Τέχνη και Ψυχανάλυση: Η αρχαιολογία θεραπεύει το πένθος.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ ...
Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ ...
Χρυσή Μάσκα, η λεγόμενη του Αγαμέμνονα, από τον ταφικό κύκλο των Μυκηνών
© Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Πήλινο τέχνεργο που παριστά εκφορά νεκρού με τις γυναίκες να θρηνούν. Από την έκθεση «Επέκεινα» του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης
Πήλινο τέχνεργο που παριστά εκφορά νεκρού με τις γυναίκες να θρηνούν. Από την έκθεση «Επέκεινα» του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης
Τέχνη και Ψυχανάλυση:
Η αρχαιολογία θεραπεύει το πένθος
Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, όπως τον διδαχτήκαμε, είναι ένας πολιτισμός ζωής και χαράς. Οι αρχαιολογικοί μας χώροι, σε θαυμαστή αρμονία με τη φύση, όπως επιδιωκόταν κατά την αρχαιότητα, δίνουν την αίσθηση ενός παρελθόντος γεμάτου εξωστρέφεια. Τα μουσεία μας είναι γεμάτα έργα ανθρώπινων χεριών που υπηρετούσαν αυτό τον πολιτισμό.
Σήμερα θα λέγαμε πως το πένθος είχε θέση και στις κοινωνίες των προγόνων μας, όπως και στις δικές μας. Αλλά τι θέση έχει στην αρχαιολογία μας; Ένα μέρος αυτού του τεράστιου θέματος προσπαθήσαμε να ανιχνεύσουμε με τον Δρ Κώστα Πασχαλίδη, αρχαιολόγο που υπηρετεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ως επιμελητής της προϊστορικής συλλογής.
Αφορμή της συζήτησης μαζί του ήταν η συμμετοχή του στον κύκλο διαλέξεων του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης με τίτλο Αρχαιολογία και Ψυχανάλυση. Ο Κώστας Πασχαλίδης μετείχε στη συζήτηση με θέμα «Αρχαιολογία και Πένθος» μαζί με την Ντόρα Περτέση, Δρ. Ψυχανάλυσης. Συντονιστής ήταν ο κοινωνικός ανθρωπολόγος, Άρης Αναγνωστόπουλος.
Συνέντευξη στην Αγγελική Κώττη
Ανασκαφέας επί χρόνια, ο Κώστας Πασχαλίδης θεωρεί πως «η αρχαιολογία είναι η διαχείριση των καταλοίπων που μιλούν για τον άνθρωπο και που τα έχει φτιάξει ο άνθρωπος», όπως λέει στα Νέα της Τέχνης. «Το μεγαλύτερο μέρος των ανασκαφικών ευρημάτων είναι τα ίδια ανθρώπινα κατάλοιπα, με ή χωρίς αντικείμενα που τους προσφέρθηκαν. Υπάρχουν άπειρες ταφές χωρίς διατηρημένα ταφικά δώρα, κτερίσματα. Είτε γιατί ήταν οργανική ύλη και αποσυντέθηκαν, είτε επειδή δεν εναποτέθηκαν μαζί τους. Ο τρόπος διατήρησης των ευρημάτων είναι ο ίδιος. Τα ανθρώπινα δώρα και τα σκελετικά κατάλοιπα τα μαζεύεις, τα διασώζεις, τα αποθηκεύεις, τα μελετάς.»
Υπάρχει δηλαδή σεβασμός...
«Ας πούμε επιστημονική δεοντολογία, εκτός από το ηθικό μέρος. Ο νόμος ορίζει πως δεν αφήνεις τίποτα στο έδαφος που να μπορεί να μετακινηθεί.» Ωστόσο, στις περιγραφές των ευρημάτων δεν παραλείπεται τίποτα -ούτε το οστό φάλαγγα δακτύλου-, όμως στις προθήκες εκθέσεων και μουσείων συμβαίνει το εντελώς αντίθετο.
Ο ίδιος μας λέει πως από τα περίπου «διακόσια δέκα-διακόσια τριάντα μουσεία που υπάρχουν, καμία τριανταριά μόνο έχουν ενσωματώσει στις εκθέσεις τους σκελετικά κατάλοιπα. Ακόμα και στη μεγάλη έκθεση για το Ναυάγιο των Αντικυθήρων που έγινε στο Εθνικό Αρχαιολογικό το 2012, στο μεν κατάλογο υπήρχε ειδική μνεία και περιγραφές για τα οστά των ναυαγών, δηλαδή των ανθρώπων αυτής της ιστορίας, στις δε προθήκες δεν υπήρχε τίποτα. Ρώτησα και μου είπαν “Βεβαίως τα έχουμε, είναι στην αποθήκη, αλλά δε συνιστούν εκθέματα”. Είναι δηλαδή αρχαιότητες και για το νόμο και για τους αρχαιολόγους, αλλά όχι εκθέσιμες. Πρέπει να εξετάσουμε το θέμα, ως επιστήμονες. Ας πούμε, σε ένα παλαιοντολογικό μουσείο βλέπουμε σκελετούς ζώων που δε ζουν πια και δε μας κάνουν απεχθή εντύπωση».
Εκπαιδεύοντας το κοινό
Το κοινό εκπαιδεύεται να βλέπει στις προθήκες τα συναισθηματικά κατάλοιπα του ανθρώπου, τα οποία μπορεί να είναι δώρα, ή τα πνευματικά, τα οποία είναι έργα τέχνης ή τα έργα ευφυίας του, τα εργαλεία του. Ίσως πρόκειται για μια αφήγηση λειψή. Τι είναι, όμως, αυτό που κάνει το διαχειριστή της αρχαιότητας να αποφεύγει κάτι και να προτρέπει για κάτι άλλο;
«Η συναισθηματική και η θυμική μας προσέγγιση στο υλικό που επεξεργαζόμαστε είναι σχεδόν δεδομένη», τονίζει. «Ο καλύτερος επιστήμονας είναι αυτός που θα κρατήσει τις μεγαλύτερες και σωστότερες αποστάσεις, αλλά στην πραγματικότητα, επειδή είμαστε άνθρωποι, δεν τις κρατάμε ακέραιες. Όταν το ομολογούμε στην εισαγωγή μας, σε αυτό που λέμε μεθοδολογικό πρωτόκολλο, τι έκανα και γιατί, τότε μπορούμε να είμαστε ακόμα πιο τίμιοι.»
Που οφείλεται άραγε αυτό;
«Ο κόσμος μας, ο λεγόμενος δυτικός, έχει έναν εγγενή φόβο θανάτου. Η αρχαιολογία είναι ένα έξοχο εργαλείο για να καταργήσει κανείς το φόβο του και την έννοια του θανάτου, να ξαναφέρει τα πράγματα στη ζωή.»
Ακούγεται συχνά πως ο αιγυπτιακός πολιτισμός είναι πολιτισμός του θανάτου.
