Η ανθρώπινη φύση.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ: 

Η μέλισσα και ο αρχιτέκτονας.


Τα αίτια της υποτίμησης της βιολογικής φύσης μας και της βαθύτατης ενότητάς της με τα άλλα ζωικά είδη πρέπει να αναζητηθούν όχι τόσο στην έλλειψη των κατάλληλων γνωστικών ή ερευνητικών εργαλείων, αλλά μάλλον στη μεταφυσική προκατάληψη περί της μοναδικότητας του ανθρώπινου είδους, η διανοητική ανωτερότητα του οποίου ερμηνευόταν εσφαλμένα ως προϊόν θεϊκής δημιουργίας και όχι βέβαια της ταπεινής βιολογικής εξέλιξης από «κατώτερα» βιολογικά είδη.

Η αποδόμηση των κοινότοπων –αλλά ιδιαίτερα επίμονων– ψευδαισθήσεων σχετικά με τη βιολογική ανωτερότητα του είδους μας θα ξεκινήσει δειλά δειλά τον 20ό αιώνα χάρη σε μια σειρά από ιδιαίτερα ανατρεπτικές επιστημονικές εξελίξεις.

Η εντυπωσιακή ανάπτυξη της Εξελικτικής Βιολογίας, της Βιοψυχολογίας, των Νευροεπιστημών και της Φυσικής Ανθρωπολογίας έκανε σαφές όχι μόνο το πόσο ανυπόστατη είναι η ανθρώπινη υπεροψία, αλλά κυρίως το πόσο στείρο είναι γνωσιακά και κοινωνικά το να αντιδιαστέλλουμε τη Βιολογία στον Πολιτισμό ή τη Φύση στην Ανατροφή (Nature - Nurture).




Ο γόρδιος δεσμός μεταξύ Βιολογίας και Πολιτισμού

Eνώ όλοι συμφωνούν ότι τα ζώα διαθέτουν μια «ζωική φύση», δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι, από καθαρά βιολογική άποψη, εμείς οι άνθρωποι διαθέτουμε μια ιδιαίτερη ή επιπρόσθετη «ανθρώπινη φύση».

Διότι αμέσως προκύπτει το εύλογο ερώτημα: Πώς συνδέεται αυτή η επιπρόσθετη «αφύσικη-πνευματική φύση» μας με τη «φυσική-βιολογική φύση» μας;

Πώς είναι δυνατόν να είμαστε νοήμονα και πολιτισμικά όντα και ταυτόχρονα βιολογικές μηχανές που αποβλέπουν μόνο στην αναπαραγωγή των γονιδίων τους;

Το βέβαιο πάντως είναι ότι εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε τα υπερβιολογικά, ασώματα και αενάως εύπλαστα όντα, όπως προπαγανδίζεται παντοιοτρόπως από τη μεταμοντέρνα μυθολογία.

Δεν είμαστε όμως ούτε οι ανόητες και μη συνειδητές βιολογικές μηχανές που υπάρχουν και επιβιώνουν μόνο για να διευκολύνουν την αναπαραγωγή των γονιδίων τους, όπως υποστηρίζουν κάποιες απλοϊκές βιολογικές προσεγγίσεις. Τόσο η εικόνα του «ανθρώπου-πλαστελίνη» όσο και η εικόνα του «ανθρώπου-βιοαυτόματο» είναι εξίσου παραπλανητικές.

Στις μέρες μας είμαστε επιφυλακτικοί και ιδιαίτερα δύσπιστοι απέναντι σε όποιον επικαλείται την έννοια της «ανθρώπινης φύσης». Η επιφυλακτικότητα και η δυσπιστία μας είναι απολύτως δικαιολογημένες, δεδομένου ότι η διαμάχη σχετικά με το αν η «ανθρώπινη φύση» καθορίζεται από τη βιολογική ή την ψυχική μας υπόσταση και αν είναι εκ φύσεως αγαθή ή κακοήθης κρατά εδώ και αιώνες.

Γιατί, παρά τον υποκριτικό αποτροπιασμό μας για τις αναρίθμητες δολοφονίες, σφαγές και γενοκτονίες, που «κοσμούν» την ανθρώπινη ιστορία, διστάζουμε να αναγνωρίσουμε, πόσο μάλλον να κατανοήσουμε, το γιατί η φαινομενικά «κτηνώδης» επιθετικότητα και η λεγόμενη «τυφλή» βία αποτελούν τα σταθερά και δυσεξάλειπτα συστατικά της κοινωνικής μας ζωής;


O Αγγλος φιλόσοφος Τόμας Χομπς, πρωτοπόρος θεωρητικός της νεωτερικής πολιτικής φιλοσοφίας. Δεξιά, πίνακας του Πίτερ Μπρέγκελ  

Homo homini lupus;

Στο περίφημο έργο του «Λεβιάθαν», ο Αγγλος φιλόσοφος Τόμας Χομπς (Thomas Hobbes, 1588-1679), πρωτοπόρος θεωρητικός της νεωτερικής πολιτικής φιλοσοφίας, επιχείρησε να καταδείξει ιστορικά ότι οι άθρωποι δεν διαθέτουν αγαθή φύση, αλλά αντίθετα: «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος» (Homo homini lupus).

