Τι κερδίζουν και τι χάνουν τα κράτη από τους δασμούς.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Είναι ο εμπορικός πόλεμος η μόνη επιλογή;
Μια εναλλακτική προσέγγιση για την αντιμετώπιση της Κίνας. 



Η φιλελεύθερη θεωρία και οι υπέρμαχοι της αυτάρκειας. Πώς διαμορφώνονται τα επιχειρήματα των δύο πλευρών, στη σκιά των απειλών Τραμπ με δασμούς. Οι ατέλειες των αγορών, οι στρατηγικές και ο κίνδυνος των αντιποίνων.  
  
Στην πρώτη τους συνάντηση, ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε με στόμφο ότι «δεν είμαι υπέρ του προστατευτισμού, είμαι υπέρ του "δίκαιου" διεθνούς εμπορίου». Αντιθέτως η καγκελάριος Μέρκελ υποστήριξε, όπως πάντα, ότι το «ελεύθερο» εμπόριο αποτελεί την ατμομηχανή της παγκόσμιας ανάπτυξης.

Όπως γίνεται άμεσα αντιληπτό, οι έννοιες «δίκαιο» και «ελεύθερο» διεθνές εμπόριο είναι κανονιστικές και ως τέτοιες  χρήζουν ορισμού. Χωρίς να ορισθούν οι έννοιες, κάτι που προφανώς απαιτεί τη χρήση συγκεκριμένων κριτηρίων, και συνεπώς προϋποθέτει σύμβαση μεταξύ των συμβαλλομένων και όχι εξ αντικειμένου αλήθεια, οι διακηρύξεις τέτοιου τύπου παραμένουν κενές νοήματος.

Βεβαίως τα όσα υποστηρίζουν οι Τραμπ και Μέρκελ αντιστοιχούν με το πώς οι δύο αντιλαμβάνονται τα συμφέροντα των χωρών τους στη συγκεκριμένη φάση του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, και βεβαίως δεν αποτελούν κάτι το νέο στην ιστορία του διεθνούς εμπορίου. Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε μια μικρή ανασκόπηση των δύο θεωρητικών αντιλήψεων και τα επιχειρήματα που κάθε μία από αυτές χρησιμοποιεί.  

Η φιλελεύθερη θεωρία

Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη θεωρία του διεθνούς εμπορίου, η οποία έχει εξελιχθεί σε μορφή και περιεχόμενο από τις απλές σκέψεις των κλα­σι­­κών οικονομο­λό­γων Adam Smith και David Ricardo, στο υπόδειγμα Heckscher-Ohlin-Samuelson και σε άλλες περίπλοκες νεοκλασικές διατυπώσεις, η εξάλειψη των πάσης φύσεως εμποδίων στην ελεύθερη διακίνηση των αγαθών και η συμμετοχή μιας εθ­νικής οικονομίας στο διεθνές εμπόριο επιτρέπει τις χώρες να εξειδικευτούν και να εξά­γουν εκείνα τα αγαθά στα οποία έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα, εισάγοντας ταυτόχρονα εκείνα στα οποία δεν έχουν.

Η οικονομική αυτή εξειδίκευση που επέρχεται μέσω του ελεύθερου εμπορίου μεγιστοποιεί την εθνική και διεθνή ευημερία, δίνει ώθηση στη μεγέθυνση και την παραγωγική αποδοτικότητα της εγχώριας οικονομίας, ενώ παράλληλα διευκολύνει την αποδοτική χρήση των σπανιζόντων πόρων του κόσμου. Ταυτόχρονα, η φιλελευθεροποίηση του εμπορίου ενισχύει τον ανταγωνισμό στις εγχώριες αγορές και κατ’ επέκταση ωφελεί τους καταναλωτές, μειώ­νοντας τις τιμές και προσφέροντάς τους μια διευρυμένη κλίμακα επιλογών. Επίσης, το ελεύθερο εμπόριο ενθαρρύνει τη διάδοση της τεχνολογίας και της τεχνογνωσίας με ευεργετικά αποτελέσματα για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, ενώ διασφαλίζει τις προοπτικές για σταθεροποίηση της παγκόσμιας ειρήνης.

Ωστόσο, είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι η επιχειρηματολογία των φιλελεύθερων δεν επικαλείται λόγους ισότητας και ίσης διανομής των ωφελειών από το ελεύθερο εμπόριο, αλλά αυξημένης αποδοτικότητας και μεγιστοποίησης του εθνικού και παγκόσμιου πλούτου. Στη βάση των διανεμητικών αυτών συνεπειών του ελεύθερου εμπορίου επικεντρώνεται και η σύγκρουση ανάμεσα στη φιλελεύθερη εκδοχή του ελεύθερου εμπορίου και στη θεώρηση της διοικητικής παρέμβασης στο διεθνές  εμπόριο.

Οι υπέρμαχοι της αυτάρκειας

Αντίθετα, οι υπέρμαχοι της εθνικής οικονομικής ισχύος και αυτάρκειας, από τους μερκαντιλιστές του 17ου και 18ου αιώνα ως τους σύγχρονους υποστηρικτές, παρά τη διαφορετικότητα του θεωρητικού υπόβαθρου που επικαλούνται για τη θεμελίωση των απόψεών τους, τάσσονται υπέρ μιας παρεμβατικής κυβερνητικής πολιτικής, η οποία έχει ως στόχο να ελέγξει το εισαγωγικό εμπόριο προς όφελος της εθνικής οικονομίας και να κρατήσει τις εγχώριες αγορές, στρατηγικής ή λιγότερο στρατηγικής σημασίας, προστατευόμενες από τον διεθνή ανταγωνισμό μέσω της θέσπισης εισαγωγικών δασμών και άλλων προστατευτικών μέτρων μη δασμολογικού χαρακτήρα. (Στην κατηγορία των προστατευτικών μέτρων μη δασμολογικού χαρακτήρα εντάσσονται ενδεικτικά οι ποσοτικοί περιορισμοί, οι εθελοντικοί περιορισμοί εξαγωγών, οι πριμοδοτήσεις, οι φορολογικές ρυθμίσεις, οι διεθνείς εμπορικές συμφωνίες).

