Ναγκόρνο-Καραμπάχ, μία κρίση 30 ετών.


 ''Moscow has never pulled the strings in the Karabakh conflict, but it remains the most influential outside actor. A Karabakh peace process will remain “Project Minimum” for Russia, the United States, and France, unless its key actors, local and international, decide to rethink their strategic priorities.''

Ο Φεβρουάριος του 2018 σηματοδοτεί την 30η επέτειο της κρίσης σε μια απομακρυσμένη γωνιά του Σοβιετικού Καυκάσου που ονομάζεται Αυτόνομη Περιοχή Ναγκόρνο-Καραμπάχ, σε μια σύγκρουση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Η σύγκρουση του Καραμπάχ αποτελεί τώρα μια διεθνή αντιπαράθεση μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν στην οποία δύο άρτια εξοπλισμένοι στρατοί αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο στη γραμμή των χαρακωμάτων, γνωστή ως Γραμμή Επαφής. Έχει μεταλλαχθεί από μία διαφωνία για το καθεστώς μιας μικρής περιοχής σε μια χώρα, σε μια διακρατική αντιπαράθεση μεταξύ δύο ανεξάρτητων χωρών, που δίνεται στις παγκόσμιες πρωτεύουσες και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Απασχολεί αρκετούς στην Άγκυρα, στις Βρυξέλλες, στην Τεχεράνη και στην Ουάσιγκτον.

Υπάρχουν ωστόσο δύο σταθερές τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Η μία είναι πως το βασικό ζήτημα παραμένει το αμφισβητούμενο καθεστώς της ορεινής περιοχής του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Αυτό ήταν που οδήγησε το -αρμενικής πλειοψηφίας- περιφερειακό Σοβιέτ του Ναγκόρνο Καραμπάκ να προχωρήσει στο άνευ προηγουμένου ψήφισμα στις 20 Φεβρουαρίου 1988. Αυτό το ψήφισμα, που το μποϋκόταραν οι Αζέροι του Καραμπάχ, εξέφραζε τιις “επιθυμίες των εργαζομένων του ΝΚΑΟ” να ζητήσει από το Ανώτατο Σοβιέτ στη Μόσχα να μεταφέρει την περιφέρεια από το Σοβιετικό Αζερμπαϊτζάν στη Σοβιετική Αρμενία. Το ψήφισμα -η πρώτη από τις πολλές προκλήσεις στα σύνορα μεταξύ των σοβιετικών δημοκρατιών- εξαπέλυσε μία σύγκρουση μεταξύ των διεκδικήσεων των Αζέρων και των Αρμένιων στην ίδια περιοχή, την οποία πολλές από τις μεγάλες δυνάμεις απέτυχαν να συμβιβάσουν.

Η δεύτερη σταθερά είναι επίσης εκεί στο κείμενο του ψηφίσματος της 20ης Φεβρουαρίου 1988, και στην έκκλησή της προς το Κέντρο. Αυτός είναι ο ειδικός ρόλος που έχει η Μόσχα στη σύγκρουση του Καραμπάχ. Για 30 χρόνια ήταν απρόθυμος διαιτητής και ένας γείτονας που είναι μεγάλη δύναμη, που είναι ταυτόχρονα απαραίτητος και ανυπόληπτος και από τις δύο πλευρές.

Αυτή ήταν μία σύγκρουση που δεν είχε προβλεφθεί στη Μόσχα το 1988, και την οποία ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ απέτυχε να ανακόψει. Είναι επώδυνο να διαβάζουμε τα αρχεία του Πολίτμπιρο για τα πογκρόμ της 28ης Φεβρουαρίου στο Sumgait και πόσο αργά αντέδρασε το Κέντρο στο ξέσπασμα της βίας στην πόλη του Αζερμπαϊτζάν. (Οι συζητήσεις του Πολιτμπιρο είναι επίσης υπενθύμιση ότι τα πογκρόμ του Sumgait δεν υποκινήθηκαν στη Μόσχα, όπως θέλουν να πιστεύουν ακόμη και σήμερα οι λάτρεις των συνωμοσιών. Συνέβησαν λόγω του συνδυασμού αυτού που τώρα ονομάζουμε fake news για τις φερόμενες βιαιότητες των Αρμενίων εναντίων των Αζέρων, που εξόργισαν τα πλήθη, και μιας δειλής τοπικής ηγεσίας, και επιδεινώθηκαν από την απουσία αποφασιστικότητας στην Μόσχα).

Πολλοί Αρμένιοι και Αζέροι πιστεύουν μέχρι σήμερα ότι η Μόσχα “κίνησε τα νήματα” στη σύγκρουση του Καραμπάχ. Αυτή είναι μια δικαιολογημένη ψευδαίσθηση στα δύο μικρά κράτη, για τα οποία η πρώην αποικιακή δύναμη εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Ωστόσο αυτό το λάθος δεν δικαιολογείται για τους δυτικούς σχολιαστές, οι οποίοι τσουβάλιασαν όλες τις συγκρούσεις στην μετά-σοβιετική περιφέρεια, μην βλέποντας τις σημαντικές διαφορές μεταξύ τους.

Ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό της σύγκρουσης του Καραμπάχ είναι πως η Μόσχα -ή μάλλον ορισμένοι παράγοντες στη Μόσχα που είχαν μεγαλύτερη επιρροή σε μια δεδομένη στιγμή- την έχει σαφώς χειραγωγήσει, αλλά πάντα από θέση αδυναμίας. Διάφοροι Ρώσοι υποστήριξαν και τις δύο πλευρές στη διάρκεια της σύγκρουσης το 1991-1994. Διάφορες ομάδες στη Μόσχα εξακολουθούν να προσπαθούν να επηρεάσουν υπέρ των αρμενικών και αζέρικων συμφερόντων.

Ωστόσο μέσα σε αυτά τα 30 χρόνια, Αρμένιοι και Αζέροι -για τους οποίους το Καραμπάχ παραμένει η Νο1 εθνική προτεραιότητα και όχι ένα από τα 20 ζητήματα εξωτερικής πολιτικής- έχουν καθορίσει τη μορφή της μεταξύ τους σύγκρουσης. Όταν τους ταιριάζει να απορρίψουν τη ρωσική παρέμβαση το πράττουν, όπως έκαναν και οι δύο το 1994, όταν από κοινού σαμποτάρισαν τα σχέδια για μια ρωσική ειρηνευτική δύναμη στη Γραμμή Επαφής, μετά από την υπογραφή μιας κατάπαυσης πυρός γκα την οποία διαμεσολάβησε η Ρωσία.

Από όταν ανέλαβε την εξουσία ο Vladimir Putin, η ρωσική πολιτική σε σχέση με τη σύγκρουση έχει γίνει πολύ πιο συντηρητική. Μία από τις πρώτες ενέργειες του Putin ως πρόεδρος, ήταν να εργαστεί για να φτιάξει τη σχέση Αζερμπαϊτζάν-Ρωσίας, η οποία ήταν εξαιρετικά άσχημη υπό την προεδρία του Boris Yeltsin. Έκτοτε, ανέφερε πάντα ότι αξιολογεί ισότιμα τις διμερείς σχέσεις με το Μπακού και το Ερεβάν και διστάζει να “αναλάβει την κυριότητα” της σύγκρουσης του Καραμπάχ.

Το 2004 ο Putin δήλωσε ότι “δεν μπορούμε να αναλάβουμε την ευθύνη και να εμπλακούμε σε αυτή τη σύγκρουση η οποία μπορεί να τραβήξει για πολλά χρόνια”. Το 2010 δήλωσε “δεν μπορούμε να αναγκάσουμε τις δύο πλευρές να λάβουν απόφαση και δεν μπορούμε να τις πιέσουμε”.

Ουσιαστικά, η ρωσική θέση είναι: θα θέλαμε να δούμε να επιλύεται η σύγκρουση του Καραμπάχ, ιδιαίτερα εάν μπορεί να διατηρήσει ή να ενισχύσει τη ρωσική επιρροή στην περιοχή, αλλά δεν θα προσπαθήσουμε να επιβάλλουμε λύση, καθώς αυτό απλώς θα κατέστρεφε τις σχέσεις μας με το Μπακού και το Ερεβάν.

Αυτή η θέση σημαίνει ότι η Μόσχα μπορεί να συνεχίσει να δίνει υποσχέσεις και στις δύο πλευρές και ακόμη και να κερδίσει εκατομμύρια πουλώντας όπλα και στις δύο, τα οποία θα στρέφουν η μία εναντίον της άλλης. Αυτό σημαίνει ότι η Ρωσία συνωμοτεί σε μια μυστική διαδικασία διαπραγμάτευσης η οποία προχωράει αργά και της οποίας ηγούνται οι πρόεδροι Ilham Aliyev και Serzh Sargsyan, και η οποία στερείται βασικών στοιχείων μιας ειλικρινούς διαδικασίας διαπραγμάτευσης: ένα διμερές κανάλι μεταξύ των δύο πλευρών, ουσιαστικές συζητήσεις για τα μεγάλα ζητήματα, τη συμμετοχή της κοινωνίας συνολικά.

Για το λόγο αυτό, η θέση της Μόσχας στις διεθνές πλαίσιο της σύγκρουσης Καραμπάχ, διαφέρει επίσης σημαντικά από τη θέση της για την Αμπχαζία, τη Νότια Οσετία ή την Ουκρανία. Η Μόσχα ασφαλώς θέλει να διατηρήσει τον ηγετικό της ρόλο ως συμπροεδρεύουσα της Ομάδας Μινσκ του ΟΑΣΕ, μεσολαβώντας στη σύγκρουση, αλλά θέλει επίσης να μοιραστεί το βάρος της ευθύνης με τις δυτικές δυνάμεις.

