Ένας αντιπαραγωγικός ψυχρός πόλεμος με την Κίνα.

Μια εξαιρετικά αντιπαραθετική αμερικανική στάση έναντι της Κίνας σχεδόν θα εγγυηθεί ότι η ίδια η Κίνα θα υιοθετήσει μια πολιτική μηδενικού αθροίσματος και τελικά θα προσπαθήσει να κυριαρχήσει στον Ινδο-Ειρηνικό.



Ένας αντιπαραγωγικός ψυχρός πόλεμος με την Κίνα.
Η στρατηγική «Ελεύθερου και ανοιχτού Ινδο-Ειρηνικού» της Ουάσινγκτον θα καταστήσει την Ασία λιγότερο ανοικτή και λιγότερο ελεύθερη.

Τους τελευταίους μήνες, η κυβέρνηση Trump κάνει έκκληση για «ελεύθερο και ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό» (free and open Indo-Pacific, FOIP), ένα όραμα για την Ασία που δομείται γύρω από την ιδέα ενός ισχυρού συνασπισμού ομοειδών περιφερειακών δημοκρατιών. Εκτεινόμενος από την Ιαπωνία στα ανατολικά προς την Ινδία στα δυτικά, το FOIP θα προσπαθούσε να αμυνθεί ενάντια στους τρόπους με τους οποίους μια ανερχόμενη Κίνα φαινομενικά απειλεί την διεθνή τάξη που βασίζεται σε κανόνες, τις παγκόσμιες φιλελεύθερες αξίες και την ελεύθερη πρόσβαση στα θαλάσσια παγκόσμια κοινά [αγαθά]. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το FOIP είναι πιθανό να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, προκαλώντας το Πεκίνο, ανησυχώντας άλλα ασιατικά έθνη και οδηγώντας την περιοχή προς έναν ιδιαίτερα έντονο και μηδενικού αθροίσματος ανταγωνισμό. Με την υιοθέτηση μιας ιδεοληπτικής και αντιπαραθετικής στάσης απέναντι στην Κίνα, η διοίκηση Trump κινδυνεύει να δημιουργήσει έναν άσκοπο Ψυχρό Πόλεμο. Αυτό που χρειάζεται η Ασία είναι μια πολύ πιο εποικοδομητική περιφερειακή προσέγγιση, βασισμένη σε μια σταθερή ισορροπία δυνάμεων και σε αμοιβαίο συμβιβασμό.

Μέλη της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ ορκίζονται ενώπιον της κυβερνήτου, Carrie Lam, και του Κινέζου προέδρου, Xi Jinping, στο Χονγκ Κονγκ, την 1η Ιουλίου 2017. 
BOBBY YIP / REUTERS 

ΜΙΑ ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗ

Όπως και η «επανεξισορρόπηση» της εποχής του Ομπάμα στην Ασία, το FOIP στοχεύει να καθησυχάσει τους περιφερειακούς συμμάχους που είναι ανήσυχοι για την άνοδο της Κίνας, με το να ανταποκριθεί δυναμικά στους κινδύνους που μπορεί να θέσει η υπεροχή της: Στην ασφάλεια των ασιατικών εθνών, στην ανοικτότητα του περιφερειακού ελεύθερου εμπορίου και στους διεθνείς κανόνες, όπως εκείνους της ειρηνικής επίλυσης διαφορών. Αντίθετα με την επανεξισορρόπηση, το FOIP δεν επιδιώκει να καθησυχάσει την Κίνα σε κρίσιμα καθεστωτικά ζητήματα (όπως η μακρόχρονη αμερικανική πολιτική για την «μια Κίνα» έναντι της Ταϊβάν) ή να ενισχύσει την θετικού αθροίσματος συνεργασία Κίνας-ΗΠΑ σε διεθνείς απειλές όπως η κλιματική αλλαγή. Και δεν προσφέρει καμία συγκρίσιμη εναλλακτική στην συμφωνία Trans-Pacific Partnership της διοίκησης Obama [1], μια δυνητικά μεταβαλλόμενη περιφερειακή εμπορική συμφωνία, την οποία ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, εκπαραθύρωσε την τρίτη ημέρα της θητείας του.

