Το Σύμφωνο, το Σύνταγμα και η διπλή ονομασία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
Ο γεωπολιτικός ρόλος Ελλάδας και Σκοπίων στο μεταλλαγμένο ΝΑΤΟ. 



Το Σύμφωνο, το Σύνταγμα και η διπλή ονομασία

Οι διαπραγματεύσεις Αθήνας-Σκοπίων εισέρχονται στην τελική ευθεία, με πολλές ασάφειες να αιωρούνται. Σε μία προσπάθεια να καθαρίσει το τοπίο δίνουμε απαντήσεις σε τέσσερα τρέχοντα ερωτήματα:

1. Υπάρχουν αλυτρωτικές διατάξεις στο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ;

Αναφέρεται συχνά στον ελληνικό δημόσιο λόγο ότι μία από τις προϋποθέσεις λύσεως του Μακεδονικού είναι η τροποποίηση του Συντάγματος της ΠΓΔΜ, προκειμένου να απαλειφθούν αλυτρωτικές διατάξεις που υπάρχουν σε αυτό. Στην πραγματικότητα, όμως, όλες οι αναφορές στο Σύνταγμα που εμπεριείχαν απειλές για τα γειτονικά κράτη, έχουν ερμηνευθεί ήδη από το 1995 με την Ενδιάμεση Συμφωνία της Νέας Υόρκης κατά τρόπο που καθησύχασαν τις ελληνικές ανησυχίες. Πρόκειται για το Προοίμιο του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 49 που η διατύπωσή τους επιδεχόταν διαφορετικών ερμηνειών.

Η Ενδιάμεση Συμφωνία στο συγκεκριμένο θέμα έχει ενσωματωθεί στην έννομη τάξη της ΠΓΔΜ με τις Τροποποιήσεις Ι και ΙΙ του Συντάγματος. Επί παραδείγματι, στο αρχικό άρθρο 49 αναφέρεται το ενδιαφέρον της ΠΓΔΜ για «το καθεστώς και τα δικαιώματα των ατόμων που ανήκουν στον μακεδονικό λαό σε γειτονικές χώρες». Στη τροποποίηση ΙΙ του Συντάγματος αναφέρεται ρητώς ότι «κατά την άσκηση αυτού του ενδιαφέροντος η Δημοκρατία δεν θα παρέμβει στα κυριαρχικά δικαιώματα άλλων κρατών και στις εσωτερικές τους υποθέσεις».

Μοναδικό σημείο που έχει μείνει και θα μπορούσε να θεωρηθεί προβληματικό είναι η αναφορά στο Προοίμιο του Συντάγματος σε αποφάσεις της «Αντιφασιστικής Συνελεύσεως για την Εθνική Απελευθέρωση της Μακεδονίας» του 1944. Στις συγκεκριμένες αποφάσεις είχε αναφερθεί ως στόχος η προσάρτηση των μακεδονικών τμημάτων της Ελλάδας και της Βουλγαρίας με σκοπό τη σύσταση του κράτους της «μεγάλης Μακεδονίας» στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβίας.

Αν και το Προοίμιο έχει ερμηνευθεί από την Ενδιάμεση Συμφωνία ότι δεν συνιστά τη βάση αξιώσεων είς βάρος άλλων κρατών, θα μπορούσε να απαλειφθεί εντελώς. Κατά συνέπεια η ανάγκη για αλλαγή του Συντάγματος αφορά μόνον στη χρήση όρων που σχετίζονται με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και τις αναφορές στον «μακεδονικό λαό» και στη «μακεδονική γλώσσα».

2. Μπορεί μία διεθνής συμφωνία να ξεπεράσει το πρόβλημα της αλλαγής του Συντάγματος της ΠΓΔΜ;

Σε περίπτωση που οι δύο πλευρές συμφωνήσουν, θα υπογραφεί μία διεθνής συμφωνία. Όπως παρατήρησε και ο Ευάγγελος Βενιζέλος η διεθνής συμφωνία υπερτερεί κάθε εσωτερικής νομοθεσίας. Στο άρθρο 27 της συμβάσεως της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969) ορίζεται ότι κανένα κράτος δεν μπορεί να επικαλεσθεί το εσωτερικό του δίκαιο για να μην εφαρμόσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από μία διεθνή συνθήκη. Αυτό περιλαμβάνει και το Σύνταγμα. Επίσης στο άρθρο 118 του Συντάγματος των Σκοπίων ορίζεται ότι «οι διεθνείς συμφωνίες που κυρώνονται σύμφωνα με το Σύνταγμα αποτελούν μέρος της εσωτερικής έννομης τάξεως και δεν μπορούν να αλλάξουν με νόμο».

