Μια τρύπα στο νερό.

Σκίτσο του Μ.ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ
Το μόνο που θα κάνει η κυβερνητική πλειοψηφία είναι να σκάσει επάνω στα άρθρα του Συντάγματος, να στείλει πίσω στη Δικαιοσύνη το φάκελο και να αρχίσει να σκληρίζει ότι θέλει να κάνει κάθαρση, αλλά δεν την αφήνουν οι συνταγματικές προβλέψεις… Βενιζέλου!

Είναι η ακριβής περιγραφή της επόμενης μέρας, μετά την ψήφιση από τη Βουλή, της κυβερνητικής πρότασης για τη σύσταση προκαταρκτικής Επιτροπής, που υποτίθεται ότι θα ερευνήσει τις πιθανές ποινικές ευθύνες 10 πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης σε σχέση με τη Novartis. Λέω «υποτίθεται» γιατί δεν πρόκειται να ερευνήσει τίποτε. Όχι μόνο γιατί δεν θέλει. Αλλά, κυρίως, γιατί δεν μπορεί!

Και επειδή τα νομικά δεν είναι εύκολα κατανοητά στον πολύ κόσμο, παρ όλο που θα έπρεπε γιατί από αυτά κρέμεται μεγάλο κομμάτι της προσωπικής και της κοινωνικής του ζωής, ας πούμε τα πράγματα μπακάλικα.

Τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται οι 10 είναι:

 Απιστία, δωροληψία (παθητική δωροδοκία) και είσπραξη μαύρου χρήματος, δηλαδή αδήλωτου στην εφορία, από τη Novartis. Σύμφωνα με την πρόταση της κυβέρνησης, που υπερψηφίστηκε χτες στη Βουλή:

1.
 Η 21μελής επιτροπής είναι αρμόδια κατ’ αρχήν να διερευνήσει αν έχουν παραγραφεί τα αδικήματα της απιστίας και της δωροληψίας.

2. 
Το αδίκημα της είσπραξης μαύρου χρήματος από τη Novartis, δηλαδή του ξεπλύματος, δεν αφορά στην Επιτροπή, δεν παραγράφεται και επομένως είναι αρμοδιότητας της τακτικής Δικαιοσύνης. Των δικαστικών Αρχών.

3.
 Το αδίκημα της απιστίας, σύμφωνα και με την πρόταση της κυβέρνησης έχει παραγραφεί γιατί έχουν μεσολαβήσει 2 Βουλές από την ενδεχόμενη τέλεσή του! Η Βουλή του 2012 και του α’ εξαμήνου 2015. Για μερικούς, η πρώτη του 2012 και του 2009! Αυτό προβλέπει το Σύνταγμα και τα σχετικά άρθρα, εμπνεύσεως Ευάγγελου Βενιζέλου! Επομένως η προκαταρκτική Επιτροπή έχει απλώς να επιβεβαιώσει την παραγραφή και να μην ασχοληθεί με την υπόθεση.

4.
 Το αδίκημα της δωροληψίας ή παθητικής δωροδοκίας έχει παραγραφεί εάν έγινε την περίοδο που ο ελεγχόμενος πολιτικός ήταν υπουργός ή πρωθυπουργός. Γιατί, όπως και στην απιστία, έχουν μεσολαβήσει τουλάχιστον δύο Βουλές από τότε. Επομένως, σ' αυτή την περίπτωση, η επιτροπή έχει απλώς να επιβεβαιώσει την παραγραφή και να μην ασχοληθεί με την υπόθεση!

5.
 Αν η δωροληψία δεν έγινε κατά τη διάρκεια που κάποιος ήταν υπουργός ή υφυπουργός, η Επιτροπή δεν έχει αρμοδιότητα! Πρέπει να επιστρέψει το φάκελο στη δικαιοσύνη, η οποία θα ασχοληθεί με την υπόθεση. Παρεμπιπτόντως, και οι τρεις κουκουλοφόροι καταθέτουν ότι άκουσαν, έμαθαν, νόμισαν, τους είπαν, ότι οι πολιτικοί τα πήραν ενώ ήταν πρωθυπουργοί και υπουργοί!