Υπάρχει ένα πρόβλημα ωστόσο. Μια συντηρητική προσέγγιση μπορεί να διαχειριστική μια μετριοπαθή σύγκρουση όπου καμία πλευρά δεν θέλει να πάει σε πόλεμο. Δεν έχει όμως τόσο καλά αποτελέσματα όταν οι δύο αντίπαλοι αρχίσουν να πολεμούν ο ένας τον άλλο. Όταν κατέρρευσε η κατάπαυση του πυρός τον Απρίλιο του 2016 και οι Αρμένιοι και Αζέροι πήγαν ξανά σε πόλεμο για τέσσερις ημέρες, η Μόσχα βρέθηκε σε άβολη θέση, να κατηγορείται και από τις δύο πλευρές. Η πλευρά των αζέρων ήταν εξοργισμένη με την παρέμβαση της Ρωσίας να προσπαθήσει να επιβάλλει κατάπαυση του πυρός. Η αρμένικη πλευρά ήταν θυμωμένη διότι η Ρωσία δεν τήρησε την στρατιωτική της συμμαχία με το Έρεβαν και να έρθει προς υποστήριξή του. Ένα αζέρικο καρτούν απεικονίζει τον Putin να χαίρεται πάνω από τη σύγκρουση που είχε δημιουργήσει.

Μετά τον πόλεμο “των τεσσάρων ημερών” του 2016, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Sergey LAvrov, διπλασίασε τις διπλωματικές του προσπάθειες το 2016, με τη βοήθεια του Αμερικανού ομολόγου του John Kerry. Ο Lavrov φαίνεται να έχει μια κάπως διαφορετική οπτική από τον Putin, εκτιμώντας ότι μια σταδιακή επίλυση της σύγκρουσης που ξεκινάει με την αποκατάσταση της επικοινωνίας στις μεταφορές στην περιοχή, μπορεί να καταστήσει την κατάσταση γύρω από το Καραμπάχ λιγότερο επικίνδυνη καθώς ενισχύει παράλληλα τα ρωσικά συμφέροντα.

Ωστόσο, όταν οι πρόεδροι της Αρμενίας και ου Αζερμπαϊτζάν αποφάσισαν προφανώς στο β΄ μισό του 2016 ότι μια πραγματική διαδικασία ειρήνης ήταν πολύ ριψοκίνδυνη για αυτούς, το διεθνές ενδιαφέρον μειώθηκε ξανά.

Η στρατηγική της Ρωσίας -διαχειρίσου την κρίση, κράτησε καλές σχέσεις και με το Μπακού και με το Έρεβαν, προσπάθησε να διατηρήσεις την εκεχειρία- θέτει τον τόνο για τη συνολική διεθνή ενασχόληση με μια σύγκρουση που διεθνώς θεωρείται ότι είναι ανυπόφορη. Μπορεί να περιγραφεί και ως Project Minimum.

Η Γαλλία και οι ΗΠΑ, οι άλλες δύο πλευρές της Ομάδας του Μινσκ, εχουν κάνει περιστασιακές παρεμβάσεις σε υψηλό επίπεδο, όταν αισθάνθηκαν ότι υπήρχε πιθανότητα να πειστούν οι Αρμένιοι και οι Αζέροι ηγέτες να έλθουν σε μια συμφωνία. Η Ουάσιγκτον ειδικά, έχει επιδιώξει περιστασιακά έναν πιο ενεργό ρόλο.

Αλλά όπως και η Μόσχα, η Ουάσιγκτον και το Παρίσι επίσης δεν θέλουν να αναλάβουν την ευθύνη για μια σύγκρουση στην οποία δεν σκοτώνονται πολλοί άνθρωποι, δεν μεταδίδεται από την τηλεόραση και κυρίως, οι αντιμαχόμενες πλευρές δείχνουν μικρή αποφασιστικότητα να δώσουν τέλος στις διαφορές τους. Μέχρι οι ηγέτες της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν και του Ναγκόρνο Καραμπάχ να δείξουν μεγαλύτερη ετοιμότητα να εργαστούν από κοινού για μια κοινή λύση, οι περισσότεροι διπλωματες θα επιλέξουν να μείνουν εκτός. Από αυτή την άποψη, η Διαδικασία Μινσκ έχει γίνει ένας είδος Τριγώνου των Βερμούδων μεταξύ Μπακού, Έρεβαν και Μόσχας (ένα ορθογώνιο, αν συμπεριλάβει κανείς και την πρωτεύουσα του Καραμπάχ, Stepanakert), το οποίο οι καλές προθέσεις, ιδέες και καλοπροαίρετοι διπλωμάτες εξαφανίζονται στην ομίχλη.

Όλες οι διενέξεις κάποτε τελειώνουν. Η ελπίδα για τη σύγκρουση του Καραμπάχ καθώς εισέρχεται στην τέταρτη καταστροφική δεκαετία, είναι ότι θα φτάσει να επιλυθεί επειδή οι συμμετέχοντες σε αυτή επανεξετάζουν την στρατηγική τους προτεραιότητα. Η εναλλακτική -ότι ένας ακόμη γύρος συγκρούσεων αναγκάζει τη Μόσχα και τους δυτικούς εταίρους να προσπαθήσουν να επιβάλλουν μια λύσει στους Αρμένιους και στους Αζέρους- θα περιλαμβάνει τη θυσία περισσότερων ζωών για να φέρει τη θλιβερή ιστορία σε ένα καλύτερο αποτέλεσμα.

του Thomas de Wall


2/3/18

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: