Δεν υπάρχει «δωρεάν γεύμα» στο συνταξιοδοτικό.



Δεν υπάρχει «δωρεάν γεύμα» στο συνταξιοδοτικό.

Γιατί δεν υπάρχει καμία περίπτωση το σημερινό συνταξιοδοτικό και ο τρόπος χρηματοδότησής του να αντέξουν τις δημογραφικές εξελίξεις. Ρεαλιστική αντιμετώπιση η αλλαγή του συστήματος σε μικτό (διανεμητικό-κεφαλαιοποιητικό). 

Η πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ «Η Φαρμακευτική Αγορά στην Ελλάδα 2017», περιέχει στις σελίδες 22-26 πολύ σημαντικές πληροφορίες και εκτιμήσεις (από έγκυρες Ελληνικές και Διεθνείς πηγές) για τις Δημογραφικές Εξελίξεις και Τάσεις στην Ελλάδα. Αξίζει πραγματικά να μείνει κανείς στα εξής ευρήματα:

Από το 1960 έως το 2015, το προσδόκιμο επιβίωσης αυξήθηκε κατά 9,1 χρόνια από 72 έτη στα 81,1 έτη. Χαμογελάστε, το εύρημα είναι εντυπωσιακό, σημαίνει ότι σε μέσους όρους αυτά τα 55 χρόνια κερδίζαμε κάθε χρόνο σχεδόν 2 μήνες παραπάνω ζωής. Η μελέτη εκτιμά ότι το προσδόκιμο θα φτάσει τα 84 χρόνια το 2030 και η προβολή δείχνει προσδόκιμο 86,2 έτη το 2040.

Χαμόγελα τέλος. Αν υποθέσουμε ότι από το 1960 έως σήμερα, σε σταθερή ηλικία 65 ετών βγαίνει ο πολίτης σε σύνταξη, (σε περιβάλλον μηδενικών επιτοκίων) η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και μόνο απαιτεί αύξηση των πόρων χρηματοδότησης της σύνταξης κατά 130% σήμερα, κατά 170% το 2030 και κατά 200% το 2040. Ή αν προτιμάτε αντίστροφα, προκειμένου να παραμείνουν σταθεροί οι πόροι χρηματοδότησης της σύνταξης σε σχέση με το 1960, η ηλικία συνταξιοδότησης θα έπρεπε να ανέβει στα 74 χρόνια σήμερα και να στα 77 και στα 79 χρόνια αντίστοιχα για το 2030 και το 2040. Ή τέλος, για το ίδιο κόστος χρηματοδότησης της σύνταξης με το 1960, η μηνιαία σύνταξη θα έπρεπε να είναι σήμερα μειωμένη κατά 57%, και να μειωθεί κατά 63% το 2030 και κατά 67% το 2040 σε σχέση με αυτή του 1960. 

Οι συγκρίσεις είναι τρομακτικές, αλλά σε μεγάλο βαθμό, αποτυπώνουν με απλότητα το τεράστιο πρόβλημα του Συνταξιοδοτικού μας συστήματος.

Η μελέτη δίνει και άλλα πολύ χρήσιμα στοιχεία για τις δημογραφικές τάσεις στην Ελλάδα, μέσα στα 20 μόλις επόμενα χρόνια:



 Ο πληθυσμός άνω των 65 από περίπου 1 στους 5 σήμερα γίνεται 1 στους 3, ο πληθυσμός μειώνεται κατά περίπου 1,3 εκατομμύρια ανθρώπους και ο δείκτης εξάρτησης που δηλώνει το ποσοστό ανενεργών πολιτών προς ενεργούς πολίτες, επιδεινώνεται από περίπου 1:2 σήμερα σε 1:1,3.

Η περαιτέρω επεξεργασία των ανωτέρω δεδομένων, δείχνει ότι με μηδενικά ποσοστά ανεργίας στον ενεργό πληθυσμό, η παραμονή της μέσης σύνταξης στα σημερινά επίπεδα της τάξης του 70% των μέσων αποδοχών του πληθυσμού, θα απαιτούσε επίπεδο εισφορών 30% το 2030 και 40% το 2040.

Στο σενάριο σταδιακής μείωσης της σημερινής ανεργίας σε ποσοστό 10% μέσα στα επόμενα 20 χρόνια, τα επίπεδα εισφορών γίνονται αντίστοιχα 35% και 45%. Ενώ αν υποθέσουμε στο ίδιο σενάριο ανεργίας, ότι το σημερινό υπερβολικά υψηλό επίπεδο εισφορών πρέπει να πέσει σε περίπου 20% για να είναι οικονομικά ανεκτό το σύστημα, η μέση σύνταξη ως ποσοστό των μέσων αποδοχών του ενεργού πληθυσμού θα πρέπει να πέσει περίπου στο 40% το 2030 και στο 32% το 2040 από το σημερινό γενικό επίπεδο του σχεδόν 70%. 

