Ο λαϊκισμός είναι πρόβλημα. Οι ελιτιστές τεχνοκράτες δεν είναι η λύση.
Ο λαϊκισμός είναι πρόβλημα.
Οι ελιτιστές τεχνοκράτες δεν είναι η λύση.
(Μέρος Α’)
Το πρόβλημα δεν είναι η πολλή δημοκρατία – είναι η πολύ λίγη δημοκρατία. Η δημοκρατία σήμερα, μοιάζει να βρίσκεται σε μια διαρκή κρίση. Η δημοκρατία χάνει έδαφος σε χώρες από την Βενεζουέλα μέχρι την Πολωνία και αυταρχικοί ηγέτες, όπως ο Ούγγρος Βίκτορ Όρμπαν, ο Τούρκος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο Ρώσος Βλαντίμιρ Πούτιν, διακηρύσσουν με υπερηφάνεια ότι η εποχή των φιλελεύθερων δημοκρατιών έχει τελειώσει. Ίσως το πιο ανησυχητικό είναι ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία, ακόμα και στις δυτικές χώρες όπου θεωρείτο δεδομένη εδώ και χρόνια, δέχεται επιθέσεις από λαϊκιστές και – σύμφωνα με κάποιους μελετητές – δεν χαίρει πλέον εκτίμησης από πολλούς πολίτες.
Αναζητώντας μια εξήγηση για αυτές τις ανησυχητικές τάσεις, οι περισσότεροι σχολιαστές επικεντρώνονται στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει αυτήν την στιγμή η δημοκρατία. Υποστηρίζουν ότι η παγκοσμιοποίηση και η συνεχώς διευρυνόμενη αυτοματοποίηση, έκαναν πιο ανασφαλή την ζωή της εργατικής και της μεσαίας τάξης, ευνόησαν τους μορφωμένους κατοίκους των πόλεων εις βάρος των λιγότερο μορφωμένων στις αγροτικές περιοχές, και κατέστησαν τον καπιταλισμό ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος.
Παράλληλα με τις οικονομικές προκλήσεις, ένας μεγάλος αριθμός πολιτών νιώθει άβολα και πιστεύει ότι έχει χάσει την επαφή με την ίδια του την γειτονιά, λόγω της αλλαγής στα κοινωνικά δεδομένα και της συνεχώς αυξανόμενης μετανάστευσης. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τα ποσοστά πολιτών που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό έφτασαν σε ύψη ρεκόρ και σε επίπεδα που είχαν παρατηρηθεί τελευταία φορά στην Αμερική, κατά τις αρχές του 20ου αιώνα.
Οι αναλύσεις όμως που επικεντρώνονται μόνο σε αυτές τις προκλήσεις, δεν μπορούν να εξηγήσουν την δεινή θέση στην οποία έχει βρεθεί ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα. Όπως ένα υγιές σώμα απωθεί εκατομμύρια ιούς, έτσι και τα υγιή πολιτικά συστήματα αναγνωρίζουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν και ανταποκρίνονται σε αυτές.
Τα προβλήματα των φιλελεύθερων δημοκρατιών, κατά τα τελευταία χρόνια, δεν οφείλονται τόσο στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, αλλά περισσότερο στην περιορισμένη τους ικανότητα να τις αναγνωρίζουν και να ανταποκρίνονται σε αυτές. Οι αιτίες της ολοένα αυξανόμενης υποστήριξης προς τους λαϊκιστές, δεν είναι μόνο οι ραγδαίες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, αλλά και η αδυναμία ή η απροθυμία των εθνικών πολιτικών δρώντων και θεσμών να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις αλλαγές.
Η αποσύνθεση των παραδοσιακών πολιτικών θεσμών
Η πραγματική αιτία για τις τρέχουσες δοκιμασίες των δυτικών δημοκρατιών είναι ότι, κατά τα τελευταία χρόνια, πολλοί βασικοί πολιτικοί θεσμοί έχουν δραματικά αποσυντεθεί ή έχουν παραχωρήσει τις αρμοδιότητές τους σε υπερεθνικά μη εκλεγμένα σώματα. Με αυτόν τον τρόπο άμβλυναν την ικανότητά τους να μεταφράσουν τα αιτήματα μιας μεγάλης μερίδας πολιτών σε συγκεκριμένες δράσεις στο εσωτερικό. Εν ολίγοις, οι δυτικές δημοκρατίες έχουν γίνει δραματικά λιγότερο δημοκρατικές.
