Πως τα κόμματα-φυλές νέμονται την εξουσία.

Σκίτσο του Μ. ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ


Η ανάγκη των πολιτικών αρχηγών να διεγείρουν τον κομματικό πατριωτισμό για να ενισχύουν τη συσπείρωση και τη μαχητικότητα της παράταξής τους είναι κατανοητή. Το ίδιο και η προσπάθειά τους να αλιεύσουν ψήφους. Θα ήταν αφέλεια, λοιπόν, να περιμένει κανείς από τα κόμματα και τους αρχηγούς τους να κάνουν επίδειξη αντικειμενικότητας με ακριβοδίκαιες κρίσεις. Ο ρόλος τους είναι διαφορετικός. Όλα, όμως, έχουν ένα όριο, το οποίο, όπως μας αποδεικνύουν συνεχώς τα γεγονότα, έχει προ πολλού καταλυθεί.

Η για μεγάλο χρονικό διάστημα αποδοχή εκ μέρους της κοινωνίας του ξύλινου κομματικού λόγου δεν οφειλόταν μόνο σε πολιτικό πρωτογονισμό. Συνδεόταν και με τον υψηλό βαθμό κομματικοποίησης των θεσμών. Μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974, τα κόμματα άσκησαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση και στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, αλλά και έναν υπερβάλλοντα και ασφυκτικό έλεγχο σε όλο σχεδόν το πλέγμα της δημόσιας ζωής.

Τα κόμματα σύντομα εκφυλίστηκαν σε μηχανισμούς διαμεσολάβησης, διαχείρισης και νομής της εξουσίας σε όλα της τα επίπεδα. Ο εκφυλισμός αυτός σταδιακά οδήγησε σε ατροφία την παραγωγή πολιτικής, η οποία είναι η βασική αποστολή τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι από τα κόμματα απουσιάζουν οι ιδεολογικοπολιτικές απόψεις. Απόψεις κυκλοφορούν, και μάλιστα τα κόμματα ήταν και παραμένουν σε σημαντικό βαθμό ανομοιογενή σ’ αυτό το επίπεδο.

Η ιδεολογικοπολιτική ανομοιογένεια, ωστόσο, δεν απείλησε ούτε απειλεί την ενότητα των μεγάλων κομμάτων. Εξουδετερώνεται από κεντρομόλες δυνάμεις, όπως είναι η παράδοση, το πνεύμα της κομματικής συντεχνίας, το δίκτυο των πελατειακών σχέσεων και βεβαίως η νομή ή η προσδοκία νομής της εξουσίας. Ειδικά οι μεγάλοι κομματικοί μηχανισμοί έχουν απόλυτη συνείδηση ότι μόνο εάν διατηρηθεί η οργανωτική (όχι πολιτική) ενότητα μπορούν να διεκδικήσουν την εξουσία.

Καθεστωτικά μορφώματα

Τα κόμματα υποτίθεται ότι είναι εθελοντικές ενώσεις πολιτών στη βάση ιδεολογικοπολιτικών προτιμήσεων, οι οποίες προσπαθούν να εκφράσουν προγραμματικά τις ανάγκες και τις επιδιώξεις κοινωνικών στρωμάτων και ρευμάτων. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι περισσότερο περίπλοκη και λιγότερο αθώα. Ειδικά τα κόμματα εξουσίας τείνουν να εκφυλιστούν σε καθεστωτικά μορφώματα, που από μία άποψη θυμίζουν φυλές και από μία άλλη ιδιότυπες εταιρείες.

Αυτό είχε καταστεί εξόφθαλμο όταν κυριαρχούσαν στην πολιτική σκηνή το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους τα στελέχη και του ενός και του άλλου κόμματος είχαν κάποιου είδους εξάρτηση και αποκόμιζαν οφέλη από τη σχέση τους με την εξουσία. Το γεγονός αυτό δεν άφηνε πολλά περιθώρια για πολιτική ανεξαρτησία και πολύ περισσότερο για αντιπαράθεση με τον αρχηγό. Στον ίδιο δρόμο έχει εισέλθει και ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τη διάσπασή του το καλοκαίρι του 2015.