Αντ’ αυτού, το FOIP απεικονίζει την Κίνα ως μια εχθρική υπαρξιακή απειλή για την περιφερειακή τάξη, την ευημερία και τα Δυτικά συμφέροντα. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Rex Tillerson, εισήγαγε αυτόν τον χαρακτηρισμό σε ομιλία του τον Οκτώβριο του 2017 στο Center for Strategic and International Studies. Στην συνέχεια, η κυβέρνηση Trump επεξεργάστηκε αυτήν την απεικόνιση της Κίνας [2] στην National Security Strategy (NSS) του Δεκεμβρίου του 2017 και σε σχετικά τμήματα της αδιαβάθμητης περίληψης της National Defense Strategy (NDS) τον Ιανουάριο του 2018. Αυτά τα έγγραφα συνδυάζουν επανειλημμένα το Πεκίνο με τη Μόσχα, απεικονίζοντάς το ως άλλο ένα πλήρως αντιθετικό «ρεβιζιονιστικό» κράτος. Η NSS του 2017 αναφέρει ότι «η Κίνα και η Ρωσία αμφισβητούν την αμερικανική ισχύ, επιρροή και συμφέροντα προσπαθώντας να υπονομεύσουν την αμερικανική ασφάλεια και ευημερία» και ισχυρίζεται περαιτέρω ότι «η Κίνα και η Ρωσία θέλουν να διαμορφώσουν ένα παγκόσμιο αντιθετικό στις αμερικανικές αξίες και συμφέροντα». Αλλού, το έγγραφο κατηγορεί την Κίνα ότι «επιδιώκει να εκτοπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στην περιοχή Ινδο-Ειρηνικού» και ότι «επεκτείνει την ισχύ της σε βάρος της κυριαρχίας άλλων». Η περίληψη της NDS του 2018 ομοίως υποθέτει ότι το Πεκίνο «επιδιώκει την περιφερειακή ηγεμονία στον Ινδο-Ειρηνικό στο εγγύς μέλλον και την εκτόπιση των Ηνωμένων Πολιτειών για να επιτύχει παγκόσμια υπεροχή στο μέλλον».

Συνεπώς, η NSS του 2017 πλαισιώνει τις αμερικανικές πολιτικές έναντι της Κίνας μόνο γύρω από την αντιμετώπιση του Πεκίνου, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την επιλεκτική συνεργασία σε συνδυασμό με τον επιλεκτικό ανταγωνισμό και την αποτροπή. Λαμβάνοντας υπόψη τις ανεπίσημες απεικονίσεις μιας εχθρικής Κίνας εντός αυτών των εγγράφων, οι περιλήψεις της NSS του 2017 και της NDS του 2018 περιγράφουν αναπάντεχα το FOIP ως όχημα για την αντιμετώπιση ενός «κατασταλτικού οράματος της παγκόσμιας τάξης» με ένα εναλλακτικό «ελεύθερο» όραμα της παγκόσμιας τάξης. Όπως και η ομιλία του Tillerson, οι περιλήψεις της NSS και της NDS απεικονίζουν ανοήτως το FOIP τόσο ως ένα συμμετοχικό (all-inclusive) όραμα που αποσκοπεί να κάνει όλους τους περιφερειακούς δρώντες να ευημερούν και να είναι ασφαλείς όσο και ως ένα δίκτυο συμμάχων και εταίρων των ΗΠΑ με στόχο την αντιμετώπιση της Κίνας. Η πραγματικότητα είναι ότι μια τέτοια ασφάλεια και ευημερία δύσκολα χαρακτηρίζεται σαν συμμετοχική εάν η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοί της επιδιώξουν να αντιμετωπίσουν ως αντίπαλο ένα από τα μεγαλύτερα, πιο οικονομικά δυναμικά έθνη της Ασίας-Ειρηνικού.

Πράγματι, ο Λευκός Οίκος του Trump απέρριψε τις παρελθοντικές και ενδεχομένως μελλοντικές συνεισφορές της Κίνας στην περιφερειακή και παγκόσμια σταθερότητα και ευημερία [3]. Έχει επίσης αγνοήσει την συνεργασία του Πεκίνου σε κοινά διακρατικά προβλήματα και την γενική ανάγκη να προσαρμοστούν ορισμένα παγκόσμια πρότυπα ώστε να αντικατοπτρίζουν καλύτερα τις απόψεις και τα συμφέροντα της Κίνας και άλλων αναπτυσσόμενων κρατών. Αντίθετα, τα έγγραφα αυτά τοποθετούν τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες δημοκρατίες εναντίον της Κίνας, κατηγορώντας την ότι σκόπιμα προσπαθεί να ανατρέψει ολόκληρη την παγκόσμια τάξη, μια εξωφρενική ιδέα που διαψεύδεται από τις ιστορικές καταγραφές και την ακαδημαϊκή συναίνεση.

