Πώς νίκησαν οι Αθηναίοι στη Mάχη του Μαραθώνα;
Γιατί οι μέτριας υγείας μεσήλικοι Αθηναίοι επικράτησαν των καλογυμνασμένων νεαρών Περσών.
(...) Έλεγα ότι ο κόσμος μαθαίνει το παρελθόν, την Ιστορία, με λάθος τρόπο, διότι οι ιστοριογραφούντες περιγράφουν όπως οι ποιητές, ίσως με ελάχιστες εξαιρέσεις, τις οποίες αγνοώ – απλώς τις υποθέτω. Μόνο μετά τον 19ο αιώνα και την άνοδο των κοινωνικών επιστημών, της Κοινωνιολογίας και της Πολιτικής Οικονομίας, κατεγράφησαν σταθερά βήματα και αξιόλογες προσεγγίσεις· εντούτοις, στις βασικές γνώσεις, οι αντιλήψεις παραμένουν ως έχουν.
Λοιπόν, το παράδειγμα που σας υποσχέθηκα προηγουμένως θα σας το εκθέσω με απελπιστική συντομία ελλείψει χρόνου.
Στον Μαραθώνα υμνείται η φιλοπατρία και το πώς οι λίγοι Αθηναίοι κατάφεραν να εναντιωθούν και να νικήσουν τη μεγαλύτερη τότε γνωστή τους αυτοκρατορία. Αυτό το κλέος επικράτησε από εκείνη την περίοδο και καταθλιπτικά η αντίληψη του τρόπου επιτυχίας παραμένει μέχρι τις ημέρες μας. (...) Παρακαλώ, προσέξτε τι υποστηρίζουν όλοι οι ασχολούμενοι που αναμασούν τις ιστορίες των παλαιών:
Ο περσικός στόλος κατέφθασε με 100.000 στρατό για τους παραμυθάδες, με 50.000 για τους κάπως προσεκτικότερους, εν τέλει με 30.000 για τους σοβαρούς.
Κατ’ αρχάς καθίσταται προφανές, για όποιον διαθέτει στοιχειώδη γνώση επί των στρατιωτικών, ότι τέτοιοι αριθμοί είναι αστήρικτοι.
Τα πλοία της εποχής αδυνατούσαν να μεταφέρουν τόσο στράτευμα. Το πλήθος τους θα έδει να ήταν τεράστιο, πράγμα που ούτε συνέβη, αλλά δεν είχε και νόημα. Ο βασιλιάς Δαρείος ήθελε να τιμωρήσει δύο μικρές πόλεις. Δεν θα έστελνε όλο τον στόλο του ή όλο τον στρατό του, λες και σκόπευε να καταλάβει ολόκληρη την Ευρώπη.
Έτσι οι άσχετοι φιλόλογοι ή οι ευρυμαθείς, που ασχολούνται με το άθλημα αυτό, αγνοούν τι σημαίνει επιμελητεία, εφοδιαστική. Στον 20ό αιώνα έγινε κατανοητό αυτό.
Προσέξτε: 30.000 άτομα, εάν έτρωγαν μόνο ψωμί – το κρέας χαρακτήριζε το σιτηρέσιο των αρχηγών – και αν υπολογίσουμε ότι ο καθείς ήθελε περίπου ένα ή, έστω, μισό κιλό, φανταστείτε πόσους τόνους θα χρειάζονταν την ημέρα και, εάν η εκστρατεία διαρκούσε μήνες, πόση ποσότητα τροφής. Αλλά με το νερό και τόσα άλλα απαραίτητα τι θα γινόταν; Υπ’ αυτούς τους όρους 15.000 - 18.000, αν εκτιμήσουμε τη χωρητικότητα του στόλου, θα πρέπει να ήταν ο όγκος των εκστρατευσάντων.
