Η κούρσα των εξοπλισμών σε έναν επικίνδυνο φαύλο κύκλο.

ΣXETIKA KEIMENA:
Γιατί τα drones εξακολουθούν να είναι το μέλλον του πολέμου.  



Στις 19 Ιανουαρίου, το Πεντάγωνο δημοσίευσε μια νέα στρατηγική εθνικής άμυνας, την πρώτη μέσα σε 10 χρόνια, στην οποία χαρακτήρισε τον στρατηγικό ανταγωνισμό ως την «κεντρική πρόκληση για την ευημερία και την ασφάλεια των ΗΠΑ», την στιγμή που διευρύνεται η στρατιωτική ικανότητα της Ρωσίας και της Κίνας.

Στο ίδιο πλαίσιο, ο υπουργός ‘Αμυνας των ΗΠΑ,  Τζέιμς Μάττις, υποστήριξε, στις 2 Φεβρουαρίου, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν πλέον να ακολουθήσουν πολιτική μείωσης πυρηνικών όπλων δεδομένης της σταθερής ανάπτυξης των κινεζικών και ρωσικών πυρηνικών οπλοστασίων. Η έκθεση για την βαλλιστική πυραυλική άμυνα, που πρόκειται να δημοσιευθεί σύντομα, αναμένεται να δώσει έμφαση στα ίδια βασικά σημεία, δηλαδή ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ενισχύσουν την πυραυλική τους άμυνα για την καλύτερη αποτροπή των απειλών από τον στρατηγικό ανταγωνισμό.

Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι ο ανταγωνισμός για την στρατιωτική - και ειδικότερα πυρηνική - δύναμη και όχι η τρομοκρατία θα αποτελέσει το επόμενο σημείο στο οποίο θα εστιάσει η στρατηγική ασφάλειας των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση του Stratfor, υπάρχουν τρεις ευδιάκριτες αλλαγές στον στρατηγικό προσανατολισμό των υπερδυνάμεων παραπέμπουν σε μια «αναβίωση» του Ψυχρού Πολέμου:
  1. Η Ουάσινγκτον έχει ήδη καταστήσει σαφές ότι θα ανακατευθύνει πόρους στον στρατιωτικό ανταγωνισμό με Κίνα και Ρωσία
  2. Πεκίνο και Μόσχα δεν δείχνουν κανένα σημάδι υποχώρησης
  3. Η σύγχρονη οπλική τεχνολογία εισέρχεται σε μια φάση κατά την οποία θα είναι περισσότερο προσβάσιμη, ταυτόχρονα, σε όλους τους μεγάλους «παίκτες», την ώρα που οι παλιές συμφωνίες ελέγχου των εξοπλισμών όπλων αποδυναμώνονται.

Η αλήθεια είναι ότι η Ουάσιγκτον και πριν τις σημερινές, σαφείς αλλαγές στην στρατηγική της έναντι των εξοπλισμών, παρακολουθούσε στενά και με ανησυχία την αυξανόμενη ισχύ της Ρωσίας και της Κίνας, Οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολούθησαν την «στροφή προς τον Ειρηνικό» κατά τη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα, σε μια προσπάθεια να καταπολεμήσουν την αυξανόμενη κυριαρχία της Κίνας στην περιοχή.

Παρομοίως, με πρόφαση τον εμφύλιο στην Ουκρανία, στον οποίοη Δύση κατηγόρησε τη Ρωσία για «επέμβαση» στη χώρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενίσχυσαν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις στην Ευρώπη. Παράλληλα, ήδη επί Ομπάμα, το Πεντάγωνο προχώρησε στην εφαρμογή της στρατηγικής «Third Offset» για την ανάπτυξη της στρατιωτικής εκδοχής τεχνολογιών όπως η ρομποτική και η τεχνητή νοημοσύνη, επίσης σε μια προσπάθεια να προλάβει τον ανταγωνισμό ανάλογων ερευνών από τις άλλες μεγάλες δυνάμεις.

Ωστόσο, ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία παρέμενε στην κορυφή των προτεραιοτήτων της στρατηγικής ασφάλειας των ΗΠΑ, ενώ, οι πόλεμοι στην Μέση Ανατολή και την Νότια Ασία εξακολουθούν να αντλούν την μερίδα του λέοντος των στρατιωτικών δαπανών μέχρι σήμερα. Η Κίνα και η Ρωσία, στο μεταξύ, εκμεταλλεύτηκαν την «εκτροπή» της προσοχής των Ηνωμένων Πολιτειών, σημειώνοντας μεγάλη πρόοδο στην δημιουργία σύγχρονων οπλοστασίων και στην ποιοτική αναβάθμιση των στρατιωτικών δυνατοτήτων τους. Σε μερικούς τομείς, όπως οι πύραυλοι κατά πλοίων, το πυραυλικό πυροβολικό και η αντιαεροπορική άμυνα, Ρωσία και Κίνα έχουν ξεπεράσει τις ΗΠΑ.