Υιοθετώντας ο Χομπς αυτό το αρχαίο ρητό, που αποδίδεται στον Λατίνο κωμωδιογράφο Πλαύτο, υποστηρίζει ότι η λυσσαλέα ανταγωνιστικότητα, επιθετικότητα και βία αποτελούν διαχρονικά γνωρίσματα όχι μόνο της ζωικής αλλά και της ανθρώπινης συμπεριφοράς· θεωρεί, μάλιστα, ότι υπερτερούν σαφώς σε σχέση με άλλα σημαντικά χαρακτηριστικά μας όπως η συντροφικότητα, η συνεργασία και η αλληλεγγύη.

Ανέκαθεν, λοιπόν, αυτές οι συμπεριφορές αναγνωρίζονταν ως οι αυθόρμητες και αναπόφευκτες εκδηλώσεις της «ανθρώπινης φύσης», μιας ασαφώς προσδιορισμένης και άρα σκοτεινής βιοπολιτισμικής οντότητας, που προδιαγράφει, υποτίθεται, τα όρια κάθε ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς μας.

Κατά καιρούς έχουν προταθεί διάφορες κοινωνικές, πολιτικοοικονομικές, ψυχολογικές εξηγήσεις, που επιχειρούν ανεπιτυχώς να εκλογικεύσουν τέτοιες φαινομενικά «αναίτιες» ή «παράλογες» εκδηλώσεις της ανθρώπινης επιθετικότητας.

Καμία, όμως, από αυτές τις κοινωνικές «εξηγήσεις» δεν στάθηκε στους νευροβιολογικούς μηχανισμούς που, ενώ αποτελούν το φυσικό υπόστρωμα για την εκδήλωση κάθε βίαιης και επιθετικής συμπεριφοράς, υποβαθμίζονται συστηματικά ως παραπλανητικές φυσικαλιστικές προσεγγίσεις.

Και ας σημειωθεί ότι μιλάμε για το «υπόστρωμα» και όχι για τα «αίτια» που προκαλούν ή, ακριβέστερα, πυροδοτούν τις εκδηλώσεις βίας.

Μετά τις εντυπωσιακές ανακαλύψεις της ηθολογίας, της κοινωνιοβιολογίας και πιο πρόσφατα της εξελικτικής ψυχολογίας, θεωρείται σχεδόν αναμφισβήτητο και ευρύτατα αποδεκτό ότι η επιθετική συμπεριφορά όλων των ζώων καθορίζεται από έμφυτους βιολογικούς παράγοντες.

Πολύ σοβαρότερες αντιστάσεις συναντά, ακόμη και σήμερα, η αποδοχή της ανθρώπινης επιθετικότητας ως έμφυτης βιολογικής συμπεριφοράς.

Ως συμπεριφοράς, δηλαδή, που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από εξωγενείς περιβαλλοντικούς, μαθησιακούς και εν τέλει κοινωνικούς παράγοντες, αλλά και από κάποιες εγγενείς βιολογικές δομές που διαμορφώθηκαν κατά την εξελικτική ιστορία του είδους μας.

Πρόκειται για την πολύ γνωστή αντιπαράθεση του έμφυτου βιολογικά με το επίκτητο πολιτισμικά ή, αν προτιμάτε, της Φύσης με τον Πολιτισμό.

Με άλλα λόγια, για την οντολογική διάζευξη και τον αμοιβαίο αποκλεισμό των βιολογικών παραγόντων (εξελικτικών, γονιδιακών, εγκεφαλικών) από τους περιβαλλοντικούς παράγοντες στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Εμμένοντας κανείς στον έναν από τους δύο πόλους αυτής της στείρας αντιπαράθεσης, καταλήγει σε μια εσφαλμένη, δηλαδή αποσπασματική και παραπλανητική εικόνα της ανθρώπινης φύσης.

Μια ιδιαίτερη ανθρώπινη φύση, η οποία, επειδή δεν θεωρείται απλώς ή μόνο «ζωώδης», δεν σημαίνει βέβαια ότι είναι και... αγγελική.

Η οικουμενικότητα των συναισθημάτων

Mέχρι πρόσφατα η δυτική σκέψη επέμενε να υποβαθμίζει ή και να αποκλείει επιδεικτικά κάθε δυνατότητα βιολογικής εξήγησης της σκέψης, των συναισθημάτων και της κοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων, παρότι ο Κάρολος Δαρβίνος είχε παρουσιάσει –ήδη από το 1872!– στο βιβλίο του για την «Εκφραση των συγκινήσεων στον άνθρωπο και τα ζώα» ένα σχεδόν πλήρες επιστημονικό πρόγραμμα έρευνας, το οποίο ήταν όχι μόνο θεωρητικά στιβαρό, αφού βασιζόταν στη θεωρία της εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής, αλλά και εμπειρικά θεμελιωμένο, δεδομένου ότι προέκυψε από πλήθος παρατηρήσεων σε ανθρώπινους και ζωικούς πληθυσμούς.