Και όλα αυτά, ισχύουν μόνο για τη σύνταξη γήρατος και υπό την υπόθεση της πλήρους εργασίας, δηλαδή χωρίς σενάρια μερικής ή εποχιακής απασχόλησης του ενεργού πληθυσμού.

Τα νούμερα ζαλίζουν, λένε όμως την αλήθεια. Και το συμπέρασμα είναι το ίδιο που διατυπώνεται σε πολλές μελέτες τα τελευταία 20-25 χρόνια. «Δεν υπάρχει καμία περίπτωση το σημερινό συνταξιοδοτικό σύστημα και ο τρόπος χρηματοδότησής του να αντέξουν αυτές τις δημογραφικές εξελίξεις». Είναι απλό: Η βελτίωση του προσδόκιμου ζωής, είναι πολύ ακριβό γεύμα και το να παραμένει δομικά ίδιο το σύστημα και το μοντέλο χρηματοδότησής του, είναι παρόμοια ουτοπία με το να θέλουμε με 10 ευρώ να φάμε φρέσκο ψάρι στο καλύτερο εστιατόριο της πόλης!

Οι παραμετρικές αλλαγές του συστήματος επί 25 χρόνια, έχουν και αυτές εξαντλήσει τα περιθώριά τους. Εκτός αν πιστεύουμε ότι είναι εφικτό να δουλεύει κανείς μέχρι τα 75 ή οι συντάξεις να μειωθούν σχεδόν στο 30% των μέσων αποδοχών του πληθυσμού, ή οι εισφορές να ανέβουν σε επίπεδα κοντά στο 40% μόνο για τη σύνταξη γήρατος, χωρίς δηλαδή τις επιπλέον επιβαρύνσεις για την χρηματοδότηση της περίθαλψης και τις συντάξεις αναπηρίας, χηρείας κλπ.

Όποιος εξακολουθεί σήμερα να εμμένει στην ίδια στρατηγική του συστήματος και σε χρηματοδότησή του χωρίς ίχνος κεφαλαιοποίησης των εισφορών, είναι απλά εκτός πάσης λογικής όπως την συνιστούν οι αριθμοί.

Ρεαλιστική αντιμετώπιση υπάρχει μόνο στην περίπτωση που το σύστημα αρχίσει να αποταμιεύει πόρους σήμερα για τους συνταξιούχους του μέλλοντος. Δηλαδή μόνο στην περίπτωση που το σύστημα αλλάξει άρδην άμεσα και από διανεμητικό μόνο, γίνει μικτό με σταδιακά αυξανόμενη ένταση του κεφαλαιοποιητικού του χαρακτήρα συνεχώς για τα επόμενα 50 χρόνια.

Ο πολίτης πρέπει να αναζητήσει σύμμαχο για το μεγαλύτερο μέρος της σύνταξής του στη δική του συστηματική και μακροχρόνια αποταμίευση μέσα από υποχρεωτικά και προαιρετικά συλλογικά και ατομικά σχήματα που σε ένα μικτό σύστημα θα είναι μέρος του ίδιου του συστήματος. Με άλλα λόγια, ο πολίτης πρέπει να γίνει ο ίδιος, ιδιοκτήτης της σύνταξής του.

Όσο η ιδιοκτησία παραμένει στο κράτος, η προοπτική ικανών συντάξεων για να ζει κανείς τα ολοένα και περισσότερα χρόνια του γήρατος, θα είναι θολή και θα οδηγεί ή σε στραγγάλισμα της οικονομίας ή στην πλήρη ταύτιση των εννοιών συνταξιούχος και πτωχός.

Κάθε χρόνο που περνάει θα κερδίζουμε 1,5 με 2 μήνες παραπάνω ζωή. Αν στο Συνταξιοδοτικό δεν γίνουν πολύ γρήγορα βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις, θα αναρωτιόμαστε σε πολύ λίγα χρόνια αν αυτό είναι καλό ή κακό νέο. 

 Μ.Mωυσής,αναλογιστής. 


5/3/2018





          ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ       

1.
Το προσδόκιμο ζωής ως άλλοθι για τη μείωση συντάξεων.  

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένα αυξημένο επιστημονικό, κοινωνικό και πολιτικό ενδιαφέρον για τις επερχόμενες μελλοντικά δημογραφικές αλλαγές σε διεθνές επίπεδο. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι το ενδιαφέρον  αυτό δεν εστιάζεται αποκλειστικά στο μέλλον του παγκόσμιου πληθυσμού. Συνδέεται όλο και περισσότερο με τις πιθανές κοινωνικο - οικονομικές επιπτώσεις, οι οποίες προκύπτουν από τις δημογραφικές αλλαγές και κυρίως από την αύξηση του προσδόκιμου ζωής.