Υπό το πρίσμα αυτών των τάσεων, η Ουάσιγκτον έχει κάθε λόγο να ανησυχεί για έναν μεγάλο ανταγωνισμό. Αλλά η προσπάθεια να μπει μπροστά σε αυτόν τον ανταγωνισμό, απλώς θα τον επιταχύνει. ‘Οσο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προσπαθούν να ενισχύσουν την άμυνα τους, η Κίνα και η Ρωσία θα πολλαπλασιάσουν τις προσπάθειές τους για να ενισχύσουν τις δικές τους ικανότητες. Οι δύο χώρες, τις οποίες η ανάλυση του Stratfor χαρακτηρίζει ως «ρεβιζιονιστικές δυνάμεις που επιθυμούν να αλλάξουν τη σημερινή γεωπολιτική ισορροπία, είτε στη θάλασσα της Νότιας και Ανατολικής Κίνας είτε στην πρώην Σοβιετική Ένωση», δεν θα παραιτηθούν από τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες τους μόνο και μόνο επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να τις εξαλείψουν.

Φαύλος κύκλος

Καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ Ρωσίας, Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών εντείνεται, η εμφάνιση καταστροφικών οπλικών τεχνολογιών θα τους οδηγήσει βαθύτερα σε μια αποσταθεροποιητική κούρσα εξοπλισμών.

Τα ολοένα και πιο ικανά συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας, για παράδειγμα, θα διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στον ανταγωνισμό, αν και η τεχνολογία εξελίσσεται προς το παρόν στον τομέα της αντιμετώπισης των βαλλιστικών πυραύλων. Ο φόβος μεταξύ αυτών των χωρών είναι ότι καθώς η τεχνολογία πυραυλικής άμυνας βελτιώνεται, όλο και περισσότερο θα καταστήσει τα πυρηνικά οπλοστάσιά τους αναποτελεσματικά. Πιο απλά, όσο βελτιώνεται η αντιπυραυλική άμυνα, τόσο μειώνεται η αποτελεσματικότητα των υπαρχόντων οπλοστασίων και η ικανότητα απαντητικού χτυπήματος. Η κατάσταση παραπέμπει σε φαύλο κύκλο: Μια πιθανή πρωτιά των ΗΠΑ στην τεχνολογία πυραυλικής άμυνας θα ωθήσει την Ρωσία και την Κίνα να συνεχίσουν να εξελίσσουν την πυραυλική άμυνά τους, αλλά θα τους ωθήσει επίσης να ενισχύσουν και τα επιθετικά όπλα τους.

Σύμφωνα με την ανασκόπηση της Πυρηνικής Κατάστασης των ΗΠΑ, οι Ηνωμένες Πολιτείες ετοιμάζονται να αλλάξουν τη στάση τους όσον αφορά στη χρήση πυρηνικών όπλων και να εισαγάγουν νέες, συμπεριλαμβανομένης μιας κεφαλής χαμηλής απόδοσης για βαλλιστικούς πυραύλους που εκτοξεύονται από υποβρύχιο. Τα πυρηνικά χαμηλής απόδοσης δεν είναι νέος τομέας για τις ΗΠΑ, αλλά η τοποθέτησή τους σε βαλιστικούς πυραύλους υποβρυχίων, είναι. Η κίνηση αυτή αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της αυξανόμενης ανησυχίας ότι ένας δυνητικός εχθρός - είτε πρόκειται για μια μεγάλη δύναμη όπως η Ρωσία ή ένα κράτος όπως η Βόρεια Κορέα - θα καταφεύγει σε μια στρατηγική «κλιμακώστε προς αποφυγή κλιμάκωσης». Σύμφωνα με τη στρατηγική αυτή, η κατώτερη στρατιωτική δύναμη θα χρησιμοποιούσε πυρηνικό όπλο χαμηλής απόδοσης ή «τακτικής» για να αποθαρρύνει τις συνεχιζόμενες επιθέσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες με την υπόθεση ότι η Ουάσιγκτον δεν θα ανταποδώσει με το στρατηγικό της πυρηνικό οπλοστάσιο από τον φόβο να ξεκινήσει έναν καταστροφικό πόλεμο.

Η τοποθέτηση πυρηνικών όπλων χαμηλής απόδοσης σε βαλλιστικούς πυραύλους υποβρυχίων θα δώσει στις Ηνωμένες Πολιτείες μεγαλύτερη ταχύτητα και ευελιξία στη χρήση τους. Η απόφαση αυτή, ωστόσο, δεν είναι χωρίς ρίσκα. Αφενός, ένα χτύπημα με χαμηλής απόδοσης πυρηνικά όπλα μπορεί να κλιμακωθεί σε έναν πόλεμο με στρατηγικά όπλα. Αφετέρου, δεδομένου ότι ο στόλος των βαλλιστικών υποβρυχίων μεταφέρει ένα μεγάλο μέρος του οπλοστάσιου των στρατηγικών πυρηνικών όπλων της χώρας, η προσθήκη πυρηνικών όπλων χαμηλής απόδοσης στο μίγμα θα μπορούσε να δημιουργήσει πρόβλημα διάκρισης για τα αντίπαλα κράτη σε περίπτωση εκτόξευσης. Διότι το κράτος - στόχος θα ανιχνεύσει έναν εισερχόμενο βαλλιστικό πύραυλο που εκτοξεύθηκε από ένα υποβρύχιο χωρίς να είναι σε θέση να ξεχωρίσει εάν ο πύραυλος φέρει πυρηνική κεφαλή χαμηλής απόδοσης ή πρόκειται για την έναρξη μιας μαζικής επίθεσης με στρατηγικά πυρηνικά όπλα.