Επομένως: 
Η επιτροπή της Βουλής που συστήθηκε με τυμπανοκρουσίες δεν έχει καμιά αρμοδιότητα να ερευνήσει την υπόθεση στην ουσία της. Μπορεί μόνο να ερευνήσει αν έχουν παραγραφεί τα αδικήματα και να επιστρέψει το φάκελο στη Δικαιοσύνη.Μάλιστα, οι συνεδριάσεις της πρέπει να είναι κλειστές για τη δημοσιότητα, επομένως ιδανική τροφή για επιλεκτικές διαρροές άφθονης λάσπης και σπέκουλας χωρίς ουσιαστικό δικαιακό αντίκρισμα. Μόνο πολιτικό ξεκατίνιασμα.

Συμπέρασμα 1:
218 βουλευτές ψήφισαν τη σύσταση μιας Επιτροπής, γνωρίζοντας ότι η Επιτροπή είναι ανούσια! Κοινώς, κορόιδεψαν τον κόσμο. Ντόρος να γίνεται.

Ένα μεγάλο κομμάτι του λαού, που είναι άσχετο με τη σοβαρή πληροφόρηση, νομίζει ότι η Βουλή θα ερευνήσει αν οι πολιτικοί δωροδοκήθηκαν. Και μάλιστα πιστεύει ότι η κυβερνητική πλειοψηφία θα κάνει κάθαρση!

Το μεγάλο κομμάτι του λαού δεν ξέρει ότι το μόνο που θα κάνει η κυβερνητική πλειοψηφία είναι να σκάσει επάνω στα άρθρα του Συντάγματος, να στείλει πίσω στη Δικαιοσύνη το φάκελο και να αρχίσει να σκληρίζει ότι θέλει να κάνει κάθαρση, αλλά δεν την αφήνουν οι συνταγματικές προβλέψεις… Βενιζέλου! Που τις ήξερε από πριν!

Σημαντική λεπτομέρεια: 
Αν λόγω παραγραφής δεν ασκηθεί δίωξη κατά πολιτικού προσώπου, η Βουλή μπορεί μετά από αίτησή του να συστήσει ειδική επιτροπή, στην οποία μπορεί να μετέχουν ανώτατοι δικαστικοί για να ελέγξουν την κατηγορία εναντίον του. Η σχετική συζήτηση γίνεται σε μία συνεδρίαση. Επομένως, υπάρχει παράθυρο για όσους θέλουν να υπερασπιστούν τη θέση τους. Παράθυρο, που δεν ξέρει κανείς πόσο θολά είναι τα τζάμια του.

Συμπέρασμα 2: 
Η Επιτροπή, για την οποία θα χύνονται για μέρες άφθονα pixels στο διαδίκτυο και άλλη τόση μελάνη και σάλιο στον Τύπο και την ράδιο- Τι Βι, δεν έχει καμιά αρμοδιότητα να ερευνήσει την υπόθεση. Είναι μια τρύπα στο νερό. Ή μάλλον, στο βρωμόνερο.

Γ Παπαδόπουλος- Τετράδης


 23 Φεβρουαρίου 2018 


                 ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ              



Το δυστύχημα είναι ότι στο ελληνικό πολιτικό-θεσμικό σύστημα το ερώτημα «πολιτικό σκάνδαλο ή πολιτική σκευωρία;» είναι, πιθανότατα, μη απαντήσιμο, κι αυτό είναι ακόμη χειρότερο και από το ίδιο το σκάνδαλο Novartis – είναι δείγμα της θεσμικής κατάπτωσης της χώρας.