Έτσι, οι σύγχρονες  αυτές  εξελίξεις προϋποθέτουν τον βραχυχρόνιο αλλά και τον μεσομακροπρόθεσμο  σχεδιασμό  και υλοποίηση των αντίστοιχων πολιτικών σε συγκεκριμένους τομείς, μεταξύ των οποίων, η εκπαίδευση, η αγορά εργασίας και η κοινωνική ασφάλιση. Στο πλαίσιο αυτό, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής αποτελεί χωρίς καμία αμφιβολία ένα σημαντικό επίτευγμα της ανθρωπότητας. Ειδικότερα για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα αποτελεί την περίοδο κατά την οποία το προσδόκιμο ζωής έφτασε σε πρωτόγνωρα υψηλά επίπεδα.

Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων ατόμων στον συνολικό πληθυσμό. Κι’ αυτό γιατί οι αυριανοί ηλικιωμένοι θα είναι περισσότεροι από τους σημερινούς, όχι μόνο επειδή θα προέρχονται από πολυπληθέστερες γενιές, αλλά και επειδή το προσδόκιμο ζωής τους θα είναι αισθητά υψηλότερο από αυτό των σημερινών ηλικιωμένων. Η χαμηλή θνησιμότητα θα συμβάλλει στην περαιτέρω αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για ένα ακόμη λόγο. Ουσιαστικά με την πάροδο του χρόνου, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η οποία ιστορικά προέκυψε από τη μείωση της βρεφικής και της παιδικής θνησιμότητας, συνδέεται όλο και πιο στενά με την μείωση της θνησιμότητας στις μεγάλες ηλικίες, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην διεύρυνση της μακροβιότητας των  ηλικιωμένων. Με άλλα λόγια, η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων δεν είναι παρά μία από τις σημαντικές αλλαγές που συντελούνται στην κατά ηλικία δομή του πληθυσμού της Ευρώπης.

Από την άποψη αυτή, οι επιπτώσεις των μελλοντικών δημογραφικών αλλαγών και ειδικότερα του προσδόκιμου ζωής στην βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων, εκτός των άλλων κοινωνικο - οικονομικών συνεπειών, συναρτάται και με την αύξηση των δαπανών για τις συντάξεις. Ως εκ τούτου, το προσδόκιμο ζωής είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος για την μακροχρόνια βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων, δεδομένου ότι συνεπάγεται μεγαλύτερο χρόνο καταβολής των συντάξεων και άρα αύξηση των δαπανών των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Η αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών λόγω του προσδόκιμου ζωής χαρακτηρίζεται ως  «κίνδυνος» που απειλή την βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων και χρησιμοποιείται ως άλλοθι, προκειμένου να υποστηρίξουν οι κυβερνήσεις τις  περιοριστικές πολιτικές που εφαρμόζουν, ιδιαίτερα τις τελευταίες τρείς δεκαετίες στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. 

Ο χαρακτηρισμός του προσδόκιμου ζωής ως «κίνδυνος» μεταφράζεται σε όρους οικονομικού οφέλους/ζημιάς για τα ασφαλιστικά συστήματα και η πλειονότητα των  ασκούμενων  κοινωνικο-ασφαλιστικών πολιτικών εστιάζονται, κυρίως, στην  μεταφορά  του «κινδύνου» αυτού από το κράτος στους ασφαλισμένους. Αυτή η μεταφορά του «κινδύνου», έγινε με την εγκατάλειψη του διανεμητικού συστήματος προκαθορισμένων παροχών και  την υιοθέτηση είτε του συστήματος  των ατομικών λογαριασμών, είτε του συστήματος των  ατομικών λογαριασμών νοητής κεφαλαιοποίησης (NDC).  Η παρατήρηση  αυτή  σημαίνει  ότι  ο «κίνδυνος»  που απειλεί το βιοτικό επίπεδο των σημερινών αλλά και μελλοντικών συνταξιούχων δεν αντιμετωπίζεται από το κράτος αλλά μέρος αυτού  του « κινδύνου» μεταφέρεται στους ασφαλισμένους με την χρησιμοποίηση  αυτόματων σταθεροποιητών  οι οποίοι μειώνουν  σταθερά το επίπεδο των συντάξεων όσο αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής του πληθυσμού. Τέτοια συστήματα παρατηρούνται στην Αυστραλία, την Ουγγαρία,  την Νορβηγία,  το Μεξικό και  τη Σλοβακία (υποχρεωτικοί ατομικοί λογαριασμοί), η Ιταλία, η Πολωνία και η Σουηδία έχουν ατομικούς λογαριασμούς νοητής κεφαλαιοποίησης. 

Αντίθετα, η Γερμανία, η Φιλανδία, η Γαλλία, η Δανία και η Πορτογαλία διατηρούν το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών με προσαρμογή στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Υπάρχουν όμως και χώρες όπως η Ιαπωνία και η Αγγλία στις οποίες οι  ασκούμενες  πολιτικές  που  εφαρμόσθηκαν  περιόρισαν (mitigate) την επίδραση του προσδόκιμου ζωής στο ασφαλιστικό σύστημα χωρίς να μεταφέρουν τον «κίνδυνο» στον ασφαλισμένο, διατηρώντας τον «κίνδυνο» είτε στο κράτος,  είτε στις επιχειρήσεις. Έτσι, κατ΄αυτόν τον τρόπο αντιμετώπισαν  τον «κίνδυνο» του προσδόκιμου ζωής ως πρόκληση και όχι ως απειλή.

