Το έγκλημα της βιομηχανοποιημένης κτηνοτροφίας.
Το ανθρώπινο είδος έχει προκαλέσει ανά τους αιώνες τεράστιες καταστροφές στο φυσικό περιβάλλον, γεγονός που τα τελευταία μόλις χρόνια φαίνεται να απασχολεί μια περιορισμένη μερίδα πολιτών, που μάχονται για τον περιορισμό τους. Για πολλούς, η καταστροφή που προκαλείται από την ανθρώπινη δραστηριότητα οδηγεί σε φαινόμενα όπως η κλιματική αλλαγή, το λιώσιμο των πάγων και η καταστροφή των τροπικών δασών. Αυτό όμως που παραγνωρίζεται είναι η προβληματική αντιμετώπιση του ζωικού βασιλείου.
Η παρεμβατικότητα του ανθρώπου στη φύση μας γυρνά πίσω κατά δεκάδες χιλιάδες χρόνια, αφού οι πρόγονοί μας, από την εποχή του λίθου κιόλας, ήταν ήδη υπεύθυνοι για μια σειρά οικολογικών καταστροφών. Όταν οι πρώτοι άνθρωποι έφτασαν στην Ωκεανία, περίπου 45.000 χρόνια πριν, οδήγησαν γρήγορα στην εξαφάνιση το 90% των μεγάλων ζώων που κατοικούσαν την ήπειρο. Αυτή ήταν η πρώτη σημαντική επίδραση που είχε ο Homo sapiens στο οικοσύστημα του πλανήτη και φυσικά δεν θα ήταν η τελευταία.
Περίπου 15.000 χρόνια πριν, το ανθρώπινο γένος θα έφτανε και στην Αμερική, συμβάλλοντας στην εξαφάνιση περίπου του 75% των μεγάλων θηλαστικών της. Πολλά άλλα είδη θα εξαφανίζονταν ταυτόχρονα και από την Αφρική, από την Ευρασία και από πληθώρα νησιών γύρω από τις ακτές τους. Συνολικά, μάλιστα, ο Homo sapiens οδήγησε στην εξαφάνιση περίπου το 50% όλων των μεγάλων χερσαίων θηλαστικών του πλανήτη, πριν καν προλάβει να καλλιεργήσει το πρώτο κομμάτι γης, να δημιουργήσει εργαλεία ή να ανακαλύψει τη γραφή.
Το επόμενο σημαντικό ορόσημο στη σχέση των ανθρώπων και των ζώων ήταν η γεωργική επανάσταση, η διαδικασία κατά την οποία δηλαδή ο άνθρωπος μετατράπηκε από νομαδικός κυνηγός σε γεωργό που κατοικεί σε μόνιμους οικισμούς. Η νέα αυτή συνθήκη περιλάμβανε την εμφάνιση των οικόσιτων ζώων. Αρχικά, η εξέλιξη αυτή φαίνεται να ήταν μικρής σημασίας, καθώς οι άνθρωποι κατάφεραν τότε να εξημερώσουν λιγότερα από 20 είδη θηλαστικών και πτηνών, σε σύγκριση με τα αμέτρητα είδη που παρέμεναν «άγρια». Ωστόσο, με το πέρασμα των αιώνων, τα οικόσιτα ζώα έγιναν ο κανόνας. Σήμερα, περισσότερα από το 90% των μεγάλων ζώων του πλανήτη είναι εξημερωμένα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το κοτόπουλο. Πριν από δέκα χιλιάδες χρόνια, το κοτόπουλο ήταν ένα σπάνιο πτηνό που εντοπιζόταν αποκλειστικά σε περιοχές της Νότιας Ασίας και σε περιορισμένο αριθμό. Σήμερα, δισεκατομμύρια κοτόπουλα υπάρχουν και εκτρέφονται σχεδόν σε όλες τις ηπείρους, εκτός της Ανταρκτικής. Το εξημερωμένο κοτόπουλο είναι ίσως το πιο διαδεδομένο πτηνό στην ιστορία του πλανήτη, μαζί με τις αγελάδες και τους χοίρους, ο αριθμός τω οποίων είναι επίσης τεράστιος.
Τα εξημερωμένα είδη όπως τα κοτόπουλα πλήρωσαν όμως την εξημέρωσή τους με δεινά άνευ προηγουμένου, εξαιτίας φυσικά των ανθρώπων. Κι αυτό καθώς η αγροτική επανάσταση δημιούργησε εντελώς νέα είδη βασανισμού για τα ζώα, που επιδεινώθηκαν μάλιστα με το πέρασμα των γενεών.