Το 1968, ο πολιτικός επιστήμονας και συνιδρυτής του περιοδικού Foreign Policy, Σάμιουελ Χάντιγκτον – ο οποίος σήμερα είναι γνωστός για την επινόηση του όρου «σύγκρουση πολιτισμών» – έγραψε ένα σημαντικό βιβλίο με τίτλο «Πολιτική τάξη σε κοινωνίες που αλλάζουν». Ο Χάντιγκτον παρακινήθηκε από ένα δύσκολο ερώτημα: γιατί οι χώρες του Τρίτου Κόσμου (όπως λέγονταν τότε) παρέμεναν βυθισμένες σε πολιτική αναταραχή; Ο Χάντιγκτον ισχυρίστηκε ότι τα πολιτικά προβλήματα αυτών των χωρών προέρχονταν από την αναντιστοιχία ανάμεσα στις προκλήσεις που αντιμετώπιζαν και την ισχύ των πολιτικών τους θεσμών.
Όπως το έθεσε ο ίδιος: «Το βασικό πολιτικό πρόβλημα είναι η καθυστέρηση στην ανάπτυξη πολιτικών θεσμών, σε σχέση με τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές». Ισχυρίστηκε επίσης ότι όσο οι κοινωνίες γίνονταν μεγαλύτερες, πολυπλοκότερες και πιο ετερογενείς, η πολιτική τους σταθερότητα θα εξαρτιόταν ολοένα και περισσότερο από την λειτουργία πολιτικών θεσμών, ικανών να ανταποκριθούν στις νέες προκλήσεις που αναδύονται από την κοινωνία.
Χώρες με ισχυρούς και επαρκείς θεσμούς, αντιμετώπισαν εύκολα προκλήσεις όπως η διασφάλιση επαγγελματικών ευκαιριών για ένα συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό μορφωμένων πολιτών και η παροχή τρόπων πολιτικής συμμετοχής σε νεοδιαμορφωμένες κοινωνικές ομάδες. Αντίθετα, οι ίδιες προκλήσεις έφεραν πολιτική αναταραχή και ξεσπάσματα βίας στις χώρες που δεν είχαν ισχυρούς και επαρκείς πολιτικούς θεσμούς.
Ο Χάντιγκτον ισχυρίστηκε ότι η απουσία τέτοιων θεσμών ήταν η ρίζα των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν πολλές χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Τα κράτη αυτά γνώριζαν ραγδαίες πολιτικές και οικονομικές αλλαγές, όπως αστικοποίηση, αύξηση του μορφωτικού επιπέδου, βιομηχανοποίηση, εξάπλωση των μέσων μαζικής ενημέρωσης κ.α. Έτσι, οι προσδοκίες και οι απαιτήσεις των πολιτών τους μεγάλωσαν, αλλά δεν υπήρχαν πολιτικοί θεσμοί ικανοί να τις ικανοποιήσουν.
Ο Χάντιγκτον έγραψε το «Πολιτική τάξη σε κοινωνίες που αλλάζουν» ως μία διάγνωση για τα προβλήματα του Τρίτου Κόσμου συγκεκριμένα. Κατέληξε όμως στο γενικότερο συμπέρασμα ότι, όπως οι πολιτικοί θεσμοί μπορούσαν να αναπτυχθούν, έτσι μπορούσαν και να αποσυντεθούν, καθιστώντας το πολιτικό σύστημα λιγότερο επαρκές και αποτελεσματικό, με το πέρασμα του χρόνου. Αυτό ακριβώς συνέβη τις τελευταίες δεκαετίες με τις δυτικές δημοκρατίες. Πολλοί από τους δημοκρατικούς τους θεσμούς έχουν ατροφήσει και οι χώρες αυτές μπορούν πλέον να ικανοποιήσουν μόνο τα αιτήματα μιας μικρής μερίδας των πολιτών τους και όχι του συνόλου τους.
Γι’ αυτό προέκυψε ο Τραμπ
Το Αμερικανικό πολιτικό σύστημα έχει ενσωματώσει αντιδημοκρατικούς θεσμούς εδώ και καιρό, όπως το Εκλεκτορικό Κολλέγιο και την μη αντιπροσωπευτική Γερουσία. Χωρίς το Εκλεκτορικό Κολλέγιο δεν θα υπήρχε πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ. Επίσης, αν οι Αμερικανοί είχαν ένα ανώτερο νομοθετικό σώμα που θα μετέφραζε πιο άμεσα από ό,τι η Γερουσία τα λαϊκά αιτήματα σε πολιτικές δράσεις, τότε η πολιτική σκηνή σε εθνικό επίπεδο θα κυριαρχείτο από τις πολυαριθμότερες φιλελεύθερες προσεγγίσεις, με τεράστια αποτελέσματα στην χάραξη πολιτικής.