Με άλλα λόγια, η πρόκληση  της αύξησης  του  προσδόκιμου ζωής αντιμετωπίζεται με την εφαρμογή  πολιτικών που έχουν  επιστημονικό υπόβαθρο διαμέσου  της δημογραφίας και του αναλογισμού  και όχι υιοθετώντας την απλή  και  εμπειρική πρακτική της μεταφοράς των «κινδύνων» στον ασφαλισμένο με τελικό σκοπό την αποφυγή λήψης πολιτικών αποφάσεων οικονομικά βιώσιμων  και  κοινωνικά αποτελεσματικών, δεδομένου ότι οι προσαρμογές (μειώσεις των συντάξεων) συντελούνται αυτόματα διαμέσου του μετασχηματισμού (π.χ. Ελλάδα) των συστημάτων  κοινωνικής  ασφάλισης από διανεμητικό  σύστημα  καθορισμένων παροχών σε σύστημα ατομικών λογαριασμών   νοητής κεφαλαιοποίησης, το οποίο διευρύνει το επίπεδο φτωχοποίησης, αυξάνει ανησυχητικά  τις  ανισότητες  και  επιδεινώνει  σημαντικά την ποιότητα ζωής του συνταξιοδοτικού πληθυσμού.

Σάββας Γ. Ρομπόλης,
ομότ. Καθ. Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειος Γ. Μπέτσης,

υποψ. Διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου

http://www.topontiki.gr/article/261582/
prosdokimo-zois-os-allothi-gia-ti-meiosi-syntaxeon

26/2/2018


2.
ΣΕΒ: Κατάργηση εισφορών εργαζομένων 
και διανεμητικό σύστημα κύριων συντάξεων. 

Οι επενδύσεις είναι το κλειδί που μπορεί να οδηγήσει στη μείωση των συντελεστών φορολογίας και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που μειώνουν το μη μισθολογικό κόστος, με στόχο μία βιώσιμη ανάπτυξη, σύμφωνα με το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ).

Ο Σύνδεσμος στο εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία υποστηρίζει ότι: «Το όποιο βραχυπρόθεσμο δημοσιονομικό κόστος δεν πρέπει να μας κρατά εγκλωβισμένους στα γρανάζια της αδράνειας. Οι αναδιανεμητικές στρατηγικές δεν οδηγούν πουθενά εάν πρώτα δεν υπάρξει ανάπτυξη. Συνεπώς, έχει έλθει πλέον η ώρα, τώρα που ολοκληρώνεται το πρόγραμμα προσαρμογής, να εφαρμοσθούν πολιτικές που να δίνουν κίνητρα για αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, των επενδύσεων και των εξαγωγών».

Ο ΣΕΒ στον τίτλο του εβδομαδιαίου δελτίου κάνει λόγο για «οικονομική πολιτική νέας γενιάς» παρουσιάζοντας την πρόσφατη μελέτη της διαΝΕΟσις, σύμφωνα με την οποία η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας μπορεί να ενισχυθεί σημαντικά εφόσον, πρώτον, στο πλαίσιο ενός συμβιβασμού με τους δανειστές, μεταφερθούν πόροι από την εξυπηρέτηση του χρέους σε παραγωγικές επενδύσεις, ύψους δύο ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ μέχρι το 2030 και μίας ποσοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ από εκεί και πέρα σε μόνιμη βάση, ικανές να δημιουργήσουν ρυθμούς ανάπτυξης που να καθιστούν το χρέος βιώσιμο από τα μέσα της δεκαετίας του 2020.

Δεύτερον, να καταργηθούν οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων (6,67% επί του μεικτού μισθού) και να δημιουργηθεί ένα διανεμητικό σύστημα για τις κύριες συντάξεις, και ένας κεφαλαιοποιητικός πυλώνας στις επικουρικές συντάξεις.

Τέλος, πρέπει να απλοποιηθεί το φορολογικό σύστημα με ενοποίηση και μείωση συντελεστών (20% βασικός συντελεστής φόρου εισοδήματος για φυσικά και νομικά πρόσωπα και για ΦΠΑ).

Οι προτάσεις αυτές, σύμφωνα με τους αναλυτές του ΣΕΒ, είναι ενδεικτικές μιας νέας γενιάς παρεμβάσεων οικονομικής πολιτικής, που αναγνωρίζουν τις δυσκολίες στην εφαρμογή τους και λαμβάνουν ως δεδομένους τους δημοσιονομικούς περιορισμούς που θα εξακολουθήσουν να υφίστανται στη μεταμνημονιακή περίοδο.

