'Ενα βέτο που αλλάζει τα δεδομένα.



Στα τέλη Φεβρουαρίου συζητήθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ η πρόταση της Βρετανίας, συνεπικουρούμενη από τη Γαλλία, για την καταδίκη του Ιράν ως υποστηρικτή και προμηθευτή όπλων στους Χούθις της Υεμένης, που μάχονται τις δυνάμεις του πρώην πρωθυπουργού Σάλεχ τον οποίο στηρίζει η Σαουδική Αραβία.

Οι Χούθις, μια σημαντική μειονότητα της Υεμένης, οι οποίοι ακολουθούν την ισλαμική παράδοση των σιιτών Ζαΐντι, έχουν καταλάβει την πρωτεύουσα Σαναά και ζητούν πολιτικές αλλαγές στην Υεμένη, η οποία μαστίζεται από φτώχεια και διακρίσεις μεταξύ φυλών και θρησκευτικών ομάδων.

Η εμφύλια διαμάχη δεν έχει αφήσει αδιάφορη τη μεγάλη και πλούσια γείτονα Σαουδική Αραβία, η οποία θεωρεί πως οι Χούθις αποτελούν τον βραχίονα του Ιράν στην αραβική χερσόνησο και η εξέγερσή τους έχει σκοπό την εγκαθίδρυση ενός φιλο-ιρανικού καθεστώτος. Συνέπεια αυτής της αντίληψης της Σαουδαραβίας είναι και η συμμετοχή της στον εμφύλιο πόλεμο.

Οι «φίλιες» δυνάμεις της πάμπλουτης μεγάλης γείτονος είναι οι ΗΠΑ, η Βρετανία και τα Αραβικά Εμιράτα. Αυτή η τετράδα έχει εφαρμόσει πέραν των βομβαρδισμών από την αεροπορία της Σαουδαραβίας και τη χρήση αναγνωριστικών μέσων από τους δύο δυτικούς συμμάχους, τον αποκλεισμό λιμανιών, εισαγωγών με αποτέλεσμα την πείνα και μεταδοτικές ασθένειες για την εξόντωση των Χούθις.

Αυτά είναι στοιχεία του ΟΗΕ. Με απλά λόγια, στην Υεμένη συντελείται μια γενοκτονία από τους δυτικούς «ανθρωπιστές» και τους Σαουδάραβες χρυσοκάνθαρους. Αυτό βέβαια λίγο απασχολεί τα ΜΜΕ στη Δύση, μια και τα χρήματα των Σαουδαράβων καλύπτουν με ένα πέπλο σιωπής την αλήθεια. Βέβαια δίδεται μεγαλύτερη προσοχή και δημοσιότητα στο άλλο σφαγείο, τη Συρία.

Το βέτο όμως της Ρωσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας κατά της καταδίκης του Ιράν ήρθε ύστερα από πολλές ψηφοφορίες να ταράξει τα νερά των διεθνών σχέσεων και ειδικά των σχέσεων Ρωσίας-ΗΠΑ. Η προϊστορία ψηφισμάτων στο Συμβούλιο Ασφαλείας είχε από την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης ένα πρόταγμα ανοχής και υπομονετικής αντίδρασης της Ρωσίας σε διεθνή ζητήματα απέναντι στις ΗΠΑ, επί των οποίων μάλιστα η ίδια η Ρωσία είχε συμφέροντα.

Η Ρωσία ψήφισε υπέρ της αμερικανικής επέμβασης στο Ιράκ (2003), υπέρ της επέμβασης στη Λιβύη (2011), ακόμη ψήφισε υπέρ της απόσχισης του Κοσόβου από τη Σερβία (2008) και της ανακήρυξής του ως ανεξάρτητου κράτους, ψήφος αντίθετη με τα συμφέροντα της Ρωσίας στα Βαλκάνια και στις παραδοσιακές καλές σχέσεις της με τη Σερβία.

Σε ψηφίσματα κατά του καθεστώτος Ασαντ, η Ρωσία χρησιμοποίησε το βέτο της, αλλά εκεί η ίδια ήταν άμεσα εμπλεκόμενη ως σύμμαχος της Συρίας με βάσεις στη Μεσόγειο (Ταρτούς και Λατάκια). Το βέτο κατά του ψηφίσματος για την Υεμένη ανοίγει όμως ένα καινούργιο κεφάλαιο στις σχέσεις Ρωσίας-ΗΠΑ.

Είναι προφανές πως η Ρωσία αποφάσισε να αντιμετωπίσει τις ΗΠΑ με καθαρά ανταγωνιστικό τρόπο, δίχως πλέον να έχει την ανοχή για καλύτερες σχέσεις ή για αποδοχή της Ρωσίας ως ισότιμης στο διεθνές πεδίο. Οι χώρες που καταδίκασαν τη ρωσική στάση ήταν οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία. Αντίθετα, η Σαουδική Αραβία, η οποία ήταν η πλέον άμεσα θιγόμενη από τη ρωσική στάση, δεν καταδίκασε.

Με αυτόν τον τρόπο, η Ρωσία σταθεροποιεί τις σχέσεις της με το Ιράν, κάτι το οποίο δεν ήταν απαραίτητο, αλλά σε αυτή τη συγκυρία φαίνεται πως διαλέγει να δηλώσει πως θα στηρίξει τη σύμμαχό της Ιράν στον πόλεμο της Συρίας.

Το μήνυμα έχει αποδέκτες τη Δύση και τις ΗΠΑ ειδικά οι οποίες σχεδιάζουν να καταργήσουν τη συνθήκη για τα πυρηνικά όπλα με το Ιράν, καθώς το Ισραήλ, το οποίο συνεχώς απειλεί το Ιράν με πόλεμο, πιέζει τις ΗΠΑ να καταργήσουν τη συνθήκη αυτή. Για το Ισραήλ, η Ρωσία επιφύλαξε και μια άλλη έκπληξη στις 9 Φεβρουαρίου αφήνοντας τη συριακή άμυνα να καταρρίψει ένα ισραηλινό F-16.

Το βέτο αυτό σηματοδοτεί μια καινούργια συμπεριφορά στη διεθνή σκηνή, όπου η Ρωσία θα αντιδρά σε τοπικά ή και ευρύτερα προβλήματα στα οποία οι ΗΠΑ και η Δύση γενικότερα θα δημιουργούν συνθήκες για αλλαγή του γεωπολιτικού status quo.

Αυτή η αλλαγή στάσης μάς οδηγεί σε μια νέα φάση των διεθνών σχέσεων η οποία θυμίζει τον Ψυχρό Πόλεμο. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ο Πούτιν την 1η Μαρτίου μίλησε στη Δούμα για την παραγωγή νέων πυρηνικών όπλων τα οποία μπορούν να ξεπεράσουν κάθε αντιβαλλιστικό σύστημα. Βέβαια ο Πούτιν απευθυνόταν περισσότερο στο ρωσικό ακροατήριο εν όψει των εκλογών της Ρωσίας, αλλά η πρόκλησή του στη Δύση να «ακούσει» αυτά που λέει μας εισάγει σε μια νέα εποχή ανταγωνισμού ο οποίος θα έπρεπε να είχε εξαλειφθεί.

Ο ανταγωνισμός αυτός δυνητικά αποτελεί κίνδυνο για μια πυρηνική σύγκρουση, μια πραγματικότητα που είχαμε πιστέψει πως ανήκε στην εποχή τού πάλαι ποτέ Ψυχρού Πολέμου. Το μέλλον των διεθνών σχέσεων έχει αρχίσει να γίνεται πιο απρόβλεπτο και επικίνδυνο.

Νικόλαος Α. Μπινιάρης,
 συγγραφέας


12/3/2018''