Τα τελευταία όμως χρόνια, άλλοι πολιτικοί θεσμοί έχουν αποσυντεθεί, αποδυναμώνοντας τις παραδοσιακές διόδους συμμετοχής και επιρροής των πολιτών στην πολιτική. Τόσο το Δημοκρατικό όσο και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχουν παρακμάσει οργανωτικά. Έχουν πλέον μικρή δυνατότητα να οργανώνουν ψηφοφόρους και να κινητοποιούν αφοσιωμένους ακτιβιστές σε τοπικό επίπεδο και ακόμα μικρότερη ικανότητα να μεταδίδουν τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων στους πολιτικούς, ώστε να διαμορφωθούν οι ανάλογες πολιτικές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί οργανωτικά από πολλά τμήματα της χώρας.
Για αυτούς τους λόγους εν μέρει, και τα δύο κόμματα είχαν εσωτερικές εξεγέρσεις. Το 2009, οι Ρεπουμπλικάνοι αντιμετώπισαν την ανταρσία του Κινήματος του Τσαγιού, η οποία προετοίμασε το έδαφος για την λαϊκίστικη επικράτηση του Τραμπ στο κόμμα, το 2016. Μετά την εκλογή του Τραμπ, οι Δημοκρατικοί αντιμετώπισαν κάτι ανάλογο, με την άνοδο στασιαστικών ομάδων όπως οι Αδιαίρετοι (Indivisible movement), των οποίων ο φαινομενικός σκοπός είναι η ανατροπή του «κατεστημένου» μέσα στο κόμμα και η ενεργοποίηση υποψηφίων που να ανταποκρίνονται φαινομενικά περισσότερο στον λαό.
Τα εκλογικά μαγειρέματα έχουν παράλληλα διαστρεβλώσει την μετάφραση των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος σε πολιτικές δράσεις, ενώ η ευκολία και η αποδοτικότητα της αμερικανικής εκλογικής διαδικασίας βρίσκονται επίσης σε παρακμή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέχουν αυτήν την στιγμή την χειρότερη θέση ανάμεσα στις δυτικές δημοκρατίες, στο θέμα τις εκλογικής ακεραιότητας. Με λίγα λόγια, η θεσμική αποσύνθεση έχει εξασθενίσει την αποτελεσματικότητα της αμερικανικής δημοκρατίας, επιδεινώνοντας τις συνέπειες από τα ήδη υπάρχοντα μη δημοκρατικά χαρακτηριστικά της.
3 Φεβρουαρίου 2018
Ο λαϊκισμός είναι πρόβλημα.
Οι ελιτιστές τεχνοκράτες δεν είναι η λύση.
(Μέρος Β’)
Η μεγαλύτερη αιτία για τα προβλήματα της δημοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι η ολοένα αυξανόμενη οικονομική ανισότητα. Μια έρευνα των Πίτερ Λίντερτ και Τζέρφι Ουίλιαμσον έδειξε ότι οι ΗΠΑ, όταν ιδρύθηκαν, αποτελούσαν την κοινωνία με την μεγαλύτερη ισότητα σε όλον τον κόσμο. Από όλους τους Αμερικανούς, συμπεριλαμβανομένων και των σκλάβων, το πλουσιότερο 1% κατείχε μόνο το 8,5% του συνολικού εισοδήματος. Σήμερα, η τιμή αυτή βρίσκεται περίπου στο 20%.
Αν χρησιμοποιήσουμε ως βάση υπολογισμού τον πλούτο και όχι το εισόδημα, τότε το πλουσιότερο 1% του αμερικανικού πληθυσμού κατέχει σχεδόν το 40% του συνολικού πλούτου. Αν επίσης χρησιμοποιήσουμε τον συντελεστή Gini, που είναι ο πιο κοινός τρόπος υπολογισμού ανισότητας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η κοινωνία των ΗΠΑ είναι πιο άνιση σήμερα από όσο ήταν ο δουλοκτητικός αμερικανικός Νότος και η πιο άνιση από όλες τις ανεπτυγμένες βιομηχανικά δημοκρατίες.
Υπήρξε επίσης και μια δραματική κατάρρευση της μεσαίας τάξης, η οποία θεωρείτο ως το θεμέλιο της αμερικανικής δημοκρατίας. Σύμφωνα με το κέντρο ερευνών Pew, το μέγεθος της μεσαίας τάξης έχει μειωθεί σημαντικά, σε σχέση με την ανώτερη και την κατώτερη τάξη, ενώ το μερίδιό της στο εθνικό εισόδημα έπεσε από το 62%, το 1970, στο 43%, το 2015. Κάνοντας την κατάσταση ακόμα χειρότερη, η ανισότητα γίνεται ολοένα και περισσότερο κληρονομική και η άνοδος της έχει περιορίσει την κοινωνική κινητικότητα. Τα τελευταία χρόνια δεν είχαμε μόνο μείωση της ισότητας του αποτελέσματος αλλά και μείωση της ισότητας στις ευκαιρίες.