Ειδικότερα, η κατάργηση των εισφορών των εργαζομένων, ταυτόχρονα με τη μείωση του αφορολογήτου, διατηρεί ανέπαφο το διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών, και, συνεπώς, συντελεί στην αποδοχή από την κοινωνία της αναγκαίας επέκτασης της φορολογικής βάσης. Τέτοιου είδους προτάσεις, όπως υποστηρίζει ο ΣΕΒ, «έχει ανάγκη ο τόπος μας, καθώς εντάσσονται στη λογική του ότι η ευημερία κερδίζεται, και δεν χαρίζεται με δανεικά, όπως στο παρελθόν».

Πηγή: Καθημερινή

 http://www.newsbomb.gr/oikonomia/story/865398/sev-katargisi-eisforon-ergazomenon-kai-dianemitiko-systima-kyrion-syntaxeon#ixzz58tMqIyPy 

2/3/2018


3.
Κοινωνική ασφάλιση ή επιλογή των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών;

Οι συνθήκες σύνδεσης του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος με τους δημοσιονομικούς περιορισμούς στην Ελλάδα και κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο (Αύγουστος 2018 και μετά), εξαιτίας της προβλεπόμενης αναιμικής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και της περιορισμένης αύξησης της απασχόλησης, σε συνδυασμό με το πλαίσιο εποπτείας και παρακολούθησης της ασκούμενης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής οδηγούν στην αναζήτηση εναλλακτικών στρατηγικών που θα προσανατολίσουν το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα στη μακροχρόνια βιωσιμότητα, εν όψει, μεταξύ των άλλων, των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων (γήρανση του πληθυσμού, baby booming).

Οι περισσότερες απ’ αυτές τις προτάσεις επικεντρώνονται κυρίως στην αντιμετώπιση του φαινομένου της γήρανσης του πληθυσμού, παραβλέποντας το γεγονός των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, που αυξάνονται με ραγδαίο ρυθμό, καθώς και των νέων τεχνολογιών του αυτοματισμού, της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης, που πλήττουν τη διάρθρωση και το μέγεθος της απασχόλησης.

 Εάν οι εισφορές που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι δεν επαρκούν για την κάλυψη των συντάξεών τους, τότε η σύνταξη θα περικόπτεται αυτόματα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες προτάσεις, ακραίας-νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, επηρεάσθηκαν, κατά βάση, από τις ιδέες των Φρίντμαν – Σβαρτς και εφαρμόστηκαν πειραματικά και βίαια στη Λατινική Αμερική (π.χ. Χιλή του Πινοσέτ) και μετά το 1990 επεκτάθηκαν και στον υπόλοιπο κόσμο, όπως η Ιταλία, η Σουηδία ,Βαλτικές χώρες κ.α, χωρίς να εξετάζεται ούτε το πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον αυτών των χωρών, σε σύγκριση με αυτό της Ελλάδας, αλλά ούτε και οι συνέπειες που προκάλεσαν στους ασφαλισμένους, στους συνταξιούχους, στα κοινωνικοασφαλιστικά συστήματα και στους κρατικούς προϋπολογισμούς αυτών των χωρών, ώστε να αξιολογηθούν εάν είναι οικονομικά βιώσιμες και κοινωνικά αποτελεσματικές, προκειμένου να εφαρμοστούν και στη χώρα μας ή όχι.

 H νεοφιλελεύθερη στρατηγική επιλογή οδηγεί την ασφάλιση στις κρίσεις των κεφαλαιαγορών και χρηματαγορών, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται ως προς την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα και το βιοτικό επίπεδο των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων.

Η Διεθνής Ένωση Κοινωνικής Ασφάλισης (ISSA) συνιστά στα κράτη ότι οι βασικές αρχές μιας στρατηγικής κατεύθυνσης που απαιτείται να έχει μια κοινωνική και βιώσιμη κοινωνικοασφαλιστική παρέμβαση είναι οι εξής:

α) Βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση αλλά και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα.
β) Επιδράσεις στην οικονομία.
γ) Επάρκεια των παροχών και ζητήματα που αφορούν την αναδιανομή του εισοδήματος.
δ) Πολιτικός κίνδυνος και κοινωνική αστάθεια. Τα συνταξιοδοτικά συστήματα που επιλέγονται για την οργάνωση και την παροχή των συ­νταξιοδοτικών παροχών των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης διακρίνονται, κατά βάση, σε διανεμητικά και σε κεφαλαιοποιητικά, είτε με καθορισμένες παροχές είτε με καθορισμένες εισφορές.

Υπάρχουν και συνδυασμοί των προηγούμενων συστημάτων (υβριδικά συστήματα), όπως το σύστημα των καθορισμένων εισφορών νοητής κεφαλαιοποίησης (NDC). Στα συστήματα καθορισμένων παροχών η τελική παροχή του ασφαλισμένου καθορίζεται με μαθηματικό τύπο σε συνάρτηση με τον μισθό και τα έτη ασφάλισης (απασχόληση), ενώ με το σύστημα των καθορισμένων εισφορών η παροχή εξαρτάται από το ύψος της επενδυτικής απόδοσης (αγορές κεφαλαίου).