Αν όμως αφαιρέσουμε τους βοηθητικούς και τους κηφήνες, δηλαδή μαγείρους, ιπποκόμους, υπηρέτες, τεχνικούς στις στολές, στις πανοπλίες, στα σκάφη κ.λπ., παλλακίδες και χίλιους δυο άλλους, τότε οι μάχιμοι δεν θα υπερέβαιναν τους 12.000. Και το ιππικό τους όχι πλέον των 1.000 - 1.500.
Από την άλλη πλευρά παρατάχθηκαν 11.000 Αθηναίοι και Πλαταιείς. Εξ αυτών στην ομάδα κρούσης λιγότεροι των 10.000. Εδώ οι βοηθητικοί, λόγω συνθηκών, γιατί βρίσκονταν δίπλα στην πόλη τους, διότι άλλη απεδεικνύετο η δομή του στρατεύματος, ήταν ελάχιστοι.
Η ποσοτική, συνεπώς, διαφορά αποδεικνύεται μικρή και δεν διαδραμάτισε, ως εκ τούτου, καθοριστικό ρόλο. Όθεν, τα περί πολυάριθμων Περσών και πολύ ολιγαριθμότερων Ελλήνων, που αποτελούν τον κύριο άξονα της συζήτησης, καταρρίπτονται. Ας διερευνήσουμε την ποιότητα.
Ορισμένοι, ως δεύτερη γραμμή άμυνας, θα τονίσουν το υψηλό ηθικό των ελεύθερων ανθρώπων απέναντι στη δουλεία των Ασιατών. Λυπάμαι, αλλά και εδώ η πραγματικότητα τους αποκαθηλώνει.
Τι επαγγέλλονταν οι κληρωτοί της Αθήνας; Ή των Πλαταιών πριν τους καλέσουν στα όπλα; Αγρότες, εργάτες, τεχνίτες, κεραμοποιοί, έμποροι, ναυτικοί κ.λπ. Τι ηλικίες; Από 20 ετών μέχρι 50. Φανταστείτε έναν μέσο οπλίτη: με κοιλιά, αγύμναστο. Κάποιοι να ταλαιπωρούνται από αρθριτικά, με πόνους στα πόδια, στις κλειδώσεις. Το προσδόκιμο ζωής εκυμαίνετο περί τα 55 και κάτω. Μάλλον μια μετριότητα.
Και οι εφεδρείες τους; Μόνο υπέργηροι. Επειδή λόγω φτώχειας σιτίζονταν κακώς, παρουσίαζαν περισσότερα σοβαρά προβλήματα υγείας σε σχέση με τους καλοζωισμένους ευγενείς.
Αντιπαραβάλετέ τους με τους Ασιάτες. Ό,τι εκλεκτότερο. Νέοι, εξασκημένοι στρατιώτες που είχαν αυτό ως επάγγελμα. Το τονίζω αυτό, διότι συνιστά κομβικό σημείο. Ποιοτικά, λοιπόν, το στράτευμα των Ελλήνων ήταν χειρότερο. Ως υποσημείωση, ή αντίστιξη, σας αναφέρω τα κλέη των Σπαρτιατών. Αυτοί, ναι, ήταν επαγγελματίες, τουτέστιν στρατιώτες, γι’ αυτό μια χούφτα από δαύτους επεβάλλετο παντού και παρέμειναν σχεδόν αήττητοι. Οι άλλες ελληνικές πόλεις με τους κληρωτούς εμφάνιζαν τα χάλια ή τη μετριότητα της Αθήνας.
Υπ’ αυτούς τους όρους προκύπτει το ερώτημα: Πώς νίκησαν; (...) Υπήρξαν δύο πλεονεκτήματα, το ένα φανερό, το άλλο αφανές, που έγειραν την πλάστιγγα υπέρ των Αθηναίων.
Το κεφάλαιο Μιλτιάδης
Πρώτον, ένας από τους δέκα στρατηγούς ήταν ο Μιλτιάδης. Διέθετε το πλεονέκτημα ότι, ως τύραννος στη Θράκη, είχε συμμετάσχει στην εκστρατεία των Μήδων στη Βαλκανική, στον Δούναβη. Αφού ο Κύρος απέτυχε πολεμώντας στα βόρεια – πιθανώς στην Κασπία ή προς την πλευρά της Μαύρης Θάλασσας –, ο Δαρείος ζητούσε να τους επιτεθεί εκ των όπισθεν.