«Η κάθε αιγυπτιακή συλλογή μαρτυρά το αντίθετο. Σε όποιο μουσείο και αν πάει ο επισκέπτης, θα δει χρώματα, επειδή έχουν σωθεί πάρα πολλά οργανικά υλικά, έξοχα χρωματισμένα, τα οποία εκπέμπουν μια χαρά ζωής. Είναι το πιο αβανταδόρικο κομμάτι κάθε μουσείου επειδή ακριβώς σώζει τις αισθήσεις που σε οποιαδήποτε άλλη αρχαιότητα τις έχει διαλύσει η υγρασία. Προσωπικά παραβάλλω τη χρωματικότητα και τη χαρά της ζωής που εκπέμπει η αιγυπτιακή συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου με εκείνη της Σαντορίνης. Οι αντίστοιχες αίθουσες και εκθέσεις είναι γεμάτες χρώματα. Τοιχογραφίες με πανέμορφες, ζωντανές σκηνές. Τέχνεργα της 2ης χιλιετίας με τη μεγαλύτερη δυνατή κομψότητα. Στην πραγματικότητα, όμως, μιλούμε για το μνημείο της απόλυτης καταστροφής, για έναν τόπο όπου συνέβη η μεγαλύτερη έκρηξη ηφαιστείου στη Μεσόγειο.»
Μεγάλη ήταν και η έκρηξη που έθαψε την Πομπηία...
«Η διαφορά είναι ότι στο Ακρωτήρι Θήρας δε βρήκαμε τα θύματα που πέθαναν με βασανιστικό θάνατο, όπως στην Πομπηία. Βρήκαμε, όμως, έναν άδειο οικισμό, έναν οικισμό-φάντασμα του οποίου οι κάτοικοι πιθανώς μπήκαν στα σκάφη να φύγουν. Αυτοί οι άνθρωποι, και με το τσουνάμι, δε θα πρέπει να επέζησαν.»
Μακάβριο ή απαραίτητο εύρημα;
«Ας πάμε στο μεγάλο εύρημα του 2016, τους λεγόμενους Δεσμώτες του Φαλήρου. Όταν η ανασκαφέας, Στέλλα Χρυσουλάκη, πρότεινε να εκτεθούν, υπήρξαν πάρα πολλές αντιρρήσεις ότι θα είναι μακάβριο έκθεμα στο επιτόπιο μουσείο και πως θα μπαίνουν τα παιδιά να το βλέπουν κ.ό.κ.
Έκανα μια μικρή έρευνα και μίλησα με συναδέλφους ρωτώντας τους αν θεωρούν ότι αυτό το πολύ σπουδαίο εύρημα -που μάλλον ανήκει στον 7ο αι. π.Χ., μάλλον δείχνει μια ταραγμένη στιγμή της αρχαίας Αθήνας και έχει και την εικόνα της φρίκης αποτυπωμένη στα ανοιχτά σαγόνια που παραπέμπουν στην τελευταία κραυγή- είναι υλικό ενός μουσείου. Οι περισσότεροι απάντησαν “Όχι, δεν είναι σωστό να γίνει έκθεμα. Κι αν γίνει, θα είναι για όλους; Θα είναι για παιδιά; Θα πρέπει να προειδοποιήσουμε ότι εκτίθενται σκελετικά κατάλοιπα;”
Φαντάζομαι, υπάρχει μια μεθοδολογία, έστω θεωρητική. Γνωρίζω μια εργασία συναδέλφου που θέτει ανάλογα ζητήματα. Μέχρι να φτάσει η αρχαιολογία στην εφαρμογή αυτής της μεθοδολογίας θα περάσει από όλα στάδια που περνάει και τώρα -της συναισθηματικής και ηθικής αποτίμησης. Και αυτό είναι το θέμα της συζήτησης. Ακόμα βρισκόμαστε στο στάδιο να ξεπεράσουμε τη δική μας φύση σε σχέση με την αρχαιότητα· μετά θα μπούμε στη μεθοδολογία της διατήρησής της. Είμαστε οι διαχειριστές της και αυτό είναι το δικό μας ζητούμενο.»
Υπάρχει πένθος στην εργασία του αρχαιολόγου απέναντι στις αρχαιότητες;
«Η αρχαιολογία γεννήθηκε από την ανάγκη θεραπείας του πένθους και όχι ως βίωμα του. Θεραπεία του πένθους σημαίνει ανάσταση ζωής. Τα αντικείμενα έρχονται στο φως, καθαρίζονται και παρουσιάζονται ολοκαίνουργια σα να είναι έτοιμα να χρησιμοποιηθούν ή σα να μην έπαψαν ποτέ. Οι αρχαιολογικοί χώροι ξαναφτιάχνονται με τρόπο που παραπέμπει στη ζωή και στη χρήση. Οι αρχαιολόγοι συνδέονται με τρόπο παθιασμένο με όλα αυτά, όπως και όλοι οι εργαζόμενοι στις αρχαιότητες· τις αγαπούν και τις προσέχουν. Πέφτουν σε μία περίπτωση: όταν πρόκειται να βρουν τα ίδια τα αντικείμενα το θάνατο μπροστά στα μάτια τους. Όταν μπαίνει ο σατανικός στρατός του ISIS στην Παλμύρα και ανατινάζει ένα μνημείο. Αυτό συνιστά πένθος. Εκεί ένας άνθρωπος που ασχολείται με την αρχαιολογία μπορεί να σταθεί μπροστά και να δώσει τη ζωή του γι αυτό.
Όταν τα πράγματα απειλούνται με μεταφορικό θάνατο, τότε πρέπει να αδειάσει τα μουσεία και να τα σώσει, να κοιμίσει τα πράγματα ξανά στη γη -το μόνο ασφαλές καταφύγιο. Ένα από τα λαμπρά παραδείγματα είναι η εκκένωση των ελληνικών μουσείων, όπως το ΕΑΜ, πριν από την Κατοχή. Ο τρόπος της ταφής είναι τρόπος ταφής ζωντανών σωμάτων, ενώ μιλούμε για αγάλματα, και η ανάδειξη τους το Πάσχα του 1946 -παρουσία μάλιστα του Γιώργου Σεφέρη- είναι η Ανάστασή τους. “Τα αγάλματα ανασταίνονται”, έλεγαν και ο Σεφέρης και η Σέμνη Καρούζου εκείνες τις μέρες. Το κύριο πένθος στην αρχαιολογική διαδικασία είναι ο θάνατος πραγμάτων που έχουμε δει ζωντανά, που έχουμε ξαναφέρει στη ζωή. Έχω ακούσει περιγραφές από συναδέλφους που έχουν κάνει ανασκαφές σε μεγάλα έργα και έχουν συντριβεί συναισθηματικά όταν το εύρημα αποξηλώνεται. Τότε πενθούν αληθινά.»
Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο τεύχος 231
(Μάρτιος-Απρίλιος 2017) των Νέων της Τέχνης.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
(...)