Σε έντονη αντίθεση, τα προηγούμενα έγγραφα της NSS και οι περιλήψεις της NDS περιέγραφαν τις σχέσεις της Ουάσινγκτον με το Πεκίνο με μετρημένους, εκλεπτυσμένους όρους που αναγνώριζαν στοιχεία συνεργασίας και ανταγωνισμού. Αυτά τα έγγραφα χαιρέτιζαν «την άνοδο μιας σταθερής, ειρηνικής και ευημερούσας Κίνας» και απέρριπταν «το αναπόφευκτο της αντιπαράθεσης [μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας]», ενώ αντισταθμίζουν «τις άλλες δυνατότητες». Είναι εξαιρετικά απίθανο -στα δύο χρόνια που προηγήθηκαν των πρόσφατων εγγράφων NSS και NDS- ότι το Πεκίνο έχει γίνει ένας σαφής αντίπαλος του διεθνούς συστήματος, των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους. Αυτή η ξαφνική μετατόπιση της αμερικανικής στρατηγικής στάσης απέναντι στην Κίνα είναι μάλλον το αποτέλεσμα μιας νέας αμερικανικής κυβέρνησης που προτίθεται να καθορίσει τις πολιτικές της σε αντίθεση με εκείνες των προκατόχων της.

ΜΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΑΣΙΑΤΙΚΕΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΕΣ

Πέραν των παγίδων λογικής και της αδικαιολόγητης απόκλισής του από μακροχρόνιες πολιτικές των ΗΠΑ, η εσφαλμένη εκτίμηση του FOIP για την Ινδία, την Ιαπωνία και άλλα συμφέροντα και ικανότητες-κλειδιά των βασικών ασιατικών συμμάχων, προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσον η στρατηγική είναι καν εφικτή. Το Νέο Δελχί και το Τόκιο είναι ελάχιστα κατάλληλα για να χρησιμεύσουν ως οι δυτική και ανατολική άγκυρα [αντίστοιχα] ενός μπλοκ Ινδο-Ειρηνικού ή για να λειτουργήσουν ταυτισμένα με έναν συνασπισμό υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.

Η Ινδία έχει από καιρό αντισταθεί στην σύμπραξη με τρίτους και αναγνωρίζει την ανάγκη της διατήρησης μιας ουσιαστικής συνεργασίας με το Πεκίνο για δικούς της στρατηγικούς λόγους. Επίσης, οι ναυτικές φιλοδοξίες του Νέου Δελχί αναμφίβολα εμποδίζονται από έναν οικονομικό και στρατιωτικό προϋπολογισμό πολύ μικρότερο από της Κίνας και από μια μακροχρόνια εξάρτηση από ξένα συστήματα όπλων. Και παρά την σημαντική οικονομική απελευθέρωση από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ινδία εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από την Κίνα στον «Ease of Doing Business Index» της Παγκόσμιας Τράπεζας. Επιπλέον, οι κανονιστικές απόψεις του Νέου Δελχί σχετικά με τον τρόπο ανταπόκρισης σε ξένους στρατούς στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη του είναι πολύ πιο κοντά στου Πεκίνου απ’ ότι στης Ουάσινγκτον.

Ακόμη και ένας οικονομικά ισχυρός, αφοσιωμένος σύμμαχος των ΗΠΑ, όπως η Ιαπωνία, με ισχυρό ναυτικό και θεληματικό πρωθυπουργό, θα μπορούσε να βοηθήσει στην εφαρμογή του FOIP μόνο με περιορισμένους τρόπους. Η Ιαπωνία είναι πιθανόν να παραμείνει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τους αυξανόμενους οικονομικούς δεσμούς της με την Κίνα. Εξίσου σημαντικό, οι Ιάπωνες πολίτες παραμένουν έντονα αντίθετοι στις συνταγματικές αναθεωρήσεις που το Τόκιο θα χρειαστεί για να δημιουργήσει έναν πλήρως ανεπτυγμένο συμβατικό στρατό ο οποίος θα είναι σε θέση να ασφαλίσει τον Ινδο-Ειρηνικό παράλληλα με το Ναυτικό των ΗΠΑ. Παρόλο που είναι ανοιχτή σε μια πιο σκληρή προσέγγιση έναντι της Κίνας, η Ιαπωνία πιθανότατα θα απέφευγε μια απροκάλυπτα εχθρική στάση απέναντι στο Πεκίνο.