Με μια πρώτη ματιά, τα εξημερωμένα ζώα μπορεί να φαίνονται πιο τυχερά από τους άγριους συγγενείς και τους προγόνους τους. Τα άγρια βουβάλια, για παράδειγμα, περνούν το χρόνο τους αναζητώντας φαγητό, νερό και καταφύγιο, ενώ απειλούνται συνεχώς από λιοντάρια, παράσιτα, πλημμύρες και ξηρασίες. Τα οικόσιτα βοοειδή, αντίθετα, απολαμβάνουν φροντίδα και προστασία από τον άνθρωπο. Οι άνθρωποι παρέχουν στις αγελάδες και τα μοσχάρια τροφή, νερό και στέγη, αντιμετωπίζουν τις ασθένειές τους και τα προστατεύουν από αρπακτικά και φυσικές καταστροφές. Αργά ή γρήγορα όμως, αυτά οδηγούνται στο σφαγείο.
Αυτό που καθιστά την εκτεταμένη ύπαρξη εξημερωμένων αγροτικών ζώων ιδιαίτερα προβληματική, δεν είναι μόνο ο τρόπος με τον οποίο πεθαίνουν, αλλά κυρίως το πως αυτά ζουν. Δύο ανταγωνιστικοί παράγοντες έχουν διαμορφώσει τις συνθήκες διαβίωσης των αγροτικών ζώων: αφενός, οι άνθρωποι επιθυμούν το κρέας, το γάλα, τα αυγά, το δέρμα και τη μυϊκή δύναμη των ζώων. Από την άλλη, οι άνθρωποι πρέπει να εξασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη επιβίωση και αναπαραγωγή των ζώων εκτροφής. Θεωρητικά, αυτό θα έπρεπε να προστατεύει τα ζώα από την ακραία μεταχείριση και τη σκληρότητα απέναντί τους.
Εάν ένας αγρότης αρμέξει μια αγελάδα χωρίς να της παρέχει την απαραίτητη τροφή και νερό, η παραγωγή γάλακτος θα εξασθενίσει και η ίδια η αγελάδα θα πεθάνει γρήγορα. Δυστυχώς όμως, οι άνθρωποι μπορούν να προκαλέσουν τεράστια ταλαιπωρία στα ζώα με άλλους τρόπους, ακόμη και όταν φροντίζουν για την εξασφάλιση της επιβίωσης και της αναπαραγωγής τους.
Η ρίζα του προβλήματος είναι ότι τα εξημερωμένα ζώα έχουν κληρονομήσει από τους άγριους προγόνους τους πολλές φυσικές, συναισθηματικές και κοινωνικές, ανάγκες που θεωρούνται περιττές στα σύγχρονα αγροκτήματα. Οι γεωργοί αγνοούν συνήθως αυτές τις ανάγκες χωρίς να ανησυχούν για τις συνέπειες των πράξεών τους. Έτσι, κλειδώνουν τα ζώα σε μικροσκοπικά κλουβιά, ακρωτηριάζουν τα κέρατα και τις ουρές τους, απομακρύνουν τις μητέρες από τα μικρά τους και εκτρέφουν επιλεκτικά υβρίδια. Τα ζώα υποφέρουν πολύ, όμως επιβιώνουν και πολλαπλασιάζονται.
Είναι αλήθεια ότι όλα τα ένστικτα και οι έμφυτες τάσεις εξελίχθηκαν για να ικανοποιήσουν τις εξελικτικές πιέσεις της επιβίωσης και της αναπαραγωγής. Όταν αυτές εξαφανίζονται, ωστόσο, τα ένστικτα που είχαν διαμορφωθεί δεν εξαφανίζονται κι αυτά αμέσως. Ακόμη και αν δεν είναι πλέον χρήσιμα για την επιβίωση και την αναπαραγωγή, συνεχίζουν να διαμορφώνουν τις υποκειμενικές εμπειρίες του ζώου. Οι φυσικές, συναισθηματικές και κοινωνικές ανάγκες των σημερινών αγελάδων, σκύλων και ανθρώπων δεν αντικατοπτρίζουν τις τρέχουσες συνθήκες, αλλά τις εξελικτικές πιέσεις που αντιμετώπιζαν οι πρόγονοί τους πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Για παράδειγμα, οι σύγχρονοι άνθρωποι αγαπούν τα γλυκά, λόγω του ότι όταν οι πρόγονοί μας από την εποχή του λίθου έβρισκαν γλυκά, ώριμα φρούτα, το πιο λογικό που είχαν να κάνουν ήταν να τα καταναλώσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα ώστε να μην χαλάσουν.