Επίσης, στην πρώτη περίπτωση τον κίνδυνο του γήρατος τον αναλαμβάνει το κράτος, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ο κίνδυνος του γήρατος μεταφέρεται στον συνταξιούχο (ατομικά). Στη δημόσια συζήτηση (επιστημονική, πολιτική, κοινωνική) που διεξάγεται στη χώρα μας προτείνεται η διατήρηση της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης, όπως έχει διαμορφωθεί με τις μνημονιακές πολιτικές της περιόδου 2010-2021 και επιπλέον διατυπώνεται η πρόταση της πλήρους αναμόρφωσης της επικουρικής ασφάλισης, προκειμένου να καταλήξει σταδιακά σ’ ένα περισσότερο ευέλικτο σύστημα και με δυνατότητα επιλογών:

α) Μίας επικουρικής ασφάλισης για όλους και με κίνητρο συμμετοχής.
β) Κεφαλαιοποίησης των εισφορών των νέων ασφαλισμένων, ώστε οι εισφορές να αποκτήσουν χαρακτήρα αποταμίευσης.
γ) Ενοποίησης των εισφορών της επικουρικής και της εφάπαξ παροχής σε μία ενιαία εισφορά, με καταγραφή στον ατομικό λογαριασμό κάθε ασφαλισμένου.

  •  Mε την πρόταση αυτή το πρόβλημα θα παραμένει και απλά η κεφαλαιοποίηση θα ΜΕΤΑΦΕΡΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ στον ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟ…

Με άλλα λόγια, στη νεοφιλελεύθερη αυτή πρόταση αυτή διακρίνει κανείς μια ιδιαίτερη έμφαση στην ατομικότητα, την ιδιωτικοποίηση και την εξατομίκευση της επικουρικής ασφάλισης και της εφάπαξ παροχής. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η διανεμητικότητα (εθνική σύνταξη) της κοινωνικής ασφάλισης περιορίζεται στο 25%-30% και η υπερκεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης (μη προσδιορισμένες παροχές) περιορίζεται στο 70%-75%, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου τα κεφαλαιοποιητικά στοιχεία των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης είναι 30% και τα διανεμητικά-κοινωνικά στοιχεία είναι 70%. Επίσης, στη δημόσια συζήτηση διατυπώνεται μια άλλη, ακραία-νεοφιλελεύθερη πρόταση, η οποία προτείνει, επιπλέον του νεοφιλελεύθερου νομοθετικού – θεσμικού πλαισίου των πρόσφατων (2010-2021) κοινωνικοασφαλιστικών παρεμβάσεων, την περαιτέρω κεφαλαιοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, με την εφαρμογή του συστήματος των ατομικών λογαριασμών νοητής κεφαλαιοποίησης (Σουηδία, Ιταλία, Βαλτικές Χώρες) και στις κύριες συντάξεις.

Να σημειωθεί ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα στη Σουηδία ασκείται έντονη κριτική για τις συνέπειες του συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης (ατομικές μερίδες), που εφαρμόστηκε πριν από δύο δεκαετίες. Πιο συγκεκριμένα, η κριτική αυτή εστιάζεται στην κατάργηση της έννοιας της αλληλεγγύης στην κοινωνική ασφάλιση καθώς και στην επάρκεια των παροχών (βιοτικό επίπεδο συνταξιούχων), δεδομένου ότι οι αυτόματοι σταθεροποιητές που εφαρμόζονται στο σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης επικεντρώνονται αποκλειστικά στη χρηματοοικονομική ισορροπία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, παραβλέποντας το ύψος των παροχών.

Έτσι, ασφαλισμένοι οι οποίοι στον εργασιακό τους βίο αντιμετώπισαν χαμηλό επίπεδο μισθών και ευελιξία της απασχόλησης λαμβάνουν πολύ μικρή σύνταξη. Επιπλέον, είναι προφανές ότι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική επιλογή του συστήματος της νοητής κεφαλαιοποίησης απομακρύνει την κοινωνική ασφάλιση από τις θεμελιώδεις αρχές της, μετατρέποντας το κοινωνικοασφαλιστικό δικαίωμα σε ατομική απόδοση, κατευθύνοντας παράλληλα το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στις αποδόσεις και στις κρίσεις των κεφαλαιαγορών και χρηματαγορών, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται ως προς την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα και το βιοτικό επίπεδο των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων.