Για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο όμως, θα πρέπει, αφού υπογραφεί η διεθνής συμφωνία, ακολούθως να τεθεί εν ισχύι. Τέτοιες μείζονος σημασίας συμφωνίες κατά κανόνα τίθενται εν ισχύι μέσω κυρώσεως από τα εθνικά Κοινοβούλια. Η περίπτωση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της Νέας Υόρκης (1995) που δεν κυρώθηκε από το ελληνικό Κοινοβούλιο είναι διαφορετική.

Ετέθη εν ισχύι 30 ημέρες μετά την υπογραφή της, χωρίς άλλη διαδικασία. Λόγω του μεταβατικού χαρακτήρα της αντιμετωπίστηκε ως συμφωνία απλοποιημένης μορφής που δεν απαιτεί κοινοβουλευτική κύρωση. Αντιθέτως, η οριστική συμφωνία επιλύσεως του ονόματος της ΠΓΔΜ είναι βέβαιον ότι θα αχθεί ενώπιον των δύο Κοινοβουλίων.

Για την κύρωση μίας διεθνούς συμφωνίας από τη Βουλή της ΠΓΔΜ δεν απαιτούνται ειδικές πλειοψηφίες. Επομένως, μπορεί να ψηφισθεί από την παρούσα πλειοψηφία που έχει η κυβέρνηση Ζάεφ. Αντιθέτως, για την αλλαγή του Συντάγματος απαιτούνται δύο πλειοψηφίες. Πρέπει να υπερψηφισθεί από τα 2/3 της Βουλής, δηλαδή 80 στους 120 βουλευτές. Επίσης πρέπει να έχει την πλειοψηφία από κάθε εθνοτική ομάδα δηλ. τους Σλαβομακεδόνες και τους Αλβανούς της πΓΔΜ. Η κυβέρνηση Ζάεφ ελέγχει σήμερα 62 βουλευτές και σίγουρα δεν έχει την πλειοψηφία μεταξύ της εθνοτικής ομάδας των Σλαβομακεδόνων.

Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ισχυρή πιθανότητα να κυρωθεί μόνον η συμφωνία χωρίς να αλλάξει το Σύνταγμα. Σε αυτή την περίπτωση θα δούμε την εφαρμογή δύο παράλληλων καθεστώτων: Η διεθνής συνθήκη θα προσδιορίζει τις διεθνείς σχέσεις Ελλάδος-Σκοπίων στους τομείς που ρυθμίζει (και εάν το προβλέψουμε με ορθό τρόπο θα ορίζει και συνολικά τις σχέσεις των Σκοπίων στο διεθνές πεδίο). Παράλληλα, το Σύνταγμα στο εσωτερικό της χώρας θα εξακολουθεί να διατηρεί όλους τους όρους περί «Μακεδονίας», «Μακεδόνων» και «μακεδονικής γλώσσας». Πιθανόν να είναι αυτό που επιθυμεί η κυβέρνηση Ζάεφ.

Τέλος, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι όταν θα αρχίσει η διαδικασία κυρώσεως από τους Σκοπιανούς, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να υπάρξει προσφυγή κατά της συμφωνίας στο Συνταγματικό Δικαστήριο της πΓΔΜ. Το επιχείρημα θα είναι ότι, αφ’ ης στιγμής η συμφωνία υιοθετεί άλλο όνομα, παραβιάζει το Σύνταγμα.

Ως ενδεχόμενο δεν είναι αμελητέο, δεδομένης της αντιδράσεως ενός σημαντικού μέρους των Σλαβομακεδόνων που αντιτίθενται σε οποιαδήποτε αλλαγή του ονόματος «Μακεδονία». Κάτι περίπου ανάλογο έγινε με την Αλβανία και με την υπογεγραμμένη συμφωνία του 2009 για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στην περιοχή της Κέρκυρας.