Ακριβώς η ίδια εξελικτική λογική διαμορφώνει τη ζωή των αγελάδων και των μόσχων στις βιομηχανοποιημένες φάρμες. Τα αρχαία άγρια βοοειδή ήταν κοινωνικά ζώα. Προκειμένου να επιβιώσουν και να αναπαραχθούν, έπρεπε να επικοινωνούν, να συνεργάζονται και να ανταγωνίζονται αποτελεσματικά. Όπως όλα τα κοινωνικά θηλαστικά, τα άγρια βοοειδή απέκτησαν τις απαραίτητες κοινωνικές δεξιότητες μέσω του παιχνιδιού. Τα κουτάβια, τα γατάκια, τα μοσχάρια και τα παιδιά αγαπούν όλα να παίζουν, γιατί η εξέλιξη τους δημιούργησε αυτή την παρόρμηση. Στην άγρια φύση, έπρεπε να παίζουν. Εάν δεν το έκαναν, δεν θα μάθαιναν τις κοινωνικές δεξιότητες ζωτικής σημασίας για την επιβίωση και την αναπαραγωγή τους.
Εάν ένα γατάκι ή μοσχάρι γεννιόταν με κάποια σπάνια μετάλλαξη που τους καθιστούσε αδιάφορο το να παίζουν, ήταν απίθανο να επιβιώσουν ή να αναπαραχθούν, ενώ ούτε οι πρόγονοί τους θα υπήρχαν αν δεν είχαν αποκτήσει αυτές τις δεξιότητες. Ομοίως, η εξέλιξη που έχει εγγραφεί σε κουτάβια, γατάκια, μοσχάρια και παιδιά είναι μια έντονη επιθυμία δέσμευσης με τις μητέρες τους. Μια πιθανή μετάλλαξη που θα αποδυνάμωνε τον δεσμό μητέρας-βρέφους θα ήταν μια «θανατική ποινή» για αυτά.
Τι συμβαίνει λοιπόν όταν οι αγρότες παίρνουν ένα νεαρό μοσχάρι, το χωρίζουν από τη μητέρα του, το κλειδώνουν σε ένα μικρό κλουβί, το εμβολιάζουν, του παρέχουν φαγητό και νερό και, όταν είναι αρκετά μεγάλο, το γονιμοποιούν τεχνητά; Αντικειμενικά, αυτός ο μόσχος δεν χρειάζεται πλέον ούτε μητρική δέσμευση, ούτε άλλα ζώα δίπλα του για να επιβιώσει και να αναπαραχθεί. Όλες οι ανάγκες του φροντίζονται από τους ανθρώπους. Αλλά από μια υποκειμενική προοπτική, ο μόσχος αυτός εξακολουθεί να αισθάνεται μια έντονη επιθυμία να βρίσκεται με τη μητέρα του και να παίξει με άλλα μοσχάρια. Αν αυτές οι προτροπές δεν εκπληρωθούν, το ζώο υποφέρει.
Αυτό είναι το βασικό μάθημα της εξελικτικής ψυχολογίας, μια ανάγκη που διαμορφώθηκε χιλιάδες γενιές πριν να εξακολουθήσει να γίνεται αισθητή, ακόμα κι αν δεν είναι πλέον απαραίτητη για την επιβίωση και την αναπαραγωγή. Η αγροτική επανάσταση έδωσε στον άνθρωπο τη δυνατότητα να εξασφαλίσει την επιβίωση και την αναπαραγωγή των κατοικίδιων ζώων, αγνοώντας τις υποκειμενικές ανάγκες τους. Ως εκ τούτου, τα οικόσιτα ζώα είναι συλλογικά τα πιο τυχερά ζώα στον κόσμο και ταυτόχρονα τα πιο δυστυχισμένα ζώα που υπήρξαν ποτέ.
Η κατάσταση έχει μόνο επιδεινωθεί τους τελευταίους αιώνες, κατά τη διάρκεια των οποίων η παραδοσιακή κτηνοτροφία έδωσε τη θέση της στη βιομηχανική. Σε παραδοσιακές κοινωνίες όπως η αρχαία Αίγυπτος, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ή η μεσαιωνική Κίνα, οι πολίτες διέθεταν πολύ περιορισμένη γνώση πάνω στην επιστήμη της βιοχημείας, της γενετικής, της ζωολογίας και της επιδημιολογίας. Κατά συνέπεια, οι δυνάμεις τους στη χειραγώγηση των ζώων ήταν περιορισμένες. Στα μεσαιωνικά χωριά, τα κοτόπουλα έτρεχαν ελεύθερα ανάμεσα στα σπίτια και έχτιζαν φωλιές στον κοντινό αχυρώνα. Εάν ένας φιλόδοξος αγρότης προσπαθούσε να κλειδώσει 1.000 κοτόπουλα μέσα σε ένα συνωστισμένο κοτέτσι, πιθανώς θα προκαλούσε μια θανατηφόρα επιδημία γρίπης των πτηνών.