Η συνήθης επιχειρηματολογία που χρησιμοποιείται από τους οπαδούς της εθνικής οικονομικής αυτάρκειας, οι οποίοι χωρίς να απορρίπτουν τελείως το διεθνές εμπόριο το αντιμετωπίζουν με μια δεδομένη επιφύλαξη, είναι ότι οι προστατευτικές εμπορικές πολιτικές εξυπηρετούν σκοπούς προστασίας κλάδων που έχουν ζωτική σημασία για την εθνική ασφάλεια, αυξάνουν τις ευκαιρίες απασχόλησης με την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και με την προφύλαξη από αθέμιτες πρακτικές ξένων ανταγωνιστών, αποτελούν μηχανισμό αποτελεσματικής οικονομικής ανάπτυξης με την υιοθέτηση μιας στρατηγικής «υποκατάστασης των εισαγωγών», συμβάλλουν στη βελτίωση των όρων του εμπορίου για τη χώρα που τις επιβάλλει, με τον κίνδυνο βέβαια των αντιποίνων από την πλευρά των εμπορικών της εταίρων.

Η αναγνώριση της βασιμότητας των ανωτέρω επιχειρημάτων εδράζεται σε επιχειρήματα προερχόμενα από την οικονομική θεωρία του διεθνούς εμπορίου και δεν αποτελούν απλά πολιτικές επιδιώξεις. Υπάρχουν δύο βασικά επιχειρήματα υπέρ των δασμών:

1.  Το επιχείρημα των όρων εμπορίου

Το επιχείρημα αυτό απορρέει κατευθείαν από την ανάλυση κόστους - οφέλους σε μια χώρα. Σε μια χώρα, η οποία μπορεί να επηρεάσει τις τιμές των ξένων εξαγωγέων, ένας δασμός μειώνει τις τιμές των εισαγομένων αγαθών και δημιουργεί επομένως ένα όφελος για τους όρους εμπορίου. Το όφελος αυτό πρέπει να αντιπαραβληθεί με το κόστος του δασμού, το οποίο ανακύπτει λόγω μεταβολών στα πλεονάσματα καταναλωτή και παραγωγού, αλλά και στα δημόσια έσοδα. Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, ένας δασμός προκαλεί: απώλεια πλεονάσματος στους καταναλωτές (λόγω αύξησης της τιμής του προϊόντος στο οποίο επιβάλλεται ο δασμός) , αύξηση πλεονάσματος στους εγχώριους παραγωγούς και αύξηση των δημοσίων εσόδων.

Συνεπώς ένας δασμός, όταν επιβληθεί, θα πρέπει να προκαλέσει μεγαλύτερο όφελος  από το  αντίστοιχο κόστος. Δηλαδή θα πρέπει: Απώλεια καταναλωτή < όφελος παραγωγού+δημόσια έσοδα.

Είναι επομένως, πιθανό, σε ορισμένες περιπτώσεις, το όφελος που συνεπάγεται ένας δασμός για τους όρους εμπορίου να αντισταθμίζει το κόστος του, και τότε έχει βάση το επιχείρημα των όρων εμπορίου υπέρ των δασμών. Αυτό, προφανώς, θα συμβεί, όταν ο δασμός είναι αρκετά χαμηλός και τα οφέλη για τους όρους εμπορίου εύκολα μπορούν να αντισταθμίζουν το κόστος του. Άρα, η ευημερία μιας χώρας είναι υψηλότερη μ’ ένα χαμηλό επίπεδο δασμών παρά με το ελεύθερο εμπόριο. Συνεπώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ένα άριστο επίπεδο δασμού, που μεγιστοποιεί την εθνική ευημερία!

Όμως το επιχείρημα αυτό δεν ισχύει για τις (μικρές) χώρες, οι οποίες είναι αδύνατον να επηρεάσουν τις διεθνείς τιμές, είτε των εισαγωγών είτε των εξαγωγών των άλλων χωρών. Όταν πρόκειται για μεγάλες χώρες όπως οι ΗΠΑ, σίγουρα μπορεί να ισχύει. Βεβαίως αυτό θα επισύρει, πιθανότατα, αντίποινα εκ μέρους των άλλων μεγάλων χωρών.

2. Το επιχείρημα των ανεπαρκειών της εγχώριας αγοράς

Το επιχείρημα των ανεπαρκειών της εγχώριας αγοράς κατά του ελεύθερου εμπορίου αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση μιας γενικότερης έννοιας, που είναι γνωστή στην οικονομική θεωρία ως θεωρία της δεύτερης καλύτερης επιλογής.

Η θεωρία αυτή διατυπώνει την άποψη ότι μια μη παρεμβατική πολιτική είναι επιθυμητή σε μια αγορά μόνον αν όλες οι υπόλοιπες αγορές λειτουργούν ομαλά (δηλαδή λειτουργούν με βάση τις αντιλήψεις του τέλειου ανταγωνισμού της νεοκλασικής σχολής). Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε μια κρατική παρέμβαση, που φαίνεται (κατά τους οπαδούς του ελεύθερου εμπορίου και του τέλειου ανταγωνισμού) να στρεβλώνει τα κίνητρα της αγοράς, μπορεί στην πραγματικότητα να αυξάνει την ευημερία, αντισταθμίζοντας τις ανεπάρκειες κάποιας άλλης αγοράς. Αν, για παράδειγμα, η αγορά εργασίας δυσλειτουργεί και δεν επιτυγχάνεται πλήρης απασχόληση, μια πολιτική επιδότησης των κλάδων έντασης εργασίας, η οποία θα ήταν ανεπιθύμητη σε μια οικονομία πλήρους απασχόλησης, θα αποτελούσε ένα κατάλληλο μέσον.