Μολονότι τα συναισθήματα και οι συγκινήσεις αποτελούν μια θεμελιώδη πτυχή της ανθρώπινης φύσης, πριν από μόλις τέσσερις δεκαετίες ήταν ένα υποτιμημένο γνωστικό αντικείμενο για τις βιοψυχολογικές έρευνες, οι οποίες επέλεγαν πιο «απτά» αντικείμενα μελέτης, όπως π.χ. την κυτταρική οργάνωση του νευρικού συστήματος ή τις βιοχημικές λειτουργίες του εγκεφάλου, αφήνοντας έτσι στη δικαιοδοσία της ψυχανάλυσης, της ψυχοθεραπείας ή της κοινωνικής ψυχολογίας τη διερεύνηση των δήθεν ασώματων ψυχικών λειτουργιών.

Η αποδόμηση αυτών των κοινότοπων αντιλήψεων σχετικά με τα ανθρώπινα συναισθήματα θα ξεκινήσει κατά τη δεκαετία του 1960, χάρη στις πρωτοποριακές ψυχολογικές και ανθρωπολογικές έρευνες του Πολ Εκμαν (Paul Ekman).

Ενός εντελώς ασήμαντου, τότε, Αμερικανού εξελικτικού ψυχολόγου που αποφάσισε να μελετήσει πειραματικά και με επιτόπιες ανθρωπολογικές έρευνες τις φευγαλέες αλλά επαναλαμβανόμενες εκφράσεις των συγκινήσεων στο πρόσωπο όλων των ανθρώπων, σε κάθε γωνιά του πλανήτη.

Πράγματι, οι εκφράσεις και οι μορφασμοί του ανθρώπινου προσώπου –καθώς και πολλών άλλων ζώων!– αποτελούν την απτή μαρτυρία και την ορατή εξωτερίκευση των συγκινήσεων που βιώνουν πολλοί οργανισμοί.

Κάτι που πρώτος ο Δαρβίνος όχι μόνο αναγνώρισε αλλά και προσπάθησε να εξηγήσει επιστημονικά, χωρίς ωστόσο να πείσει την επιστημονική κοινότητα της εποχής του: ακόμη και οι πιο πιστοί δαρβινιστές αρνήθηκαν να αποδεχτούν τις λογικές συνέπειες της δαρβινικής εξήγησης για τη ζωική καταγωγή και εξέλιξη των ανθρώπινων συγκινήσεων!

Χρειάστηκαν δεκαετίες συστηματικών ψυχολογικών παρατηρήσεων και επιτόπιων ανθρωπολογικών ερευνών για να αλλάξει γνώμη η διεθνής επιστημονική κοινότητα.

Μόνο μετά τη συστηματική καταγραφή και ανάλυση που πραγματοποίησαν ο Πολ Εκμαν και οι συνεργάτες του σε πάνω από 10.000 πρόσωπα έγινε αποδεκτό ότι οι εκφράσεις μέσω του προσώπου των βασικών ανθρώπινων συγκινήσεων είναι «οικουμενικές», δηλαδή πανανθρώπινες και δεν εξαρτώνται από τυχαίες τοπικές ή πολιτισμικές διαφορές.

Το περίεργο είναι ότι διατυπώθηκαν περίπου οι ίδιες ιδεολογικές αντιρρήσεις ενάντια στις έρευνες του Εκμαν που επιβεβαίωναν, έναν αιώνα μετά, τη δαρβινική αρχή της εξελικτικής συνέχειας και της οικουμενικότητας: δηλαδή την εγγενώς βιολογική ομοιογένεια και άρα τη μη πολιτισμική εξάρτηση όλων των ανθρώπινων πληθυσμών ως προς την έκφραση των βασικών συγκινήσεων.

Ακόμη πιο εξωφρενικό, όμως, ήταν ότι αυτές οι αντιρρήσεις δεν διατυπώθηκαν από συντηρητικούς ακροδεξιούς, αλλά από προοδευτικούς ανθρωπολόγους και εθνολόγους οι οποίοι, τουλάχιστον θεωρητικά, δήλωναν αντιρατσιστές!

Ανάμεσα στους αντιπάλους του κοινού βιολογικού υποστρώματος στην έκφραση των ανθρώπινων συγκινήσεων ήταν οι θεωρητικοί του «πολιτισμικού σχετικισμού» (cultural relativism), όπως οι διάσημοι ανθρωπολόγοι Margaret Mead, Gregory Bateson και ο γλωσσολόγος-ανθρωπολόγος Ray Birdwhistell, οι οποίοι υποστήριζαν ότι η ανθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά διαφέρει ριζικά από τη ζωική, επειδή καθορίζεται πρωτίστως, αν όχι αποκλειστικά, από εξωγενείς κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες.

Κατά αξιοπερίεργο τρόπο, η «προοδευτική» θέση των κοινωνικών ανθρωπολόγων ενισχύει, αν δεν ταυτίζεται, με τις πολιτικά «ύποπτες» και επιστημονικά «αντιδραστικές» απόψεις των συμπεριφοριστών ψυχολόγων: τίποτα δεν είναι έμφυτο στην ανθρώπινη φύση, τα πάντα εξαρτώνται από το κοινωνικό-πολιτισμικό περιβάλλον.

Κάθε συμπεριφορά μας καθορίζεται και διαμορφώνεται αποκλειστικά από εξωγενείς παράγοντες και οι άνθρωποι δεν είμαστε τίποτε άλλο από εύπλαστες... κοινωνικές μαριονέτες!