Η έλευση των κεφαλών τεχνολογίας Super-Fuze ενισχύει δραματικά την αποτελεσματικότητα των πυρηνικών όπλων έναντι στόχων, όπως των πυρηνικών σιλό. Παρόλο που αυτή τη στιγμή χρησιμοποιείται μόνο σε στρατηγικές πυρηνικές κεφαλές, η «υπερφυσική» δύναμη αυτής της τεχνολογίας θα μπορούσε να λειτουργήσει και για πυρηνικά όπλα χαμηλής απόδοσης. Και επειδή τα πυρηνικά όπλα χαμηλής απόδοσης δεν υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς των συμβάσεων που περιορίζουν τον αριθμό των στρατηγικών πυρηνικών όπλων τα οποία μπορεί να κατέχει μια χώρα, βελτιώνοντας την ακρίβειά τους με την τεχνολογία super-fuze θα μπορούσε να ανατρέψει το σημερινό πυρηνικό ισοζύγιο. Όσες περισσότερες χώρες αποκτούν πυρηνικά όπλα χαμηλής απόδοσης, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες χρήσης τους.

Περισσότερο πολύπλοκη γίνεται η κατάσταση με τους υπερηχητικούς πυραύλους. Η υψηλή ταχύτητα των πυραύλων αυτών - τουλάχιστον πενταπλάσια της ταχύτητας του ήχου - διευκολύνει την ταχεία χρήση τους και αυξάνει τον ρυθμό επιβίωσής τους, καθιστώντας δύσκολη την παρακολούθηση της πτήσης τους. Επιπλέον, μερικά υπερηχητικά όπλα φορτώνονται σε ειδικά ανεμόπτερα, επεκτείνοντας την εμβέλειά τους.

Χάνοντας τον έλεγχο

Η ανάπτυξη της τεχνολογίας των όπλων είναι ευθέως ανάλογα ταχύτατη της επιδείνωσης των συνθηκών ελέγχου τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρθηκαν από τη Συνθήκη αντι-βαλλιστικών πυραύλων το 2002 και η κρίσιμη συνθήκη για την καταστροφή των πυραύλων μέσης και μικρής εμβέλειας (INF) δείχνει σημάδια σημαντικής πίεσης, η οποία πρόκειται να αυξηθεί καθώς η Ουάσιγκτον ενισχύει την άμυνά της. Εκνευρισμένες από την αυξανόμενη επένδυση των Ηνωμένων Πολιτειών στην τεχνολογία αντιπυραυλικής άμυνας και υπερηχητικής τεχνολογίας, η Ρωσία και η Κίνα θα προσπαθήσουν να ενισχύσουν τις δυνατότητες πυραυλικής προσβολής.

Η επακόλουθη εξοπλιστική κούρσα θα οδηγούσε πιθανώς στο τελευταίο καρφί στο φέρετρο της INF και ίσως ακόμη να θέσει σε κίνδυνο τη νέα Συνθήκη Περιορισμού των Στρατηγικών Όπλων, γνωστή ως START (Strategic Arms Reduction Treaty. Ο συνδυασμός αυτός, δηλαδή, η αποδυνάμωση των συμφωνιών ελέγχου του πυρηνικού οπλοστασίου και η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας των εξαιρετικά καταστροφικών όπλων θα οδηγήσει στην διάβρωση και υπονόμευση της της παγκόσμιας σταθερότητας.


22/2/2018


            ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ          


Αυστραλός στρατηγός στέκεται κοντά σε drone του στρατού των ΗΠΑ κατά την διάρκεια κοινών ασκήσεων στην Αυστραλία, τον Ιούλιο του 2017. JASON REED / REUTERS 

Γιατί τα drones εξακολουθούν να είναι το μέλλον του πολέμου.

Πάνω από 90 έθνη και μη κρατικές ομάδες έχουν ήδη drones, και οι στρατοί σε όλο τον κόσμο αγωνίζονται να αναπτύξουν συνεχώς και πιο εξελιγμένα ρομποτικά συστήματα. Η επανάσταση της ρομποτικής συμβαίνει ανεξάρτητα από το αν ο στρατός των ΗΠΑ ηγείται ή όχι.

Οι στρατιώτες θα μάθουν να τα εμπιστεύονται.