Τα κόμματα-φυλές ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό και για το γεγονός ότι στην πράξη δεν υφίσταται η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα διάκριση των εξουσιών. Η νομοθετική εξουσία μόνο ανεξάρτητη δεν είναι. Έχει περιέλθει υπό τον απόλυτο σχεδόν έλεγχο της εκτελεστικής. Δυσεύρετες είναι οι περιπτώσεις διαφοροποίησης συμπολιτευομένων βουλευτών από την κυβερνητική γραμμή, στη διαμόρφωση της οποίας ελάχιστα συμμετέχουν. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν, για παράδειγμα, απειλείται η κομματική ενότητα ή αμφισβητείται η ηγεσία, ο ρόλος των βουλευτών αποκτά καθοριστική πολιτική σημασία.

Ο λόγος που η νομοθετική εξουσία έχει περιέλθει σε καθεστώς πλήρους εξάρτησης είναι ότι κάθε βουλευτής βλέπει το βουλευτικό αξίωμά του όχι ως αυτόνομη πολιτική αποστολή, αλλά σαν σκαλοπάτι για την υπουργοποίησή του. Με άλλα λόγια, νιώθει περισσότερο σαν υποψήφιο μέλος της τωρινής ή αυριανής εκτελεστικής εξουσίας παρά ως ενεργό μέλος της νομοθετικής εξουσίας. Δεν πρόκειται απλώς και μόνο για προσωπική φιλοδοξία. Είναι η λογική του πελατειακού συστήματος που διαμόρφωσε αυτές τις νοοτροπίες και συμπεριφορές. Αυτό ίσχυε απολύτως για το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Εν μέρει και με ιδιαιτερότητες ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Υπάκουος «υπάλληλος»

Εάν ένας βουλευτής δεν καταφέρει να γίνει τουλάχιστον υφυπουργός, η τάση των ψηφοφόρων του είναι να τον θεωρούν περίπου αποτυχημένο, επειδή δεν έχει μεγάλη δυνατότητα να τους κάνει αρκετά ρουσφέτια. Κατά συνέπεια, η ζωτική ανάγκη του βουλευτή να επανεκλεγεί τον ωθεί να βάζει στην άκρη τις όποιες ιδεολογικοπολιτικές διαφωνίες του με την ηγεσία και να συμπεριφέρεται σαν υπάκουος υπάλληλος που διεκδικεί προαγωγή.

Είναι αληθές ότι σε ομαλές περιόδους η εξουσία του βουλευτή είναι περιορισμένη. Ακόμα και στο επίπεδο του νομοθετικού έργου τον πρώτο και κύριο λόγο έχουν οι υπουργοί. Επιπροσθέτως, το Κοινοβούλιο έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί το κύριο πεδίο των πολιτικών αντιπαραθέσεων, εκεί όπου δοκιμάζονται και διακρίνονται ιδέες και πολιτικοί.

Οι βουλευτές όλων των κομμάτων, και ιδιαιτέρως οι νεότεροι και λιγότερο προβεβλημένοι, ασφυκτιούν. Λίγες φορές τούς δίνεται η ευκαιρία να μιλήσουν και σπανίως να αναλάβουν την ευθύνη να συμμετάσχουν σε μια κοινοβουλευτική μάχη. Συνήθως, ο ρόλος τους περιορίζεται στο να υψώνουν το χέρι ή, για την ακρίβεια, να πατάνε το ηλεκτρονικό κουμπί στις ψηφοφορίες.

Όλα τα παραπάνω είναι πρόσθετα επιχειρήματα για την ανάγκη να συζητηθεί σοβαρά η υιοθέτηση της Προεδρικής Δημοκρατίας. Στην περίπτωση της Ελλάδας, μια τέτοια αλλαγή θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την ανεξαρτησία της νομοθετικής εξουσίας, ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει ως πραγματικό αντίβαρο στη σημερινή παντοδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας. Μια τέτοια αλλαγή, επίσης, θα διευκόλυνε τη συρρίκνωση του κομματισμού. Αυτή, ωστόσο, είναι μία μεγάλη συζήτηση που κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να γίνει, παρότι θα έπρεπε.

 Σταύρος Λυγερός 


2/4/2018