Ειδικότερα, το σοβαρότερο πρόβλημα, μεταξύ των άλλων, μιας τέτοιας παρέμβασης στο διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι το κόστος μετάβασης από το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων εισφορών στους ατομικούς λογαριασμούς νοητής κεφαλαιοποίησης (NDC), σε συνδυασμό με την επιβάρυνση που θα επιφορτισθούν τόσο τα δημόσια οικονομικά της χώρας όσο και η γενιά της μετάβασης. Το προτεινόμενο σύστημα, ακραίας-νεοφιλελεύθερης έμπνευσης και εφαρμογής,της νοητής κεφαλαιοποίησης (ατομικές μερίδες) στην κύρια σύ­νταξη και την υγεία (ατομικά προγράμματα) σε ασφαλιστικές εταιρείες διατυπώθηκε ως ερώτημα στο πρόσφατο (Δεκέμβριος 2017) συνέδριο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπό την έννοια «να δοθεί το δικαίωμα στους νέους εργαζόμενους να επιλέγουν μεταξύ του ΕΦΚΑ και των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών για την υποχρεωτική τους ασφάλιση (σύνταξη και υγεία)».

  •  Mε την πρόταση αυτή εάν οι εισφορές που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι δεν επαρκούν για την κάλυψη των συντάξεών τους, τότε η σύνταξη θα περικόπτεται αυτόματα.

Όμως, η πρόταση αυτή, εκτός του ότι προσκρούει στο άρθρο 22 παρ. 5 του ελληνικού Συντάγματος, δεν αντιμετωπίζει ούτε τα οικονομικά, κοινωνικοασφαλιστικά και υγειονομικά προβλήματα του συστήματος κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας ούτε το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού, γιατί και πάλι με τις εισφορές των σημερινών εργαζομένων χορηγούνται οι συντάξεις των συνταξιούχων. Η χρήση των ραντών αντιμετωπίζει το πρόβλημα της μακροζωίας αλλά όχι το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού. Η γήρανση του πληθυσμού αλλάζει τη δομή του πληθυσμού μιας χώρας και επηρεάζει το εργατικό δυναμικό και το πλήθος των εργαζομένων που με τις εισφορές τους πληρώνονται οι συντάξεις των συνταξιούχων.

Έτσι, από τη στιγμή που το σύστημα της νοητής κεφαλαιοποίησης λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο, το πρόβλημα θα παραμένει. Απλά, μεταφέρεται από το κράτος στον ασφαλισμένο, διαμέσου των ασφαλιστικών εταιρειών, και αυτό γιατί ο ασφαλισμένος κατά τη στιγμή της συνταξιοδότησής του μπορεί να λάβει παροχή μικρότερη και από τις εισφορές που θα έχει καταβάλει. Κι αυτό γιατί εάν οι εισφορές που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι δεν επαρκούν για την κάλυψη των συντάξεών τους, τότε η σύνταξη θα περικόπτεται αυτόματα.

Πιο συγκεκριμένα, η εφαρμογή μιας τέτοιας, ακραίας-νεοφιλελεύθερης πολιτικής και στην κύρια σύνταξη, λαμβάνοντας υπόψη τις δημογραφικές προβολές, τη γήρανση του πληθυσμού και τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, θα οδηγήσει σε μια μέση κύρια σύνταξη περίπου στα 250 ευρώ (μεικτά) τον μήνα. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την πρόταση αυτή, η οποία προσάδει περισσότερο με πρόταση ασφαλιστικού marketing και λιγότερο με πρόταση μεταρρύθμισης του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος στη χώρα μας, θα καταργηθεί η εθνική σύνταξη που χρηματοδοτεί το κράτος από τη φορολογία καθώς και η διανεμητικότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, για να αντικατασταθεί από μια μικρότερη σύνταξη, που θα υπόκειται στον κίνδυνο της γήρανσης του πληθυσμού, των οικονομικών κύκλων και των αγορών.

Αυτό το ποσό θα συμπληρώνεται από μια υποχρεωτική επικουρική σύνταξη, κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα, το ύψος της οποίας θα προσεγγίζει τα 250 ευρώ (μεικτά), με 6% συνολικές εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών και το επίπεδό της θα εξαρτάται από την απόδοση των επενδύσεων και τους κινδύνους των κεφαλαιαγορών και των χρηματαγορών. Άρα, το συνολικό ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης δεν θα ξεπερνάει τα 500 ευρώ (μεικτά) τον μήνα, καταργώντας κάθε χρηματοδότηση, κάθε διανεμητικότητα και κάθε εγγύηση του κράτους, με αποτέλεσμα την κυριαρχία (100%) της υπερκεφαλαιοποίησης στην ασφάλιση καθώς και την ανησυχητική, κοινωνικά, πολιτικά και μακροοικονομικά, διεύρυνση της κοινωνικής ανασφάλειας και της φτωχοποίησης του πληθυσμού στη χώρα μας. Επίσης, ο ισχυρισμός της συγκεκριμένης πρότασης, βάσει της οποίας η μείωση των εισφορών στο 10% θα οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας, δεν επιβεβαιώνεται και αυτό γιατί τα οικονομετρικά υποδείγματα που χρησιμοποιούνται για αυτές τις προβλέψεις έχουν μια σημαντική παράληψη, η οποία συνίσταται στον δημογραφικό παράγοντα.