Από όσους, πάλι, καταγίνονται με τον χρόνο, θεωρητικούς και φυσικούς, ιστορικούς, αστρονόμους ή και φιλοσόφους, πάλι ο ανασκαφέας είναι ο τυχερός που ψαύει τα υπαρκτά τεκμήρια του χρόνου στο χώμα. Και, ακόμη σημαντικότερο, αυτά τα ίχνη, έστω και σποραδικά, είναι ανθρώπινα. Δεν είναι πιά άψυχα, αφού ζωντανεύουν καθώς έρχονται από το σκοτάδι στο φως. Δεν είναι πιά άφωνα, αφού μιλούν στον ανασκαφέα τους αλλά και στον κόσμο. Ο αρχαιολόγος που βυθίζεται στον χρόνο γίνεται αυτόματα ένα εργαλείο του, μιά γέφυρα από το παρόν στο παρελθόν, βιώνοντας αυτόματα τη διαχρονικότητα. Ένας ποιητής, ο Τ.Σ. Έλιοτ, υποστήριξε στα Τέσσερα κουαρτέτα του πως "time present and time past are both present in time future" - πως το παρόν και το παρελθόν είναι και τα δύο παρόντα στο μέλλον. Αν είναι αλήθεια, τότε ο ανασκαφέας του χρόνου έβαλε πλώρη και για το μέλλον. Είναι φανερό λοιπόν πως ο χρόνος του ανασκαφέα είναι χρόνος ποιητικός. Ο ανασκαφέας του χώματος και του χρόνου γίνεται πραγματικός δημιουργός, σαν τον ποιητή. Ζωντανεύει ό, τι είχε απονεκρωθεί, μιά χαμένη ανθρώπινη μνήμη, με μοναδικά εφόδια τη γνωσιολογική σκευή του. Το ίδιο μήπως δεν κάνει και ο ποιητής, άλλος ανασκαφέας της ανθρώπινης ψυχής.
(...)
Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ ...
Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ είναι η ένδοξη μορφή της χρυσοθηρίας, φαντάζονται πολλοί, εκείνοι που γαλουχήθηκαν από τον μύθο του Ερρίκου Σλήμαν. Είναι κοινός τόπος ότι ο κόσμος θέλγεται από καθετί το φανταχτερό, το ξαφνικό και σπάνιο, τυχερός λοιπόν αυτός ο επιστήμονας αρχαιολόγος που τον τροφοδοτεί. Ποιός μπορεί να είναι επιτυχέστερος αλχημιστής από αυτόν που πιάνει χώμα και γίνεται χρυσάφι; Ποιά σχέση όμως μπορεί να έχει αυτός ο μάγος με τον ποιητή, που αντλεί την έμπνευσή του, προτού τη στιλβώσει με την τέχνη του, από τα απλούστερα, τα καθημερινά, τα κοινότατα των στοιχείων, τον υπόκοφο παφλασμό ενός κύματος, το παιχνίδι μιάς ηλιαχτίδας πάνω σε ένα φύλλο, ακόμη και από σκέψεις που πρωτοφανερώνονται, μα ίσως είναι κοινές σαν πλανώμενες αφού ένας τυχαίος αναγνώστης τις δέχεται αυτόματα και σαν δικές του. Ακόμη χειρότερο, ο ανασκαφέας αρχαιολόγος είναι επιστήμονας, συνώνυμος λοιπόν της ψυχρότητας, κατάδικος της λογικής, κάποιος που βασανίζεται να τεκμηριώσει, αυτός που μετράει και την υποδιαίρεση του χιλιοστού σε ένα μικροτέχνημα, που αναλύει τη χημική σύσταση άλλων αντικειμένων, που σκύβει προσηλωμένος σε ένα μικροσκόπιο για να απομακρύνει ένα μόριο σκόνης, υπόδουλος δηλαδή των υπολογισμών μιάς μηχανιστικής πρακτικής, που βρίσκεται στον αντίποδα της ελευθερίας της σκέψης και της απεριόριστης έκφρασης. Ποίηση και ανασκαφή μοιάζει να αποτελούν μιά αντινομία, που νομίζω πως δεν είναι πραγματική γιά δύο κυρίως λόγους : γιατί ο ανασκαφέας ασχολείται με το χώμα, τη γη, και - το σημαντικότερο - γιατί ανασκάπτοντας σκαλίζει πεισματικά τον χρόνο και παράλληλα καταφέρνει να τον αναποδογυρίζει. Δεν είναι ίσως ανάγκη να επικαλεστώ τις Γραφές για τη σημασία του χώματος στη δημιουργία των Πρωτοπλάστων ούτε και το νεκρώσιμο "χους ει και εις χουν απελεύσει", για να υπομνήσω την αιώνια επιστροφή στη γη. Έτσι, στο χώμα, στη γη, περικλείονται τα πάντα, όλα τα υλικά. Όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με το χώμα, τυμβρωρύχοι ή νεκροθάφτες, γεωλόγοι, γεωπόνοι ή μεταλλωρύχοι, γνωρίζουν κάποιο ελάχιστο από τα περιεχόμενα της γης, ανάλογα πάντοτε με το επάγγελμά τους. Βαθύτερη γνώση έχει κάθε γεωργός για το χωράφι του, γιατί η σχέση με τη γη δεν είναι ευκαιριακή και μονοσήμαντη, όπως των άλλων, αλλά μακρόχρονη, γι' αυτό και γίνεται έμψυχη. Ακόμη και η λέξη "καλλιέργεια", που αφορά αποκλειστικά τον γεωργό, αποκλείει τη μονομέρεια μιάς εκμετάλλευσης και υποδηλώνει την αγαθότητα του αντίδωρου. Όπως και ο ποιητής, που καλλιεργεί αφιλόκερδα έναν αγρό των ιδεών μιάς γλώσσας, γι' αυτό και δρέπει κάθε φορά δροσερούς τους παμπάλαιους καρπούς της. Η αρχαιολογική γη της ανασκαφής είναι ένας άπειρα μεγαλύτερος αγρός, μιά και επεκτείνεται σε βάθος. Ο ανασκαφέας δεν αρκείται στην επιφάνεια του χώματος, αλλά διεισδύει με τη σκαπάνη του σε ολόκληρη την επαλληλία των ανθρώπινων στρωμάτων, ανιχνεύοντας κάθε υλικό κατάλοιπό τους. Δεν χρειάζεται να αναφέρω τους υλικούς καρπούς της αρχαιολογικής γης, καθετί άφθαρτο, πέτρα ή μέταλλο, ποικίλες ακόμη τεχνητές ύλες, καθετί που κατεργάσθηκε κάποιος άνθρωπος. Συχνότατα δεν σώζονται αυτά τα έργα ατόφια. Δυστυχώς, σκέπτονται κάποιοι μακάριοι, που θα ήθελαν να μπορούν να επαναπαυθούν μπροστά σε ορθάνοιχτα βιβλία. Ευτυχώς, σκέπτονται κάποιοι άλλοι, ανήσυχοι, όχι γιατί θέλουν να ξεβαρεθούν με τη λύση μυστηρίων, αλλά γιατί νομίζουν πως ξαναχτίζουν απαρχής και από τα σπαράγματα τον κόσμο, όπως ακριβώς και οι ποιητές.
Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ είναι η ένδοξη μορφή της χρυσοθηρίας, φαντάζονται πολλοί, εκείνοι που γαλουχήθηκαν από τον μύθο του Ερρίκου Σλήμαν. Είναι κοινός τόπος ότι ο κόσμος θέλγεται από καθετί το φανταχτερό, το ξαφνικό και σπάνιο, τυχερός λοιπόν αυτός ο επιστήμονας αρχαιολόγος που τον τροφοδοτεί. Ποιός μπορεί να είναι επιτυχέστερος αλχημιστής από αυτόν που πιάνει χώμα και γίνεται χρυσάφι; Ποιά σχέση όμως μπορεί να έχει αυτός ο μάγος με τον ποιητή, που αντλεί την έμπνευσή του, προτού τη στιλβώσει με την τέχνη του, από τα απλούστερα, τα καθημερινά, τα κοινότατα των στοιχείων, τον υπόκοφο παφλασμό ενός κύματος, το παιχνίδι μιάς ηλιαχτίδας πάνω σε ένα φύλλο, ακόμη και από σκέψεις που πρωτοφανερώνονται, μα ίσως είναι κοινές σαν πλανώμενες αφού ένας τυχαίος αναγνώστης τις δέχεται αυτόματα και σαν δικές του. Ακόμη χειρότερο, ο ανασκαφέας αρχαιολόγος είναι επιστήμονας, συνώνυμος λοιπόν της ψυχρότητας, κατάδικος της λογικής, κάποιος που βασανίζεται να τεκμηριώσει, αυτός που μετράει και την υποδιαίρεση του χιλιοστού σε ένα μικροτέχνημα, που αναλύει τη χημική σύσταση άλλων αντικειμένων, που σκύβει προσηλωμένος σε ένα μικροσκόπιο για να απομακρύνει ένα μόριο σκόνης, υπόδουλος δηλαδή των υπολογισμών μιάς μηχανιστικής πρακτικής, που βρίσκεται στον αντίποδα της ελευθερίας της σκέψης και της απεριόριστης έκφρασης. Ποίηση και ανασκαφή μοιάζει να αποτελούν μιά αντινομία, που νομίζω πως δεν είναι πραγματική γιά δύο κυρίως λόγους : γιατί ο ανασκαφέας ασχολείται με το χώμα, τη γη, και - το σημαντικότερο - γιατί ανασκάπτοντας σκαλίζει πεισματικά τον χρόνο και παράλληλα καταφέρνει να τον αναποδογυρίζει. Δεν είναι ίσως ανάγκη να επικαλεστώ τις Γραφές για τη σημασία του χώματος στη δημιουργία των Πρωτοπλάστων ούτε και το νεκρώσιμο "χους ει και εις χουν απελεύσει", για να υπομνήσω την αιώνια επιστροφή στη γη. Έτσι, στο χώμα, στη γη, περικλείονται τα πάντα, όλα τα υλικά. Όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με το χώμα, τυμβρωρύχοι ή νεκροθάφτες, γεωλόγοι, γεωπόνοι ή μεταλλωρύχοι, γνωρίζουν κάποιο ελάχιστο από τα περιεχόμενα της γης, ανάλογα πάντοτε με το επάγγελμά τους. Βαθύτερη γνώση έχει κάθε γεωργός για το χωράφι του, γιατί η σχέση με τη γη δεν είναι ευκαιριακή και μονοσήμαντη, όπως των άλλων, αλλά μακρόχρονη, γι' αυτό και γίνεται έμψυχη. Ακόμη και η λέξη "καλλιέργεια", που αφορά αποκλειστικά τον γεωργό, αποκλείει τη μονομέρεια μιάς εκμετάλλευσης και υποδηλώνει την αγαθότητα του αντίδωρου. Όπως και ο ποιητής, που καλλιεργεί αφιλόκερδα έναν αγρό των ιδεών μιάς γλώσσας, γι' αυτό και δρέπει κάθε φορά δροσερούς τους παμπάλαιους καρπούς της. Η αρχαιολογική γη της ανασκαφής είναι ένας άπειρα μεγαλύτερος αγρός, μιά και επεκτείνεται σε βάθος. Ο ανασκαφέας δεν αρκείται στην επιφάνεια του χώματος, αλλά διεισδύει με τη σκαπάνη του σε ολόκληρη την επαλληλία των ανθρώπινων στρωμάτων, ανιχνεύοντας κάθε υλικό κατάλοιπό τους. Δεν χρειάζεται να αναφέρω τους υλικούς καρπούς της αρχαιολογικής γης, καθετί άφθαρτο, πέτρα ή μέταλλο, ποικίλες ακόμη τεχνητές ύλες, καθετί που κατεργάσθηκε κάποιος άνθρωπος. Συχνότατα δεν σώζονται αυτά τα έργα ατόφια. Δυστυχώς, σκέπτονται κάποιοι μακάριοι, που θα ήθελαν να μπορούν να επαναπαυθούν μπροστά σε ορθάνοιχτα βιβλία. Ευτυχώς, σκέπτονται κάποιοι άλλοι, ανήσυχοι, όχι γιατί θέλουν να ξεβαρεθούν με τη λύση μυστηρίων, αλλά γιατί νομίζουν πως ξαναχτίζουν απαρχής και από τα σπαράγματα τον κόσμο, όπως ακριβώς και οι ποιητές.