Οι ιδρυτές της Αμερικανικής Δημοκρατίας ήξεραν
Τον καιρό της Αμερικανικής Επανάστασης, καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν πλησίασε στο να γίνει δημοκρατική. Οι ιδρυτές του αμερικανικού έθνους κατάλαβαν ότι η δημοκρατία εξαρτάται από την ισότητα στις συνθήκες διαβίωσης και την παρουσία μιας ισχυρής μεσαίας τάξης. Ο Τζων Άνταμς, για παράδειγμα, διακήρυξε ότι «η ισορροπία δυνάμεων σε μια κοινωνία συμβαδίζει με την ισορροπία ιδιοκτησίας». Άλλοι σχολιαστές διαπίστωσαν την σύνδεση ανάμεσα στην πολιτική και οικονομική ισότητα.
Ο Αλεξίς ντε Τοκβίλ ξεκινάει το κλασσικό του έργο «Η Δημοκρατία στην Αμερική», επισημαίνοντας ότι το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της Αμερικής ήταν η «ισότητα των συνθηκών». Στον λαό της Αμερικής, έγραφε ο Τοκβίλ, επικρατεί «μεγαλύτερη ισότητα περιουσίας από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα» και συμπλήρωνε ότι αυτή η ισότητα εξασφαλίζει την επιτυχία της αμερικανικής δημοκρατίας. «Όταν κυβερνάνε μόνο οι πλούσιοι, τα συμφέροντα των φτωχών τίθενται πάντα σε κίνδυνο. Και όταν μόνο οι φτωχοί φτιάχνουν νόμους, διακινδυνεύονται σοβαρά τα συμφέροντα των πλουσίων».
Η σύγχρονη έρευνα επιβεβαιώνει τις απόψεις του Άνταμς και του Τοκβίλ για την σύνδεση ανάμεσα στην οικονομική ισότητα και την επιτυχία των δημοκρατικών κυβερνήσεων. Διάφοροι πολιτικοί επιστήμονες έχουν δείξει ότι στις ΗΠΑ, οι οικονομικές ελίτ και οι οργανωμένες ομάδες που εκπροσωπούν τα συμφέροντά τους, ασκούν τεράστια επιρροή στην διαμόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής. Από την άλλη μεριά, οι φτωχότεροι Αμερικανοί και οι ομάδες που εκπροσωπούν τα συμφέροντά τους δεν έχουν ουσιαστικά καμία επιρροή στην κυβέρνηση. Όταν οι εύποροι στηρίζουν μια πολιτική, αυτή υιοθετείται σε ποσοστό 46% των περιπτώσεων.
Όταν μόνο η μεσαία τάξη υποστηρίζει μια πολιτική, αυτή υιοθετείται σε ποσοστό 24% των περιπτώσεων. Δεδομένων των ελέγχων και ισορροπιών που υπάρχουν στο αμερικανικό σύστημα, ίσως δεν προκαλεί έκπληξη το ότι οι εύποροι είναι πιο αποτελεσματικοί στο να μπλοκάρουν πολιτικές που τους δυσαρεστούν, όπως η υψηλότερη φορολογία, παρά στο να πετυχαίνουν την εφαρμογή πολιτικών που τους ικανοποιούν. Όταν μια πολιτική συναντά την σθεναρή αντίθεση των πλουσίων (αλλά όχι της μεσαίας τάξης), υιοθετείται μόνο στο 4% των περιπτώσεων.
Αν η δημοκρατία ορίζεται ως ένα σύστημα όπου η κυβερνητική πολιτική αντανακλά την συλλογική βούληση των μέσων πολιτών και όχι μιας μικρής μερίδας τους, τότε ίσως οι ΗΠΑ σήμερα είναι περισσότερο μια ολιγαρχία. Όπως υποστηρίζουν οι ακαδημαϊκοί Μαρτίν Ζιλένς και Μπέντζαμιν Πέιτζ, στις ΗΠΑ η πλειοψηφία δεν κυβερνά, τουλάχιστον όχι με την έννοια της ουσιαστικής επιρροής στον καθορισμό πολιτικής δράσης.
