Στη δίνη της ψυχο-βιομηχανίας.

   Ο εκπαιδευτικός, ψυχολόγος και ποιητής Μιχάλης Παπαδόπουλος

Από την υπερκινητικότητα έως την υπερσεξουαλικότητα οι εκδηλώσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς που την τελευταία πενταετία ιατρικοποιούνται, δικαίως ή καταχρηστικώς, είναι ένα σοβαρό κοινωνικό ζήτημα με οικονομικές παραμέτρους, που αναλύει με πολεμικό πνεύμα ο εκπαιδευτικός, ψυχολόγος και ποιητής Μιχάλης Παπαδόπουλος στην «Αυτοκτονία της ψυχιατρικής».

Με αυτήν την αφορμή οι εκδόσεις Νήσος διοργανώνουν απόψε μια συζήτηση με την ψυχαναλύτρια Μαρίλια Αβέρωφ- Αϊζενστάιν και τον επίτιμο αντιπρόεδρο του ΣτΕ, Νίκο Ρόζο, στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών (Σκουφά 45, 19.30)

Πάσχει άραγε ο ηθοποιός Κέβιν Σπέισι από την ψυχική διαταραχή της «υπερσεξουαλικότητας»;

Η ερώτηση μοιάζει να έχει απαντηθεί από την αγορά στις ΗΠΑ με βαρύτατο τίμημα: όχι απλώς τη διακοπή της καριέρας του σπουδαίου και δημοφιλούς ηθοποιού ως ύποπτου για παιδοφιλία, αλλά και τον σαρωτικό στιγματισμό του αφού, χωρίς δίκη ούτε ψυχοδυναμική προσέγγιση, η μορφή του αφαιρείται σχολαστικά από κάθε οθόνη, κάθε ταινία ή σειρά και κάθε καλλιτεχνικό προγραμματισμό.

Αυτό το σβήσιμο ενός υποκειμένου προκειμένου να διασφαλιστούν τα εμπορικά συμφέροντα της βιομηχανίας του θεάματος, και η συνακόλουθη δική του πρωτοβουλία να αναβαπτισθεί σε ένα κέντρο θεραπείας, φωτίζει μια πραγματικότητα που εξαπλώνεται από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη. Διότι ναι μεν η «υπερσεξουαλικότητα» συζητήθηκε το 2013 και έμεινε τελικά απέξω από την αμερικανική «Βίβλο των ψυχιάτρων», το περιβόητο Διαγνωστικό-Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών DSM-5, αλλά το γενικότερο πνεύμα της ψυχ-ιατρικοποίησης των καθημερινών ανθρώπινων συμπεριφορών, συναισθημάτων ή δραστηριοτήτων εξαπλώνεται. Και πολιορκεί τόσο τους ενηλίκους όσο και τα παιδιά, πρόσφατα και στην Ελλάδα.΄


Η εξέλιξη αυτή, με τις αμφιλεγόμενες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές παραμέτρους της, τεκμηριώνεται και αναλύεται κριτικά στην Αυτοκτονία της Ψυχιατρικής, το πιο «πολεμικό βιβλίο» του Κύπριου εκπαιδευτικού-ψυχολόγου Μιχάλη Παπαδόπουλου, που μόλις κυκλοφόρησε (εκδ. Νήσος) με πρόλογο της ψυχαναλύτριας Μαρίλιας Αβέρωφ-Αϊζενστάιν.

Ιδεολόγος της παιδείας, πρωτοπόρος στην αντιμετώπιση του λειτουργικού αναλφαβητισμού και της σχολικής αποτυχίας, με μακρά θητεία στο υπουργείο Παιδείας της Κύπρου (1976-2013) και ενεργό παρουσία σε όλα τα επίπεδα παρέμβασης -κλινικό, ακαδημαϊκό (Γαλλία και Κύπρος), επιμορφωτικό, ερευνητικό, διοικητικό και κοινωνικό- ο συγγραφέας καταγγέλλει την άλωση της Ψυχιατρικής και των επιστημών της ψυχικής υγείας από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της φαρμακοβιομηχανίας.