Ο πραγματικός ανασκαφέας είναι συχνότατα σε θέση να εντοπίσει από ιχνοστοιχεία μέσα στο χώμα ακόμη και την αλλοτινή ύπαρξη φθαρτών υλικών, του ξύλου, της ψάθας, ίσως ακόμη και της σάρκας που περιέβαλλε έναν σκελετό. Και από το σημείο αυτό δεν είναι μεγάλη η απόσταση για την ανίχνευση από τον ανασκαφέα ακόμη σπουδαιότερων στοιχείων, όχι πιά
υλικών αλλά άυλων. Το οποιοδήποτε αντικείμενο που έρχεται στο φως στην ανασκαφή δεν είναι μόνο ένα έργο τέχνης, που μπορεί να μελετηθεί αυτόνομο, αποκομμένο από το περιβάλλον του. Είναι ταυτόχρονα ένα ανθρώπινο δημιούργημα και, ακόμη, ένα αντικείμενο που είχε κάποια χρήση. Εξαρτάται μόνο από την οπτική γωνία του μελετητή του, που μπορεί να είναι ακόμη και ποιητική. Για παράδειγμα, για ένα απλό εύρημα, μιά χάντρα από σάρδιο, κάποιος ερευνητής θα σκεφθεί τη μορφή της, την τυπολογία δηλαδή και τα παράλληλα των χαντρών, ένας άλλος την κατεργασία της, τον μόχθο ενός τεχνίτη να την κάνει στρογγυλή, ένας τρίτος το υλικό, ένα καραβάνι που κουβάλαγε πετράδια από την Ανατολή, κάποιος άλλος το περιδέραιο στο οποίο ανήκε, και ίσως ένας τελευταίος τον λαιμό μιάς γυναίκας που τη φόρεσε. Η μεταφορά από τα υλικά στα άυλα είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ποιητικής έκφρασης. "Lacrimae rerum" - Tα δάκρυα των πραγμάτων" - είναι ο εύστοχος τίτλος ενός ποιήματος του Λάμπρου Πορφύρα. Μπορεί ο οποιοσδήποτε ανασκαφέας να μη σκεφθεί τι ζητάει μέσα σε ένα κατεστραμμένο σπίτι ένα ζάρι ή ένα παιδικό παιχνίδι; Μπορεί ο ανασκαφέας να είναι τόσο αναίσθητος που να μην αναλογισθεί τα δάκρυα που χύθηκαν σε μια ταφή που ανακάλυψε, τον μόχθο της συλλογής των γεννημάτων σε μιά αποθήκη που ανασκάπτει, την ευωχία μιάς κραιπάλης σε μιά αίθουσα συμποσίων με τα ποικιλότροπα σκεύη που φέρνει στο φώς; Άραγε σβήστηκαν για πάντα τα δακτυλικά αποτυπώματα από όλα, χωρίς εξαίρεση, τα αντικείμενα μιάς ανασκαφής ; Τι άλλο παρά ποιητικούς καρπούς αποδίδει το σκάψιμο της γης σε βάθος; Μήπως και ο ανασκαφέας δεν καλλιεργεί κι αυτός έναν αγρό, σαν τον γεωργό, καλλιεργητής όμως αυτός της μνήμης του χρόνου; Από όσους ασχολούνται με το χώμα, μόνο ο ανασκαφέας είναι αυτός που έχει τη μοναδική τύχη να διεισδύει στον χρόνο. Είναι εύλογο πως ο καλός ανασκαφέας για να μπορέσει να λειτουργήσει ικανοποιητικά στη δουλειά του πρέπει να εμβαθύνει στους χρόνους εκείνου του αρχαιολογικού στρώματος το οποίο και διερευνά. Και αυτή η εμβάθυνση μπορεί να μην είναι επιπόλαια, αλλά ουσιαστική, τέτοια που μπορεί να επιδράσει ακόμη και στον πραγματικό τρόπο ζωής του ατόμου. Γνωρίζω κάποιον ανασκαφέα της εποχής του χαλκού, της εποχής δηλαδή που σημαδεύθηκε από την πρώτη μεγάλη εφεύρεση, τον τροχό, ο οποίος αρνήθηκε να μάθει να οδηγεί αυτοκίνητο. Μήπως έτσι δεν φαντάζεται τον ποιητή ο κόσμος, έναν άνθρωπο που βρίσκεται στα σύννεφα; Η σχέση της ποίησης και των ηλεκτρονικών μέσων δεν μοιάζει ανεκδοτολογικά αστεία; Αν λοιπόν κάποιος ανασκαφέας αποφύγει τον επικίνδυνο σκόπελο της άκρατης εξειδίκευσης και επιδιώξει τη διερεύνηση κι άλλων αρχαιολογικών στρωμάτων, άλλων βέβαια χρόνων, τότε πέτυχε να κάνει άλματα στον χρόνο. Από όσους, πάλι, καταγίνονται με τον χρόνο, θεωρητικούς και φυσικούς, ιστορικούς, αστρονόμους ή και φιλοσόφους, πάλι ο ανασκαφέας είναι ο τυχερός που ψαύει τα υπαρκτά τεκμήρια του χρόνου στο χώμα. Και, ακόμη σημαντικότερο, αυτά τα ίχνη, έστω και σποραδικά, είναι ανθρώπινα. Δεν είναι πιά άψυχα, αφού ζωντανεύουν καθώς έρχονται από το σκοτάδι στο φως. Δεν είναι πιά άφωνα, αφού μιλούν στον ανασκαφέα τους αλλά και στον κόσμο. Ο αρχαιολόγος που βυθίζεται στον χρόνο γίνεται αυτόματα ένα εργαλείο του, μιά γέφυρα από το παρόν στο παρελθόν, βιώνοντας αυτόματα τη διαχρονικότητα. Ένας ποιητής, ο Τ.Σ. Έλιοτ, υποστήριξε στα Τέσσερα κουαρτέτα του πως "time present and time past are both present in time future" - πως το παρόν και το παρελθόν είναι και τα δύο παρόντα στο μέλλον. Αν είναι αλήθεια, τότε ο ανασκαφέας του χρόνου έβαλε πλώρη και για το μέλλον. Είναι φανερό λοιπόν πως ο χρόνος του ανασκαφέα είναι χρόνος ποιητικός. Ο ανασκαφέας του χώματος και του χρόνου γίνεται πραγματικός δημιουργός, σαν τον ποιητή. Ζωντανεύει ό, τι είχε απονεκρωθεί, μιά χαμένη ανθρώπινη μνήμη, με μοναδικά εφόδια τη γνωσιολογική σκευή του. Το ίδιο μήπως δεν κάνει και ο ποιητής, άλλος ανασκαφέας της ανθρώπινης ψυχής. Υπάρχουν τόσα παραδείγματα διάφορων ποιητών που αναδίφησαν βιβλία για να συλλέξουν κάποια ασήμαντη πληροφορία, μιά σπάνια λέξη που τροφοδότησε τη μοναδική δημιουργία τους. Χωρίς αμφιβολία, οι ποιητές έχουν και άλλα ξεχωριστά προσόντα. Και ο κόσμος μένει άφωνος και πιστεύει στο θαύμα. Και οι αρχαιολόγοι έχουν, λένε, φαντασία και ίσως κάτι ακόμη σαν διαίσθηση. Γι' αυτούς όμως η φαντασία δεν λογίζεται προσόν μα μειονέκτημα, κάποιοι φθάνουν να τους θεωρούν απατεώνες. Στο βιβλίο μου ''Ανασκάπτοντας το παρελθόν'', ένα καταστάλαγμα ανασκαφικής πείρας μερικών δεκαετιών, υπερασπίζομαι την κατατρεγμένη αυτή αρχαιολογική φαντασία, που τη θεωρώ κύριο προσόν και του αρχαιολόγου μαζί με τη φιλομάθεια, την αγάπη για την έρευνα και των ποικιλότερων προβληματισμών, την υπευθυνότητα, την αντικειμενικότητα, την εργατικότητα, την παρατηρητικότητα και την καρτερία.
Αυτό που θέλω να προσθέσω τώρα στις σκέψεις που διατύπωσα στο ''Ανασκάπτοντας το παρελθόν'' είναι πως μόνο οι ποιητές και οι ανασκαφείς έχουν το σπάνιο προνόμιο να δίνουν την ευλογία της θείας χάρης για την αναγέννηση των άυλων, μιά και ανασύρουν από τη λήθη τις ιδέες.