Και οι Αμερικανοί γνωρίζουν τι έχει συμβεί. Οι έρευνες αποκαλύπτουν ότι τουλάχιστον τα 3/4 των πολιτών πιστεύουν ότι οι πλούσιοι και οι εταιρίες έχουν δυσανάλογα μεγάλη επιρροή στην πολιτική. Ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό θεωρεί ότι το χρήμα στην πολιτική είναι υπεύθυνο για τις πολιτικές δυσλειτουργίες. Ίσως οι πολίτες χαμηλού εισοδήματος γνωρίζουν πόσο μικρή πολιτική επιρροή έχουν και γι αυτό συμμετέχουν ολοένα και λιγότερο σε κάθε στάδιο της πολιτικής διαδικασίας (π.χ ψηφοφορία, επικοινωνία με τους υποψήφιους, συμμετοχή σε προεκλογικές εκστρατείες και συγκεντρώσεις).
Δεν ισχύει βέβαια το ίδιο με τους πολίτες υψηλών εισοδημάτων. Το επικίνδυνο όμως είναι ότι η οξυνόμενη ανισότητα συνδέεται στενά με την αυξανόμενη απογοήτευση από την δημοκρατία. Οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι – πολλοί από τους οποίους στο παρελθόν ψήφιζαν σπάνια ή και ποτέ – παρείχαν μια έτοιμη δεξαμενή ψήφων για τους λαϊκιστές πολιτικούς και τα κόμματά τους στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε διάφορες χώρες της Ευρώπης.
Οι ιδιαιτερότητες του προβλήματος στην Ευρώπη
Στην Ευρώπη, υπήρξαν δύο επιπλέον λόγοι για την δημοκρατική αποσύνθεση. Ο πρώτος είναι η παρακμή των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων. Κατά την μεταπολεμική περίοδο, τα πολιτικά κόμματα ήταν γενικά περισσότερο ισχυρά στην Ευρώπη, παρά στις ΗΠΑ. Είχαν σαφή κομματικά προφίλ, υψηλά επίπεδα συμμετοχής και αφοσίωσης των οπαδών τους και ισχυρούς δεσμούς με άλλες οργανώσεις, όπως τα συνδικαλιστικά σωματεία.
Παρόλα αυτά, τις τελευταίες δεκαετίες, τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα έχουν αποδυναμωθεί, η συμμετοχή έχει μειωθεί, τα δίκτυα ακτιβιστών υπολειτουργούν και η αφοσίωση των ψηφοφόρων έχει ελαττωθεί. Όλα αυτά μεταφράζονται σε υψηλά επίπεδα εναλλαγής ψήφων και αυξημένη κομματική αποδέσμευση. Όπως το έθεσε ο Πίτερ Μάιρ, ο οποίος ίσως είναι ο πιο διορατικός αναλυτής των ευρωπαϊκών πολιτικών συστημάτων: «Παρόλο που τα κόμματα εξακολουθούν να υπάρχουν, έχουν αποσυνδεθεί τόσο πολύ από την ευρύτερη κοινωνία και ακολουθούν μια μορφή ανταγωνισμού τόσο πολύ ανούσια, ώστε δεν φαίνονται πλέον ικανά να συντηρήσουν την δημοκρατία».
Ο δεύτερος κρίσιμος παράγοντας που υπονομεύει την δημοκρατία στην Ευρώπη είναι η ΕΕ. Η ΕΕ είναι περισσότερο μια τεχνοκρατία παρά μια δημοκρατία. Σχεδιάστηκε ως μια προστατευμένη σφαίρα χάραξης πολιτικής, ελεύθερη από άμεσες δημοκρατικές πιέσεις. Όπως το έθεσε μια οξυδερκής σχολιάστρια της πολιτικής της ΕΕ, η Κάθλιν ΜακΝαμάρα «η ΕΕ περισσότερο κυβερνά παρά αντιπροσωπεύει». Κρίσιμες αποφάσεις από μη εκλεγμένους τεχνοκράτες της Ε.Ε λαμβάνονται χωρίς καμία άμεση συμμετοχή από τους πολίτες, οι οποίοι φυσικά δεν έχουν την δυνατότητα να καθαιρέσουν τους τεχνοκράτες, αν οι αποφάσεις τους αποδειχθούν μη δημοφιλείς ή αντιπαραγωγικές.
