάξη. Το YPG αντιμετωπίζει ένα σοβαρό δίλημμα: Για να είναι στρατιωτικά ισχυρό, πρέπει να παραμείνει συνδεδεμένο με το ΡΚΚ. Ωστόσο, αυτό θα λειτουργήσει αποτρεπτικά στην στήριξη του ντόπιου πληθυσμού, ο οποίος δεν βλέπει κανένα όφελος για τα συμφέροντά του από την παρουσία του ΡΚΚ στην Συρία και την ανάληψη της κουρδικής υπόθεσης από το ίδιο και εκεί. Επιπλέον, η υπαγωγή του YPG στο PKK , καθιστά το πρώτο άμεσο εχθρό της Τουρκίας, η οποία προσπαθεί να στραγγαλίσει οικονομικά τη βόρεια Συρία. ‘Ετσι, υπάρχει ο κίνδυνος να απομονωθούν οι Κούρδοι της Συρίας. Επιπλέον, η  Άγκυρα και η Δαμασκός ενδέχεται στο μέλλον να συνεννοηθούν για την εξαφάνιση του YPG και για την αποκατάσταση του κεντρικού ελέγχου, με τον ίδιο τρόπο που η Άγκυρα έδωσε το πράσινο φως στην Τεχεράνη για να συντρίψει τις κουρδικές φιλοδοξίες στο βόρειο Ιράκ.

Το YPG έχει δύο πιθανούς τρόπους να αποφύγει αυτή τη μοίρα. Θα μπορούσε να παραιτηθεί από τον έλεγχο του μη κουρδικού πληθυσμού και να επικεντρωθεί στην οικοδόμηση μιας πιο βιώσιμης αυτονομίας στις περιοχές που το κουρδικό στοιχείο πλειοψηφεί.

Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να στηριχθεί στην μεσαία τάξη που δεν συνδέεται με το PKK, ελπίζοντας σε αυτήν την περίπτωση και στην αμερικανική στήριξη. Αυτό μπορεί να γίνει αποδεκτό από την Τουρκία, η οποία μπορεί να ανεχθεί μια κουρδική οντότητα στα σύνορά της, όπως συμβαίνει και στο Ιράκ, αλλά χωρίς να κυριαρχείται από τον θανάσιμο εχθρό της, το ΡΚΚ.

Η στρατηγική αυτή, ωστόσο, περιπλέκεται από το γεγονός, ότι η συμμαχία των ΗΠΑ με τους Κούρδους της Συρίας είναι λιγότερο σταθερή από την σχέση της Ουάσινγκτον με τους Κούρδους στο βόρειο Ιράκ. Τον περασμένο Νοέμβριο ο Τραμπ δήλωσε ότι οι ΗΠΑ μπορεί να τερματίσουν την στρατιωτική βοήθεια στο YPG.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτήν την πραγματικότητα, δηλαδή την απώλεια της αμερικανικής υποστήριξης, ο άλλος δρόμος των Κούρδων θα ήταν να ενσωματώσουν τους τοπικούς φορείς διακυβέρνησης και ασφάλειας στο πλαίσιο του συριακού κράτους. Το YPG είναι παρόν στην βόρεια Συρία με την ανοχή της Δαμασκού και των ισχυρών υποστηρικτών της (βλ. Ρωσία) και οι μαχητές του συνυπήρχαν με τις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας της Συρίας στις πόλεις Qamishli και Hasakah. Το PKK έχει επίσης ιστορικό διαπραγμάτευσης και συμφωνιών τουλάχιστον από το 1978, όταν είχε γραφεία στη Δαμασκό και εκπαίδευσε τους μαχητές του στην υπό συριακή κυριαρχία της κοιλάδας Μπεκάα στον Λίβανο.

Ετσι, το YPG θα ήταν καλό να επικεντρωθεί στη δημιουργία αποτελεσματικών κυβερνητικών θεσμών σε συνεργασία με τα τοπικά κουρδικά κόμματα και να εξετάσει το ενδεχόμενο να προσκαλέσει την κρατική υποδομή να επιστρέψει στις κουρδικές περιοχές. Μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να ξεκλειδώσει τις πόρτες για το εμπόριο με το Ιράκ μέσω των κοινών συνόρων, που τώρα ελέγχονται από τη Βαγδάτη και τις ένοπλες παρατάξεις που συνδέονται με το Ιράν από την πλευρά του Ιράκ, διότι η κυβέρνηση του Ιράκ θα ευνοεί μια συμφωνία μεταξύ των YPG και της Δαμασκού.

Φυσικά, δεν είναι σαφές εάν ο Ασσαντ θα συμφωνήσει σε οτιδήποτε λιγότερο από την πλήρη αποκατάσταση της συριακής κυριαρχίας στις κουρδικές περιοχές, αλλά είναι εξίσου ασαφές αν θα έχει την ικανότητα να το επιβάλει. Η Μόσχα εμφανίζεται θετική στην κουρδική αυτονομία. Πολλά θα εξαρτηθούν συνεπώς από το αν οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με τη Ρωσία, θα συμφωνήσουν σε μια ρύθμιση που θα επέτρεπε στις κουρδικές περιφέρειες να βγουν από τον πόλεμο με αυτοδιοικητικούς όρους.

Και τώρα τι;

Εξαφανίζοντας τα σύνορα μεταξύ Ιράκ και Συρίας, το «Ισλαμικό Κράτος» αμφισβήτησε την πολιτική τάξη που διέπει τη Μέση Ανατολή μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν και απειλή για τους πάντες, συμπεριλαμβανομένων, φυσικά, των Κούρδων, η δράση του «Ισλαμικού Κράτους» αντικειμενικά έθρεψε τα κουρδικά όνειρα για ανεξαρτησία. Προκάλεσε την δυτική παρέμβαση από την οποία είχαν στρατιωτικά οφέλη οι Κούρδοι και πρόσφερε την ευκαιρία να αλλάξουν τα σύνορα της περιοχής προς όφελος των Κούρδων. Και στις δύο πλευρές των συνόρων Συρίας-Ιράκ, οι Κούρδοι ηγέτες ήλπιζαν σε ενίσχυσή τους, λόγω της δυναμικής που είχαν στα πεδία των μαχών. Ειδικότερα στο Ιράκ φαινόταν να στοιχηματίζουν σε κάτι πιο σημαντικό: Στη δυτική υποστήριξη για κρατική υπόσταση. Όλο και περισσότερο, όμως, αυτό μοιάζει με ένα χαμένο στοίχημα.

Αντίθετα, η κουρδική ανεξαρτησία ίσως έχει περισσότερες ελπίδες να επιτευχθεί ακολουθώντας τον δρόμο που είχαν πάρει οι Κούρδοι πριν τον πόλεμο. Για σχεδόν μια δεκαετία, οι Κούρδοι μπόρεσαν να προσελκύσουν ολοένα και ισχυρότερες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου για να επενδύσουν στις περιοχές τους, έχοντας εύλογη πολιτική στήριξη από τις κυβερνήσεις των χωρών από τις οποίες προέρχονται αυτές οι εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Σίγουρα αυτή η προσέγγιση δεν θα είχε οδηγήσει σύντομα σε ανεξαρτησία, αλλά έθεσε τα θεμέλια γι’ αυτήν. Πλέον, οι κουρδικές ηγεσίες πρέπει να ξεκινήσουν από την αρχή. 


 20/1/2018