Βέβαια, χρειάζεται τόλμη για να ακυρώσει κανείς τους περιορισμούς των υλικών, χρειάζεται τόλμη για να αφεθεί κανείς αυτόβουλα ελεύθερος, να κινηθεί ήρεμα στα πολυσήμαντα νερά της φαντασίας. Και ποιός είναι άραγε τολμηρότερος από τους ποιητές και τους ανασκαφείς, αφού τα βάζουν με τον χρόνο; Άτολμοι είναι μόνο οι ατάλαντοι, γι' αυτό και ψέγουν όσους έχουν φαντασία. Και είναι ακόμη ένα σημείο αξιοπρόσεκτο: οι τολμηροί, που έκαναν την κίνηση στον χρόνο, είτε είναι ποιητές είτε αρχαιολόγοι, δεν βγαίνουν στην αγορά να το διακηρύξουν, ίσως για διάφορους καθένας λόγους. Πιό πάνω ανέφερα για τον επιχειρηματία με τη φαντασία. Αυτός δεν προδίδει τη μέθοδό του, για να ασφαλίσει βέβαια την επένδυσή του. Ο ποιητής δεν προδίδει τη δική του μέθοδο, γιατί αδιαφορεί. Γιατί άραγε ο Ελύτης ή ο Σεφέρης δεν μίλησαν ποτέ για τόσα ερωτήματα που έθεσαν, όταν ζούσαν, οι κριτικοί ή οι μελετητές τους, για να χρησιμοποιήσω κάποια κοντινά παραδείγματα; Ο επιστήμονας, και βέβαια ο ανασκαφέας, σπάνια δέχεται πως λειτούργησε με φαντασία. Γιατί ντρέπεται να ομολογήσει δημόσια πως δεν ακολούθησε δουλικά τις επιταγές της τρέχουσας επιστημονικής λογικής. Άθελά του ίσως ξεχνάει το δίδαγμα της ιστορίας κάθε επιστήμης, ότι αυτές οι τρέχουσες επιταγές θα αλλάξουν και ίσως ακόμη - το σημαντικότερο - ότι πάντοτε τα άλματα στην επιστήμη έγιναν μόνο με τη φαντασία κάποιων τολμηρών. Είναι εύλογο λοιπόν πως θα αποφύγω να καταθέσω τις όποιες προσωπικές μου εμπειρίες, γιατί όχι ακόμη και βιώματα, από την ενασχόλησή μου με το χώμα και τον χρόνο. Κάποια φορά, σε μιά ευτυχισμένη ανασκαφική στιγμή, όταν είχαμε βρει τον ασύλητο τάφο μιάς πριγκήπισσας, με όλα τα χρυσά κοσμήματά της στη θέση τους, ακόμη κι ένα ολόχρυσο διάδημα στο γυμνό κρανίο της, το οποίο ήταν στραμμένο σε έναν χάλκινο καθρέφτη που κρατούσε στο αριστερό της χέρι, μπροστά στο πρόσωπο, ένας φοιτητής μου τότε, και σήμερα συνάδελφος, μου είπε πως την ονειρεύθηκε, πως ήταν ωραία γυναίκα και είχε πράσινα μάτια. Προσωπικά δεν είδα τότε κανένα όνειρο. Ίσως ήμουν καθηλωμένος στην άκρατη μεθοδικότητα της καλής ανασκαφής, ίσως ακόμη νοιαζόμουν και για την ασφάλεια των πολύτιμων ευρημάτων. Και τότε όμως και μέχρι σήμερα σκέφθηκα βέβαια πολλά, για πολλές ταφές που ανακάλυψα και γι' αυτή τη συγκεκριμένη. Την ταφή που συσχέτισε στη σκέψη του ανασκαφέα της το γνωμικό "Κι αν έπεσαν τα δάχτυλα, τα δαχτυλίδια μείναν", γι' αυτή την αιώνια πάλη των υλικών και των άυλων στην αιωνιότητα του χρόνου. Έτσι, στον χρόνο όλα τα υλικά και τα άυλα γίνονται ευρήματα για τους ποιητές και τους ανασκαφείς "ποιητική αδεία", σχολιάζει με κάποια ειρωνεία ο αμύητος για λίγους στίχους που κάποιος άλλος θεωρεί ποιητικό εύρημα. Κάποια φορά λοιπόν, για να ανεκδοτολογήσω, μου έλαχε ένα πραγματικό ποιητικό εύρημα. Ζούσα τότε κάποιες αμιγείς ποιμενικές στιγμές στην υπέροχη ερημιά του κρητικότατου των κρητικών βουνών, του Ψηλορείτη, ανάμεσα στα πρόβατα και τους βοσκούς εργάτες μου, ανασκάπτοντας ένα σπουδαίο μινωικό κτίριο στη Ζώμινθο. Ένας ευφάνταστος μουσικός, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, ερχόταν συχνά στην ανασκαφή από το γειτονικό χωριό του, προσπαθώντας με τον τρόπο του να συμμετάσχει σ' αυτή την αναζήτηση του χαμένου χρόνου στον δικό του χώρο. Προσπαθούσε να καταλάβει, ίσως να εμπνευσθεί από τους ήχους, χρησιμοποιώντας, τι άλλο, την πιό εξασκημένη αίσθησή του. Έβαζε το αυτί στο χώμα, ηχογραφούσε τον ήχο των διάφορων εργαλείων που το άγγιζαν, τον οξύ ήχο του μετάλλου σε μιά πέτρα ή τον βαθύ σε ένα κομμάτι πηλού, μπορεί να έκανε και άλλα, που δεν παρακολουθούσα ή και δεν κατάλαβα, αφοσιωμένος φυσικά στη λεγόμενη επιστημονικότητα της δουλειάς μου. Ένα πρωί ο Λουδοβίκος μου έφερε έναν επισκέπτη, τον Μάνο Χατζιδάκι. Εκείνη την ημέρα σκάβαμε ένα εργαστήριο κεραμικής, ένα σημαντικό όσο και σπάνιο αρχαιολογικό εύρημα, που αναδυόταν σχεδόν ανέπαφο από τη γη, με όλα τα σκεύη του, τα μισοτελειωμένα αγγεία, ακόμη και το καθαρό ψιλοκοσκινισμένο χώμα από το οποίο φτιάχνονταν τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια παλαιότερα τα αγγεία. Δίπλα υψώνονταν οι τοίχοι άλλων δωματίων, που είχαν σκαφτεί πριν από λίγα χρόνια. Ο Χατζιδάκις παρακολουθούσε ήρεμα την ξενάγησή μου, ο χώρος ήταν βέβαια υποβλητικός, είχε δροσιά, 1.100 μέτρα υψόμετρο στα βουνά, κατακαλόκαιρο. Την προσοχή μου απέσπασε για μια στιγμή ένας παράξενος ήχος στον τοίχο του διπλανού δωματίου, που τον γνώριζα πιά πέτρα πέτρα μελετώντας τον από τα προηγούμενα χρόνια. Σα να σπαρταρούσαν οι πέτρες. Ο αλλόκοτος θόρυβος δεν σταματούσε · αντίθετα, δυνάμωνε. Και ξαφνικά, μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων μας, ξεπήδησε απ' τον τοίχο ένα πουλί, που πέταξε ευθύς και χάθηκε. Έσπευσα σ' αυτό το σημείο του τοίχου και ανακάλυψα ένα κενό ανάμεσα στις πέτρες και σε λίγο τη ζεστή ακόμη φωλιά του πουλιού. Λίγο αργότερα αποδείχθηκε πως ήταν ένα κενό στον τοίχο από την εποχή της κατασκευής του, μέσα στο οποίο βρέθηκε το ειδώλιο ενός ζώου, κάτι σαν εικονοστάσι. Αυτόν ακριβώς τον χώρο διάλεξε το πουλί για να φωλιάσει. Δεν χρειάζεται να περιγράψω την αντίδραση του Χατζιδάκι με το ποιητικότατο εύρημα της φωλιάς. Με το γνωστό του ύφος δήλωσε απερίφραστα πως είχε απατηθεί, είχε άλλη ιδέα για τους αρχαιολογικούς χώρους, τις ανασκαφές και τους αρχαιολόγους. Δεν τον αδίκησα. Ποιός ξέρει ποιά αρχαιόπληκτη ψυχρότητα τον καταδίωκε μέχρι να τύχει να ζωντανέψουν μπροστά στα μάτια του τα αρχαία ερείπια, να ξεπηδήσει ένα πουλί από έναν τοίχο. Μήπως κι εγώ δεν συγκαταλεγόμουν σ' αυτό το αναίσθητο σώμα; Αφού σε λίγο κατέγραφα με ακραίες, ψυχρότατες λεπτομέρειες τις διαστάσεις του ανοίγματος, την υφή του χρώματος και καθετί σχετικό με το ειδώλιο, σημειώνοντας, σαν σε παρένθεση και με δυό λόγια, τη φωλιά του πουλιού, αυτού του πετούμενου που γεφύρωσε τον χρόνο φυσικά και έντεχνα σαν ποίημα;