Τα τελευταία χρόνια, η χάραξη πολιτικής περνά ολοένα και περισσότερο στην αρμοδιότητα των Βρυξελλών, περιορίζοντας τις εξουσίες και τα όργανα που έχουν στην διάθεση τους οι εθνικές δημοκρατικές κυβερνήσεις. Αυτή η υπονόμευση της εθνικής δημοκρατίας έγινε ιδιαίτερα οξεία και αισθητή κατά την οικονομική κρίση του 2008. Ήταν τότε που η έλλειψη ελέγχου των ευρωπαϊκών χωρών πάνω στο δικό τους νόμισμα, έκανε δυσκολότερη την αντιμετώπιση των οικονομικών προκλήσεων. Την ίδια στιγμή, η ΕΕ λάμβανε αποφάσεις με τεράστιες διανεμητικές συνέπειες, όπως η επιβολή λιτότητας σε πολλά κράτη-μέλη της, χωρίς άμεση συμμετοχή από τους ψηφοφόρους ή τα κόμματα που τους αντιπροσωπεύουν σε εθνικό επίπεδο.
Το ελληνικό παράδειγμα
Πράγματι, κατά την διάρκεια της κρίσης, δημοκρατικά εκλεγμένοι ηγέτες στην Ιταλία και την Ελλάδα, αντικαταστάθηκαν από πολιτικούς οι οποίοι ήταν πιο πρόθυμοι να περάσουν τα μέτρα λιτότητας που ήθελε η ΕΕ. Το 2011 ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι απομακρύνθηκε από την πρωθυπουργία μέσω ενός κοινοβουλευτικού ελιγμού και αντικαταστάθηκε από τον Μάριο Μόντι, έναν πρώην επίτροπο της ΕΕ. Στην Ελλάδα, ο Γιώργος Παπανδρέου αποπέμφθηκε, αφού ανακοίνωσε την πρόθεσή του για διεξαγωγή δημοψηφίσματος, σχετικά με τους όρους της οικονομικής διάσωσης, και αντικαταστάθηκε από τον Λουκά Παπαδήμο, έναν πρώην διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.
Το 2015, η δημοκρατικά εκλεγμένη αριστερή κυβέρνηση της Ελλάδας, αναγκάστηκε να αγνοήσει το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος και να αθετήσει τις υποσχέσεις της, εξαιτίας των απειλών που δέχτηκε από την ΕΕ για έναν οικονομικό Αρμαγγεδώνα. Ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζαν Κλοντ Γιουνγκέρ, εξέφρασε αργότερα την μεταμέλειά του για πολλές από εκείνες τις ενέργειες, κριτικάροντας την έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, «είχε αμαρτήσει κατά της αξιοπρέπειας των χωρών που βρίσκονταν σε πρόγραμμα οικονομικής διάσωσης».
Οι διάφορες κρίσεις στην Ευρωζώνη κατέδειξαν ότι η φθίνουσα ικανότητα των παραδοσιακών κομμάτων και των ελίτ να ανταποκριθούν στα παράπονα και τις απαιτήσεις των πολιτών τους, διόγκωσαν εκείνα τα προβλήματα που συχνά θεωρούνται ως αιτίες για την άσχημη κατάσταση της Δύσης (άναρχη παγκοσμιοποίηση, αύξηση των ανισοτήτων, μείωση της κοινωνικής κινητικότητας, διευρυνόμενες κοινωνικές και πολιτιστικές διακρίσεις κ.α). Η άνοδος των λαϊκίστικων κομμάτων ήταν μια άμεση συνέπεια αυτής της ανικανότητας. Δεν ήταν αποτέλεσμα υπερβολικής δημοκρατίας, όπως κάποιοι μελετητές διατείνονται. Το πρόβλημα είναι κάτι το τελείως αντίθετο: η πολύ λίγη δημοκρατία.
3 Φεβρουαρίου 2018
Ο λαϊκισμός είναι πρόβλημα.
Οι ελιτιστές τεχνοκράτες δεν είναι η λύση.
(Μέρος Γ’)
Οι φόβοι για υπερβολικές εξουσίες στα χέρια του λαού δεν είναι κάτι καινούργιο. Τέτοια επιχειρήματα μπορούμε να βρούμε στα έργα των αρχαίων Ελλήνων. Ο Αριστοτέλης ανησυχούσε για την τάση της δημοκρατίας να εκφυλίζεται σε «χαοτική εξουσία των μαζών». Στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα, ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι αν δοθεί εξουσία και ελευθερία στις μάζες, αυτές θα ενδώσουν στα πάθη τους, θα καταστρέψουν παραδόσεις και θεσμούς και θα γίνουν εύκολη λεία για τους τυράννους.
Ανάλογοι φόβοι έχουν αναβιώσει στην σύγχρονη εποχή, από φιλελεύθερους που ανησυχούν για την τυραννία της πλειοψηφίας και την ροπή των μαζών προς μια παράλογη και κοντόφθαλμη πολιτική συμπεριφορά. Τα σημερινά προβλήματα των δυτικών δημοκρατιών είχαν ως αποτέλεσμα να επανέλθουν δριμύτερες τέτοιου είδους κριτικές.
