Ούτε το έθνος θα σωθεί ούτε και το εγώ τους…


Ούτε λόγος, βρισκόμαστε σε μειονεκτική θέση. Και το τελευταίο πράγμα που θα περίμενε κανείς από μια χώρα που μειονεκτεί είναι να αποκτήσει κάποιου είδους γόητρο, καθώς συναλλάσσεται με τις άλλες. Αλλά ακριβώς επειδή κανείς δεν θα περίμενε κάτι τέτοιο, υπάρχει ένα πλεονέκτημα στην πλευρά του αδύναμου. Είναι ο αιφνιδιασμός. Ο κυρτωμένος μπορεί να περιβληθεί με το «γόητρο του μόλις ανορθωμένου».

Στο σημείο αυτό βρίσκεται σήμερα η χώρα μας: έχει στα χέρια της ένα γερό χαρτί που είναι η δυνατότητά της να δείξει στους άλλους ότι είναι πιο ικανή απ’ αυτό που νομίζουν ότι είναι. Ικανή για ποιο πράγμα; Θα πρέπει αμέσως να απαντήσουμε: ικανή για την ενότητα. Πράγματι, αυτό που οι περισσότεροι -αν όχι σχεδόν όλοι- στην Ευρώπη θεωρούν ότι στην Ελλάδα είναι μάλλον αδύνατον να επιτευχθεί, είναι μια συμφωνία μεταξύ των κομμάτων που θα μπορούσε να προσδώσει στην κυβέρνηση την ισχύ ενός ενιαίου σώματος.

Δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε τίποτα μεταξύ τους, λένε οι παρατηρητές παρακολουθώντας μας προσεκτικά, όπως οι εντομολόγοι τα έντομα. Δες τε πώς πετάνε από δω και από κει, δες τε τις σπασμωδικές κινήσεις τους. Ο εγωισμός τους τούς δίνει φτερά ίσα-ίσα για να πετύχουν κάτι ατομικό και τους κόβει τα φτερά, όταν είναι να μοιράσουν κάτι. Το δείχνει η ιστορία τους και όποιος έχει διάθεση να την μελετήσει θα βρει εκεί τις αποδείξεις για το ότι ακόμη και το ένστικτο επιβίωσης σ’ αυτό τον λαό σταμάτησε να λειτουργεί μερικές φορές. Είναι αλήθεια αυτό; Εν μέρει ναι, εν μέρει όχι. Και αυτό το όχι μας ενδιαφέρει περισσότερο σήμερα.

Δύο ακραίες στιγμές της ιστορίας

Είναι αλήθεια ότι η πολιτική ενότητα στην Ελλάδα κατέστη δυνατή σε περιπτώσεις όπου χρειαζόταν να αντιμετωπιστεί ένας μεγάλος, εξωτερικός κίνδυνος. Το 1940 ήταν το κορυφαίο παράδειγμα. Επρόκειτο για μια ακραία αρνητική συνθήκη: ο εχθρός ήταν εκεί, απέναντι, κι έπρεπε να αποκρουσθεί. Όλες οι δυνάμεις των αγωνιζομένων ήταν για να ανταπαντήσουν αποφασιστικά στην επίθεση. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά: σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν εκδηλώθηκε τόσο άμεσα και σε τέτοιο βαθμό συσπείρωσης η αντίδραση του λαού στον εισβολέα. Τί γίνεται, όμως, όταν οι περιστάσεις απαιτούν όχι την άρνηση, αλλά τη θέση;

Το παράδειγμα του 1922 βρίσκεται στο άλλο άκρο. Μας δείχνει ότι όταν οι εθνικές δυνάμεις κινήθηκαν για να επιτύχουν ένα στόχο που δεν ήταν αποτρεπτικός, διασπάστηκαν την πιο κρίσιμη στιγμή. Η Μεγάλη Ιδέα αποδείχτηκε καταστροφική. Όχι γιατί επρόκειτο για Ιδέα (ως τέτοια θα μπορούσε να δώσει ώθηση και εμπνεύσεις), ούτε γιατί επρόκειτο για Μεγάλη (το μεγαλείο είναι όρος της αυτοπεποίθησης). Η καταστροφή επήλθε γιατί παρόλο που υπήρχε σύγκλιση στο ξεκίνημα (μη ξεχνάμε ότι όλες οι πολιτικές παρατάξεις, αλλά και το σύνολο σχεδόν του πνευματικού κόσμου είχαν συμφωνήσει στο εγχείρημα), στην πορεία η σύγκλιση μετατράπηκε σε διαλυτική απόκλιση.

Είναι τραγικό να προσυπογράφουν οι πολιτικές παρατάξεις μια ιδέα και στη συνέχεια να αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να την επωμισθούν. Και δεν μπορούν, γιατί οι ώμοι τους είναι στενοί. Και επειδή είναι στενοί πετάνε το βάρος της ευθύνης ο ένας κατακέφαλα εναντίον του άλλου.

Ένας ιδιότυπος πόλεμος

Παλιές ιστορίες θα πείτε, και μάλιστα με έντονη τη μυρωδιά του μπαρουτιού που δεν την έχουμε σήμερα. Αλλά και μέσα στην ειρήνη υπάρχουν πόλεμοι και έναν τέτοιο ζούμε σήμερα. Κι αν είναι έτσι, θα πρέπει να γίνει καταμέτρηση των εφοδίων που διαθέτουν οι εμπόλεμοι. Τι έχουμε, λοιπόν, εμείς, οι πιο στριμωγμένοι, οι πιο χρεωμένοι, οι πιο δακτυλοδεικτούμενοι για τις ελλείψεις μας; Σε καταστάσεις άμυνας οι μαχόμενοι βασίζονται, κυρίως, σε αυτά που έχουν.