Οι σκέψεις που διατυπώνω για την ποιητική πλευρά της ανασκαφής, όσο και αν εκφράζονται από έναν ανασκαφέα με πολύχρονη πείρα, χρειάζονται την επικύρωση από έναν ποιητή. Οι ποιητές όμως δεν μιλούν. Καμιά φορά γράφουν ποιήματα και για αρχαιολογικά ευρήματα - ο Παλαμάς για μιά επιτύμβια στήλη του Κεραμεικού, ο Σεφέρης για ένα πήλινο κεφάλι ειδωλίου, τον γνωστό "βασιλιά της Ασίνης". Συχνά και στον Ελύτη ξεπηδά μέσα σ' έναν στίχο κάποια γυναίκα μιάς θηραϊκής τοιχογραφίας ή ο πρίγκηπας των κρίνων. Σιωπηλά προσβλέπει ένας κούρος από ένα χάσμα σαν τη σπηλιά του Ιδαίου Άντρου, πάνω από το οροπέδιο της Νίδας, σαν σε λίμνη, σε ένα κολάζ του Ελύτη από την εύγλωττη ακόμη και στον τίτλο συλλογή του ''Ο κήπος με τις αυταπάτες''. Κλασσικό είναι βέβαια το ποίημα του Καβάφη "Εν των μηνί Αθύρ":
Με δυσκολία διαβάζω στην πέτρα την αρχαία.
«Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ». Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω.
«Εν τω μη[νί] Aθύρ» «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη».
Στη μνεία της ηλικίας «Εβί[ωσ]εν ετών»,
το Κάππα Ζήτα δείχνει που νέος εκοιμήθη.
Μες στα φθαρμένα βλέπω «Aυτό[ν]... Aλεξανδρέα».
Μετά έχει τρεις γραμμές πολύ ακρωτηριασμένες·
μα κάτι λέξεις βγάζω — σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»,
κατόπιν πάλι «δάκρυα», και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος».
Με φαίνεται που ο Λεύκιος μεγάλως θ’ αγαπήθη.
Εν τω μηνί Αθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη.
Πρόκειται αναμφίβολα για τον ωραιότερο σχολιασμό μιάς αρχαίας επιγραφής, όπως δηλώνει σύσσωμη η καβαφική κριτική, όμοιο της οποίας δεν κατάφερε ποτέ να κάνει ούτε και ο επιφανέστατος επιγραφολόγος, άλλη μιά επικύρωση της φτώχειας των εκφραστικών μέσων της επιστήμης μπροστά στη μαγεία της ποίησης.
Οι ποιητές δεν μιλούν παρά με το έργο τους. Το έμαθα κάποια φορά όταν ξενάγησα σε έναν άλλο, ποιητικότατο θα έλεγα, χώρο τον Ελύτη και πρόσεχα το στόμα του, κρεμόμουν απ' τα χείλη του, αναμένοντας - μάταια - έστω μία λέξη. Κι εκείνος ευγενής, περιχαρακωμένος μέσα στο κομψό εκδρομικό κοστούμι του, σιωπηλός, σχεδόν απόκοσμος. Πολύ αργότερα μου έγραψε δυό λόγια, όταν είδε το ''Ανασκάπτοντας το παρελθόν'', μια δυο βδομάδες μόλις πριν χαθεί, γραφή τρεμάμενη στην αιωνιότητα του ποιητικού χρόνου, γι' αυτό και λατρευτή. Ακόμη μιά φορά κατέμαθα πως οι ποιητές αρνούνται να μιλήσουν. Το περιστατικό σχετίζεται με την ανασκαφή στα Ανεμόσπηλια, στις Αρχάνες, την ανακάλυψη μιάς ανθρωποθυσίας, ένα εύρημα που με σημάδεψε βιωματικά και όχι μόνο στη σχέση μου με τον χρόνο. Αυτό όμως είναι μιά άλλη ιστορία. Η ανασκαφή έγινε το καλοκαίρι του 1979 και, λόγω του ευρήματος της ανθρωποθυσίας, έγινε άμεσα και ευρύτατα γνωστή, αφού το Associated Press έστειλε την είδηση στον κόσμο. Ενάμιση χρόνο μετά, στο τέλος του 1980, μιά Αμερικανίδα συνάδελφος στην Αθήνα μου είπε πως διάβασε τυχαία ένα ποίημα του Ρόμπερτ Πεν Ουώρρεν για την ανασκαφή στα Ανεμοσπήλια. Δεν την πίστεψα, γιατί δεν έβρισκα κανένα λόγο ένας Αμερικανός ποιητής - και μάλιστα διάσημος, με βραβείο Πούλιτζερ τότε - να γράψει για μια κρητική ανασκαφή. Φρόντισα όμως να προμηθευθώ το τεύχος Νοεμβρίου του 1980 του περιοδικού ''New Yorker'', όπου είχε δημοσιευθεί το ποίημα. Έμεινα άναυδος. Ακόμη και ο τίτλος του, "Looking northward. Aegeanwand: Nestlings on sea cliff ", δεν σήμαινε μόνο τον απόλυτο προσανατολισμό του ναϊκού κτίσματος της ανθρωποθυσίας και την ανοιχτή του θέα στο βορεινό πέλαγος, αλλά και την ιστορική μοίρα της Κρήτης. Στους σαράντα ακριβώς στίχους ξεχώρισα την ιστορία της ανασκαφής, του μοναδικού ευρήματος, το μυστικό του νόημα, ακόμη και όσα σκέφτηκα και δεν εξέφρασα ποτέ, σε ζηλευτή ακριβολογία και διατύπωση, που όμως δεν είχε κανένα φανερό
στοιχείο αναγνώρισης, μιά ακριβέστατη τοπογραφία, χωρίς ούτε καν αναφορά της λέξης "Κρήτη". Σκέφθηκα πολύ, χωρίς να μπορέσω να διατυπώσω μια λογική εξήγηση για το μυστήριο. Πώς ήταν δυνατόν ο Ρόμπερτ Πεν Ουώρρεν να γνωρίζει τα πάντα, ακόμη και τα ανείπωτας; Αφού δεν γνώριζε βέβαια το άρθρο μας στο National Geographic, μιά και δημοσιεύθηκε λίγο αργότερα. Δεν ήταν ανάμεσα στους τριάντα τόσους ακροατές μου στο σεμινάριο που έδωσα στο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών της Νέας Υόρκης, αφού τους γνώριζα όλους, έναν προς έναν. Να ήταν στη διάλεξή μου στο Μητροπολιτικό Μουσείο; Μπορεί, αλλά και πάλι πόσο λίγα, ψυχρότατα αρχαιολογικά, είχα εκφράσει μπροστά σε τόσα που ο ίδιος διατύπωσε! Το αίνιγμα με βασάνισε για χρόνια.