Σε ένα πρόσφατο άρθρο τους στο Foreign Affairs [2], οι Jacquelyn Schneider και Julia Macdonald υποστηρίζουν, βάσει της έρευνας που διεξήγαγαν παίρνοντας συνεντεύξεις από Αμερικανούς στρατιώτες, ότι τα στρατεύματα προτιμούν την στενή αεροπορική υποστήριξη από κατοικημένα («επανδρωμένα») και όχι ακατοίκητα (uninhabited, «μη επανδρωμένα») αεροσκάφη ή drones. Αφού επικαλέστηκαν τους περιορισμούς των σημερινών drones και την αντι-drone κουλτούρα των στρατιωτών, συνέχισαν για να πουν ότι «η κατασκευή καλύτερων drones δεν θα λύσει αυτό το πρόβλημα» και ότι «οι υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής θα πρέπει να επανεξετάσουν την προφανή δέσμευσή τους σε ένα μη επανδρωμένο μέλλον».

Οι έρευνες της Schneider και της Macdonald τονίζουν τους σημαντικούς περιορισμούς των σημερινών drones [3]. Κάνουν λάθος, ωστόσο, με το να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επανεξετάσουν την δέσμευσή τους στην ρομποτική τεχνολογία. Το αντίθετο: Η κατασκευή καλύτερων drones μπορεί να λύσει πολλές από τις ανησυχίες που θέτουν, και πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα για τη μελλοντική ανάπτυξη δυνάμεων [4].

ΤΟ ΚΑΛΑΜΑΚΙ ΤΟΥ ΑΝΑΨΥΚΤΙΚΟΥ

Οι Schneider και Macdonald εντοπίζουν δύο βασικά ζητήματα με το πώς σκέπτονται οι στρατιώτες για τα drones. Το πρώτο είναι ένα «πρόβλημα μηχανικής» -τα drones της σημερινής εποχής περιορίζονται από αυτό που είναι γνωστό ως η οπτική από το «καλαμάκι του αναψυκτικού («soda straw» view) που έχουν οι πιλότοι τους στο πεδίο της μάχης. Οι πιλότοι των drones μπορούν να δουν βίντεο υψηλής ευκρίνειας για τα γεγονότα στο έδαφος, αλλά δεν έχουν το ευρύτερο οπτικό πεδίο που θα τους βοηθούσε να πλαισιώσουν ό, τι βλέπουν. Αυτό μπορεί να είναι πρόβλημα ιδιαίτερα όταν τα αεροσκάφη υποστηρίζουν τον στρατό ξηράς σε μάχες, μια μερικές φορές συγκεχυμένη κατάσταση όπου τα λάθη μπορούν να οδηγήσουν σε αδελφοκτονία. Αντίθετα, ένας άνθρωπος που έχει φυσική παρουσία σε ένα πιλοτήριο, μπορεί να απορροφήσει πληροφορίες σχετικά με το πεδίο μάχης πολύ πιο γρήγορα, ιδιαίτερα εάν κάθεται σε ένα αεροσκάφος που έχει βελτιστοποιηθεί για στενή αεροπορική υποστήριξη, όπως το A-10. Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος για να μεταφερθούν αρκετά δεδομένα σε έναν απομακρυσμένο πιλότο ώστε να επαναδημιουργηθεί ο ίδιος βαθμός επίγνωσης της κατάστασης.

Ωστόσο, το τρέχον πρότυπο για τον έλεγχο των αεροσκαφών δεν είναι το μόνο δυνατό. Για στενή αεροπορική υποστήριξη, μια καλύτερη προσέγγιση μπορεί να είναι να τοποθετηθεί ο έλεγχος του αεροπορικού χτυπήματος απευθείας στα χέρια του τακτικού αεροπορικού ελεγκτή (tactical air controller) στο έδαφος, ο οποίος θα έχει πολύ μεγαλύτερη επίγνωση της κατάστασης από όσο ένας πιλότος drone χιλιόμετρα μακριά από το πεδίο της μάχης. Το πρόγραμμα Συνεχιζόμενης Αεροπορικής Υποστήριξης (Persistent Close Air Support Program) [5] που δημιουργήθηκε από την Υπηρεσία Προηγμένων Έργων Έρευνας για την Άμυνα (Defense Advanced Research Projects Agency, DARPA) άρχισε να κινείται προς την κατεύθυνση αυτή, επιτρέποντας στους ελεγκτές εδάφους να δουν το εισερχόμενο βίντεο του αεροσκάφους και να διευθύνουν αεροπορικά χτυπήματα μέσω ενός tablet. Θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε αν οι αντιρρήσεις των ελεγκτών εδάφους για τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη αλλάξουν εάν οι ίδιοι κατευθύνουν το αεροσκάφος.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΡΙΣΚΟ

Το δεύτερο ζήτημα που θέτουν οι Schneider και Macdonald είναι μια βαθύτερη και πιο θεμελιώδης κατηγορία για τα μη επανδρωμένα συστήματα: Η μειωμένη έκθεση του πιλότου στον κίνδυνο. Τα επίγεια στρατεύματα που κατευθύνουν τις αεροπορικές επιθέσεις εξέφρασαν την ανησυχία τους για το ότι οι πιλότοι δεν ήταν με φυσικό τρόπο «μέσα στη μάχη» και επομένως είχαν λιγότερο προσωπικό ρίσκο στο παιχνίδι. Αυτή η αντίρρηση είναι πιο εγγενής στην φύση των ακατοίκητων συστημάτων (uninhabited systems) και δεν μπορεί να ξεπεραστεί τόσο εύκολα από μια αλλαγή στο παράδειγμα «διοίκησης και ελέγχου». Οι Schneider και Macdonald καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι σε καταστάσεις όπου οι στρατιώτες «βρίσκονται σε άμεση φυσική επαφή με τον εχθρό», θα συνεχίσουν να είναι «απρόθυμοι να μεταβιβάζουν αποφάσεις στις μηχανές». Αυτό το εξαγόμενο χρειάζεται περισσότερο έλεγχο [6].

Υπάρχουν ήδη περιπτώσεις, όπως εκείνες των ρομπότ απόρριψης βομβών (bomb disposal robot), όπου οι στρατιώτες δέχονται ότι το μειωμένο ρίσκο είναι ακριβώς το νόημα χρήσης των ρομποτικών συστημάτων. Αυτό υποδηλώνει μια διαφορετική προοπτική από αυτήν που πρότειναν οι Schneider και Macdonald: Ότι τα στρατεύματα αγκαλιάζουν πραγματικά αυτά τα συστήματα αν συμβάλλουν στη μείωση της έκθεσής τους σε πλήγματα. Και στην πραγματικότητα ο αμερικανικός στρατός σκοπεύει να χρησιμοποιεί ρομποτικά οχήματα ως συμπαίκτες ή «ρομποτικούς wingmen» [στμ: wingman είναι ο παραστέκων πιλότος σε αεροπορικό σχηματισμό] για στρατεύματα στην πρώτη γραμμή. Αυτή η προσέγγιση συχνά περιγράφεται ως «επανδρωμένη- μη επανδρωμένη ομαδοποίηση» (manned-unmanned teaming) και έχει οραματιστεί για διάφορα πλαίσια, συμπεριλαμβανομένης της μάχης αέρος και εδάφους στην πρώτη γραμμή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτά τα ρομποτικά συστήματα προορίζονται να μεταφέρουν επιπλέον όπλα ή εξοπλισμό. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να λειτουργούν ως εμπροσθοφυλακές, μειώνοντας τον κίνδυνο για τους ανθρώπους στο έδαφος.

Γενικότερα, η ιδέα ότι οι πιλότοι drone δεν παίρνουν προσωπικό ρίσκο προσκρούει σε μια πολύπλοκη σχέση που έχουν οι πολεμιστές με τον κίνδυνο. Ο κίνδυνος είναι μια σχετική έννοια και είναι σύνηθες στους στρατιωτικούς κύκλους να δυσφημίζουν άλλους που εκτίθενται σε λιγότερο ρίσκο. Για τον πιλότο μαχητικού [7], ένας πιλότος που κάθεται σε ένα τρέιλερ εντός των ΗΠΑ, μπορεί να μην είναι αληθινός πολεμιστής. (Πράγματι, η ανισότητα των μεταλλίων που δίνονται στους πιλότους των drone αποκαλύπτει τη μεταχείρισή τους ως πολιτών δεύτερης κατηγορίας στην αεροπορία). Για εκείνον που παλεύει στην λάσπη για να αποφύγει τις σφαίρες του εχθρού, ο πιλότος που πετά από πάνω του δύσκολα [μπορεί να θεωρηθεί ότι] είναι εκτεθειμένος στον ίδιο κίνδυνο. Εκείνοι που ριψοκινδυνεύουν έξω από τις [στρατιωτικές] βάσεις στους σύγχρονους πολέμους κοιτούν αφ’ υψηλού τους «fobbits», οι οποίοι σπάνια βγαίνουν έξω από τα όρια των προωθημένων επιχειρησιακών βάσεων (forward operating bases, FOBs). Τα στρατεύματα μάχης κοιτάζουν αφ’ υψηλού τα στρατεύματα υποστήριξης, ακόμα και εκείνα που πηγαίνουν σε περιπολίες. Τα ελαφρά στρατεύματα του πεζικού χλευάζουν το μηχανοκίνητο πεζικό, το οποίο πηγαίνει εποχούμενο για να πολεμήσει. Τα αερομεταφερόμενα στρατεύματα κοροϊδεύουν τα «πόδια», που δεν πηδούν [με αλεξίπτωτο] στη μάχη.