Άλλοι σύμμαχοι των ΗΠΑ -συμπεριλαμβανομένων της Αυστραλίας, των Φιλιππίνων, της Νότιας Κορέας και της Ταϊλάνδης- θα είχαν ίσως ακόμη σημαντικότερους λόγους να αποφύγουν την υιοθέτηση μιας ανεξέλεγκτα αντιθετικής στάσης απέναντι στην Κίνα. Όπως και η Ιαπωνία, όλες αυτές οι χώρες εξαρτώνται, σε διαφορετικό βαθμό, από το κινεζικό εμπόριο για την συνεχή ανάπτυξη και την εσωτερική σταθερότητά τους -ένας ρόλος που οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να εκπληρώσουν στο εγγύς μέλλον. Η Σεούλ και η Μπανγκόκ είναι μάλλον λιγότερο πιθανό να βοηθήσουν στην εφαρμογή του FOIP. Κανένα από αυτά τα κράτη δεν βλέπει την Κίνα ως αδικαιολόγητη απειλή και αμφότερα επωφελούνται σημαντικά από την συνεχιζόμενη συνεργασία με το Πεκίνο σε πολλούς τομείς. Εν τω μεταξύ, η οικονομική εξάρτηση από την Κίνα θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτρέψει την Αυστραλία και τις Φιλιππίνες να συμμετέχουν ουσιαστικά στο FOIP.


Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, καλωσορίζει τον Κινέζο πρόεδρο, Xi Jinping, στο Mar-a-Lago στο Palm Beach, στην Φλόριντα των ΗΠΑ, στις 6 Απριλίου 2017. CARLOS BARRIA / REUTERS


ΜΙΑ ΚΑΚΟΣΧΕΔΙΑΣΜΕΝΗ ΑΠΟΚΛΙΣΗ ΑΠΟ 
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΩΝ ΗΠΑ.

Το σχέδιο του FOIP, εάν εφαρμοστεί, θα ανατρέψει δεκαετίες πολιτικής των ΗΠΑ έναντι της Κίνας και της Ασίας [4] με τρόπους που παρερμηνεύουν σοβαρά το γεωπολιτικό τοπίο της περιοχής. Το διχαστικό του όραμα να συγκεντρώσει άλλα ασιατικά έθνη εναντίον του Πεκίνου σε ένα υπερβολικά απλοποιημένο, τύπου «ο νικητής τα παίρνει όλα» δρόμο, παρεξηγεί χονδροειδώς τις προκλήσεις μιας όλο και πιο αλληλεξαρτώμενης περιοχής, η οποία απαιτεί μια ποικίλη προσέγγιση εμβαθυνόμενης δέσμευσης και αντιστάθμισης από όλες τις πλευρές. Βασικά, το FOIP διακινδυνεύει να υπονομεύσει βαθιά τα θεμέλια της πολύ ανοικτής, δημοκρατικής περιφερειακής τάξης που επιδιώκει να υποστηρίξει.

Αναμφισβήτητα, η αντιδημοκρατική κυβερνητική δομή της Κίνας, η τάση της για μεγαλύτερο κρατικό οικονομικό έλεγχο και η αυξημένη ευαισθησία της σε αντιληπτές παραβιάσεις της κυριαρχίας, όλα σημαίνουν πραγματικές διαφωνίες με την Ουάσινγκτον και με ορισμένους συμμάχους των ΗΠΑ. Πράγματι, αυτές οι σημαντικές διαφορές οδηγούν τις ανταγωνιστικές προσπάθειες του Πεκίνου και της Ουάσινγκτον να καθορίσουν και να εφαρμόσουν τις δικές τους εκδοχές των παγκόσμιων και περιφερειακών κανόνων. Ωστόσο, αυτός ο ανταγωνισμός δεν δικαιολογεί την μηδενικού αθροίσματος κοσμοθεωρία που ασπάζεται το FOIP.