Η βασική αντίρρηση των θιασωτών του ελεύθερου εμπορίου αρθρώνεται στο ότι είναι πάντοτε προτιμότερο να αντιμετωπίζουμε τις ανεπάρκειες της αγοράς όσο το δυνατόν αμεσότερα και συνεπώς πρέπει να παρέμβουμε στην άμεση  διόρθωση των ατελειών της αγοράς και όχι να παρεμβαίνουμε εμμέσως π.χ. στο διεθνές εμπόριο. Δηλαδή θα πρέπει να επιδιώκεται πάντοτε η «πρώτη καλύτερη επιλογή» και όχι η «δεύτερη καλύτερη επιλογή».

Αυτό σημαίνει, μέσω ενός παραδείγματος, ότι όλες οι οικονομίες, ανεξαρτήτως εγχωρίου κόστους, θα πρέπει να καταβάλλουν συνεχώς προσπάθειες να μετατραπούν σε όμοιες ως προς τη δομή τους, τα χαρακτηριστικά τους, το θεσμικό περιβάλλον τους και τον τρόπο λειτουργίας τους. Δηλαδή η παγκόσμια οικονομία θα προσομοιάζει σε ένα καλάθι που θα περιέχει παρόμοια αλλά διαφορετικού μεγέθους αβγά! Λυπάμαι αλλά αυτό αποτελεί μύθευμα ολκής.  

Οι ατέλειες των αγορών

Όμως, αφήνοντας κατά μέρος τις θεωρητικές συζητήσεις των οικονομολόγων, εκείνο που αποτελεί κοινή αντίληψη είναι ότι ο πραγματικός  κόσμος βρίθει ατελειών των αγορών. Η απαίτηση να λειτουργούν όλες οι αγορές σύμφωνα με τα πρότυπα του τέλειου ανταγωνισμού της νεοκλασικής σχολής αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους μύθους που επιχειρείται να πλασαριστεί ως πραγματοποιήσιμος. Πρόκειται για μια απολύτως πλασματική κατασκευή.

Στο πλαίσιο της κριτικής που ασκείται κατά της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου, οι υπέρμαχοι της αυτάρκειας των εθνικών οικονομιών θεωρούν την πολιτική του ελεύθερου εμπορίου ως μια πολιτική εξυπηρέτησης των συμφερόντων του ισχυρού, καθώς, όπως αποδεικνύεται από την ιστορία, οι κυβερνήσεις υιοθετούν τη συγκεκριμένη στρατηγική μόνον μετά την εκβιομηχάνιση των οικονομιών τους η οποία επιτυγχάνεται υπό καθεστώς προστασίας και κρατικού ελέγχου της εμπορικής δραστηριότητας. Η βάση της κριτικής τους αυτής στηρίζεται στο κόστος του διεθνούς εμπορίου για τα λιγότερο ανεπτυγμένα κράτη, που κυμαίνεται από την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας ως την αυξημένη τρωτότητα της εθνικής ευημερίας απέναντι στις αρνητικές επιπτώσεις των διεθνών εξελίξεων.

Συγκεκριμένα, οι οπαδοί του εμπορικού προστατευτισμού στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες ισχυρίζονται ότι το ελεύθερο εμπόριο με τις πιο αναπτυγμένες χώρες συνιστά μια μορφή ιμπεριαλισμού που επιφέρει την εξάρτηση των πρώτων από τις δεύτερες, ενώ παράλληλα ισχυρίζονται ότι η οικονομική τους ανάπτυξη θα επέλθει μόνο μέσω μιας εμπορικής πολιτικής που στηρίζεται στον οικονομικό εθνικισμό και όχι μέσω των ελεύθερων αγορών.

Στις πιο αναπτυγμένες χώρες, οι υπέρμαχοι του προστατευτισμού ασκούν την κριτική τους, η οποία εν μέρει τροφοδοτείται από τις παρανοήσεις που προκύπτουν από τη συζήτηση περί ελεύθερου εμπορίου, στη βάση του γεγονότος ότι αφενός το ελεύθερο εμπόριο υποθάλπει δόλιες και αθέμιτες πρακτικές από την πλευρά των εμπορικών εταίρων οι οποίες κατά την άποψη των πολέμιων του ελεύθερου εμπορίου επηρεάζουν αρνητικά το εμπορικό ισοζύγιο της δεδομένης χώρας και αφετέρου ότι το ελεύθερο εμπόριο ως μια ειδικότερη έκφανση της παγκοσμιοποίησης ευθύνεται για την αυξανόμενη ανισότητα στους μισθούς, συνιστά απειλή για τις θέσεις εργασίας, τα ημερομίσθια, την κοινωνική πρόνοια καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος.

Από την άλλη πλευρά, οι υπέρμαχοι μιας φιλελεύθερης διεθνούς αγοράς αμφισβητούν έντονα τα οφέλη από την επιλογή μιας προστατευτικής πολιτικής λόγω του υψηλού κόστους της για τις εθνικές οικονομίες και κατ’ επέκταση για την παγκόσμια οικονομία. Και αυτό γιατί ελλείψει ανοιχτών εθνικών αγορών αποθαρρύνεται η προσπάθεια δημιουργίας ανταγωνιστικών εγχώριων παραγωγικών μονάδων και αποτρέπεται η αποδοτική χρήση των εθνικών πόρων.

Στο πλαίσιο της επικριτικής τους θεώρησης, προσθέτουν ότι ο προστατευτισμός συνεπάγεται αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος από τους καταναλωτές και τους μη προστατευμένους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας στους προστατευμένους τομείς, οι οποίοι συνήθως είναι φθίνουσες μη ανταγωνιστικές βιομηχανίες με αρνητικές επιπτώσεις για την ανταγωνιστικότητα όλων των υπόλοιπων που είναι εξαρτημένες από τις τελευταίες.