Στο στόχαστρό του είναι το κυρίαρχο σήμερα μοντέλο διάγνωσης και λειτουργίας της Ψυχιατρικής, το οποίο εκπορεύεται από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία και χρησιμοποιεί ως επίσημο εργαλείο το DSM, την ποσοτική, δηλαδή, επιμέτρηση της κάθε ψυχικής διαταραχής με βάση μια κωδικοποιημένη συμπτωματολογία. Αυτή η προσέγγιση ακολουθείται από το 1952 (στο όνομα και των «απλών λύσεων» που μπορούν να κοστολογηθούν ασφαλιστικά), αλλά έχει φτάσει σήμερα σε μια υπερβολή, με τον πολλαπλασιασμό των «ψυχικών διαταραχών» μπροστά στις εκδηλώσεις της προσωπικότητας οι οποίες αποκλίνουν από το «κανονικό» και τα πρότυπα της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων. Ενα τετράχρονο παιδί με «θορυβώδη συμπεριφορά» μπορεί π.χ. πολύ εύκολα να αποκτήσει την ιατρική ετικέτα του «αντικοινωνικά υπερκινητικού», κάτι που θα το στιγματίσει στην περίοδο της ψυχικής του δόμησης.

Η κατάχρηση του DSM, σημειώνει ο Παπαδόπουλος, καταργεί την ουσία της Ψυχιατρικής, που είναι η κλινική πράξη, περιφρονεί την επίδραση στο Υποκείμενο του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος, παραμερίζοντας και τη θεωρητική προβληματική για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και είναι πλέον τόσο εκτεταμένη ακόμα και στην Ευρώπη, ώστε προδιαγράφει το «χάπι end» της Ψυχιατρικής που… δεν θα είναι happy end.

Η Αυτοκτονία της Ψυχιατρικής χτυπά συναγερμό. Επισημαίνει λ.χ. ότι σήμερα κινδυνεύουν να στιγματιστούν ως «ψυχικές διαταραχές» ενηλίκων ο φόβος να χάσει κάποιος τη δουλειά του ή τα προβλήματα προσαρμογής ενός εργαζόμενου στις συνθήκες εργασιακού μεσαίωνα που επιβάλλονται με το πρόσχημα της οικονομικής κρίσης. Ομως στέκεται ιδιαίτερα στην εμφάνιση διαφόρων «επιδημιών» στα παιδιά και στους εφήβους, οι οποίες σχετίζονται κυρίως με τον σχολικό χώρο.

Περισσότερο διαδεδομένη, η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα, η γνωστή ΔΕΠΥ (ADHD), η οποία παίρνει την πρωτοκαθεδρία που κατείχε την τελευταία 20ετία η δυσλεξία. Ακολουθούν οι μαθησιακές δυσκολίες, η διπολική διαταραχή, η διαταραχή της διαγωγής, η εναντιωτική προκλητική διαταραχή και πλήθος άλλες που η Big Pharma των πολυεθνικών κολοσσών υπόσχεται να… επιδιορθώσει διοχετεύοντας στην αγορά χάπια για κάθε σύμπτωμα. Παράλληλα, δεσμεύει την επιστημονική κοινότητα να τα συνταγογραφεί, με αντάλλαγμα χρηματοδοτήσεις ερευνητικών προγραμμάτων, χορηγίες στις πρόθυμες πανεπιστημιακές έδρες ή στα επιστημονικά περιοδικά που ασκούν επιρροή κ.ο.κ. Δεν είναι τυχαίο ότι οι 60 διαταραχές που καταγράφηκαν στην πρώτη έκδοση του DSM το 1952, έφτασαν τις 450 στην έκδοση του 2013!


Κοινωνικές ανισότητες

Ο Μιχάλης Παπαδόπουλος μιλά για έναν «αμερικανικό ιμπεριαλισμό» στον τομέα της Ψυχολογίας και αποδομεί όλο αυτό το οικοδόμημα επιστρατεύοντας ενστάσεις κορυφαίων ψυχιάτρων, διεθνή μανιφέστα, αλλά και τη δική του 40χρονη εμπειρία (σχετικά π.χ. με εκπαιδευτικά συστήματα που προκαλούν «σχολική ανορεξία»). Στρέφει επιπλέον τον φακό του σε πλήθος πρόσφατες έρευνες που συσχετίζουν τις κοινωνικές ανισότητες, τη φτώχεια, την κατάσταση χρόνιου στρες, ανασφάλειας ή ταπείνωσης, στην οποία ζουν τα χαμηλά οικονομικά στρώματα, με ψυχικές διαταραχές (άγχος, κατάθλιψη, παράνοια), με σωματικές εκδηλώσεις (καρδιαγγειακές παθήσεις κ.ά.) αλλά και με το φαινόμενο της βίας.