3. Είναι ορθός ο όρος «αλυτρωτισμός»;

Ο όρος «αλυτρωτικές» που χρησιμοποιούμε συστηματικά για να περιγράψουμε τις εξαγγελίες ή συμπεριφορές των Σκοπίων εις βάρος της Ελλάδος είναι λανθασμένος. Αλυτρωτισμός θα υπήρχε μόνον εάν κατοικούσαν στην Ελλάδα ομοεθνείς των Σλαβομακεδόνων της ΠΓΔΜ που επιθυμούν να «λυτρωθούν» από τον ελληνικό ζυγό. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο δεν υφίσταται.

Ο σωστός όρος είναι επεκτατικές συμπεριφορές. Όπως αναφέρθηκε στο πρώτο σημείο, αυτές δεν εντοπίζονται στο Σύνταγμα αλλά κυρίως σε αναφορές σε σχολικά βιβλία που δηλητηριάζουν τους μαθητές της ΠΓΔΜ και συμπεριφορές της διοικήσεως που αναζητεί ομοεθνείς σε γειτονικά κράτη.

4. Είναι καλύτερο να δεχθούμε προσωρινή συμφωνία;

Η απάντηση έρχεται από την εφαρμογή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της Νέας Υόρκης (1995). Μετά από 22 χρόνια άγονων διαπραγματεύσεων και περίπου 140 αναγνωρίσεις της ΠΓΔΜ από άλλα κράτη με το όνομα «Μακεδονία» είναι πλέον σαφές ότι η αποτίμηση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας είναι αρνητική για την Ελλάδα.

Στα θετικά της ήταν ότι αποκατέστησε τις σχέσεις των δύο χωρών, ερμήνευσε τις προβληματικές διατάξεις του Συντάγματος της ΠΓΔΜ κατά τρόπο ευνοϊκό για την Ελλάδα και κατήργησε τη σημαία με τον ήλιο της Βεργίνας. Στα αρνητικά είναι ότι δημιούργησε ένα πλαίσιο που δεν ασκούσε οποιαδήποτε πίεση εις βάρος των Σκοπίων για να βρεθεί λύση στο θέμα του ονόματος. Αντιθέτως, ο χρόνος έτρεχε υπέρ της ΠΓΔΜ που αύξανε τον αριθμό των κρατών, τα οποία την αναγνώριζαν.

Όταν για μία και μόνη φορά η Ελλάδα αποφάσισε να ασκήσει πίεση, εμποδίζοντας την είσοδο της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, καταλήξαμε στο Διεθνές Δικαστήριο όπου η Ελλάδα καταδικάσθηκε για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Στη φάση που βρισκόμαστε, οποιαδήποτε προσωρινή συμφωνία απλώς θα δυσχεράνει περαιτέρω την ελληνική πλευρά.

 Άγγελος Συρίγος 

 10 Φεβρουαρίου 2018  


     ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ    




Ο γεωπολιτικός ρόλος Ελλάδας και Σκοπίων στο μεταλλαγμένο ΝΑΤΟ.

Η λέξη κλειδί για την ερμηνεία του σημερινού κόσμου είναι η λέξη «πολυπολικότητα» (multipolarity). Το διεθνές σύστημα είναι εδώ και καιρό πολυπολικό και η πραγματικότητα αυτή γίνεται με ταχύτατους ρυθμούς αποδεκτή ακόμη και από τους τελευταίους λατρευτές της α-πολιτικότητας (non polarity), που υποτίθεται ότι είχε επιβάλλει η περιβόητη (και απροσδιόριστη) παγκοσμιοποίηση. Η παγκοσμιοποίηση αποτελούσε ένα ενιαίο διαλεκτικό μέγεθος με μια ανορθολογική ανάγνωση της ισχύος των ΗΠΑ και τη φαντασιακή μονοπολικότητα (unipolarity) του διεθνούς συστήματος που προέκυπτε από αυτήν.

Έτσι λοιπόν, σε έναν πολυπολικό κόσμο οι ΗΠΑ δεν χρειάζονται κατ’ ανάγκην συμπαγείς γεωπολιτικές δομές, οι οποίες θα στρέφονται εναντίον ενός κύριου αντιπάλου, όπως φιλοδοξούσε να λειτουργήσει το ΝΑΤΟ στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Τώρα, ο πρωταρχικός ρόλος του ΝΑΤΟ είναι να αποτελέσει τον ζωτικό χώρο των ΗΠΑ στην Ευρασία.