Διέβη τη Θράκη, πέρασε τη σημερινή Βουλγαρία και στο ύψος της Ρουμανίας ή της Μολδαβίας συγκρούστηκε με τους «Σκύθες», πιθανώς τουρανικά φύλα, αλλά απέτυχε, ως εικός, να επιβληθεί. Σκέφθηκε δηλαδή να κάνει τον κύκλο του Ευξείνου Πόντου και να επιστρέψει στην Περσία από τον Καύκασο. Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις ο Μιλτιάδης ήταν πλήρως ενήμερος των δυνατοτήτων του περσικού στρατού.
Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο έχαιρε σεβασμού από τους υπόλοιπους εννέα (στρατηγούς). Μολαταύτα οι πέντε, παρά τις διαβεβαιώσεις του, τις οποίες έβρισκαν σωστές, δεν αποτολμούσαν επίθεση. Αν έχαναν, δεν υπήρχαν εφεδρείες. Η υποταγή της πόλης θα ήταν πλήρης.
Φάνηκε τελικώς να πείθονται και να αλλάζουν γνώμη όταν οι Πέρσες, απαυδισμένοι από την αναμονή, επιβίβασαν το ιππικό τους στα πλοία. Προφανώς ο Δάτης, ο αρχηγός του στρατεύματος, θα άφηνε ένα μέρος του στρατού του στον Μαραθώνα (θεωρώντας ότι οι οπλίτες είναι απόλεμοι) και με το υπόλοιπο θα διενεργούσε τον κύκλο της Αττικής και θα επετίθετο στην Αθήνα. Ο πρώην βασιλιάς Ιππίας, που ακολουθούσε προσδοκώντας να επανέλθει στον θρόνο, τους διαβεβαίωσε ότι αυτή που έβλεπαν ήταν η συνολική δύναμη της πόλεως.
Αυτό το αντελήφθησαν οι Αθηναίοι στρατηγοί ή με κάποιον τρόπο το έμαθαν. Ίσως το διέρρευσαν οι αντίπαλοι για να τους κάμψουν το ηθικό και στον πανικό τους ή όφειλαν να χωρίσουν τη δύναμή τους στα δύο ή να πολεμήσουν αμέσως. Απεφάσισαν το δεύτερο, που ήταν και το ορθό. Τούτη είναι η αλήθεια και όχι οι ανοησίες που γράφτηκαν.
Η κίνηση του Δάτη απεδείχθη ένα τακτικό λάθος, αν και σχετικά δικαιολογημένο. Με το ιππικό στη μάχη, η εξέλιξη πιθανότατα θα ήταν διαφορετική. Όμως, οι βάλτοι της περιοχής, το στενό της πεδιάδας, που δεν επέτρεπε ευρέα περιθώρια ανάπτυξής του και η ανάγκη εφεδρείας – πιθανώς να μην προλάβαινε να το αποβιβάσει εκ νέου (το ιππικό) – τον έκαναν να μην ξαναθέσει στη μάχη το δυνατότερό του όπλο. Βλέποντας την αβελτηρία των Ελλήνων και ακούγοντας τον Ιππία, έκρινε ότι η αξιόλογη ποιοτική και η σχετική ποσοτική υπέροχή του πεζικού του αρκούσε.
Η κοινωνική σύνθεση
Το δεύτερο, αφανές όμως, μειονέκτημα των Περσών, το οποίο ουδείς έχει ανακαλύψει και αυτή είναι η καινοτομία της εισήγησής μου, πήγαζε από τη σύνθεση του στρατεύματος. Οι κοινωνίες, όπως ταξινομήθηκαν μέχρι σήμερα, μπορεί να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες: οι νομάδες, η πόλις - κράτος και η αυτοκρατορία.