Μια επιστημονικά μεροληπτική και προκλητική ιδεολογική άποψη για την ανθρώπινη φύση που θα διερευνήσουμε διεξοδικότερα στο επόμενο άρθρο.




Προδιαμόρφωση ή επιγένεση της ανθρώπινης φύσης;

Στη διπλή έλικα του DNA βρίσκονται κωδικευμένες όλες οι απαραίτητες γενετικές πληροφορίες για τη συγκρότηση και την καλή λειτουργία ενός οργανισμού, όμως το μόριο του DNA είναι απελπιστικά αδρανές και «αυτιστικό»: μόνο όταν βρίσκεται στο κατάλληλο κυτταρικό μικροπεριβάλλον και χάρη στην παρουσία μιας σειράς διαφορετικών μορίων καταφέρνει να εκφραστεί.

Και σε αυτό το σημείο υπεισέρχονται οι επιγενετικοί μηχανισμοί τροποποίησης της έκφρασης των γονιδίων.

Για παράδειγμα, η μεθυλίωση, η προσθήκη δηλαδή μιας ομάδας μεθυλίου σε μια από τις τέσσερις βάσεις του DNA, έχει αποτέλεσμα την «αποσιώπηση» του μεθυλιωμένου γονιδίου.

Με άλλα λόγια, η μεθυλίωση καθιστά τα γονίδια ανενεργά, ενώ ό,τι αφαιρεί τη μεθυλική ομάδα επανενεργοποιεί το γονίδιο.

Σε μια σειρά από πρωτοποριακές έρευνες οι Michael Meaney και Moshe Szyf έδειξαν, αρχικά στους αρουραίους και κατόπιν στους ανθρώπους, τα δραματικά αποτελέσματα που έχουν το στρες και η ψυχολογική πίεση στη μεθυλίωση των γονιδίων μας. Ενώ και άλλες μεταγενέστερες έρευνες επιβεβαίωσαν τις αρνητικές επιγενετικές επιδράσεις του στρες.

Ανάλογα καταστροφική αποδείχτηκε η εμπλοκή των επιγενετικών τροποποιήσεων στη δημιουργία νεοπλασιών, καθώς και σε ασθενείς που πάσχουν από σοβαρά νευρολογικά προβλήματα (αυτιστικοί, σχιζοφρενείς, καταθλιπτικοί).

Στους ψυχωτικούς ασθενείς, μάλιστα, διαπιστώθηκε μια σαφής αύξηση της επιγενετικής μεθυλίωσης των γονιδίων (BDNF) στα κύτταρα του μετωπιαίου φλοιού τους.

Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών φαίνεται να παραβιάζουν και να αμφισβητούν στην πράξη τη θεμελιώδη απαγορευτική αρχή της σύγχρονης γενετικής που επιτάσσει «τα επίκτητα χαρακτηριστικά να μην κληρονομούνται ποτέ».

Μολονότι το περιβάλλον δεν μπορεί να προκαλέσει άμεσα κληρονομήσιμες αλλαγές του γενετικού υλικού (DNA), μπορεί κάλλιστα να προκαλεί βαθύτατες επιγενετικές μεταβολές στην έκφραση των γονιδίων, ορισμένες απο τις οποίες είναι κληρονομήσιμες.

Από τα μέσα του 20ού αιώνα στη βιολογική σκέψη κυριαρχεί ένα νέο και πολύ δυναμικό ερευνητικό πρόγραμμα, το οποίο επιζητεί να εξηγήσει σε μοριακό επίπεδο το σύνολο σχεδόν των πολύπλοκων ζωικών φαινομένων.

Πρόκειται για το πρόγραμμα της «μοριακής βιολογίας», το οποίο τα επόμενα πενήντα χρόνια θα αποδειχθεί ο παραγωγικότερος κλάδος της έρευνας στη Βιολογία.

Μεταγονιδιωματική εποχή

Εκτοτε, η μοριακή προσέγγιση θα θεωρηθεί η βασιλική οδός για την αποκάλυψη των μέχρι πρόσφατα επτασφράγιστων μυστικών της ζωής.

Πράγματι, χάρη στη λεπτομερή κατανόηση του μηχανισμού αναδιπλασιασμού του DNA, καταφέραμε να «λύσουμε» το μυστήριο της αναπαραγωγής.

Οι μοριακοί βιολόγοι ανακάλυψαν την ακριβή χημική δομή και διάταξη των γονιδίων πολλών οργανισμών και αποκρυπτογράφησαν τον καθολικό «γενετικό κώδικα», δηλαδή τους κανόνες έκφρασης ή μετάφρασης των γονιδίων σε πρωτεΐνες.

Επιπλέον, έμαθαν πώς να ανασυνδυάζουν και να κλωνοποιούν στο εργαστήριο γονίδια από διαφορετικούς οργανισμούς, δημιουργώντας ολότελα νέες «διαγονιδιακές» μορφές ζωής.

Ετσι εξηγείται το γιατί, τις τελευταίες δεκαετίες, στη βιολογική σκέψη επικράτησε η αναμφίβολα απλοϊκή αντίληψη ότι το DNA αποτελεί το μοναδικό υλικό υπόστρωμα των βιολογικών πληροφοριών.