Παρόλο που η Κίνα παρουσιάζει μερικές ρεβιζιονιστικές τάσεις, ταυτόχρονα είναι δεσμευμένη σε πολλά στοιχεία της καθιερωμένης τάξης και συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην συνολική παγκόσμια και περιφερειακή ανάπτυξη. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, «η Κίνα υπήρξε ο μεγαλύτερος συμβάλλων στην παγκόσμια ανάπτυξη μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008». Στο μεταξύ, το Πεκίνο επιδιώκει την δημιουργία νέων περιφερειακών και παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών, εμπορικών και επενδυτικών δομών, όπως η Asian Infrastructure Investment Bank και η πρωτοβουλία Belt and Road, που μπορεί να αποβούν προς όφελος πολλών κρατών. Η Κίνα καταβάλλει επίσης προσπάθειες για την ανάπτυξη τεχνολογιών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για να συμβάλει στην άμβλυνση της κλιματικής αλλαγής.

Εξίσου σημαντικό και αντίθετα με τους αβάσιμους ισχυρισμούς [5] μερικών μελετητών και αξιωματούχων των ΗΠΑ [6], είναι το ότι η Κίνα διατηρεί μια άκρως ανεπίλυτη, εξαρτώμενη αίσθηση της συνολικής μακροπρόθεσμης σχέσης της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους εταίρους τους. Δεν υπάρχουν ουσιαστικά στοιχεία που να δείχνουν ότι το Πεκίνο έχει δεσμευτεί να αντικαταστήσει την Ουάσινγκτον ως τον παγκόσμιο ηγεμόνα. Θα ήταν εξαιρετικά ασύνετο να παρερμηνεύσουμε τον περίπλοκο αυτοπροσδιορισμό της Κίνας ως ρεβιζιονιστικό αλλά και ως κατεστημένο κράτος, για έναν εξωφρενικό υπαρξιακό αγώνα μεταξύ δύο παγκόσμιων δυνάμεων με ριζοσπαστικά αντίθετα οράματα του μέλλοντος.

Οι διαφορές της Κίνας με την Δύση ωχριούν μπροστά στην συντριπτική ανάγκη οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις του κόσμου να συνεργαστούν βαθιά σε διεθνικά προβλήματα όπως η κλιματική αλλαγή, η παγκόσμια οικονομική αστάθεια και η διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής. Κανένα μεμονωμένο κράτος, ή συνασπισμός δημοκρατιών, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μεμονωμένα αυτά τα συστημικά ζητήματα. Αντίθετα, τέτοιες προκλήσεις απαιτούν ένα μέτρο αμοιβαίας εμπιστοσύνης και μακροπρόθεσμης δέσμευσης μεταξύ όλων των μεγάλων δυνάμεων, κάτι που δεν μπορεί να μεταδώσει το FOIP.

ΜΙΑ ΠΙΟ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΛΛΑ ΑΔΟΚΙΜΑΣΤΗ ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΜΠΡΟΣ

Αντί να ανταγωνίζονται ως άκαμπτοι αντίπαλοι, η Ουάσινγκτον και το Πεκίνο πρέπει να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που συνυπάρχουν με το περίπλοκο, ταχέως μεταβαλλόμενο περιβάλλον της Ασίας και την ευρύτερη εξελισσόμενη περιφερειακή και παγκόσμια τάξη. Πρέπει να το πράξουν με τον καθορισμό και την εφαρμογή μιας στρατηγικής που να βασίζεται στο κοινό συμφέρον όλων των περιφερειακών κρατών στην μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και σταθερότητα. Οι κύριοι στόχοι θα ήταν να ενισχυθεί η οικονομική ολοκλήρωση, να δημιουργηθεί μια αμοιβαία επωφελής ισορροπία στρατιωτικής ισχύος, και να επιτευχθεί η κατανόηση για μια σειρά από φλέγοντα θέματα όπως η Ταϊβάν και η κορεατική χερσόνησος, που να είναι αποδεκτή τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες και στους συμμάχους τους όσο και στην Κίνα και τους υποστηρικτές της. Μια τέτοια στρατηγική -που παρουσιάστηκε λεπτομερώς στην έκθεση Carnegie τον Οκτώβριο του 2016 με τίτλο «Creating a Stable Asia: An Agenda for a U.S.-China Balance of Power» [7]- θα απαιτούσε από όλες τις ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις να προβούν σε σημαντικούς συμβιβασμούς, αναγνωρίζοντας ότι καμία από τις δύο μεγάλες δυνάμεις δεν θα κυριαρχήσει στην Ασία, και θα περιορίσει τον σοβινιστικό, μηδενικού αθροίσματος εθνικισμό.