Αυτό σημαίνει ότι ο προστατευτισμός σε αντίθεση με το ελεύθερο εμπόριο του οποίου τα οφέλη διοχετεύονται αδιακρίτως στο σύνολο των κοινωνικών ομάδων, εξυπηρετεί αποκλειστικά τα ειδικότερα συμφέροντα των προστατευόμενων παραγωγών σε βάρος των καταναλωτών, για τους οποίους αυξάνεται το κόστος λόγω της απώλειας επιλογής μεταξύ ανταγωνιστικών προϊόντων. Επιπρόσθετα, αμφισβητούν το επιχείρημα των οπαδών του αντίθετου δόγματος ότι ο ανταγωνισμός από τις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες με χαμηλά ημερομίσθια στα πλαίσια των ανοιχτών αγορών επιφέρει μείωση των ημερομισθίων, αυξανόμενη ανισότητα των μισθών και ανεργία στις εκβιομηχανισμένες.

Βάση της αμφισβήτησης αυτής αποτελεί το γεγονός ότι αφενός οι τεχνολογικές εξελίξεις καθώς και τα εσωτερικά μακροοικονομικά μεγέθη είναι οι παράγοντες που επιφέρουν διαρθρωτικές αλλαγές στο εσωτερικό μιας εκβιομηχανισμένης οικονομίας και ότι αφετέρου η υιοθέτηση μιας προστατευτικής πολιτικής, όπως αποδεικνύουν τα στατιστικά στοιχεία, δεν αποτελεί συνετή λύση στα προβλήματα των στάσιμων ημερομισθίων, της εργασιακής ανασφάλειας και της ανισότητας του εισοδήματος.

Ο κίνδυνος αντιποίνων

Τέλος, η προστατευτική παρεμβατική πολιτική μιας κυβέρνησης απέναντι στο εμπόριο είναι δυνατόν να προκαλέσει συμπεριφορές αντιποίνων από τους εμπορικούς της εταίρους, με αποτέλεσμα να αναστέλλεται η προσπάθεια αύξησης των κερδών για τη δεδομένη εθνική οικονομία μέσω της εφαρμογής της πρακτικής του «δωρεάν επιβάτη», δηλαδή με την περιχαράκωση της εθνικής αγοράς και με την εκμετάλλευση των ανοιχτών στο ελεύθερο εμπόριο ξένων αγορών στις οποίες προωθούν τα εξαγώγιμα προϊόντα τους.

Παρά την ισχυρή θεωρητική τάση της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας, γενικά, υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, ο προστατευτισμός, υπό λιγότερη ή περισσότερη, φανερή ή αφανή  μορφή, δεν εξέλειψε ποτέ εντελώς, όπως μπορεί να διαπιστωθεί από την ιστορική εξέλιξη της διεθνούς εμπορικής δραστηριότητας τους δύο τελευταίους αιώνες και ακόμη και σήμερα οι κυβερνήσεις τόσο αναπτυγμένων όσο και αναπτυσσόμενων οικονομιών εξακολουθούν να υιοθετούν στρατηγικές εμπορικού προστατευτισμού ο οποίος επανέρχεται με νέα προσωπεία για να υποστηρίξει τις οικονομικές δραστηριότητες που χρήζουν αυξημένης προστασίας λόγω της ιδιαιτερότητας τους για την εθνική ασφάλεια και οικονομική ανάπτυξη.

Ο λόγος για τον οποίο οι προστατευτικές εμπορικές πολιτικές αποτελούν διαδεδομένο χαρακτηριστικό της παγκόσμιας οικονομίας μπορεί να κατανοηθεί εφόσον αναλογιστεί κανείς ότι κάθε ισχυρή οικονομική  δύναμη κάποια στιγμή στην ιστορία της οικονομικής της ανάπτυξης, εφάρμοσε επιθετική βιομηχανική πολιτική και τελικά αναπτύχθηκε υπό καθεστώς προστασίας της εγχώριας αγοράς, προκειμένου με την επιδιωκόμενη εκβιομηχάνιση της να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας και να εδραιώσει τη θέση της στην διεθνή αγορά. Ακόμη και η Μεγάλη Βρετανία που αναπτύχθηκε υπό καθεστώς ελεύθερου εμπορίου ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα, δεν εγκατέλειψε ποτέ εντελώς τις προστατευτικές πολιτικές προκειμένου να προστατεύσει την εγχώρια οικονομία της από τους ανταγωνιστές της. Το ίδιο και η Ιαπωνία τουλάχιστον μέχρι και την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα. Το ίδιο και η Κίνα αλλά και η Γερμανία ακόμη και σήμερα.

Συμπερασματικά, κάθε κυβέρνηση αφού συνεκτιμήσει το κόστος και τα οφέλη από την εφαρμογή κάθε καθεστώτος χαράσσει την εμπορική πολιτική της, η οποία συνήθως είναι ένα μείγμα ελεύθερου εμπορίου  με προστατευτισμό και αποτελεί συνάρτηση των στόχων της εγχώριας οικονομίας καθώς και των συνθηκών που επικρατούν στην παγκόσμια οικονομία.

Η αλληλεπίδραση αυτή μεταξύ εγχώριων και διεθνών οικονομικών παραγόντων έχει επιφέρει ταλαντεύσεις μεταξύ φιλελεύθερου και  εμπορικού καθεστώτος εθνικής αυτάρκειας στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων. Οι ταλαντεύσεις αυτές στη σύγχρονη ιστορία του διεθνούς εμπορίου που αποτυπώνονται είτε με τη σταδιακή απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου είτε με την εδραίωση των προστατευτικών  πολιτικών αποτελούν εγγενές χαρακτηριστικό της παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού.

Η επικράτηση του ενός ή του άλλου δόγματος στο διεθνές εμπόριο, αποτελεί αποτέλεσμα της πολιτικής βούλησης και ισχύος των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών  δυνάμεων. Αυτό είναι παγκοίνως γνωστό. Στα μέσα του 19ου αιώνα η Αγγλία (με βάση τη Ρικαρντιανή θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος) ήταν υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου, ενώ οι θεωρίες του Γερμανού Φρίντριχ Λιστ θεμελίωναν τη θέση υπέρ της εθνικής οικονομίας. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αγγλική σχολή του Καίμπριτζ υποστήριζε τις παρεμβατικές κυβερνητικές πολιτικές στο διεθνές εμπόριο, ενώ η γερμανική σχολή του Κιέλου το ελεύθερο εμπόριο. Ο λόγος προφανώς αυτής της αλλαγής συνδέεται με την αλλαγή της οικονομικής ισχύος των δύο χωρών. 