1.
Γιατί δεν γαύγισε ο σκύλος;

Το «Ονομα του Ρόδου» είναι ένας ύμνος της λογικής, μια ικανότητα απαραίτητη στην υπόθεση Νοvartis: Αν γιατροί και δημόσιοι υπάλληλοι χρηματίζονταν, γιατί οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι το ανέχτηκαν; Οπως ρωτά ένας άλλος λογοτεχνικός ήρωας, ο Σέρλοκ Χολμς, «Γιατί δεν γαύγισε ο σκύλος;»

Στο περίφημο μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Εκο «Το Όνομα του Ρόδου», ο Βενεδικτίνος μοναχός Γουίλιαμ του Μπάσκερβιλ επισκέπτεται ένα μοναστήρι της βόρειας Ιταλίας. Εκεί, έρχεται αντιμέτωπος με περίεργους φόνους μοναχών. Το μοναστήρι ταράζεται. Οι επικρατούσες εξηγήσεις είναι γεμάτες προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Ο Γουίλιαμ, με όπλο τη λογική, καταφέρνει να εξιχνιάσει τις δολοφονίες. Το μυθιστόρημα του Εκο μπορεί να ιδωθεί, συν τοις άλλοις, και ως ένας ύμνος στη δύναμη της λογικής.

Είναι μια ικανότητα που τη χρειαζόμαστε ιδιαίτερα στη συζήτηση του σκανδάλου Novartis. Οι παραταξιακοί αναλυτές δεν αναζητούν επιχειρήματα να πεισθούν, εφόσον έχουν ήδη καταλήξει στην άποψή τους εκ των προτέρων. Το σκάνδαλο γι’ αυτούς είναι είτε κυβερνητική «σκευωρία», είτε μια ακόμα απόδειξη «διαφθοράς» των παλαιών κομμάτων εξουσίας. Για τον απροκατάληπτο, ορθολογικά σκεπτόμενο πολίτη, τίποτα δεν είναι προφανές – δεν υπάρχουν a priori ορθά συμπεράσματα – όλα πρέπει να συζητηθούν και να ερευνηθούν.

Ακολουθώντας το παράδειγμα του Γουίλιαμ, πώς θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τη λογική;

Πρώτον, όλοι αποδέχονται ότι υπάρχει σκάνδαλο με τις φαρμακευτικές δαπάνες. Τα στοιχεία είναι γνωστά και κοινώς αποδεκτά. Τη δεκαετία του 2000, η Ελλάδα τετραπλασίασε τις δημόσιες φαρμακευτικές δαπάνες, ξοδεύοντας υπερδιπλάσιο ποσοστό από το μέσο όρο της ΕΕ. Eνας σημαντικός λόγος της τεράστιας αύξησης αυτών των δαπανών ήταν οι παράνομες υπερτιμολογήσεις φαρμάκων και ιατρικών υλικών, και οι αθέμιτες πρακτικές εταιριών φαρμάκων και υλικών για την προώθηση των προϊόντων τους από αργυρώνητους γιατρούς. Αυτά, όπως είδαμε στη σχετική συζήτηση στη Βουλή, είναι αποδεκτά από όλα τα μέρη της διαμάχης.

Δεύτερον, είχαν εμπλακεί πολιτικοί σε αυτό το φαγοπότι; Δεν το ξέρουμε. Ξέρουμε όμως, από τη μέχρι τώρα εμπειρία μας, ότι, όταν το ελληνικό κράτος έχει καθοριστική συμβολή στη λήψη μεγάλων οικονομικών αποφάσεων δημοσίου συμφέροντος και, συγχρόνως, υπάρχει αποδεδειγμένα μαύρο χρήμα στο θεσμικό πεδίο που λαμβάνονται οι σχετικές αποφάσεις, συνήθως υπάρχει και πολιτική διαφθορά. Πώς το ξέρουμε αυτό; Το εικάζουμε με τον ίδιο τρόπο που εικάζουμε ότι αν έχει χιονίσει στη Μαλακάσα, ίσως χρειαστούμε αλυσίδες. Δεν είναι βεβαιότητα, είναι εύλογη εικασία,.