Άλλωστε, η ανάπτυξη ιδιόρρυθμων πολεμικών μεθοδολογιών, όπως είναι ο υβριδικός πόλεμος (hybrid warfare), που κινούνται στη γκρίζα ζώνη μεταξύ ειρήνης και πολέμου, καθιστούν, εν μέρει, αναχρονιστικές τις διαδικασίες συλλογικής Άμυνας της Συμμαχίας. Έτσι, οι ΗΠΑ φαίνεται πως αναπτύσσουν μια αυτονομημένη από το ΝΑΤΟ δομή αποτροπής και προβολής ισχύος έναντι της Ρωσίας, με τη συνεργασία επιλεγμένων χωρών, όπως είναι η Πολωνία, χωρίς να πολυβασίζονται πλέον στη συλλογική λειτουργία της Συμμαχίας.

Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτού του νέου ρόλου του ΝΑΤΟ για την αμερικανική στρατηγική, οι αντιπαλότητες μεταξύ των μελών του, οι φόβοι του ενός για τον άλλον, τα διαφιλονικούμενα σύνορα και οι ανταγωνισμοί των εθνικών ταυτοτήτων είναι κάτι το θετικό και όχι αρνητικό. Και αυτό γιατί επιτρέπουν στις ΗΠΑ να λειτουργήσουν ρυθμιστικά με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούσε η Μεγάλη Βρετανία στο λεγόμενο βεστφαλιανό ευρωπαϊκό σύστημα, που προέκυψε μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648 μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πυρήνας της αγγλικής στρατηγικής ήταν η εκμετάλλευση προς όφελός της των ανταγωνισμών μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών που συμπυκνώνεται στη φράση «διαίρει και βασίλευε» (divide and rule).

Η διαχρονική αξία του “διαίρει και βασίλευε”

Έτσι λοιπόν και το νέο ΝΑΤΟ, περιχαρακώνει τα μέλη του σε ένα πλαίσιο, το οποίο αφενός μεν τα «προστατεύει» από την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων, με προεξάρχουσα τη Ρωσία, αφετέρου δε μεγιστοποιεί τον ρυθμιστικό ρόλο των ΗΠΑ εντός αυτού. Ο αμερικανικός ρόλος βασίζεται στο ότι τα μέλη της Συμμαχίας έχουν ανταγωνισμούς, φοβίες, ανασφάλειες και εχθρότητες. Έτσι αποκτά νόημα.

Επιπροσθέτως, σε ένα πολυπολικό σύστημα, η «παλαιά φρουρά», δηλαδή οι υπάρχουσες μεγάλες και μεσαίες δυνάμεις, έχουν κάθε συμφέρον να διατηρούν διαιρεμένες τις μικρότερες χώρες. Έτσι ελαχιστοποιούν τις πιθανότητες να προκύψουν μεταξύ των μεταξύ των μικρότερων χωρών γεωπολιτικές συσσωματώσεις μέσω στιβαρών και μακρόπνοων συμμαχιών και συνεργασιών, που θα περιόριζαν αναπόφευκτα το ρόλο των μεγαλύτερων δυνάμεων.

Ας σκεφτούμε για παράδειγμα, το ζήτημα της διαχείρισης από πλευράς της Δύσης μιας από τις μεγαλύτερες γεωπολιτικές προκλήσεις των επόμενων ετών, αυτό της One Belt One Road, δηλαδή του «Νέου Δρόμου του Μεταξιού» που προωθεί η Κίνα. Ένα αποδομημένο βαλκανικό σύστημα, με αδύναμες, ανασφαλείς και εχθρικές μεταξύ τους χώρες δύσκολα θα μπορέσει να επιτύχει τον απαιτούμενο βαθμό συνεργιών, ώστε να επιτρέψει τη δημιουργία των υποδομών που απαιτεί ο Νέος Δρόμος του Μεταξιού, αν η Δύση κρίνει σκόπιμο να φρενάρει τη διείσδυση της Κίνας στην Ευρώπη. Από την άλλη, αν η Δύση θεωρήσει ότι πρέπει να προχωρήσει αυτός ο Δρόμος, αυτό θα γίνει με τους όρους των ισχυρών δυτικών χωρών που θα επιβάλλουν την πολιτική τους στα αποδυναμωμένα βαλκανικά κράτη.