Όμως η σύγχρονη επιστήμη αποκρυπτογράφησε τα μυστικά των πτηνών, των ιών και των αντιβιοτικών, και οι άνθρωποι πλέον μπορούν να εξαναγκάζουν τα ζώα σε ακραίες συνθήκες διαβίωσης. Με τη βοήθεια των εμβολιασμών, των φαρμάκων, των ορμονών, των φυτοφαρμάκων, των κεντρικών συστημάτων κλιματισμού και των αυτόματων τροφοδοτών, είναι πλέον δυνατή η συσσώρευση δεκάδων χιλιάδων κοτόπουλων σε μικροσκοπικούς χώρους και η παραγωγή κρέατος και αυγών με πρωτοφανή απόδοση.
Η τύχη των ζώων σε τέτοιες βιομηχανικές εγκαταστάσεις έχει γίνει ένα από τα πιο σημαντικά ηθικά ζητήματα της εποχής μας. Σήμερα, τα περισσότερα μεγάλα ζώα ζουν σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις και όχι ελεύθερα στη φύση. Το 2009, στην Ευρώπη υπήρχαν 1.6 δισεκατομμύρια άγρια πτηνά. Την ίδια χρονιά, η ευρωπαϊκή βιομηχανία κρέατος και αυγών εκμεταλλευόταν 1.9 δισεκατομμύρια κοτόπουλα. Συνολικά, τα οικόσιτα ζώα του κόσμου ζυγίζουν περίπου 700 εκατομμύρια τόνους, σε σύγκριση με τους 300 εκατομμύρια τόνους που αντιστοιχούν στον άνθρωπο και τους λιγότερους από 100 εκατομμύρια τόνους που αντιστοιχούν στα μεγάλα, άγρια ζώα.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η μοίρα των ζώων σε κτηνοτροφικές μονάδες δεν είναι ένα παράπλευρο ηθικό ζήτημα. Πρόκειται για την πλειοψηφία των πλασμάτων της Γης: δεκάδες δισεκατομμύρια ζώα, καθένα με ένα πολύπλοκο κόσμο αισθήσεων και συναισθημάτων, που ζουν όμως και πεθαίνουν σε μια αέναη γραμμή παραγωγής. Πριν από σαράντα χρόνια, ο φιλόσοφος Peter Singer δημοσίευσε το βιβλίο «Απελευθέρωση των ζώων», το οποίο επιχείρησε να διαφωτίσει τους ανθρώπους πάνω σε αυτό το ζήτημα. Ο ίδιος ισχυριζόταν τότε ότι η βιομηχανική κτηνοτροφία είναι υπεύθυνη για περισσότερο πόνο και δυστυχία απ' ό, τι όλοι οι πόλεμοι στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Η επιστημονική μελέτη των ζώων έχει παίξει μεγάλο ρόλο σε αυτή την τραγωδία εις βάρος τους. Η επιστημονική κοινότητα έχει χρησιμοποιήσει τις αυξανόμενες γνώσεις της για τα ζώα, κυρίως για να τα χειραγωγήσει πιο αποτελεσματικά στην υπηρεσία του ανθρώπου. Ωστόσο, η επιστημονική κοινότητα έχει αποδείξει ταυτόχρονα ότι τα ζώα είναι όντα που διαθέτουν αισθήματα, περίπλοκες κοινωνικές σχέσεις και περίπλοκα ψυχολογικά πρότυπα. Μπορεί να μην είναι τόσο έξυπνα όσο ο άνθρωπος, αλλά σίγουρα αναγνωρίζουν τον πόνο, το φόβο και τη μοναξιά. Επίσης υποφέρουν, αλλά και νιώθουν ευτυχία.
Είναι καιρός να λάβουμε υπόψη μας αυτά τα επιστημονικά ευρήματα, διότι, καθώς η ανθρώπινη δύναμη παρέμβασης συνεχίζει να αυξάνεται, μεγαλώνει και η ικανότητά μας να βλάπτουμε ή να ωφελούμε τα άλλα ζώα. Για 4 δις χρόνια, η ζωή στη Γη διέπεται από τη φυσική επιλογή. Τώρα επηρεάζεται όλο και περισσότερο από τον ανθρώπινο «έξυπνο» σχεδιασμό. Η βιοτεχνολογία, η νανοτεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη σύντομα θα επιτρέψουν στους ανθρώπους να αναμορφώσουν τα έμβια όντα με ριζοσπαστικούς νέους τρόπους, που θα επαναπροσδιορίσουν το ίδιο το νόημα της ζωής. Όταν η ανθρωπότητα φτάσει στο σχεδιασμό αυτού του θαυμαστού νέου κόσμου, θα πρέπει να λάβει υπόψη της την ευημερία όλων των όντων και όχι μόνο των ανθρώπινων.
9/4/2018