Τα κοινά ανατομικά και νοητικά χαρακτηριστικά όλων των πλασμάτων που ανήκουν στο είδος μας (Homo sapiens) πρέπει να βασίζονται στην κοινή γονιδιακή μας κληρονομιά.

Και η κοινή γενετική μας κληρονομιά εξηγείται, με τη σειρά της, από την κοινή βιολογική καταγωγή και εξέλιξη όλων των ανθρώπινων γονιδιωμάτων.

Αν όμως η κοινή βιολογική μας ταυτότητα οφείλεται στην κοινή βιολογική καταγωγή μας, δηλαδή στα «κοινά» γονίδιά μας, τότε πώς εξηγούνται η τεράστια ποικιλομορφία στο εσωτερικό του είδους μας και η ουσιαστική μοναδικότητα κάθε ανθρώπινου όντος;

Η απάντηση σε αυτό το βασανιστικό ερώτημα θα εξαρτηθεί όχι μόνο από τη διαύγαση των πολύπλοκων σχέσεων ανάμεσα στα γονίδια και το περιβάλλον τους, αλλά και από την κατανόηση των περίπλοκων επιγενετικών μηχανισμών που, όπως γνωρίζουμε, διαμεσολαβούν στις αμφίδρομες σχέσεις των γονιδίων μας με το οικολογικό, κοινωνικό περιβάλλον όπου ζούμε.




27.01.2018  


          ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ         




Η μέλισσα και ο αρχιτέκτονας

Η εγγενής απροσδιοριστία της ανθρώπινης φύσης ίσως οφείλεται στον αποφασιστικό ρόλο που παίζουν στην οριστική διαμόρφωσή της μια σειρά από επιγενετικοί παράγοντες, π.χ. οι ιστορικοί, κοινωνικοί και πολιτιστικοί παράγοντες. Οι οποίοι από κοινού με τις βιολογικές προδιαγραφές του είδους μας συνδιαμορφώνουν την ταυτότητα κάθε ανθρώπινου πλάσματος.

Το γεγονός όμως ότι η ανθρώπινη φύση αποδείχτηκε ιδιαίτερα ευέλικτη εξελικτικά και, εκ φύσεως, ικανή να διαμορφώνει η ίδια το περιβάλλον της ενδέχεται στο άμεσο μέλλον να αποδειχτεί και ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχει.

Εξάλλου, η ασυνήθιστα εύπλαστη και ευπροσάρμοστη «φύση» του ανθρώπινου είδους εκδηλώνεται όχι μόνο στην πρωτοφανή, σε όλο το ζωικό βασίλειο, δημιουργικότητα και παρεμβατικότητά του, αλλά και στη μοναδική ικανότητά του να ζει εις βάρος όλων των άλλων εμβίων όντων που κατοικούν στον πλανήτη «του». Ο,τι μέχρι σήμερα αποτελούσε το βιολογικό πλεονέκτημα του Homo sapiens, δηλαδή του έλλογου, αλλά κάθε άλλο παρά σοφού είδους μας, ίσως αποδειχτεί η αχίλλειος πτέρνα για την επιβίωσή του.




'Η περί της βιοπολιτικής χειραγώγησης της ανθρώπινης φύσης​

Η απάνθρωπη βία και η παράλογη επιθετική συμπεριφορά αφενός και η αλληλεγγύη, η αλληλοβοήθεια και η αλτρουιστική συμπεριφορά αφετέρου αποτελούν, άραγε, εγγενή βιολογικά χαρακτηριστικά της «σχιζοειδούς» ανθρώπινης φύσης;

Ή μήπως πρόκειται αντίθετα για επιφαινόμενα που εξαρτώνται αποκλειστικά από ιστορικούς και κοινωνικούς παράγοντες;

Αγάπη και μίσος, συνεργασία και επιθετικότητα, κοινωνική συναίνεση και βία δεν αποτελούν απλώς τα εγγενή βιολογικά χαρακτηριστικά της «σχιζοειδούς» ανθρώπινης φύσης, ούτε και τα υποπροϊόντα της έκφρασης των γονιδίων ή των ενστίκτων μας, αλλά την αποκρυστάλλωση των περίπλοκων ανθρώπινων σχέσεων σε ένα δεδομένο κοινωνικό περιβάλλον.

Αν αυτό ισχύει, τότε τα περιθώρια της επιρροής των γονιδίων μας και των «ζωικών» ενστίκτων μας είναι αντιστρόφως ανάλογα με την εξελικτική πολυπλοκότητα του ανθρώπινου είδους.

Πράγματι, σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, οι άνθρωποι διαφοροποιούνται μεταξύ τους κυρίως ως προς τα ιδιαίτερα ψυχολογικά και πολιτισμικά τους γνωρίσματα και όχι τόσο ως προς τα τυπικά βιολογικά χαρακτηριστικά τους.

Το γεγονός ότι, παρά την κοινή γονιδιακή τους κληρονομιά και την κοινή κοινωνική τους «ταυτότητα», οι άνθρωποι διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους αποτελεί μια σαφέστατη ένδειξη για τις περίπλοκες και αμφίδρομες αλληλεπιδράσεις της βιολογίας και του πολιτισμού μας στον καθορισμό της ιδιαίτερης ανθρώπινης φύσης μας.