Αν δούμε, λοιπόν, το κύκλωμα διαφθοράς στο υπουργείο Aμυνας επί υπουργίας Τσοχατζόπουλου, την καταδίκη του πρώην υπουργού Μαντέλη για τα εμβάσματα της Siemens, την ομολογία του ταμία του ΠΑΣΟΚ για τα χρήματα που διαβιβάστηκαν από τον Χριστοφοράκο στο κόμμα μέσω Τσουκάτου, και, γενικότερα, τις ομολογημένες μίζες της Siemens για «την καλλιέργεια του πολιτικού τοπίου», μπορούμε να εικάσουμε ευλόγως ότι, ενδεχομένως, κάποιοι πολιτικοί που είχαν ρόλο σε αποφάσεις που αφορούν στη βιομηχανία φαρμάκων και ιατρικών υλικών έχουν εμπλακεί σε πράξεις διαφθοράς. Η ευλογοφάνεια δεν συνιστά λογική αναγκαιότητα, ούτε παρέχει βεβαιότητα. Παρέχει, όμως, κατ αρχάς, λόγους να κινηθεί κανείς προς ένα προσωρινό συμπέρασμα, το οποίο, βεβαίως, χρήζει περαιτέρω διερεύνησης και, ως εκ τούτου, είναι μαχητό. Μπορεί η εικασία να αποδειχθεί αβάσιμη, μπορεί όχι.

Τρίτον, οι φερόμενοι ως εμπλεκόμενοι πολιτικοί στο σκάνδαλο Novartis (ιδιαίτερα οι θητεύσαντες στο υπουργείο Υγείας) ισχυρίζονται  ότι δεν είναι δυνατόν να δωροδοκήθηκαν από τη Novartis διότι, επί των ημερών τους, μειώθηκε  σημαντικά η φαρμακευτική δαπάνη. Αποσιωπούν ότι την τεράστια φαρμακευτική δαπάνη δεν την περιέκοψαν οι ελληνικές κυβερνήσεις αλλά η τρόικα! Τα Μνημόνια ήταν αυτά που έθεσαν για πρώτη φορά και επέβαλλαν τον περιορισμό της φαρμακευτικής δαπάνης. Οι υπουργοί απλά εκτέλεσαν κάτι που τους επιβλήθηκε. Άλλα, λοιπόν, είναι τα επιχειρήματα που πρέπει να προσκομίσουν για να υπερασπιστούν τη μη εμπλοκή τους.

Το ενδιαφέρον δεν είναι ποιοι περιέκοψαν τη φαρμακευτική δαπάνη, αλλά ποιοι τη διόγκωσαν. Κανένα κόμμα που κυβέρνησε τη δεκαετία του 2000 δεν ανέλαβε την ευθύνη για την ανορθολογική εκτίναξη των φαρμακευτικών δαπανών (ιδιαίτερα επί πρωθυπουργίας Καραμανλή) και το μαύρο χρήμα στην υγεία. Κανένα κόμμα δεν ομολόγησε την τεράστια ευθύνη του για την κακοδιοίκηση νοσοκομείων και τις κομματικές διοικήσεις τους. Αν διεφθαρμένοι γιατροί και δημόσιοι υπάλληλοι χρηματίζονταν, γιατί οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι το ανέχτηκαν; Οπως ρωτά ο Σέρλοκ Χολμς, «Γιατί δεν γαύγισε ο σκύλος;». Να ένα ενδιαφέρον ερώτημα…!

Τέταρτον, πώς μπορεί η εικασία για πολιτική διαφθορά να μετατραπεί σε βεβαιότητα (είτε για την αποδοχή της είτε για την απόρριψή της); Στο κράτος δικαίου ένας είναι ο τρόπος: η έρευνα της Δικαιοσύνης. Αλλά για να αποδεχθούμε τις αποφάσεις της πρέπει να την εμπιστευόμαστε. Όταν η Δικαιοσύνη εμπλέκεται στην κομματική σύγκρουση (όχι μόνο τώρα, αλλά εδώ και μερικές δεκαετίες), πώς θα είμαστε βέβαιοι για την αμεροληψία και εγκυρότητα των συμπερασμάτων της; Το δυστύχημα είναι ότι στο ελληνικό πολιτικό-θεσμικό σύστημα το ερώτημα «πολιτικό σκάνδαλο ή πολιτική σκευωρία;» είναι, πιθανότατα, μη απαντήσιμο, κι αυτό είναι ακόμη χειρότερο και από το ίδιο το σκάνδαλο Novartis – είναι δείγμα της θεσμικής κατάπτωσης της χώρας.