Το κοντρόλ ενός drone Hunter σε στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στο Vilseck-Grafenwoehr, τον Οκτώβριο του 2013. MICHAELA REHLE / REUTERS

Αυτές οι απόψεις είναι διαχρονικές. Η βαλλίστρα θεωρήθηκε ως ένα ανήθικο όπλο όταν δημιουργήθηκε, εν μέρει επειδή επέτρεπε σε λιγότερο εξειδικευμένους και ηρωικούς τοξότες να σκοτώνουν ιππότες από απόσταση χωρίς να εκτίθενται σε κίνδυνο. Με την πάροδο του χρόνου, ο πόλεμος προσαρμόστηκε στην θανάτωση από απόσταση. Οι σημερινοί κομάντο ορμούν άφοβα στη μάχη, αλλά οι αρχαίοι πολεμιστές που πολεμούσαν χέρι με χέρι με σπαθιά και τσεκούρια πιθανώς θα έβλεπαν ως δειλό κάποιον που πυροβολεί έναν άλλον από απόσταση. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τα αεροπλάνα και τα τουφέκια και να πολεμήσουμε, γενναία, με μαχαίρια;

Η πραγματικότητα είναι ότι οι ιδέες σχετικά με την γενναιότητα αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου. Η μακρά καμπύλη των στρατιωτικών τεχνολογιών τείνει προς την θανάτωση σε όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις, από τη σφεντόνα και την πέτρα μέχρι τα κανόνια, τους πυραύλους και τα drones. Τα πλεονεκτήματα εκείνου που υιοθετεί μια νέα τεχνολογία πρώτος -όπως εκείνες που οι Ηνωμένες Πολιτείες απολαμβάνουν σήμερα με τα drones- δεν διαρκούν πολύ. Τα νέα όπλα διαδίδονται, με αποτέλεσμα μια νέα ισορροπία επί του πεδίου μάχης. Οι τρομοκρατικές ομάδες χρησιμοποιούν ήδη τα δικά τους drones στο Ιράκ και την Συρία. Η εξ αποστάσεως μάχη μπορεί να θεωρηθεί σήμερα ως δειλία, αλλά αυτές οι συμπεριφορές είναι πιθανό να αλλάξουν, είτε μέσω της καινοτομίας εν ειρήνη είτε μέσω του χωνευτηρίου της μάχης. Στο θέατρο του πολέμου, η αποτελεσματικότητα στη μάχη θα ξεπερνά κάθε φορά την γενναιότητα.

Επιπλέον, οι αρχικές εκδόσεις των τεχνολογιών, έχουν συχνά σημαντικές ελλείψεις που καθιστούν αμφισβητήσιμη την στρατιωτική τους χρησιμότητα. Τα τουφέκια με φυτίλι, τα τανκς και τα αεροσκάφη της πρώτης γενιάς είχαν σημαντικούς περιορισμούς αλλά βελτιώθηκαν με την πάροδο του χρόνου. Ένα από τα σημαντικότερα μειονεκτήματα των σημερινών drones είναι η περιορισμένη αυτοματοποίηση τους. Οι οδηγίες του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ [8] για τα ρομποτικά [9] συστήματα [10] έχουν πάλι [11] και πάλι [12] υπογραμμίσει [13] την σημασία [14] της μεγαλύτερης [15] αυτονομίας [16]. Καθώς αυτά τα συστήματα γίνονται όλο και πιο αυτοματοποιημένα και απομακρύνονται από το σημερινό παράδειγμα τηλεχειρισμού (remote control) σε μια πιο συνδυασμένη προσέγγιση ομαδοποίησης ανθρώπου-μηχανής, πολλά από τα σημερινά προβλήματα, όπως οι εύθραυστες επικοινωνίες, πιθανώς θα βελτιωθούν. Άλλες ανεπάρκειες των ρομποτικών συστημάτων μπορεί να επιμείνουν, αλλά τα πλεονεκτήματά τους μπορεί και πάλι να υπερβαίνουν τους περιορισμούς τους. Εξετάζοντας τα τανκς πρώτης γενιάς, θα μπορούσε κανείς εύκολα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα άλογα παρέμεναν μια καλύτερη επιλογή για το ιππικό. Τα τανκς απαιτούν καύσιμα και λάδια και χαλάνε εύκολα, ενώ τα άλογα είναι γερά και μπορούν να φάνε από την γη. Αυτό παραμένει αλήθεια και σήμερα! Ωστόσο, τα πλεονεκτήματα των τανκς ξεπερνούν αυτές τις αδυναμίες.

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΡΟΜΠΟΤΙΚΗΣ

Πάνω από 90 έθνη και μη κρατικές ομάδες έχουν ήδη drones, και οι στρατοί σε όλο τον κόσμο αγωνίζονται να αναπτύξουν συνεχώς και πιο εξελιγμένα ρομποτικά συστήματα. Η επανάσταση της ρομποτικής συμβαίνει ανεξάρτητα από το αν ο στρατός των ΗΠΑ ηγείται ή όχι.