Άρα, είναι καλύτερο για τις ηγεμονικές-ρυθμιστικές δυνάμεις, μεγάλες και μεσαίες, η γεωπολιτική τους βάση, δηλαδή οι μικρότερες χώρες να διατηρούν εχθρικές σχέσεις μεταξύ τους. Είναι καλύτερο για τις ηγεμονικές δυνάμεις οι μικρότερες χώρες να έχουν όσο το δυνατόν λιγότερη συνοχή και συνακόλουθη αίσθηση εθνικής ασφάλειας και αυτοπεποίθησης, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη πολιτικών που πιθανώς θα έθιγαν τα συμφέροντα και τις στοχεύσεις των μεγαλύτερων δυνάμεων.

Βάση έδρασης της εθνικής ασφάλειας και αυτοπεποίθησης είναι η εθνική ταυτότητα. Στο πλαίσιο αυτό, όπως πληρέστατα τεκμηριώνει στα άρθρο του στο SLpress «Γερμανική υπονόμευση με ‘ανακάλυψη’ εθνοτήτων στα Βαλκάνια» ο καθηγητής Ιωάννης Μάζης, διαχρονική στρατηγική της Γερμανίας είναι να «ανακαλύπτει» κατά καιρούς και να προβάλει μια αυθαίρετη πολυεθνοτική ανθρωπογεωγραφία στα Βαλκάνια, η οποία αμφισβητεί τόσο τα σύνορα όσο και την εθνική ταυτότητα της Ελλάδας.

Κλειστές αυλές

Εν κατακλείδι, φαίνεται πως βρισκόμαστε σε μια νέα φάση του διεθνούς συστήματος, όπου κυριαρχεί η πολυπολικότητα. Μέσα σε αυτό το νέο σύστημα οι ΗΠΑ, αλλά και χώρες όπως η Γερμανία, επιδιώκουν να δημιουργήσουν «κλειστές αυλές», όπου θα κυριαρχούν εκμεταλλευόμενοι τους ανταγωνισμούς μεταξύ των μικρότερων χωρών και τις ανασφάλειές τους. Άρα, πρέπει να ενισχύσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τόσο τους ανταγωνισμούς όσο και τις ανασφάλειες.

Εν προκειμένω, δια της υπονόμευσης της εθνικής ταυτότητας της Ελλάδας ενισχύουν της ανασφάλειά της και ενισχύουν τον ενδοβαλκανικό ανταγωνισμό, σιγοντάροντας μια παρανοϊκή ανάγνωση της ελληνικής ιστορίας από πλευράς των Σκοπίων, που αναπόφευκτα θα τα φέρει σε σύγκρουση με την Ελλάδα. Και οι ελλαδικές ελίτ χαρούμενες συμμετέχουν σε αυτό το παιχνίδι, γιατί έτσι εκπαιδεύτηκαν. Η υπακοή στις διαταγές του Δυτικού Παράγοντα είναι ο διαχρονικός και μη αμφισβητήσιμος ρόλος τους.

Ωστόσο, μέσα σε έναν πολυπολικό κόσμο αυτές οι επιλογές άρνησης, απόρριψης και μίσους για την εθνική ταυτότητα και την ιστορική της τεκμηρίωση δεν είναι βιώσιμη στρατηγική επιβίωσης για τη χώρα. Οι αντιφάσεις της αργά ή γρήγορα θα φθάσουν σε επικίνδυνα αδιέξοδα. Και τότε θα απαιτηθεί η ιστορική υπέρβαση. Η ανάπτυξη μιας εθνοκεντρικής στρατηγικής και η τοποθέτηση από τον λαό στο πολιτικό περιθώριο των αρνητών της ελληνικότητας. Εάν κάτι τέτοιο δεν συμβεί τότε η Ελλάδα πιθανώς θα έχει φθάσει στα όριά της ως γεωπολιτική οντότητα και το μέλλον της θα είναι άκρως επισφαλές.


(Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.)




  10 Φεβρουαρίου 2018