Έχουμε, ίσως, ακόμη μια κάποια ενεργητικότητα, μια ικανότητα να προσαρμοζόμαστε σε αυτό που υπάρχει έξω από μας και από τη θέλησή μας. Τα εφόδια αυτά δεν θα ήταν λίγα αν επρόκειτο για την αναχαίτιση ενός εχθρού (που ονομάζεται σήμερα πτώχευση). Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και η ανάγκη να θεμελιωθεί κάτι που δεν θα είναι απλώς οχυρό, αλλά και μια εστία πραγματική για τους Έλληνες.

Απαιτείται οικοδόμηση. Και μια οικοδόμηση προϋποθέτει συλλογή και επιλογή των κατάλληλων υλικών, τοποθέτηση των ανθρώπων στις θέσεις που θα αποδώσουν καλύτερα, ο καθένας ανάλογα με τη δεξιότητα ή τη μαστοριά του, ο καθένας σκεπάζοντας τα ελαττώματά του με τα προτερήματα που ανακαλύπτει ο ίδιος πως έχει μέσα στην πράξη, μέσα στην έξαψη της πράξης.

Μεγαλομανία και αυτοκαταστροφή

Είναι χίμαιρα να μιλάμε σήμερα για κοινή πράξη; Όχι, δεν είναι. Και δεν είναι, γιατί η άλλη πλευρά του ελληνικού εγωισμού, η άλλη πλευρά της αδυναμίας μας να φθάνουμε σε συνεννόηση, είναι ακριβώς η επιθυμία μας να δώσουμε σ’ αυτό τον εγωισμό μια διέξοδο πιο φιλόδοξη, πιο επιβλητική. Εκεί γεννιέται και ο πόθος για αίγλη. Θα θέλαμε να εκπέμπεται μια ακτινοβολία από τον εαυτό μας, να κυκλοφορούσαμε στην Ευρώπη και το όνομά μας, από μόνο του να άνοιγε τις πόρτες.

Το γεγονός ότι αυτό δεν συνέβη μας δυσαρέστησε. Το χειρότερο όμως είναι ότι αυτή τη δυσαρέσκεια εν συνεχεία τη στρέψαμε εναντίον του εαυτού μας. Η αδιαφορία των άλλων για το όνομά μας έγινε δικός μας ψόγος για τη δική μας υπόσταση. Έτσι συμβαίνει με τους εγωιστές. Όταν πληγώνονται, οξύνουν κατόπιν οι ίδιοι την πληγή με τα ίδια τα χέρια τους για να’ χουν την ευχαρίστηση ότι στο τελικό καταστροφικό αποτέλεσμα συνέβαλαν κι αυτοί.

Το φάρμακο

Αυτή η αρρώστια μας χαρακτηρίζει, αλλά είναι η ίδια που μας δίνει και το φάρμακο που θα μπορούσε να δράσει. Το φάρμακο, ας το επαναλάβουμε, δεν είναι άλλο από την ενότητα. Προσοχή όμως. Πάνω στο μπουκαλάκι είναι γραμμένη η προειδοποίηση: δεν πίνεται μονορούφι. Δεν κατεβάζουν οι άρρωστοι άσπρο πάτο το υγρό για να μεθύσουν από τη χαρά τους που τα κατάφεραν.

Α, ναι, αυτό θα το θεωρούσαν μια λύτρωση. Να μπορούσαν οι καχύποπτοι ατομιστές να μεταμορφώνονταν ξαφνικά σε διαλλακτικούς συζητητές, σε τεχνίτες που ξέρουν να σταθμίζουν ψύχραιμα τα πλην και τα συν. Να ετοιμάζουν κρυφά ένα σύμφωνο συμμαχίας μεταξύ τους, με την υπομονή και την ακρίβεια συμβολαιογράφων που την επόμενη ημέρα θα ήταν και οι πιο σκληροί διαπραγματευτές με τους δανειστές τους και με τον κάθε τυχόν επίβουλο.

Μην παρασύρεστε όμως, λέει η επιγραφή στο μπουκαλάκι. Μη βιάζεστε να μεταμορφωθείτε. Πιέστε λίγο-λίγο το φάρμακο και στρωθείτε στη δουλειά. Ήδη θα ήταν μια μεταμόρφωση αν οι πολιτικοί αρχηγοί δοκίμαζαν μέσα τους μια ευχαρίστηση καινούργια στη σκέψη ότι με τη συμφωνία μεταξύ τους θα εξέπλητταν τους πικρόχολους εταίρους. Μόνο έτσι διατηρείται κάποια ελπίδα. Αν δεν πάρουν όλοι μαζί, «εγωιστικά», την εθνική υπόθεση οι εγωιστές, ούτε το έθνος θα σωθεί ούτε και το εγώ τους.


 O Βασίλης Καραποστόλης γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι καθηγητής Πολιτισµού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήµιο Αθηνών. Παράλληλα µε τις µελέτες και τα δοκίµιά του για τα ήθη στον σύγχρονο κόσµο, δηµοσιεύονται από το 1995 και λογοτεχνικά έργα του. Από τις Εκδόσεις Πατάκη έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του Χορεύοντας µόνη της (2004), Το χάρισµα (2008), Διχασµός και εξιλέωση (2010), Η εποχή της όρεξης (2012) και Η ζωή σαν τιµολόγιο (2014).


 20 Φεβρουαρίου 2018