Ειδικότερα για τα παιδιά και τους εφήβους, παρατηρεί ότι συχνά τούς φορτώνονται «διάφορα κοινωνικοπαιδαγωγικά προβλήματα χωρίς να εξετάζονται στο ιστορικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιό τους». Και για τη ΔΕΠΥ διαφωνεί με όσους την αποδίδουν κυρίως σε γενετική αιτιολογία. «Η ΔΕΠΥ», γράφει, «είναι κυρίως προϊόν των κοινωνικών συνθηκών», οπότε «η πρόληψη της ΔΕΠΥ είναι εν μέρει αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών». Γι’ αυτό στο τέλος του βιβλίου ζητά από τους λειτουργούς στον τομέα της ψυχικής υγείας όχι να υιοθετήσουν κάποιο μοντέλο θεραπείας της αρεσκείας του, αλλά να ακονίσουν την «πολιτική διαύγειά» τους.


'Ανοδος της ΔΕΠΥ στην Ελλάδα, παγίδες και πρόνοια στον νέο νόμο.

Εδώ και μερικά χρόνια η ΔΕΠΥ (διαταραχή ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα) σαρώνει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ζητήσαμε από τον Γεράσιμο Κουζέλη, πρόεδρο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής και συντονιστή της αποψινής συζήτησης, να εξηγήσει το φαινόμενο και να το σχολιάσει. Το διακύβευμα είναι κρίσιμο: η διαχείριση της διαφορετικότητας με τρόπους που να μην οδηγούν σε περιθωριοποίηση. Οπως είπε:

«Η κατακόρυφη άνοδος των διαγνωσμένων περιπτώσεων μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες οφείλεται στο άνοιγμα της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής οικογένειας σε θέματα που παρέμεναν περισσότερο ή λιγότερο άγνωστα ή αρνητικά στιγματισμένα. Οι πιο “μαλακές” αποκλίσεις από το “φυσιολογικό” δεν αποσιωπώνται πλέον. Ομως αυτή η φιλελευθεροποίηση συνοδεύεται από όλες τις συνέπειες της ιατρικοποίησης των ατομικών χαρακτηριστικών.

Σε πάρα πολλές περιπτώσεις ο ιδιαίτερος τρόπος μάθησης, εργασίας, συμμετοχής, ανταπόκρισης χαρακτηρίζεται κλινική περίπτωση: μια απόκλιση από ένα τεχνητά περιγεγραμμένο “κανονικό”, από μια αυθαίρετη νόρμα, που, εφόσον πιστοποιηθεί, προσφέρει (ορθώς!) διακριτή αντιμετώπιση σε εξετάσεις και κρίσεις. Η αριθμητική άνοδος, λοιπόν, των περιπτώσεων ΔΕΠΥ οφείλεται κατά ένα ποσοστό στο ότι τώρα μετράμε κάτι που πριν δεν ξέραμε καν να το αναγνωρίσουμε. Αλλά οφείλεται και στην “κατασκευή” της αντίστοιχης αποκλίνουσας μαθησιακής απόκρισης – στην “κατασκευή” της “πάθησης”. Οπου υπάρχουν ειδικοί, φτιάχνεται, όπως μας δείχνει κι ο Μιχάλης Παπαδόπουλος, και το αντικείμενό τους.

»Το ΙΕΠ συμμετέχει στις πρωτοβουλίες του υπουργείου Παιδείας που αποβλέπουν στην ενίσχυση των δομών που υποστηρίζουν τα σχολεία. Και πρώτιστη έγνοια των υποστηρικτικών αυτών δομών -όπως προβλέπονται με το πρόσφατο σχέδιο νόμου- είναι να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα των εκπαιδευτικών να αναγνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες μαθησιακές δυνατότητες των μαθητών τους. Μάθαμε από ό,τι προσέφεραν τα ΚΕΔΔΥ και έτσι σήμερα διευρύνουμε αυτή τη θετική εμπειρία στο σύνολο των αναγκών των μαθητών, των εκπαιδευτικών και των γονέων.

»Αυτή η έγνοια είναι σημαντική γιατί υπάρχει πάντα ο κίνδυνος η ιατρικοποίηση να μας στρέψει στην αντίθετη κατεύθυνση: Το σχολείο να επικεντρώνεται στους μαθητές του “κανόνα” και ο/η εκπαιδευτικός να περιμένει τη βοήθεια του ειδικού για τις “ιδιαίτερες περιπτώσεις”, θεωρώντας ότι η ευθύνη γι’ αυτές εκφεύγει από την κανονικότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Μια εκτίμηση που ενδεχομένως να ενισχύεται και από τη δυνατότητα των μαθητών/τριών με ΔΕΠΥ να αξιοποιήσουν τη σχετική διάγνωση για να ασκήσουν το (αναφαίρετο) δικαίωμά τους για διακριτή αντιμετώπιση στις εξετάσεις».




26/1/2018