Σε τελική ανάλυση, η λογική του Γουίλιαμ είναι ένα υπέροχο εργαλείο αρκεί να το χρησιμοποιείς σωστά. Μόνο η εμπιστοσύνη στους θεσμούς δημιουργεί το πλαίσιο στο οποίο η χρήση της λογικής θα αποφέρει αξιέμπιστα συμπεράσματα. Αλλά αυτή η εμπιστοσύνη έχει διασαλευθεί προ πολλού. Γι’ αυτό δεν θα βγούμε εύκολα από το βούρκο.

 Χαρίδημος Κ. Τσούκας,
  καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.
 (www.htsoukas.com)


22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2018 

 Είναι θεμιτό τα κόμματα να στέκονται δίπλα και να εκφράζουν την εμπιστοσύνη τους σε στελέχη τους που το όνομά τους εμπλέκεται σε σκάνδαλα. Ταυτοχρόνως, όμως, έχουν καθήκον να προτάσσουν την ανάγκη δικαστικής διερεύνησης. Και μάλιστα, ζητώντας τους να παραιτηθούν του δικαιώματος παραγραφής, εάν κριθεί πως υφίσταται τέτοια.

2.
H Προανακριτική, η ασπίδα και η πικρή γεύση… 

Ο πολίτης που επιμένει νηφάλια και με κριτήριο το δημόσιο συμφέρον και που είχε την αντοχή να παρακολουθήσει τη συζήτηση στη Βουλή για τη σύσταση της Προανακριτικής έχει μείνει με μία πικρή γεύση στο στόμα. Οι πολιτικοί, το όνομα των οποίων ενεπλάκη στην υπόθεση, είχαν κάθε δικαίωμα όχι μόνο να αναπτύξουν την υπεράσπισή τους, αλλά και να υπερβούν το σύνηθες ρητορικό μέτρο για κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις.

Η πικρή γεύση προκύπτει από το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα, σε μία τόσο δύσκολη εθνικά, οικονομικά και κοινωνικά περίοδο, αδυνατεί να βρει τρόπο θεσμικής διεκπεραίωσης του ρόλου που προβλέπει ο ηθικοπολιτικά διάτρητος νόμος περί ευθύνης υπουργών. Όπως αναμενόταν από το κλίμα των προηγούμενων ημερών, η χθεσινή συνεδρίαση μετετράπη σε κομματικό ριγκ, παρότι όλα τα κόμματα συνομολόγησαν πως σκάνδαλο Novartis υφίσταται.

Προφανώς, οι πολιτικοί που αναφέρονται από τους προστατευόμενους μάρτυρες δεν είναι ένοχοι πριν καταδικασθούν. Είναι αληθές πως και μόνο η εμπλοκή ενός ονόματος σε σκάνδαλο εκ των πραγμάτων λειτουργεί σαν μηχανισμός έμμεσου πλην σαφούς στιγματισμού. Είναι άδικο, αλλά αυτό δυστυχώς συμβαίνει για κάθε πολίτη, του οποίου το όνομα εμπλέκεται σε υπόθεση σκανδάλου. Δεν θα μπορούσε να ισχύσει κάτι διαφορετικό για πολιτικούς.

Ιδιαιτέρως, όταν στην Ελλάδα έχει συντελεστεί μία γιγαντιαίων διαστάσεων λεηλασία του δημοσίου χρήματος. Προφανώς, τη λεηλασία δεν μπορούσαν να την κάνουν μόνες τους οι φαρμακευτικές εταιρείες, ούτε μόνο με τη συνεργασία γιατρών. Δεν θα είχε καταστεί δυνατή, χωρίς τη σύμπραξη αρμοδίων κρατικών αξιωματούχων. Κατά συνέπεια, υπάρχει έγκλημα και εγκληματίες.