Mε άλλα λόγια, στα υποδείγματα αυτά εισάγονται παραδοχές οι οποίες στηρίζονται σε ιστορικές παρατηρήσεις παραγόντων που συσχετίζονται μεταξύ τους, αγνοώντας τη δημογραφική διάρθρωση του πληθυσμού. Με τα δεδομένα αυτά, είναι εύληπτο, με τον πιο σαφή τρόπο, ότι η κοινωνική ασφάλιση, ως υποχρεωτική και αποκλειστική επιλογή, θα πρέπει να λειτουργεί με το διανεμητικό σύστημα των καθορισμένων παροχών και να στηρίζεται στις βασικές αρχές της κοινωνικής ασφάλισης, που είναι η αλληλεγγύη των γενεών, η ισότητα των μελών και η αναλογικότητα των εισφορών και παροχών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι χώρες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, διατηρούν τον βασικό πυλώνα της κοινωνικής ασφάλισης εφαρμόζοντας το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών, πραγματοποιώντας παραμετρικές αλλαγές, προκειμένου να εξασφαλίζεται η προσαρμογή στη γήρανση του πληθυσμού.

Συμπερασματικά, η εφαρμογή του συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης και στην κύρια σύνταξη (ατομικές μερίδες) και την υγεία (ατομικά προγράμματα) δεν θα λύσει το συνταξιοδοτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα της χώρας μας. Αντίθετα, θα το οξύνει οικονομικά και κοινωνικά.

Και αυτό γιατί, πρώτον, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το μεγάλο κόστος μετάβασης, το οποίο θα το επωμιστούν οι φορολογούμενοι πολίτες (100-120 δισ. ευρώ), δηλαδή οι νέες γενιές, δεύτερον, δεν αντιμετωπίζεται το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού και, τρίτον, δεν παρέχεται ένα υψηλότερο επίπεδο παροχών στους ασφαλισμένους συγκριτικά με το ισχύον σύστημα της κύριας ασφάλισης. Η κύρια διαφορά του συστήματος της νοητής κεφαλαιοποίησης (ατομικές μερίδες) με το σύστημα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης είναι ότι το κράτος δεν αναλαμβάνει καμιά ευθύνη απέναντι στον ασφαλισμένο (δεν παρέχει καμιά χρηματοδότηση) και ο κίνδυνος του γήρατος μεταφέρεται εξ ολοκλήρου στον ασφαλισμένο/συνταξιούχο.

Τέλος, ένα τέτοιο σύστημα ατομικών λογαριασμών νοητής κεφαλαιοποίησης αποτελεί μια μη ορθολογική επιλογή ασφάλισης για έναν νέο εργαζόμενο, σε σύγκριση τόσο με το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών όσο και με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Κι αυτό γιατί αυτοί που θα συνταξιοδοτηθούν στην αρχή του νέου συστήματος θα λάβουν μεγαλύτερη παροχή συγκριτικά με αυτούς που θα συνταξιοδοτηθούν μελλοντικά. Για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος που πρωτοασφαλίστηκε το 1995 και εισέλθει στο νέο σύστημα με 22 έτη προϋπηρεσία θα λάβει τουλάχιστον 15% υψηλότερη παροχή σε σχέση με κάποιον που θα ασφαλιστεί για πρώτη φορά το 2015, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.


Αντίθετα, ένα διανεμητικό σύστημα μπορεί να καταστεί μακροχρόνια βιώσιμο, όπως και ένα πλήρως κεφαλαιοποιητικό, εφόσον υπάρχει συνεχής αναλογιστική αποτίμηση, η οποία θα εξασφαλίζει ότι η περίοδος της συνταξιοδότησης είναι ανάλογη της περιόδου καταβολής των εισφορών των εργαζομένων/εργοδοτών και του κράτους. Όπως αποδεικνύεται με τον πιο σαφή και εύληπτο τρόπο, η κοινωνική ασφάλιση καλύπτει κινδύνους γήρατος και ασθενείας με επάρκεια και κοινωνική αποτελεσματικότητα, ενώ οι ασφαλιστικές εταιρείες (ιδιωτική ασφάλιση) αναλαμβάνουν την κάλυψη κινδύνων με βασικό κριτήριο τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Ελλάδα αποτελεί η Ασπίς Πρόνοια και στις ΗΠΑ αποτελεί η κατάρρευση της ασφαλιστικής εταιρείας ΑΙG, την οποία διέσωσε ο κρατικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ (φορολογία) καταβάλλοντας 85 δισ. δολάρια.

ΣΑΒΒΑΣ Γ. ΡΟΜΠΟΛΗΣ
ομότ. καθ. Παντείου Πανεπιστημίου

http://www.paron.gr/2018/01/03/
kinoniki-asfalisi-i-epilogi-ton-idiotikon-asfalistikon-eterion/

January 3, 2018