Ανούσια «φύση» ή αφύσικη «ουσία»;

Ο Καρλ Μαρξ, στο περίφημο έργο της ωριμότητάς του, «Το Κεφάλαιο», γράφει: «Μια αράχνη εκτελεί λειτουργίες που μοιάζουν με αυτές του υφαντή και μια μέλισσα θα ντρόπιαζε κάθε αρχιτέκτονα με την κατασκευή κηρήθρας.

Αυτό όμως που διακρίνει τον χειρότερο αρχιτέκτονα από την καλύτερη μέλισσα είναι ότι ο αρχιτέκτονας κατασκευάζει τη δομή στο κεφάλι του προτού την πραγματοποιήσει.

Στο τέλος κάθε εργασίας αναδύεται το αποτέλεσμα το οποίο ο εργάτης το έχει ήδη συλλάβει εξ αρχής νοητικά και συνεπώς αυτό υπήρχε ήδη ως ιδέα».

Θέλοντας να αναδείξει τις μοναδικές ανθρώπινες νοητικές ικανότητες, όπως αυτές εκδηλώνονται π.χ. στην αρχιτεκτονική εργασία, ο Μαρξ επισημαίνει ότι οι αρχιτέκτονες, αντίθετα με τις μέλισσες, δεν περιορίζονται στο να επιφέρουν αλλαγές στη μορφή των υλικών αντικειμένων που υπάρχουν στη φύση, αλλά υλοποιούν συνειδητά ένα σχέδιο το οποίο έχουν συλλάβει νοητικά εκ των προτέρων.

Πώς όμως προέκυψαν αυτές οι μοναδικές ανθρώπινες ικανότητες και σε τι ακριβώς διαφοροποιούνται από τη συμπεριφορά των άλλων έμβιων όντων;

Σε αυτό το αποφασιστικό ερώτημα τόσο ο Μαρξ όσο και ο Ενγκελς υποστηρίζουν ότι η ιδιαίτερη ανθρώπινη φύση προέκυψε εξελικτικά από μη ανθρώπινες μορφές ζωής.

Πέρα όμως από αυτή τη γενικόλογη αποδοχή της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου, οι δημιουργοί του ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού έκριναν φιλοσοφικά και πολιτικά σκόπιμο να υποστηρίξουν επιπρόσθετα ότι μολονότι η ανθρώπινη ιστορία αποτελεί μέρος της ιστορίας της φύσης, ταυτόχρονα την υπερβαίνει.

Χάρη πρωτίστως στη συλλογική εργασία και άρα στην ανάπτυξη της κοινωνικής ζωής τους οι άνθρωποι έγιναν τα μοναδικά έμβια όντα που κατάφεραν να υπερβούν τη ζωώδη κατάσταση από την οποία προήλθαν.

Διόλου περίεργο ότι ο Μαρξ όσο και ο Ενγκελς δεν μιλάνε σχεδόν ποτέ για την ανθρώπινη «φύση», αλλά για την ανθρώπινη «ουσία».

Αυτό το κάνουν για να διαφοροποιήσουν τη ανθρώπινη φύση, που διαμορφώθηκε βιολογικά και εξαρτάται από τυχαίους εξελικτικούς παράγοντες, από την ανθρώπινη ουσία που, όπως υπέθεταν, καθορίζεται νομοτελειακά μόνο από ιστορικούς-κοινωνικούς παράγοντες.

Συνεπώς, για τον Μαρξ, η «ανθρώπινη ουσία» δεν είναι υπεριστορική, αμετάβλητη και «εσωτερική» στον κάθε άνθρωπο, αλλά αντίθετα είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που διαμορφώνουν ιστορικά την ανθρώπινη πραγματικότητα.

Ισως η σημαντικότερη γνωσιολογική συνέπεια της μαρξικής προσέγγισης είναι ότι, πρώτη φορά, αναδεικνύεται επαρκώς η ανάγκη κατανόησης όχι μόνο της αμιγώς βιολογικής αλλά και της ιστορικής-κοινωνικής διάστασης της ανθρώπινης φύσης.

Το πρόβλημα, ωστόσο, με τη μαρξική έννοια της «ανθρώπινης ουσίας» είναι ότι παραπέμπει στην ουσιολογική μεταφυσική παράδοση που, όπως είδαμε, διαφοροποιεί εντελώς αυθαίρετα τον άνθρωπο από τη φύση, τον νου από το σώμα και τη βιολογική από την κοινωνική ζωή των ανθρώπων (βλ. «Εφ.Συν», 2-12-17 και 27-01-18).

Και δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο για ένα φιλοσοφικό ατόπημα. Δεδομένης της άκριτης, σχεδόν θρησκευτικής αποδοχής των ιδεών του Μαρξ από πολλούς μετέπειτα «μαρξιστές», καταλαβαίνουμε εύκολα το γιατί περισσότεροι από αυτούς αρνήθηκαν δογματικά -και εξακολουθούν να αρνούνται!- τη δυνατότητα μιας αμιγώς βιολογικής κατανόησης και άρα εξελικτικής εξήγησης της ανθρώπινης ιδιαιτερότητας.