Η πολιτισμική αντίσταση [17] στα ρομποτικά συστήματα του αμερικανικού στρατού είναι πραγματική. Όπως επισημαίνουν οι Schneider και Macdonald, δεν περιορίζεται πάντοτε σε εκείνους των οποίων διακυβεύονται οι θέσεις εργασίας. Κάποια από αυτή την αντίσταση μπορεί να οφείλεται σε πραγματικούς περιορισμούς των drones σήμερα, και οι μηχανικοί θα πρέπει να συνεργαστούν με πολεμιστές για να κατανοήσουν τις ανησυχίες τους και να βελτιώσουν τα συστήματα της επόμενης γενιάς. Άλλες αντιρρήσεις μπορεί να βρίσκονται πιο κοντά στην παρελθοντική αντίσταση που παρατηρήθηκε στις προηγούμενες γενιές για τις βαλλίστρες, τα τανκς και άλλες καινοτομίες. Ο στρατός των ΗΠΑ θα αντιμετωπίσει ένα μέλλον με ρομποτικά όπλα στο πεδίο της μάχης. Η μόνη πραγματική επιλογή είναι αν θα πρόκειται για τα ρομπότ των Ηνωμένων Πολιτειών ή του εχθρού.

Ένα drone Triton πετά κοντά στο Palmdale, στην Καλιφόρνια, 
τον Μάιο του 2013. REUTERS


ΟΙ SCHNEIDER ΚΑΙ MACDONALD ΑΠΑΝΤΟΥΝ

Εκτιμούμε την εμπλοκή σε αυτό το ζήτημα και την στοχαστική απάντηση του Paul Scharre. Τα σχόλια του Scharre αποτελούν μια σημαντική κίνηση προς τα εμπρός στην συζήτηση για τον μελλοντικό ρόλο των αυτόνομων συστημάτων στο πεδίο της μάχης, και μια [κίνηση] που χαιρετίζουμε.

Η διαφωνία μας φαίνεται να είναι ότι ο Scharre είναι πιο σίγουρος από ό,τι είμαστε εμείς για το ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις θα επιλύσουν τα θέματα εμπιστοσύνης που προσδιορίζουμε. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι δεν λέμε ότι τέτοιες εξελίξεις δεν θα βοηθήσουν ποτέ -υπάρχει αναπόφευκτα ένα κρίσιμο σημείο όπου η σιγουριά μετατρέπεται σε εμπιστοσύνη- αλλά απλά ότι είμαστε λιγότερο σίγουροι ότι αυτό θα συμβεί βραχυπρόθεσμα ή ότι θα λυθούν όλα τα ζητήματα που εντόπισαν οι στρατιωτικοί κατά την διάρκεια της έρευνάς μας. Όλοι συμφωνούμε σχετικά με την ανάγκη να καθορίσουμε πού είναι αυτό το κρίσιμο σημείο και πώς και πότε θα μπορούσε να επιτευχθεί.

Όσον αφορά τις συστάσεις μας για τις [σχετικές] πολιτικές, δεν συνιστούμε ότι ο αμερικανικός στρατός πρέπει να εγκαταλείψει πλήρως τις μη επανδρωμένες τεχνολογίες -μόνο ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τις μη επανδρωμένες τεχνολογίες για να φέρει την επανάσταση στον πόλεμο αν επικεντρωθεί μόνο στην τεχνολογία και αποτύχει να ανταποκριθεί στην ανθρώπινη πλευρά της εξίσωσης. Για παράδειγμα, θα έπρεπε οι Ηνωμένες Πολιτείες να προσπαθήσουν να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της μάχης των αεροσκαφών με την κατασκευή καλύτερων αισθητήρων, με την ανάπτυξη των χειριστών drone σε απομακρυσμένες τοποθεσίες, με το να επιτρέπουν στα στρατεύματα να ελέγχουν το σύστημα από το πεδίο μάχης, ή με την καλύτερη ενσωμάτωση των drones σε μεγάλες ασκήσεις εδάφους; Η απάντηση είναι ίσως κάποιος συνδυασμός όλων των παραπάνω, αλλά αυτή την στιγμή η προσπάθεια που υπερισχύει είναι στις μηχανικές λύσεις εις βάρος των βιωματικών.

Όπως σημειώνει ο Scharre, ο αμερικανός στρατός αναμφίβολα θα αντιμετωπίσει ένα μέλλον με ρομποτικά όπλα στο πεδίο της μάχης. Το βασικό ερώτημα είναι τι είδους ρόλο θα διαδραματίσουν αυτές οι τεχνολογίες. Η στρατηγική τρίτης αντιστάθμισης (Τhird Οffset Strategy) [18], μια στρατηγική προμηθειών του αμερικανικού Υπουργείου Άμυνας που προωθήθηκε από τον πρώην υπουργό Άμυνας Ashton Carter για να «αντισταθμίσει» τις αυξανόμενες στρατιωτικές δυνατότητες χωρών όπως η Κίνα και η Ρωσία, αναγνωρίζει την αυτονομία ως την τεχνολογία-κλειδί για τη νίκη σε μελλοντικούς πολέμους. Αυτή η στρατηγική αντιστάθμισης πλαισιώνει την λήψη αποφάσεων από μηχανές ως μια ικανότητα που αναγκαστικά θα δημιουργήσει επαναστατικά πλεονεκτήματα για κράτη που χρησιμοποιούν την αυτονομία στο μελλοντικό πεδίο μάχης.