Πριν από δεκαπέντε χρόνια, για παράδειγμα, ο δημοσιογράφος Φαρίντ Ζακάρια έγραψε ένα βιβλίο, που έγινε μπεστ σέλερ με τίτλο «Το μέλλον της ελευθερίας». Σε αυτό ισχυρίστηκε ότι τα σύγχρονα πολιτικά προβλήματα της Δύσης οφείλονταν στην «υπερβολική δημοκρατία». Περίπου την ίδια περίοδο, ο οικονομολόγος του πανεπιστημίου του Πρίνστον, Άλαν Μπλάιντερ, υποστήριξε σε ένα σημαντικό άρθρο του ότι τα σημερινά προβλήματα της δημοκρατίας οφείλονταν σε «μια διαδικασία διακυβέρνησης η οποία έχει καταστεί υπερβολικά πολιτική».
Το αφήγημα περί «υπερβολικής δημοκρατίας»
Οι προειδοποιήσεις για «υπερεκδημοκρατισμό» έχουν γίνει πιο έντονες, με την συνεχή άνοδο του λαϊκισμού στην Ευρώπη και την εκλογή του Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Βιβλία όπως το «Ενάντια στις εκλογές», του Ντάβιντ φαν Ρέιμπρουκ, το «Ενάντια στην δημοκρατία», του Τζέισον Μπρίνναν και το «Ο λαός μίλησε! – και έχει άδικο», του Ντέιβιντ Χαρσανύι, είναι πλέον συνηθισμένα. Παράλληλα, ολοένα και περισσότερες φωνές από όλο το πολιτικό φάσμα εκφράζουν την απαξίωσή τους προς την λαϊκή εξουσία.
Μετά την εκλογή του Τραμπ, ο Ντέιβιντ Ρέμνικ, διευθυντής του περιοδικού New Yorker και γνωστός προοδευτικός, θλιβόταν επειδή «το εκλογικό σώμα, στην πλειοψηφία του επέλεξε να ζήσει στον κόσμο ματαιοδοξίας, μίσους, αλαζονείας, αναλήθειας και απερισκεψίας του Τραμπ» και επειδή «ο λαός μπορεί συνολικά να συμπεριφερθεί ανόητα, απερίσκεπτα, αυτοκαταστροφικά».
Παράλληλα, ο δημοσιογράφος Άντριου Σάλιβαν, ανησυχούσε για το ότι η «υπερδημοκρατική εποχή» μας, αποτελούσε κίνδυνο για την ίδια την δημοκρατία. «Οι δημοκρατίες παύουν να υφίστανται όταν γίνονται υπερβολικά δημοκρατικές», έγραψε χαρακτηριστικά. Οι συγγραφείς αυτοί, όχι μόνο ερμηνεύουν τελείως λανθασμένα όσα συμβαίνουν στις δυτικές δημοκρατίες, αλλά προτείνουν και λύσεις οι οποίες θα επιδείνωναν τα προβλήματα της δημοκρατίας. Το πραγματικό πρόβλημα είναι περισσότερο η «υπο-δημοκρατία» παρά η «υπερ-δημοκρατία».
Και ο Ζακάρια και ο Μπλάιντερ, για παράδειγμα, ισχυρίζονται ότι η λύση στα προβλήματα της Δύσης είναι να γίνει η δημοκρατία λιγότερο δημοκρατική, προσομοιάζοντας περισσότερο στην ΕΕ ή την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Οι θεσμοί αυτοί διοικούνται από διάφορες ελίτ και είναι προστατευμένες από «απληροφόρητους» ψηφοφόρους και λαϊκές πιέσεις. Τα κελεύσματα για περιορισμό της δημοκρατίας, είναι φαινομενικά αντιδράσεις στους δικαιολογημένους φόβους για το μέλλον της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Μια πιο τεχνοκρατική όμως διακυβέρνηση μάλλον δεν θα έλυνε τα προβλήματα της Δύσης. Το μόνο που θα επιτυγχανόταν θα ήταν η ενίσχυση όσων υποστηρίζουν τον πλήρη παραγκωνισμό των ελίτ και όλων των λοιπών ειδικών, γενικότερα. Πράγματι, όσο περισσότερο πιστεύουν οι πολίτες ότι οι πολιτικές ελίτ και οι θεσμοί δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους, τόσο πιο πιθανό είναι να ψηφίσουν λαϊκιστές που υπόσχονται να τα τινάξουν όλα στον αέρα.