Σήμερα  για ακόμη μια φορά βρισκόμαστε, ίσως, αντιμέτωποι με την αλλαγή του καθεστώτος του «ελεύθερου εμπορίου» όπως το γνωρίζουμε μέσω της σειράς συμφωνιών της GATT και της ίδρυσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.  

  Κώστας Μελάς,
 Δρ Οικονομίας, πρόεδρος 
του ομίλου Κοινωνικού Οικονομικού Προβληματισμού 
και Πολιτικής Δράσης.


19 Μαρτίου 2018  


           ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ            



Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump, ανακοινώνει δασμούς για τις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου, περιστοιχιζόμενος από εργαζόμενους της βιομηχανίας χάλυβα και αλουμινίου, στις 8 Μαρτίου 2018. LEAH MILLIS / REUTERS

Είναι ο εμπορικός πόλεμος η μόνη επιλογή;
Μια εναλλακτική προσέγγιση για την αντιμετώπιση της Κίνας.

 Μετά από ένα χρόνο μελέτης για το πώς θα πιεστεί το Πεκίνο να σεβαστεί τους κανόνες του διεθνούς εμπορίου, η πρώτη κίνηση του προέδρου δεν επηρεάζει καθόλου την Κίνα, καθώς οι περισσότερες εισαγωγές μετάλλων στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν προέρχονται από την Κίνα αλλά από τους ίδιους τους συμμάχους με τους οποίους η Ουάσινγκτον πρέπει να συνεργαστεί για να ενθαρρύνουν από κοινού την φιλελευθεροποίηση της Κίνας.

Οι εφορμήσεις του προέδρου Donald Trump στην διπλωματία του εμπορικού πολέμου –η υιοθέτηση δασμών στον χάλυβα και το αλουμίνιο και οι επικείμενες επιβαρύνσεις του σε κινεζικά προϊόντα ως απάντηση στην υποτιθέμενη κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας- είναι κακές στρατηγικές για την αντιμετώπιση των συμφερόντων των ΗΠΑ. Μετά από ένα χρόνο μελέτης για το πώς θα πιεστεί το Πεκίνο να σεβαστεί τους κανόνες του διεθνούς εμπορίου, η πρώτη κίνηση του προέδρου δεν επηρεάζει καθόλου την Κίνα, καθώς οι περισσότερες εισαγωγές μετάλλων στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν προέρχονται από την Κίνα αλλά από τους ίδιους τους συμμάχους με τους οποίους η Ουάσινγκτον πρέπει να συνεργαστεί για να ενθαρρύνουν από κοινού την φιλελευθεροποίηση της Κίνας. Η Κίνα είναι μόνο η δέκατη μεγαλύτερη πηγή εισαγωγών χάλυβα στις ΗΠΑ, αντιπροσωπεύοντας μόλις το 2% των συνολικών εισαγωγών χάλυβα των ΗΠΑ το 2017 (μια μείωση κατά 31% από το 2011), σύμφωνα με το αμερικανικό Υπουργείο Εμπορίου. Η Κίνα κατατάσσεται υψηλότερα ως πηγή αλουμινίου για τις ΗΠΑ (στην τρίτη θέση), έχοντας αποστείλει το 11% των πέντε εκατομμυρίων τόνων που εισήγαγαν οι Ηνωμένες Πολιτείες πέρυσι. Οι δασμοί που συνδέονται με την πνευματική ιδιοκτησία σχεδόν σίγουρα θα προξενήσουν αντίποινα και, σε κάθε περίπτωση, θα ωθήσουν προς τα πάνω τις τιμές για τους Αμερικανούς, ειδικά για τα νοικοκυριά χαμηλότερων εισοδημάτων που είναι πιο συνηθισμένα σε φθηνότερα εισαγόμενα αγαθά.

Επειδή η Κίνα φαίνεται σήμερα αποφασισμένη να αλλάξει ταχύτητα και να μειώσει την έμφαση σημαντικών στοιχείων της έκθεσής της στις δυνάμεις της αγοράς τα οποία είχε επιδιώξει στο παρελθόν, ο Trump φαίνεται να πιστεύει ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση από έναν εμπορικό πόλεμο. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλές. Πρώτον, αν οι προηγμένες οικονομίες παρουσιάσουν μια κοινή άμυνα των αρχών της αγοράς έναντι της Κίνας, εξακολουθεί να υπάρχει μια πολύ καλή πιθανότητα το Πεκίνο να τροποποιήσει την κρατικίστικη τάση του. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο Trump έχει τόσο βιτριόλι για τις συναδέλφους προηγμένες οικονομίες όσο και για την Κίνα, μια τέτοια συμπαράταξη δεν αποτελεί αξιόπιστο στοίχημα. Επομένως, ακόμη και αν η παρούσα επανεκτίμηση πρέπει να διεξαχθεί μέσω διμερών και όχι πολυμερών συμφωνιών, οι Κινέζοι και οι Αμερικανοί ηγέτες μπορούν και πρέπει να διαχειριστούν από κοινού την αποδέσμευσή τους και όχι να απομακρυνθούν με τυχαίο τρόπο. Τα έθνη με μη συγκλίνοντα συστήματα [1], δηλαδή εκείνα που δεν ακολουθούν τα ίδια βασικά μοντέλα οικονομικής κρατικής πολιτικής, δεν μπορούν να συμμετάσχουν και να αλληλεπιδρούν με τον ίδιο βαθμό που μπορούν οι ομοϊδεάτες. Δεν είναι καθόλου ντροπή το να το δηλώσουμε με σαφήνεια. Συνεπώς, θα απαιτηθεί ορισμένη αποδέσμευση (disengagement) εμπορίου και επενδύσεων, αλλά είναι πολύ καλύτερο να γίνει αυτό με ελεγχόμενο τρόπο και όχι με μονομερείς απειλές, προστατευτικά μέτρα, αντίποινα και διστακτική κλιμάκωση.

ΠΟΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΞΕΙ ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ

Υπάρχουν πολλοί τομείς στους οποίους η Κίνα και οι προηγμένες οικονομίες μπορούν να αποφύγουν την διακοπή των οικονομικών δεσμών. (Σημειώστε ότι η λογική ισχύει τόσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και για άλλες προηγμένες οικονομίες). Αυτοί, περιλαμβάνουν δραστηριότητες όπου δεν υπάρχει μεταφορά τεχνολογίας που να παρέχει ιδιόκτητες πληροφορίες ή οποιοδήποτε στρατηγικό πλεονέκτημα, όπου δεν προκύπτουν τρωτά σημεία από την εξάρτηση από την προσφορά ή την ζήτηση στον άλλον, και όπου το κυνήγι των αγορών του ενός ή του άλλου δεν προξενεί ανησυχία. Οι περισσότερες αμερικανικές εισαγωγές από την Κίνα δεν αποτελούν απειλή για την εθνική ασφάλεια, παρά το γεγονός ότι ο Trump ισχυρίζεται ότι αυτό αποτελεί την βάση για τους δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο [2]. Ούτε απειλούν την υγεία των οικονομικών οικοσυστημάτων των ΗΠΑ. Αυτές οι εισαγωγές περιλαμβάνουν φθηνά κινεζικά προϊόντα όπως ενδύματα, παιχνίδια, έπιπλα και ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης, στα οποία βασίζονται οι Αμερικανοί που διαθέτουν χαμηλότερο εισόδημα. Αποτελούν περισσότερο από το 40% των εξαγωγών της Κίνας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και θα μπορούσαν εύκολα να τοποθετηθούν σε μια «λευκή λίστα» [στμ: μια λίστα προϊόντων ή ατόμων που είναι άξια εμπιστοσύνης]. Αυτό ισχύει και για τις περισσότερες εξαγωγές των ΗΠΑ προς την Κίνα, συμπεριλαμβανομένου του χαλκού, του χαρτοπολτού, των πλαστικών υλικών, των κορμών και της ξυλείας, και του ιατρικού εξοπλισμού. Μαζί, τα προϊόντα αυτά αντιστοιχούν στο 12% των συνολικών εξαγωγών των ΗΠΑ προς την Κίνα. Μπορούμε και πρέπει να συνεχίσουμε να αγοράζουμε αυτά τα προϊόντα από την Κίνα και αντίστροφα. Και οι δύο χώρες θα μπορούσαν φυσικά να προμηθευθούν τα προϊόντα αυτά από αλλού, αλλά θα αντιμετώπιζαν υψηλότερες τιμές αν το έκαναν.

Οι κατηγορίες των αμερικανικών εξαγωγών προς την Κίνα που περιλαμβάνουν πιο προηγμένες τεχνολογίες (όπως οι ημιαγωγοί και τα αεροσκάφη) ή που είναι κρίσιμες για την επισιτιστική ασφάλεια (όπως η σόγια) ή την ενεργειακή ασφάλεια [3] (όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας), είναι πιο περίπλοκο να περιληφθούν σε μια λευκή λίστα από την άποψη του Πεκίνου. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο μοναδικός παραγωγός αυτών των αγαθών ή εάν δεν ήταν δυνατό η Κίνα να τα συσσωρεύσει, και να της δοθεί έτσι αρκετός χρόνος για να προσαρμοστεί σε διαταραχές εφοδιασμού όπως ένα εμπάργκο, τότε το Πεκίνο θα μπορούσε να βρει αυτά τα προϊόντα ακατάλληλα για μια λευκή λίστα. Η πραγματικότητα είναι ότι η Κίνα μπορεί να βρει πολλούς εναλλακτικούς προμηθευτές για τα περισσότερα από αυτά τα προϊόντα. Μπορεί επίσης να τα συσσωρεύσει, να στραφεί σε υποκατάστατες εισροές ή να αντισταθμίσει με άλλο τρόπο τους κινδύνους ενός αποκλεισμού από τις ΗΠΑ. Συνεπώς, το υψηλό μερίδιο των ΗΠΑ στις εισαγωγές της Κίνας δεν αποκλείει αναγκαστικά την δυνατότητα για μια λευκή λίστα.

RHODIUM GROUP

Με το να συνεργαστούν για τον εντοπισμό των τομέων εμπορίου στους οποίους τα διαφορετικά πολιτικά, αναπτυξιακά και στρατηγικά μοντέλα δεν δημιουργούν κινδύνους εθνικής ασφάλειας, η Ουάσινγκτον και το Πεκίνο, μαζί με άλλες προηγμένες οικονομίες, μπορούν να μειώσουν το κόστος της αποδέσμευσης.

ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΟΜΕΝΟΙ ΕΙΡΗΝΙΚΑ ΟΤΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ

Σε περιοχές όπου οι προηγμένες οικονομίες πιστεύουν ότι η παλίρροια του κρατισμού στην Κίνα απαιτεί υψηλότερα αναχώματα, ο στόχος θα πρέπει να είναι η ειρηνική αποδέσμευση και όχι οι στρατιωτικές απειλές που θα διαταράξουν τα 40 χρόνια παγκόσμιας οικοδόμησης δικτύων. Θα υπάρχουν πολλοί τομείς στους οποίους η δραστηριότητα που προηγουμένως ενθαρρυνόταν ίσως να μην θεωρείται πλέον ενδεδειγμένη ή μπορεί να χρειαστεί να περιοριστεί. Για παράδειγμα, περιμένοντας την σύγκλιση της Κίνας με τα πρότυπα της οικονομίας της αγοράς, οι Ηνωμένες Πολιτείες από το 2000 επέτρεψαν σε μεγάλο βαθμό την ανεμπόδιστη απόκτηση αμερικανικών επιχειρήσεων από τους Κινέζους, κάτι που κανονικά δεν θα επιτρεπόταν μεταξύ αντιπάλων. Πράγματι, δεν υπήρχαν καλύτερες αποδείξεις για τις φιλελεύθερες προθέσεις και τις ελπίδες των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στην Κίνα από το άνοιγμά τους στις εξαγορές. Σε πλήθος τομέων όπου η Κίνα απαγορεύει ή περιορίζει την ξένη συμμετοχή -ενέργεια, υποδομές, χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, αυτοκίνητα, μέσα μαζικής ενημέρωσης και ψυχαγωγίας και άλλα- οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες του ΟΟΣΑ διατήρησαν μια σε μεγάλο βαθμό ανοικτή πόρτα. Η βάση δεδομένων του Rhodium Group για τις ξένες άμεσες επενδύσεις μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας [4] το καθιστά σαφές. Μέτρα ανοικτότητας μεταξύ της Κίνας και εκείνων των εθνών δείχνουν πόσο πολύ διαφορετικά παραμένουν τα επίπεδα ανοικτότητάς τους σήμερα.

RHODIUM GROUP

Εάν η Κίνα δεν είχε υιοθετήσει την σύγκλιση στο παρελθόν, οι προηγμένες οικονομίες δεν θα είχαν ανοίξει τις πόρτες τους τόσο πολύ όσο το έκανα για να προχωρήσει το εμπόριο και οι επενδύσεις. Αν η Κίνα απομακρυνθεί από το μοντέλο του ΟΟΣΑ [5] σήμερα, τότε αυτοί οι πρώην εταίροι θα επιμείνουν στην αμοιβαιότητα για το μέλλον, και θα επανεξετάσουν την υπάρχουσα δραστηριότητα του παρελθόντος. Η μη σύγκλιση της Κίνας είναι εμφανής σε πολιτικές όπως η «Made in China 2025», η οποία προαποφασίζει τα μερίδια αγοράς για εγχώριες και ξένες επιχειρήσεις αντί να αφήνει το αποτέλεσμα στις δυνάμεις της αγοράς. Ο ανταγωνισμός βρίσκεται στην ρίζα της αμερικανικής οικονομικής και πολιτικής κουλτούρας, και στην κουλτούρα σχεδόν κάθε άλλης προηγμένης οικονομίας. Αν η Κίνα απομακρυνθεί από αυτό, τότε τα Δυτικά έθνη θα στραφούν φυσικά από την διαχειριζόμενη εναρμόνιση σε κάτι πιο αυτοπροστατευτικό.

Τι θα απαιτούσε αυτή η στροφή; Πρώτον, αντί να θεωρούν τις επενδύσεις γενικά ως καλόπιστες μέχρι να αποδειχθεί ότι είναι κάτι άλλο, οι αναπτυγμένες χώρες είναι πιθανό να αντιστρέψουν το βάρος της απόδειξης και να ζητήσουν από τις επιχειρήσεις που προέρχονται από μη συγκλίνοντα έθνη να αποδείξουν την φιλικότητά τους προς την αγορά κατά περίπτωση. Αυτό μπορεί να συνεπάγεται την ανάλυση του κόστους κεφαλαίου μιας επιχείρησης, των κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης, των εσωτερικών ποσοστών απόδοσης ή άλλων μεταβλητών που μπορούν να αλλοιωθούν από την βαριά κρατική κινέζικου τύπου παρέμβαση [6].

Για τις εμπορικές και επενδυτικές δραστηριότητες που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια για κατάταξη στην λευκή λίστα, οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ και της Κίνας πρέπει να συνεργαστούν για να αποφασίσουν πώς να προχωρήσουν, παρά να στραφούν σε ψυχροπολεμικές απειλές για απομονωτισμό και περιορισμό. Για ορισμένους εμπορικούς τομείς, η αποδέσμευση μπορεί να αποτραπεί με την λήψη μέτρων που θα δείχνουν ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Για παράδειγμα, αν το θέμα είναι η αμοιβαία πρόσβαση στις αγορές του άλλου, η Κίνα θα μπορούσε να λάβει μέτρα για να ανοίξει πλήρως την πόρτα για ξένες συμμετοχές στην εγχώρια οικονομία της. Θα υπάρξουν και άλλες περιπτώσεις όπου είναι εφικτός ο μετριασμός. Για παράδειγμα, η Ουάσιγκτον μπορεί να είναι πιο άνετη με τις κινεζικές επενδύσεις σε κοινοπραξίες ή με μειοψηφικούς ρόλους και όχι με τον πλήρη έλεγχο μιας οντότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο εμπόριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να είναι επιρρεπείς στο να αφήσουν την πόρτα ανοιχτή στις εισαγωγές από ένα συγκεκριμένο σύνολο επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, αντί να αποκλείσουν εξ ολοκλήρου μια κατηγορία εμπορίου. Τέλος, σε περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατή ούτε η πρόληψη ούτε ο μετριασμός, η πλήρης αποδέσμευση θα πρέπει να τύχει διαχείρισης, με στόχο να προκαλέσει τον ελάχιστο πόνο και την ελάχιστη διαταραχή στον επιχειρηματικό τομέα αντί να επιβάλει τη μέγιστη δυσφορία [7], όπως απειλούν οι πολιτικοί σήμερα.