Ήταν στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980, όταν ήμουν διευθυντής στο Μουσείο Ηρακλείου, που ένας Αμερικανός επισκέπτης ζήτησε να με δει για κάποιο θέμα, να φωτογραφίσει κάτι, να ζητήσει κάποια πληροφορία ή κάτι τέτοιο. Φυσικά τον δέχθηκα και, αφού τον εξυπηρέτησα, τυχαία ήρθε η κουβέντα στα Ανεμόσπηλια και από κει στο ποίημα του Ρόμπερτ Πεν Ουώρρεν και στην απορία μου. Έμεινα έκπληκτος όταν μου είπε πως ήταν φίλος του ποιητή, και χωρίς αργοπορία μου έγραψε τη διεύθυνσή του. Φυσικά έγραψα αμέσως στον Ρόμπερτ Πεν Ουώρρεν, ζητώντας την πολυπόθητη εξήγηση της αλλόκοτης αυτής έμπνευσής του. Δεν άργησε να έρθει η απάντηση. Όπως ακριβώς κα ο Ελύτης όπως τον περιέγραψα πιό πάνω, έτσι και ο Ρόμπερτ Πεν Ουώρρεν ήταν στο γράμμα ευγενής, περιχαρακωμένος μέσα στο κομψό εκδρομικό κοστούμι του - ναι, είχε έρθει στην Κρήτη, που τη γνώριζε - , σιωπηλός, σχεδόν απόκοσμος. Δεν υπήρχε καμία λεπτομέρεια διευκρινιστική για τίποτα, ούτε αν είχε έρθει στην Κρήτη το 1979, το 1950 ή το 1985. Και πού στην Κρήτη, στις Αρχάνες ίσως, στα Ανεμόσπηλια; Τίποτα. Ήταν σκληρό το μάθημα, αλλά χρήσιμο, αφού ήθελα να μάθω. Να μάθω τι όμως και γιατί; Αφού ο ποιητής, σαν τον Φοίβο στους Δελφούς, "ούτε λέγει, ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει".
Ο ποιητής σημαίνει με το ποίημά του. Ο Ρόμπερτ Πεν Ουώρρεν σήμανε με τον τίτλο, "Νestlings on sea cliff" - "Nεοσσοί στον θαλασσινό γκρεμό". Σήμανε με λίγους στίχους στο τέλος του ποιήματος :
{...}
In some stony field, somewhere, eyes,
Unbelieving, opened. They saw,
First, the sky. Stared long. How little
They understood. But slowly began,
In new ignorance, the agony of Time.
You thinki of the necks, unfeathered, feeble, upholding
The pink corolla of beak-gape- that blind yearning
llifeward.
{Κάπου, σε κάποιο ξεροτράχαλο χωράφι, μάτια
Άνοιξαν δύσπιστα. Είδαν,
Πρώτα, τον ουρανό. Κοίταξαν πολύ. Πόσο λίγα
Κατάλαβαν. Αλλά άρχισαν σιγά σιγά,
Με νέα άγνοια, την αγωνία του Χρόνου.
Σκέφτεσαι τους γυμνούς λαιμούς που αδύναμα στηρίζουν
Τη ρόδινη στεφάνη του ορθάνοιχτου ράμφους - εκείνο τον
τυφλό πόθο για τη ζωή.}
Κι εγώ που έπρεπε να πληρώσω τον φόρο της επιστήμης, να μάθω την αλήθεια. Γιατί να μιλήσει ο δημιουργός, ο ποιητής; Ο Ιησούς δεν απάντησε στο ερώτημα του Πιλάτου "Τι εστιν αλήθεια;". Δεν χρησιμοποιώ τυχαία το θεϊκό παράλληλο. Ο ποιητής είναι ισόθεος, ο μόνος ανθρώπινος αυτός δημιουργός, γι' αυτό και επιφυλάχθηκε η θεολογική έννοια του δημιουργού στον ποιητή, στην ποίηση, στο ποίημα, απ' όλα όσα κατά τα λοιπά κατασκευάζονται.
Τι μπορεί λοιπόν να ψελλίσει για την ποιητική της ανασκαφής κάποιος σαν εμένα, που δεν έγραψε, ούτε ως έφηβος, έστω κι έναν στίχο και αρκέσθηκε να ανασκάψει ένα μικρό κομμάτι γης ευλαβικά και ίσως, ελπίζει, και ποιητικά ...
(*)Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Γιάννη Σακελλαράκη
"Η ποιητική της ανασκαφής".
Πρόκειται για ομιλία που εκφωνήθηκε στο πλαίσιο της εκδήλωσης "Φιλοσοφικά ποιητικά ταξίδια στον χώρο και στον χρόνο'',
17-19 Οκτωβρίου 1997, που διοργάνωσε η ΔΕΠΑΚ Καλαμάτας, στο Δημοτικό Πνευματικό Κέντρο της πόλης.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ''Επτάκυκλος'', Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1997,
ΠΗΓΗ:http://educandus.forumotion.com/t643-topic