Όπως έχει ήδη γίνει φανερό, με επώδυνο τρόπο, η τεχνοκρατία και ο λαϊκισμός ενισχύουν και τρέφουν ο ένας τον άλλον. Η τεχνοκρατία επιδιώκει να περιορίσει την δημοκρατία στο όνομα της διάσωσης του φιλελευθερισμού ενώ ο λαϊκισμός επιδιώκει να περιορίσει τον φιλελευθερισμό για να διατηρηθεί η δημοκρατία.
Ποια είναι η λύση;
Αν θέλουμε πράγματι να βελτιώσουμε την ικανότητά της δημοκρατίας να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες προκλήσεις, να διασφαλίσουμε την μακροχρόνια επιβίωσή της και να αποκρούσουμε την ελκυστικότητα του λαϊκισμού δεν πρέπει να την περιορίσουμε. Πρέπει να την κάνουμε περισσότερο, όχι λιγότερο αποτελεσματική. Το πρώτο βήμα είναι να συνειδητοποιήσουν οι πολιτικές ελίτ της Δύσης την παρούσα αποσύνθεση.
Είναι αδύνατον να επιλύσεις ένα πρόβλημα αν δεν αποδεχτείς την ύπαρξή του. Υπάρχουν πάρα πολλά στοιχεία που φανερώνουν ότι οι πολίτες αναζητούν τρόπους για να συμμετέχουν περισσότερο στην πολιτική ζωή. Το πρόβλημα είναι, όπως θα μας υπενθύμιζε ο Χάντιγκτον, ότι οι κυρίαρχοι πολιτικοί θεσμοί αποδεικνύονται όλο και πιο ανίκανοι να ανταποκριθούν σε αυτές τις προσδοκίες, τα τελευταία χρόνια.
Αυτό οδήγησε σε μια αυξανόμενη πολιτική απογοήτευση και σε αναζητήσεις εναλλακτικών τρόπων συμμετοχής στην πολιτική ζωή. Έτσι εξηγείται η ισχυροποίηση των λαϊκιστών στην Ευρώπη – όπου τα αναλογικά εκλογικά συστήματα ευνοούν την άνοδο νέων κομμάτων – οι οποίοι υπόσχονται να ξανακάνουν την δημοκρατία αποτελεσματική για «τον λαό». Έτσι εξηγούνται επίσης και οι αυξανόμενες διαμαρτυρίες αλλά και τα «εναλλακτικά» πολιτικά δίκτυα στις ΗΠΑ – όπως το Κίνημα του Τσαγιού, οι Αδιαίρετοι, το Occupy και το Black Lives Matter – τα οποία δραστηριοποιούνται έξω από τους παραδοσιακούς θεσμούς και κάποιες φορές δρουν εναντίον τους.
Ο λαϊκισμός και πολλές από αυτές τις μη παραδοσιακές μορφές πολιτικής συμμετοχής, χρησίμευσαν στο να επισημανθούν οι απαιτήσεις και τα προβλήματα των περιθωριοποιημένων ομάδων. Παράλληλα όμως, εμφάνισαν την τάση να διευρύνουν παρά να γεφυρώνουν τις κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις. Επίσης, διόγκωσαν την πολιτική πόλωση καθώς και πολλά άλλα προβλήματα – ειδικά από την στιγμή που οι λαϊκιστές σπάνια προτείνουν βιώσιμες ή ελκυστικές λύσεις στα πραγματικά προβλήματα των ψηφοφόρων τους.
Συνεπώς, για να καταπολεμηθούν τα σημερινά προβλήματα της δημοκρατίας, πρέπει να βρεθούν τρόποι ώστε οι παραδοσιακοί πολιτικοί θεσμοί να γίνουν πιο αποτελεσματικοί για ένα μεγάλο εύρος πολιτών και όχι απλώς για ένα υποσύνολό τους. Στην αντίθετη περίπτωση, ο λαϊκισμός θα γίνει ακόμα πιο ελκυστικός.
Αν θέλουμε οι πολίτες να αναγνωρίσουν την αξία της φιλελεύθερης δημοκρατίας και να αποκτήσουν τις απαραίτητες γνώσεις και ικανότητες για να την βοηθήσουν να πετύχει, τότε πρέπει να βρούμε τρόπους για να συμμετέχουν περισσότεροι από αυτούς στα πολιτικά. Η δημοκρατία – που σε τελική ανάλυση σημαίνει «εξουσία από τον λαό» – δεν μπορεί να υπάρξει κυριολεκτικά αν ο λαός δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή.
3 Φεβρουαρίου 2018