Για να μη θεωρείται, όμως, επιστημονικά αυθαίρετη η κοινωνική-εργασιακή ερμηνεία της ανθρωποποίησης, θα πρέπει προφανώς να επιβεβαιώνεται από τα διαθέσιμα παλαιοντολογικά δεδομένα και η ανθρώπινη «υπέρβαση» της ζωικής κατάστασης οφείλει να συμφωνεί ή, τουλάχιστον, να μην παραβιάζει τους βασικούς εξελικτικούς μηχανισμούς.

Σήμερα, ενάμιση αιώνα μετά τη διατύπωση των μαρξικών ιδεών για την ανθρωποποίηση, οι παλαιοντολογικές ανακαλύψεις δεν επιβεβαιώνουν καμία ουσιαστική «υπέρβαση» των Homo sapiens σε σχέση με τους εξελικτικούς τους προγόνους.

Αντίθετα, στη μακρά εξελικτική πορεία του ανθρώπινου γένους (Homo), το οποίο διαφοροποιήθηκε πριν από περίπου 2 εκατομμύρια χρόνια, η έμφυτη κοινωνικότητα, η οργανωμένη κοινωνική ζωή, η κατασκευή και η χρήση εργαλείων, ο καταμερισμός εργασιών σύμφωνα με το φύλο υπήρξαν, εξ αρχής, τα ιδιαίτερα βιολογικά -και άρα αποκλειστικά φυσικά- γνωρίσματα που αρχικά εξασφάλιζαν την επιβίωση και την αναπαραγωγή των πρωτανθρώπων και πολύ πιο πρόσφατα την κυριαρχία του είδους μας.

Επιπλέον, η έννοια της ανθρώπινης «ουσίας» και της τυπικά ανθρώπινης κοινωνικής-πολιτισμικής «αυτο-υπέρβασης» προϋποθέτει την ύπαρξη πολύπλοκων εγκεφάλων, ικανών να παράγουν ανώτερες νοητικές λειτουργίες και αφαιρετική σκέψη.

Η διαδεδομένη ιδέα ότι οι περίπλοκες κοινωνικές σχέσεις και ανάγκες των πρώτων ανθρώπων προκάλεσαν αιτιακά την εξέλιξη των περίπλοκων βιολογικών εγκεφάλων είναι εμφανώς λανθασμένη διότι συγχέει το αποτέλεσμα με την αιτία: γίναμε νοήμονα κοινωνικά όντα επειδή αποκτήσαμε (εξελικτικά!) εγκεφάλους ικανούς να εκδηλώνουν νοήμονες και κοινωνικές συμπεριφορές, και όχι βέβαια αντιστρόφως!




Η βιοπολιτική της ανθρώπινης φύσης

Παρ’ όλα αυτά, έχουν δίκιο όσοι απορρίπτουν την ιδιαίτερα διαδεδομένη και επιστημονικοφανή άποψη ότι οι βασικές κοινωνικοπολιτικές συμπεριφορές μας καθορίζονται αποκλειστικά ή έστω σε μεγάλο βαθμό από τη βιολογία μας.

Οπως υποστηρίζουν όλο και περισσότεροι «ειδικοί»: οι ιδιαίτερες κοινωνικές συμπεριφορές μας, όπως π.χ. οι πολιτικές επιλογές μας και οι προσωπικές πεποιθήσεις μας, υποτίθεται ότι διαμορφώνονται και εξαρτώνται άμεσα από την ιδιαίτερη δομή των εγκεφαλικών μικροκυκλωμάτων μας.

Πρόκειται εμφανώς για ένα κοινωνικοπολιτικό μύθευμα που, ενώ δεν επιβεβαιώνεται από τις έρευνες του εγκεφάλου, καταφέρνει να νομιμοποιεί τις πρόσφατες εγκεφαλοκεντρικές ιδεοληψίες της εποχής μας, από τις οποίες και προέκυψε.

Πώς όμως αυτό το ψευδοεπιστημονικό ιδεολόγημα κατάφερε τελικά να επικρατήσει στη σύγχρονη σκέψη;

Χάρη σε ένα πολύ επιτήδειο βιοπολιτικό τέχνασμα το οποίο εκμεταλλεύεται τη ζωτική μας ανάγκη για επιστημονικές βεβαιότητες στον ιδιαίτερα ρευστό χώρο των διανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων και των πολιτικών, οικονομικών και επιστημονικών ιδεολογιών που νοηματοδοτούν, σε κάθε ιστορική εποχή, αυτές τις σχέσεις.

Ο όρος «βιοπολιτική» εισάγεται το 1976 από τον Γάλλο ιστορικό φιλόσοφο Μισέλ Φουκό (M. Foucault) για να περιγράψει τις τεχνικές διαχείρισης και ρύθμισης της ζωής και του θανάτου των ανθρώπινων πληθυσμών από τη νεωτερική εξουσία.