Ωστόσο, οι υποστηρικτές της τρίτης αντιστάθμισης είχαν το πρόβλημα να διατυπώσουν το πώς η αυτονομία μεταφράζεται στα πλεονεκτήματα που προβλέπουν στο πεδίο μάχης. Για την πρώτη αντιστάθμιση, οι Ηνωμένες Πολιτείες εστίασαν στην ανάπτυξη πυρηνικών κεφαλών μεγαλύτερης απόδοσης και στο δόγμα μαζικών αντιποίνων προκειμένου να αντισταθμίσουν την σοβιετική αριθμητική υπεροχή. Για την δεύτερη αντιστάθμιση, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν την έλευση του μικροεπεξεργαστή για να εκμεταλλευτούν τις τεχνολογίες ακριβείας και τις δικτυοκεντρικές επιχειρήσεις προκειμένου να αντισταθμίσουν τα σοβιετικά πλεονεκτήματα σε προωθημένη παρουσία και μαζικότητα. Αλλά ποια αξιώματα του πολέμου ενισχύει η αυτονομία; Ποιοι τύποι εκστρατειών επωφελούνται όντως;

Χωρίς να καταλαβαίνουμε το πώς αυτά τα μη επανδρωμένα και ολοένα και πιο αυτόνομα συστήματα επηρεάζουν τα δόγματα του πολέμου, ο διάλογος για τα μη επανδρωμένα συστήματα επανέρχεται συχνά σε επιχειρήματα που δεν μπορούν να διαψευσθούν. Οι αντίπαλοι αυτών των συστημάτων μπορούν να υποστηρίξουν ότι δεν φέρνουν νέες δυνατότητες που δεν παρέχονται ήδη από επανδρωμένα συστήματα. Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές των μη επανδρωμένων μπορούν να πουν ότι τα συστήματα θα παρέχουν επαναστατικές δυνατότητες στο πεδίο μάχης, αλλά έχουν πρόβλημα να εξηγήσουν το πώς. Πρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα ποιες δυνατότητες μπορούν να δημιουργήσουν τα μη επανδρωμένα συστήματα για να επιτύχουν τη νίκη˙ η αυτονομία από μόνη της δεν είναι μια ικανότητα.

Τέλος, τα δεδομένα της τρέχουσας έρευνάς μας είναι, όπως όλα τα στοιχεία ερευνών, περιορίζονται από την τεχνολογία που είναι διαθέσιμη εκείνη την στιγμή. Θα ήταν συναρπαστικό να κάνουμε επακόλουθες [ερευνητικές] εργασίες για να δούμε αν, για παράδειγμα, το πρόγραμμα της DARPA «Persistent Close Air Support» θα μειώσει τις αντιρρήσεις, όπως υπονοεί ο Scharre ότι μπορεί να συμβεί. Θα ήταν επίσης χρήσιμο να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε περισσότερα για το πώς αντιλαμβάνονται οι διάφορες ομάδες τα μη επανδρωμένα συστήματα. Δεν είναι όλοι όσοι αντιτίθενται στα μη επανδρωμένα, πιλότοι που προστατεύουν το έδαφός τους, και δεν είναι όλοι όσοι υποστηρίζουν τα μη επανδρωμένα, εκείνοι που κάθονται στην DARPA ή βρίσκονται πίσω από ένα τερματικό. Τι είναι εκείνο που εξηγεί τα κίνητρα γα την εξέλιξη ή την αντίθεση στα μη επανδρωμένα συστήματα; Θα μπορούσαμε π.χ. να δούμε λιγότερη αντίσταση σε μη επανδρωμένα υποβρύχια οχήματα; Στο διάστημα; Αυτόνομες κυβερνο-επιχειρήσεις; Όλα αυτά είναι ερωτήματα για μελλοντικές έρευνες και πολιτικές. 

Στα αγγλικά:

Σύνδεσμοι:

Paul Scharre, Jacquelyn Schneider και Julia Macdonald

Ο PAUL SCHARRE είναι ανώτερος συνεργάτης του Center for a New American Security και πρώην στρατιωτικός των ΗΠΑ που υπηρέτησε στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Army of None: Autonomous Weapons and the Future of War [1], που θα δημοσιευθεί τον Απρίλιο του 2018.
Η JACQUELYN SCHNEIDER είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Στρατηγικής και Επιχειρησιακής Έρευνας του Ναυτικού Πολεμικού Κολλεγίου των ΗΠΑ. Οι απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι δικές της και δεν αντιπροσωπεύουν εκείνες του Ναυτικού Πολεμικού Κολλεγίου ή του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ.
Η JULIA MACDONALD είναι επίκουρη καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στην Σχολή Διεθνών Σπουδών Josef Korbel στο Πανεπιστήμιο του Denver.


20/02/2018