Η αντιπολίτευση δικαιολογημένα –αν και δεν μπορεί να αποδειχθεί– κατηγορεί την κυβέρνηση ότι επέλεξε τον χρόνο αποστολής της σχετικής δικογραφίας στη Βουλή με μικροπολιτικό κριτήριο. Δικαιολογημένα, επίσης, καταγγέλλει ότι κυβερνητικά στελέχη έχουν λειτουργήσει αντιδεοντολογικά, με την έννοια ότι –χωρίς να έχουν δικαίωμα– έλαβαν γνώση της δικογραφίας πριν αυτή διαβιβασθεί στη Βουλή. Δικαιολογημένη είναι και η διαμαρτυρία αναφορικά με την εξαίρεση του Κουρουμπλή.

Η πιθανολογούμενη παραβίαση των κανόνων εκ μέρους της κυβέρνησης είναι καταδικαστέα και αποκαλυπτική μίας αντιθεσμικής νοοτροπίας. Δεν είναι λόγος, όμως, να υποβαθμισθεί η σημασία και η ανάγκη ενδελεχούς εξέτασης της υπόθεσης Novartis. Ούτε δικαιολογούνται η κραυγαλέα προσπάθεια απαξίωσης των προστατευομένων μαρτύρων και οι εκφοβιστικές επιθέσεις εναντίον τους. Υπενθυμίζουμε ότι ο θεσμός των προστατευομένων μαρτύρων –καλώς ή κακώς– προβλέπεται από τη νομοθεσία.

Ούτε, βεβαίως, δικαιολογείται η οξύτατη ρητορική της αντιπολίτευσης περί «σκευωρίας». Με δεδομένο ότι συμφωνεί πως υφίσταται σκάνδαλο, πώς είναι δυνατόν να προεξοφλεί ότι πρόκειται για «σκευωρία», πριν ακόμα καλά-καλά ξεκινήσει η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης; Τα όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες δεν είναι από μόνα τους αποδείξεις. Θα κριθούν από την Προανακριτική και από το Ειδικό Δικαστήριο εάν ποτέ η υπόθεση φθάσει εκεί.

Όλα τα παραπάνω προφανή θα μπορούσαν να είναι το θεσμικό πλαίσιο για να μπορέσει το πολιτικό σύστημα να διεκπεραιώσει τον ρόλο του με τις λιγότερες δυνατές πληγές για την εθνική ενότητα. Γιατί έχει αποδειχθεί από τα γεγονότα πως η ανάμιξη της Βουλής σε υποθέσεις σκανδάλων το μόνο που έχει καταφέρει είναι να μετατρέπει την αναγκαία διαδικασία κάθαρσης σκανδάλων σε κομματικούς καυγάδες.

Αυτή η εκτροπή ωφελεί μόνο όσους είναι ένοχοι. Χρησιμοποιούν το κλίμα πόλωσης για να μετατρέψουν το κόμμα τους σε ασπίδα για τον εαυτό τους, για να κρυφτούν πίσω του. Τα κόμματα, όμως, δεν είναι συμμορίες για να επιδεικνύουν τέτοιους είδους αλληλεγγύη στα μέλη τους. Είναι ενώσεις πολιτών για την επίτευξη πολιτικών σκοπών δημοσίου συμφέροντος.

Είναι θεμιτό τα κόμματα να στέκονται δίπλα και να εκφράζουν την εμπιστοσύνη τους σε στελέχη τους που το όνομά τους εμπλέκεται σε σκάνδαλα. Ταυτοχρόνως, όμως, έχουν καθήκον να προτάσσουν την ανάγκη δικαστικής διερεύνησης. Και μάλιστα, ζητώντας τους να παραιτηθούν του δικαιώματος παραγραφής, εάν κριθεί πως υφίσταται τέτοια.


  Ο Σταύρος Λυγερός έχει εργασθεί σε εφημερίδες (για 23 χρόνια στην Καθημερινή), ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Σήμερα αρθρογραφεί στο Πρώτο Θέμα. Συγγραφέας 13 βιβλίων. Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973.


  22 Φεβρουαρίου 2018