Συνεπώς, η βιοπολιτική επιχειρεί να περιγράψει «τον τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε, από τον 18ο αιώνα και μετά, να εξορθολογιστούν τα προβλήματα που έθεσαν στη διακυβερνησιακή πρακτική τα φαινόμενα που χαρακτήριζαν ένα σύνολο ζώντων συγκροτημένων σε πληθυσμό: υγεία, υγιεινή, γεννητικότητα, μακροζωία, φυλές...», όπως συνόψισε ο ίδιος, τρία χρόνια μετά, στις ετήσιες παραδόσεις του στο Κολέγιο της Γαλλίας με τίτλο «Η γέννηση της βιοπολιτικής» (ελλ. μετάφραση Β. Πατσογιάννης, εκδ. Πλέθρον, σελ. 289).

Η επιλογή, κατά τη νεωτερική εποχή, της βιοπολιτικής ως κυρίαρχης εξουσιαστικής πρακτικής είχε ως συνέπεια να υποβαθμιστούν και σταδιακά να αντικατασταθούν οι μέχρι τότε κυρίαρχες μεσαιωνικές πειθαρχικές και τιμωρητικές πρακτικές άσκησης της εξουσίας για χάρη των νεωτερικών «βιορυθμιστικών» πρακτικών, οι οποίες εφαρμόζονται όχι μόνο σε μεμονωμένα άτομα ή σε μικρές κοινωνικές ομάδες, αλλά σε ολόκληρους πληθυσμούς και τελικά στο σύνολο των ανθρώπων ως βιολογικό είδος.

Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η κυρίαρχη νεωτερική εξουσία έπαψε να ασκεί ακραίες κατασταλτικές ή και θανατηφόρες πολιτικές πρακτικές όποτε το έκρινε απαραίτητο.

Εντούτοις, κατά τον εικοστό αιώνα, έγινε απολύτως σαφές ότι η πρωταρχική επιλογή της κυρίαρχης εξουσίας ήταν περισσότερο ο προληπτικός έλεγχος παρά η εκ των υστέρων καταστολή: η βιοπολιτική ρύθμιση θεωρείται πολύ προτιμότερη -και κυρίως πολύ πιο αποτελεσματική!- από τη βίαιη πειθαρχική καταστολή.

Ανατρέχοντας στην παράλληλη ιστορία της επιστήμης και της πολιτικής κατά τη νεωτερική εποχή, διαπιστώνει κανείς εύκολα ότι η εξέλιξη της νεωτερικής βιοεξουσίας διαπλέκεται στενότατα με την εξέλιξη της νεωτερικής επιστήμης, η οποία -με ή παρά τη θέλησή της- παρείχε όχι μόνο την αναγκαία θεωρητική νομιμοποίηση αλλά και τα απαραίτητα τεχνολογικά εργαλεία για την άσκηση της νέας βιοπολιτικής.

Για παράδειγμα, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα η ανάπτυξη των ιατρικών γνώσεων σχετικά με την ανατομική και τη φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος συμβαδίζει και ενσωματώνεται στις βασανιστικές πρακτικές άσκησης της πειθαρχικής εξουσίας.

Ενώ από τον 19ο μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, οι εξελίξεις στη γενετική, την ατομική φυσική και την πληροφορική είναι εκείνες που διαμορφώνουν τις δυνατότητες και τις εφαρμογές της βιοπολιτικής τεχνολογίας.

Οσο για τον 21ο αιώνα, χάρη στις εντυπωσιακές εξελίξεις της βιοτεχνολογίας, έχουν ήδη δρομολογηθεί όχι μόνο η δημιουργία και η μαζική παραγωγή διαγονιδιακών οργανισμών και αφύσικων χιμαιρικών πλασμάτων, αλλά και των εξατομικευμένων βιοϊατρικών πρακτικών που στοχεύουν στην έγκαιρη διάγνωση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην πρόληψη πολλών ασθενειών προτού καν αυτές εκδηλωθούν.

Αυτές οι πρωτόγνωρες βιοτεχνολογικές και, ταυτόχρονα, βιοπολιτικές δυνατότητες βασίστηκαν στην εντυπωσιακή ανάπτυξη των γενετικών αναλύσεων και, πρωτίστως, στην πλήρη αλληλούχιση του ανθρώπινου DNA, του μορίου δηλαδή το οποίο περιέχει όλες τις γενετικές πληροφορίες (τα γονίδια) που, μαζί με το περιβάλλον, καθορίζουν την καλή ή κακή λειτουργία κάθε οργανισμού.

Εξάλλου, τα αμέσως επόμενα χρόνια, τα γενετικά τεστ για την ταυτοποίηση όλων των γονιδίων μας θα αποτελούν μια σχεδόν κοινότοπη και καθημερινή βιοϊατρική πρακτική.

Ποιος όμως, και σε ποιες περιπτώσεις, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα πρόσβασης σε αυτά τα τόσο προσωπικά γονιδιακά δεδομένα;


Η προστασία των απόρρητων βιοϊατρικών δεδομένων, και ειδικά των ευαίσθητων προσωπικών γενωμικών και νευροψυχολογικών δεδομένων, αποτελεί ήδη σήμερα ένα ακανθώδες κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο επιτείνεται από το γεγονός ότι όλες αυτές οι πληροφορίες βρίσκονται κωδικευμένες σε ψηφιακή μορφή στο Διαδίκτυο, για την ασφάλεια του οποίου υπάρχουν βάσιμες υποψίες.



  
10.02.2018