Το κόστος της αποδέσμευσης θα είναι σοβαρό για την Κίνα, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τα τρίτα μέρη. Είναι πιθανό ότι όταν η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κοιτάξουν τις σκληρές αυτές πραγματικότητες κατάματα, με το κόστος της προσαρμογής να είναι πιθανό να φθάσει τα τρισεκατομμύρια δολάρια κατά την επόμενη δεκαετία, θα αναζητήσουν μια εναλλακτική λύση αντί της απεμπλοκής. Όμως, με το Πεκίνο να εργάζεται σοβαρά για να κατευθύνει το σύστημά του στο να μην συγκλίνει με προηγμένα μοντέλα οικονομίας, αυτό γίνεται όλο και πιο δύσκολο όσο περνάει ο καιρός. Είναι η Κίνα πρόθυμη να ακυρώσει ή να αμβλύνει πολιτικές όπως το Made in China 2025, με το κρατικά καθορισμένο του ποσοστό επί των κινεζικών και μη κινεζικών μεριδίων αγοράς στο εσωτερικό και στο εξωτερικό; Μπορούν η Ευρώπη, η Ιαπωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες προηγμένες οικονομίες να κοιμούνται ήσυχα επιτρέποντας στην Κίνα να ανταγωνίζεται πλήρως στις αγορές τους χωρίς αμοιβαία πρόσβαση στην Κίνα; Κάποιοι βλέπουν την Δύση να επιλύει αυτόν το γρίφο χρησιμοποιώντας τις ίδιες πολιτικές με την Κίνα. Αλλά το οικονομικό μοντέλο του Πεκίνου του τύπου «πάρε τα λόγια μου στα σοβαρά» δεν είναι εφικτό για την φιλελεύθερη Δύση. Είναι αμφίβολο κατά πόσον είναι λειτουργικό ακόμη και για την Κίνα˙ αλλά με πολλές βασικές ομάδες οικονομικών δεδομένων να μην είναι πλέον διαθέσιμες δημοσίως, είναι δύσκολο να το πούμε. Ο μετριασμός του κόστους προσαρμογής μέσω μιας διαχειριζόμενης αποδέσμευσης, αντί του ριξίματος των ζαριών σε μια προσέγγιση εμπορικού πολέμου χωρίς δεσμεύσεις [8], είναι η υπεύθυνη κίνηση.

ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΓΙΑ ΕΠΑΝΑΔΕΣΜΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ

Εάν η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαντλήσουν τις εναλλακτικές λύσεις και ακολουθήσουν την οδό της αποδέσμευσης, θα ήταν καλό οι ειδικοί της πολιτικής τους να δημιουργήσουν ευκαιρίες για επαναδέσμευση στην πορεία, διότι η σημερινή απόκλιση στα πολιτικά και οικονομικά μοντέλα μπορεί να μην διαρκέσει για πάντα. Η Κίνα έχει περάσει από πολλούς κύκλους αγάπης-μίσους ως προς τις ξένες επιρροές στην ιστορία της, ειδικά τα τελευταία 200 χρόνια. Ο εθνικισμός συχνά κράτησε την Κίνα πίσω από πλευράς οικονομικής δυναμικής [3], και γι’ αυτό κατά το τέλος του τελευταίου αντι-διεθνιστικού κύκλου της το 1978, το κατά κεφαλήν εισόδημά της ήταν περίπου 350 δολάρια ετησίως -το ήμισυ του επιπέδου του Τόγκο το ίδιο έτος. Εάν η Δύση διατηρήσει την πίστη της στις ελεύθερες αγορές, την ελευθερία του λόγου, τον ατομικισμό και την δημοκρατία, παραμένει καλός λόγος να φανταστούμε ότι η Κίνα τελικά θα θέλει να είναι μέρος του προκύπτοντος δυναμισμού και θα επανεξετάσει τις επιλογές της πολιτικής της στο μέλλον.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να ανοίξουν δρόμους σε αυτή την συζήτηση με το να καθορίζουν ποια στοιχεία φιλελευθερισμού της αγοράς είναι απαραίτητα και, στην συνέχεια, εκτιμώντας αντικειμενικά εάν η Κίνα είναι συγκλίνουσα ή αποκλίνουσα ως προς αυτά. (Αυτός είναι ο σκοπός του China Dashboard [9] που διατηρεί το Rhodium Group με το Asia Society Policy Institute, το οποίο καταγράφει κατά πόσον η Κίνα πραγματοποιεί τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που είχε θέσει το 2013). Σε κυβερνητικό επίπεδο, ακόμα κι αν η δέσμευση δεν αντιπροσωπεύει πλέον την στρατηγική των ΗΠΑ, πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να μειωθεί ο κίνδυνος της σύγκρουσης με την δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι ο διάλογος παραμένει ουσιαστικός. Πρέπει να γίνεται σε τακτική βάση, όχι για να δημιουργηθεί μια επιφανειακή εικόνα ενοποιητικών κανόνων, αλλά απλά για να αποφευχθούν οι περιττές και αντιπαραγωγικές εκρήξεις. Οι εμπορικοί πόλεμοι δεν είναι εύκολο να κερδηθούν. Οι διάλογοι, από την άλλη πλευρά, δεν είναι εύκολο εγγενώς να φέρουν την ήττα. 

Στα αγγλικά: 
 https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2018-03-20/
trade-war-only-option

Σύνδεσμοι:
 [1] https://www.foreignaffairs.com/reviews/review-essay/how-china-and-americ...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2017-05-19/art-ste...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2018-02-13/green-giant
[4] http://www.us-china-fdi.com/
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/2015-03-11/economic-coalition-wi...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2017-06-29/beijings-debt-d...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2018-02-13/china-r...
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2015-12-03/fair-trade
[9] http://chinadashboard.asiasociety.org/china-dashboard/


Daniel Rosen,
  ιδρυτικό μέλος του Rhodium Group


20/03/2018


 Οι απόψεις,που δημοσιεύονται στα εκάστοτε-χάριν ενημέρωσης και προβληματισμού-αναρτώμενα άρθρα (ή κάθε είδους κείμενα) του ιστολογίου μου, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνο τους αρθρογράφους που επώνυμα τις διατυπώνουν.  Οι ''υπογραμμίσεις'' -χρώμα,μέγεθος γραμματοσειράς και οι εικονογραφήσεις-με εικόνες από το World Wide Web-στις αναρτήσεις γίνονται με ευθύνη του blogger.
 Στο αρχικό  πρωτότυπο κείμενο  παραπέμπεστε μέσω των επισυναπτόμενων ενεργών συνδέσμων.