Δυστυχώς, ούτε η Ουάσινγκτον ούτε το Πεκίνο προχωρούν σε κανέναν από αυτούς τους τομείς, γεγονός που υποδηλώνει σοβαρά μελλοντικά προβλήματα για την Ασία. Υπό τον Κινέζο πρόεδρο Xi Jinping, το Πεκίνο αύξησε την εγχώρια καταστολή, χρησιμοποίησε πιο δυναμικά την οικονομική και στρατιωτική του δύναμη για να πιέσει και να εκφοβίσει ασιατικά έθνη για κυριαρχικές διαφορές και, ξεκάθαρα (αν και κάπως αόριστα) παρουσίασε την εμπειρία της στην οικονομική ανάπτυξη ως παράδειγμα για να το μιμηθούν άλλα αναπτυσσόμενα κράτη. Όλες αυτές οι ενέργειες παρέχουν πυρομαχικά σε όσους επιδιώκουν να δικαιολογήσουν μια αντιπαραθετική προσέγγιση, μηδενικού αθροίσματος με την Κίνα, συμπεριλαμβανομένων των υποστηρικτών του FOIP. Ως εκ τούτου, το Πεκίνο σίγουρα πρέπει να μετριάσει την συμπεριφορά του για να πείσει πιο αξιόπιστα τα άλλα ασιατικά κράτη, και τις Ηνωμένες Πολιτείες ειδικά, ότι πραγματικά επιδιώκει τα «win-win» αποτελέσματα που υποστηρίζει συνεχώς.

Ωστόσο, το Πεκίνο είναι πολύ λιγότερο πιθανό να συμβιβαστεί εάν η Ουάσιγκτον υιοθετήσει μια ανεπιφύλακτα αντιθετική στάση. Δεδομένου του μεγέθους, της επιρροής και της συνολικής ισχύος της Κίνας, μόνο οι παράτολμοι θα περίμεναν μια τέτοια αμερικανική στάση για να αναγκάσουν το Πεκίνο να συμμορφωθεί, αντί να το ωθήσουν να χρησιμοποιήσει την σημαντική, και από μερικές απόψεις αυξανόμενη, οικονομική, στρατιωτική και πολιτική μόχλευσή του με την ελπίδα να μειώσει σημαντικά την αμερικανική επιρροή στην περιοχή και πέρα από αυτήν. Στην πραγματικότητα, μια εξαιρετικά αντιπαραθετική αμερικανική στάση σχεδόν θα εγγυηθεί ότι η ίδια η Κίνα θα υιοθετήσει μια πολιτική μηδενικού αθροίσματος και τελικά θα προσπαθήσει να κυριαρχήσει στον Ινδο-Ειρηνικό.

Παρά τα σοβαρά εγχώρια πολιτικά και οικονομικά προβλήματα, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να είναι η ισχυρότερη και αναμφισβήτητα η σημαντικότερη δύναμη της περιοχής και ως εκ τούτου φέρουν μοναδική ευθύνη και ικανότητα να αλλάξουν τις δυσοίωνες σημερινές τάσεις. Η Ουάσιγκτον πρέπει να εγκαταλείψει τις δονκιχωτικές προσπάθειες να διατηρήσει ένα ταχέως εξαφανιζόμενο status quo με το να αντιμετωπίσει το Πεκίνο ως εχθρό. Το FOIP είναι μια αυτοκαταστροφική ιδέα που πρέπει να απορριφθεί προς όφελος πιο εποικοδομητικών εναλλακτικών.

Στα αγγλικά:


Michael D. Swaine,
ανώτερος συνεργάτης στο Carnegie Endowment for International Peace.
 Μια μεγαλύτερη έκδοση αυτού του κειμένου, υπό τον τίτλο “Creating an Unstable Asia: The U.S. ‘Free and Open Indo-Pacific’ Strategy”, εμφανίζεται στην ιστοσελίδα του Carnegie Endowment.



06/03/2018