Η πρώτη: Οι νομάδες είχαν στρατηγική που απέρρεε, ως εικός, από τη δομή τους. Διαρκείς επιθέσεις και υποχωρήσεις σε ένα αχανές πεδίο. Ποτέ σχεδόν η σύγκρουση δεν πραγματοποιείτο σε συγκεκριμένο τόπο. Εμπρός - πίσω, δεξιά - αριστερά, έτρεχαν δαιμονισμένα σε τεράστιο βάθος. Δέκα ή και δώδεκα άλογα άλλαζαν στη διάρκεια της μάχης.
Η δεύτερη: Αντιθέτως οι πόλεις, λόγω του μικρού μεγέθους τους, διέθεταν αξιόλογη οργάνωση και η συνοχή ήταν το δυνατό τους σημείο. Η φάλαγγα ποτέ δεν θα μπορούσε να προκύψει από τους νομάδες, όπως και από την αυτοκρατορία.
Η τρίτη, η αυτοκρατορία, έμοιαζε με κάτι ενδιάμεσο. Χαλαρή στρατιωτική παράταξη, που πολεμούσε σε σχετικά στενό χώρο, συντιθέμενη από ποικίλες φυλές και διαφορετικά όπλα, με ξεχωριστή στρατιωτική αποτελεσματικότητα το καθένα από αυτά.
Η περσική αυτοκρατορία στάθηκε ανίκανη να κυριαρχήσει επί της πρώτης κοινωνικής συγκρότησης, στα πλήθη των νομάδων. Ο Κύρος, ο Καμβύσης, ο Δαρείος απέτυχαν σε τρία διαφορετικά μέτωπα.
Έμενε η σύγκριση πόλεως και αυτοκρατορίας. Μέχρι τότε η τελευταία είχε επιβληθεί στη Φοινίκη και σε αυτές τις Μικράς Ασίας. Όλα έδειχναν ότι θα υπέτασσαν και την Ελλάδα. Εδώ ανεφύη η ιδιαιτερότητα.
Η χώρα νοτίως του Ολύμπου, και ιδιαίτερα νοτίως της Θεσσαλίας, αποτελείται από μικρές προβληματικές πεδιάδες. Σε κάθε μια είχε φυτρώσει και μια πόλη. Ως εκ τούτου καμιά δεν μπορούσε να επιβληθεί επί των υπολοίπων, με εξαίρεση τη Σπάρτη, η οποία όμως εξελίχθηκε σε ένα στρατοκρατούμενο καθεστώς, το οποίο διέθετε παρόν, παρελθόν, αλλά κανένα μέλλον, καθώς η στατικότητα του συστήματος την οδηγούσε μακροχρόνια στην παρακμή. Μόνο ευδόκιμους στρατιώτες. Αλλά οι λόγχες έχουν περιορισμένη δυνατότητα ισχύος σε βάθος χρόνου.
Συνεπώς οι Έλληνες έχουν ανακαλύψει, αναπόφευκτα, τη φάλαγγα. Ο ένας πολεμούσε δίπλα με τον άλλον, η ασπίδα του ενός κάλυπτε και τον σύντροφο. Οι Πέρσες επετίθεντο με έναν σύγχρονο τρόπο, όπως οι σημερινοί στρατοί. Εκτόξευαν ένα κινούμενο δάσος από βέλη, αντίστοιχο του σημερινού πυροβολικού, και μετά τους αποψιλωμένους και αποθαρρυμένους αντιπάλους πλησίαζαν οι ακοντιστές. Το ιππικό, τα σημερινά τεθωρακισμένα, ευέλικτο κύκλωνε και ορμούσε στα πλάγια ή τα μετόπισθεν. Αυτός ο τρόπος απεδείχθη ανεπαρκής απέναντι στους οπλίτες.
Ο Μιλτιάδης λοιπόν – γι’ αυτό υμνήθηκε τόσο, χάρις στην ιδιοφυΐα του – έδωσε το σύνθημα επίθεσης όταν οι πεζικάριοι βρέθηκαν στο βεληνεκές των τόξων, ζητώντας να το καλύψουν τρέχοντας, το δυνατόν συντομότερα, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες. Έτσι θα έφερνε πρόσωπο με πρόσωπο άμεσα τους αντιμαχόμενους.
Αν προσέξει κανείς στα μουσεία τις στολές των Περσών και των Ελλήνων, θα αντιληφθεί το έρεβος. Οι μικρές πόλεις, που μάχονταν με νύχια και με δόντια για την ανεξαρτησία τους, είχαν μετατρέψει τον στρατιώτη σε κινητό φρούριο. Αγχέμαχα και εκήβολα όπλα, δηλαδή ασπίδες, κράνη, θώρακες, επιγονατίδες, δόρατα, ξίφη.
Οι Πέρσες, πολεμώντας με άλλον τρόπο, με ιππικό που διασπούσε τις γραμμές και κύκλωνε τον αντίπαλο, με βέλη που διέλυαν την παράταξη και, τέλος, με ένα ελαφρώς οπλισμένο πεζικό, με ξύλινη συνήθως ασπίδα, δόρυ, σπαθί και κράνος, επετύγχαναν απέναντι σε ομοίους. Όμως, όταν ο μέσος Αθηναίος, έστω και ποιοτικά κατώτερος από τον νεαρό Μήδο, βρέθηκε απέναντί του, η υπεροχή του οπλισμού του ήταν συντριπτική. Μόνο οι γηραλέοι στρατιώτες ήταν πιθανό να ηττηθούν.
Περαιτέρω ο Μιλτιάδης, ενισχύοντας τα άκρα – το αντίθετο έπρατταν όλοι οι νομάδες, από τους Ούννους μέχρι τους Σελτζούκους, αλλά και οι αυτοκρατορίες –, κύκλωσε το περσικό στράτευμα, αφού το κέντρο της ελληνικής παράταξης, παρά την οπλική υπεροχή του, λόγω ολιγανθρωπίας υποχώρησε.
Άρα: Η ανομοιότητα της κοινωνικής σύνθεσης μεταξύ της πόλεως και της αυτοκρατορίας είχε ως συνέπεια τη σύγκρουση της φάλαγγας των οπλιτών απέναντι στον χαλαρότερο σχηματισμό της αυτοκρατορίας. Η διαφορά οπλικού συστήματος, η οποία προέκυπτε ακριβώς από την απόκλιση αυτή – όλοι οι πολίτες επιστρατευόμενοι χρησιμοποιούσαν όπλα που τους καθιστούσαν κατάφρακτους – έδινε τη νίκη στις πόλεις - κράτη, εφ’ όσον βεβαίως δεν ανέκυπτε τεράστια δυσαναλογία μεταξύ των εμπλεκομένων.
Τούτο προέκυπτε ευκρινέστατα από το επίτευγμα των Μυρίων, που είναι σημαντικότερο από πλευράς στρατιωτικής ιστορίας. Αυτοί στα Κούναξα το 401 π.Χ. έβαλαν πλάτη στον Ευφράτη για να μην κυκλωθούν και, απέναντι σε πολλαπλάσιους Πέρσες, τους έτρεψαν σε φυγή. Βεβαίως τούτοι ήσαν επαγγελματίες στρατιώτες, με ISO 9000 στο σφάξιμο, και δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τους κληρωτούς Αθηναίους.
*Οι τίτλοι και οι μεσότιτλοι του κειμένου τοποθετήθηκαν από τη σύνταξη της εφημερίδας **Το κείμενο αυτό, αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του θεόδωρου Παπαηλία "Τελική Σύνθεση ή Η Ανατολή απέναντι στη Δύση", το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παρουσία
Δημοσιεύτηκε στο ''ΠΟΝΤΙΚΙ'',
τεύχος 2009 στις 22-02-2018
27/2/2018